Μία μεταφραστής, δέκα αναγνώστης
Τα Νέα, 17 Απριλίου 2010 [εδώ με μικροπροσθήκες και σημειώσεις]
Αν έστω στα ιταλικά ο Fellini, το ίδιο και οι μυθικές φιγούρες του; η Cabiria, η Gelsomina; ο Zampanò, η Saraghina; (στη φωτ. η Τζουλιέττα Μασίνα στις Νύχτες της Καμπίριας)
Ντεπέστρ ή Ντεπέτρ, Νάιπουλ ή Ναϊπόλ ή Νάιπολ, μωρέ γράψ’ εκεί Depestre και Naipaul, σου λέει ο άλλος, να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο. Κι ακόμα: Λουλλύ ή Λυλλύ ή Λιλί,* άσε πια τον Βάργκας Γιόσα ή Λιόσα, τα μισά βιβλία Γιόσα, τα μισά Λιόσα.** Τι ανακούφιση, λοιπόν, κακά τα ψέματα, μ’ ένα Lully και Llosa.
διαβάστε τη συνέχεια...
Χμ, Llosa; Βλέπετε, μόλις φύγουμε απ’ την ψευτοασφάλεια των πιο οικείων μας αγγλογερμανικών, άντε κάπως και γαλλικών,*** το ξάφνιασμα είναι μεγάλο. Ε, χίλιες φορές το Λιόσα παρά αυτό το μυστηριώδες Llosa.
Αφιέρωσα ήδη δύο επιφυλλίδες στα λατινόγραπτα (α και β), επιχειρώντας να δείξω τον χαοτικό χαρακτήρα του θέματος, παρά τον ορατό κίνδυνο να οδηγηθεί εντέλει ο καταπτοημένος αναγνώστης στη γλυκιά θαλπωρή και την ασφάλεια του λατινικού αλφαβήτου.
Κι όμως, όσο βασανιστικό κι αν είναι αυτό το χάος για έναν μεταφραστή λ.χ., θα επιμείνω στην ανάγκη να γράφεται ελληνικά ένα ξένο όνομα. Δεν πρόκειται για καμία ηθική τάχα του επαγγέλματος, αυτοθυσία στην υπηρεσία του αναγνώστη κτλ. Ίσα ίσα: πιο πρακτικό και ωφελιμιστικό δεν θα μπορούσε να είναι. Γιατί, με τα πιο απλά μαθηματικά, όσο κι αν βασανίσει ένα όνομα έναν μεταφραστή, θα είναι πάντα ένα σε σχέση με τα εκατόν ένα που θα τον προβληματίσουν και τον ίδιο πια σαν αναγνώστη, τις εκατόν μία δηλαδή φορές που είναι κι ο ίδιος αναγνώστης σε σχέση με τη μία που είναι μεταφραστής.
Υπάρχει, είπαμε, και η ανάγκη του μελετητή να βρει το ξένο όνομα στη γλώσσα του, να αναζητήσει ενδεχομένως κάποιο του βιβλίο κτλ. Μα ούτε λόγος: σ’ ένα επιστημονικό ιδίως έργο, οι βιβλιογραφικές αναφορές, συγγραφέας, τίτλος κτλ., δίνονται πάντοτε στη γλώσσα τους. Και στο κείμενο μέσα, μπορεί την πρώτη φορά που απαντά ένα όνομα να δίνεται σε παρένθεση στη γλώσσα του –ενώ υπάρχει πάντα και το ευρετήριο, με τη διπλή γραφή, ελληνική και ξένη. Παίρνω στα χέρια μου την επιβλητική έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης με τη Μίμηση του Άουερμπαχ: λατινικά στο εξώφυλλο, αλλά αμέσως μέσα ελληνικά. Διατρέχω το προλογικό κείμενο του Στάινερ: Τζανμπαττίστα Βίκο, Φόιερμπαχ, Χούμπολτ, Καρλ Φόσλερ, Λέο Σπίτσερ, Ε. Ρ. Κούρτιους και αναρίθμητοι άλλοι, όλοι ελληνικά. Στο τέλος, στο ευρετήριο, σε παρένθεση, η λατινική γραφή κάθε ονόματος. Κοιτάζω δύο τελευταίες εκδόσεις των πάντα φροντισμένων Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης: στο εξώφυλλο κιόλας, ελληνικά: Ετιέν Ζιλσόν, Το ον και η ουσία· Χανς Σλούγκα, Φρέγκε. Σαν πόσο υστερούν σε επιστημοσύνη αυτοί οι δύο μείζονες εκδοτικοί οίκοι;
Ενώ από την άλλη, γεμίζουν οι εφημερίδες μας, το λαϊκό αυτό από μιαν άποψη είδος, με λατινικά στοιχεία. Εδώ, σ’ εμάς π.χ., ολοσέλιδη θεατρική κριτική για το Sleuth! Το ίδιο και στη μαρκίζα του θεάτρου, σε πολλές στήλες θεαμάτων κ.α. Μια παράσταση με σπουδαίους ηθοποιούς, γνωστούς κι από την τηλεόραση, τον Κιμούλη και τον Μαρκουλάκη, που απευθύνεται και στο ευρύ κοινό –το οποίο δεν θα ξέρει όμως πώς λέγεται το έργο: Σλέτ, Σλόυτ, Σλόυθ; Δεν είναι δα και καμιά πολυσυνηθισμένη λέξη, ούτε προδίδει εύκολα την προφορά της: Σλουθ! Α, ώστε πρόκειται για την παλιά επιτυχία Χορν και Αλεξανδράκη, πιο παλιά με Διαμαντόπουλο και Μπάρκουλη, στον κινηματογράφο με Λώρενς Ολίβιε και Μάικλ Κέην, που, αν δεν ήταν ακριβώς επιτυχία, δεν ξέρω πόσοι θα ταύτιζαν τι.
Πρόσφατα πήγα στην εντυπωσιακή έκθεση Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη. Στον πάνω όροφο, μακέτες από σκηνικά, κουστούμια κτλ. Οι λεζάντες στα ελληνικά και στα αγγλικά. Όμως, και στην ελληνική λεζάντα το όνομα του συνθέτη λ.χ. είναι και πάλι στην ξένη γλώσσα: Bellini, Verdi! Αλλά ακόμα και τα ρωσικά, κι αυτά αγγλικά γραμμένα: Piotr Illich Tchaikovsky!
Δεν είδα την έκθεση με τα σκίτσα του Φελλίνι, κρατώ όμως στα χέρια μου τον υπέροχο κατάλογο: όλα ανεξαιρέτως τα ονόματα στα ξένα. Αλλά και τα πρόσωπα των ταινιών του; Διαβάζω και ανατριχιάζω, δυσκολεύομαι καταρχήν να αναγνωρίσω ταινίες και ήρωες των νεανικών μου χρόνων, την περιουσία μου όλη: Νύχτες της Cabiria; Άπαγε της βλασφημίας! Giulietta Masina η δική μου Τζουλιέττα Μασίνα, η σπαραχτική Τζελσομίνα στο μυθικό La Strada (όπως παιζόταν πάντα, και τώρα εμφανίζεται κατά αντίστροφη λογική: «Ο δρόμος»); Και Τζελσομίνα είναι η Gelsomina; Και ο Zampanò… Και Saraghina είναι η Σαραγκίνα που έτρεφε τις ερωτικές φαντασιώσεις των πιτσιρικάδων στο Οχτώμισι; Κι ενώ υπάρχουν και σκίτσα με λεζάντες όπως: «η Anna πλάτη…», «η Olimpia γυμνή…»
Πάω στο χρονολόγιο: «1920, ο Federico Fellini γεννιέται στο Rimini της Αδριατικής». Αλλά, αν έτσι το ζυμωμένο με τη νεοελληνική ιστορία Ρίμινι, πού θα σταθούνε πια οι Ριμινίτες;
Και καλά τα graffiti. O graffit-άς;
Ζυμωμένη με τη νεοελληνική ιστορία είναι κι η Βέρμαχτ. Τώρα σε σοβαρή καθημερινή εφημερίδα, σε σνομπίστικη, είν’ η αλήθεια, στήλη: Wehrmacht. Στην ίδια στήλη, το happy end, τα gadgets, το quiz, τα shocking. Δεν είναι η μόνη, κάθε άλλο.
Τελικά, όσο κατανοητή, οπωσδήποτε οικεία, και καμιά φορά, το ομολογώ, επιθυμητή μού είναι κι εμένα η ξενική γραφή των ονομάτων τόσο ακατανόητη, άσκοπη, α-νόητη βρίσκω την ξενική γραφή κοινών ιδίως λέξεων· και, εννοείται, όσο πιο κοινές, παλιές και περπατημένες, τόσο πιο ανόητη: «Ο Παυλόπουλος δεν θα τους δώσει το prim», «Embargo για ραδιοτηλεοπτικά μέσα», το prospectus, τα circo, τα bonuses (πληθυντικός του μπόνους!), το bazaar, το test, το studio, το scooter.
Υπάρχει παρακάτω; Όταν τα πάγκοινα ξενικά δίνουν παράγωγα, και πάλι επιμένουμε στην ξενική γραφή, σε πείσμα της ευδόκιμης ελληνοποίησης την οποία οι ίδιοι θελήσαμε: club-ίστικη ατμόσφαιρα, chic-άτος, panel-ίστες, τα hitάκια του Νικ Κέιβ, τα testάκια!
Είμαστε σίγουροι πως είμαστε μακριά από την porta και τον port-ιέρη;
η ανυπέρβλητη Τζουλιέττα Μασίνα στο La strada του Φελλίνι
Υστερόγραφο-Σημειώσεις
* Ο Lully, Λουλλύ ή Λυλλύ ή Λιλί;
Με το εξίσου χαοτικό θέμα του τρόπου πλέον μεταγραφής, αν δηλαδή Λυλλύ ή απλογραφημένα Λιλί, έχω ασχοληθεί εκτενέστερα, βλ. Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, α΄ τόμ., σ. 54 κ.ε. (ή εδώ). Αν το ξανάπιανα σήμερα το θέμα, δεν ξέρω αν θα ’βγαζα άκρη: καταρχήν θα ήμουν, είμαι, περισσότερο σκεπτικός απέναντι στην αρχή της «αντιστρεψιμότητας» και την αποτελεσματικότητά της (ότι το Λυλλύ, εν προκειμένω, μας οδηγεί ασφαλέστερα πίσω στο Lully)· έπειτα, με τα χρόνια, βλέπω περίπου αναγκαστικό μονόδρομο την απλογράφηση, μ’ όλα της τα προβλήματα και τις τερατογενέσεις. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό το «Λιλί» ενισχύει την εμμονή στα λατινόγραπτα. Και τότε οδηγούμαστε, περίπου αναπόφευκτα, στην Cabiria πρώτα, όπως είδαμε παρακάτω, έπειτα στην Olimpia και την Anna, κι από κει (ή μαζί) στο test, και μετά στο testάκι. Αδιέξοδο λοιπόν· για την ώρα, υπάρχει ακόμα η μέση οδός, με τις όσες ανακολουθίες της, γιατί όχι.
** Ο Llosa, Γιόσα ή Λιόσα;
Όλα τα μεγάλα λεξικά έδιναν και δίνουν πάντα σωστή προφορά το «Γιόσα», κατά καιρούς γράφτηκαν διάφορα σχετικά άρθρα, για την εμμονή, στα καθ’ ημάς, στο «Λιόσα», κι όμως ποτέ δεν έτυχε να δω κάποιον αντίλογο, που να στηρίζει δηλαδή το «Λιόσα». Ωστόσο, δεν μπορεί, σκεφτόμουν, καθώς πλήθαιναν τα βιβλία με το «Λιόσα», κάποια εξήγηση θα υπάρχει –κι έμενα με την απορία. Μόνο τυχαία, σε κουβέντα με τον φίλο εκδότη Νίκο Γκιώνη, έμαθα το κοινό (;) μυστικό πως ναι μεν Γιόσα είναι η σωστή προφορά του Llosa, όμως ο ίδιος το θέλει «Λιόσα», σύμφωνα με δεν ξέρω ποια παλιά προφορά.
Ο Todorov είναι Τοντόροφ;
Ο Νίκος Γκιώνης πάλι έχει από πρώτο χέρι τη μαρτυρία πως ο Todorov δεν είναι «Τοντόροφ», όπως έχει επικρατήσει στα ελληνικά· ή Τόντοροφ, κατά τα βουλγαρικά, ή Τοντορόφ, κατά τα γαλλικά, που το προτιμά και ο ίδιος.
Ο Hobsbawm που δεν είναι Χομπσμπάουμ
Κι άλλο σχετικό: ο Hobsbawm, πασίγνωστος σήμερα, όχι όμως και πριν από λίγες δεκαετίες· Χομπσμπάουμ ειπώθηκε τότε, και έτσι και έμεινε, παρότι ο ίδιος λέει πως προφέρεται Χόμπσμπομ, το είπε εδώ και σ’ εμάς, ρητά, όταν επισκέφτηκε τη χώρα μας. Όμως η επιμονή στην ξενική γραφή (εννέα μεταφράσεις έργων του μέτρησα στο e-shop, σ’ όλα τα εξώφυλλα το όνομά του είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες) μοιραία θα συντηρεί το «Χόμπσμπαουμ», στο οποίο επιμένουν σχεδόν οι πάντες, από άγνοια οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι, διόλου αθώα, για να υποδείξουν την εβραϊκή καταγωγή του
*** Τα οικεία μας αγγλογερμανικά, άντε κάπως και γαλλικά
Αναφέρομαι σε οικεία αγγλογερμανικά, επειδή κάποια αγγλικά υποτίθεται πως όλοι γνωρίζουμε (αλλά πώς προφέρεται ένας Waugh που είδα συμπτωματικά τούτες τις μέρες;) και επίσης υποτίθεται ότι ξέρουμε πως στα γερμανικά διαβάζουμε ό,τι ακριβώς βλέπουμε (βάρδα να μη μας τύχουν τα Umlaut, οι τελίτσες σαν τα δικά μας διαλυτικά πάνω από ’να φωνήεν, ή τα παραπλανητικά ei, eu κτλ.). Αντίθετα, τα γαλλικά παραμένουν ερμητικά κλεισμένα: «εδώ στο Πορτ-ω-Πρινς» και κόντρα «Πορτ-ω-Πρινς» έλεγε το Πορτ-ω-Πρενς, τις μέρες του φοβερού σεισμού στην Αϊτή ο απεσταλμένος της ΝΕΤ.
Αν έστω στα ιταλικά ο Fellini, το ίδιο και οι μυθικές φιγούρες του; η Cabiria, η Gelsomina; ο Zampanò, η Saraghina; (στη φωτ. η Τζουλιέττα Μασίνα στις Νύχτες της Καμπίριας)
Ντεπέστρ ή Ντεπέτρ, Νάιπουλ ή Ναϊπόλ ή Νάιπολ, μωρέ γράψ’ εκεί Depestre και Naipaul, σου λέει ο άλλος, να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο. Κι ακόμα: Λουλλύ ή Λυλλύ ή Λιλί,* άσε πια τον Βάργκας Γιόσα ή Λιόσα, τα μισά βιβλία Γιόσα, τα μισά Λιόσα.** Τι ανακούφιση, λοιπόν, κακά τα ψέματα, μ’ ένα Lully και Llosa.
διαβάστε τη συνέχεια...
Χμ, Llosa; Βλέπετε, μόλις φύγουμε απ’ την ψευτοασφάλεια των πιο οικείων μας αγγλογερμανικών, άντε κάπως και γαλλικών,*** το ξάφνιασμα είναι μεγάλο. Ε, χίλιες φορές το Λιόσα παρά αυτό το μυστηριώδες Llosa.
Αφιέρωσα ήδη δύο επιφυλλίδες στα λατινόγραπτα (α και β), επιχειρώντας να δείξω τον χαοτικό χαρακτήρα του θέματος, παρά τον ορατό κίνδυνο να οδηγηθεί εντέλει ο καταπτοημένος αναγνώστης στη γλυκιά θαλπωρή και την ασφάλεια του λατινικού αλφαβήτου.
Κι όμως, όσο βασανιστικό κι αν είναι αυτό το χάος για έναν μεταφραστή λ.χ., θα επιμείνω στην ανάγκη να γράφεται ελληνικά ένα ξένο όνομα. Δεν πρόκειται για καμία ηθική τάχα του επαγγέλματος, αυτοθυσία στην υπηρεσία του αναγνώστη κτλ. Ίσα ίσα: πιο πρακτικό και ωφελιμιστικό δεν θα μπορούσε να είναι. Γιατί, με τα πιο απλά μαθηματικά, όσο κι αν βασανίσει ένα όνομα έναν μεταφραστή, θα είναι πάντα ένα σε σχέση με τα εκατόν ένα που θα τον προβληματίσουν και τον ίδιο πια σαν αναγνώστη, τις εκατόν μία δηλαδή φορές που είναι κι ο ίδιος αναγνώστης σε σχέση με τη μία που είναι μεταφραστής.
Υπάρχει, είπαμε, και η ανάγκη του μελετητή να βρει το ξένο όνομα στη γλώσσα του, να αναζητήσει ενδεχομένως κάποιο του βιβλίο κτλ. Μα ούτε λόγος: σ’ ένα επιστημονικό ιδίως έργο, οι βιβλιογραφικές αναφορές, συγγραφέας, τίτλος κτλ., δίνονται πάντοτε στη γλώσσα τους. Και στο κείμενο μέσα, μπορεί την πρώτη φορά που απαντά ένα όνομα να δίνεται σε παρένθεση στη γλώσσα του –ενώ υπάρχει πάντα και το ευρετήριο, με τη διπλή γραφή, ελληνική και ξένη. Παίρνω στα χέρια μου την επιβλητική έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης με τη Μίμηση του Άουερμπαχ: λατινικά στο εξώφυλλο, αλλά αμέσως μέσα ελληνικά. Διατρέχω το προλογικό κείμενο του Στάινερ: Τζανμπαττίστα Βίκο, Φόιερμπαχ, Χούμπολτ, Καρλ Φόσλερ, Λέο Σπίτσερ, Ε. Ρ. Κούρτιους και αναρίθμητοι άλλοι, όλοι ελληνικά. Στο τέλος, στο ευρετήριο, σε παρένθεση, η λατινική γραφή κάθε ονόματος. Κοιτάζω δύο τελευταίες εκδόσεις των πάντα φροντισμένων Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης: στο εξώφυλλο κιόλας, ελληνικά: Ετιέν Ζιλσόν, Το ον και η ουσία· Χανς Σλούγκα, Φρέγκε. Σαν πόσο υστερούν σε επιστημοσύνη αυτοί οι δύο μείζονες εκδοτικοί οίκοι;
Ενώ από την άλλη, γεμίζουν οι εφημερίδες μας, το λαϊκό αυτό από μιαν άποψη είδος, με λατινικά στοιχεία. Εδώ, σ’ εμάς π.χ., ολοσέλιδη θεατρική κριτική για το Sleuth! Το ίδιο και στη μαρκίζα του θεάτρου, σε πολλές στήλες θεαμάτων κ.α. Μια παράσταση με σπουδαίους ηθοποιούς, γνωστούς κι από την τηλεόραση, τον Κιμούλη και τον Μαρκουλάκη, που απευθύνεται και στο ευρύ κοινό –το οποίο δεν θα ξέρει όμως πώς λέγεται το έργο: Σλέτ, Σλόυτ, Σλόυθ; Δεν είναι δα και καμιά πολυσυνηθισμένη λέξη, ούτε προδίδει εύκολα την προφορά της: Σλουθ! Α, ώστε πρόκειται για την παλιά επιτυχία Χορν και Αλεξανδράκη, πιο παλιά με Διαμαντόπουλο και Μπάρκουλη, στον κινηματογράφο με Λώρενς Ολίβιε και Μάικλ Κέην, που, αν δεν ήταν ακριβώς επιτυχία, δεν ξέρω πόσοι θα ταύτιζαν τι.
Πρόσφατα πήγα στην εντυπωσιακή έκθεση Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη. Στον πάνω όροφο, μακέτες από σκηνικά, κουστούμια κτλ. Οι λεζάντες στα ελληνικά και στα αγγλικά. Όμως, και στην ελληνική λεζάντα το όνομα του συνθέτη λ.χ. είναι και πάλι στην ξένη γλώσσα: Bellini, Verdi! Αλλά ακόμα και τα ρωσικά, κι αυτά αγγλικά γραμμένα: Piotr Illich Tchaikovsky!
Δεν είδα την έκθεση με τα σκίτσα του Φελλίνι, κρατώ όμως στα χέρια μου τον υπέροχο κατάλογο: όλα ανεξαιρέτως τα ονόματα στα ξένα. Αλλά και τα πρόσωπα των ταινιών του; Διαβάζω και ανατριχιάζω, δυσκολεύομαι καταρχήν να αναγνωρίσω ταινίες και ήρωες των νεανικών μου χρόνων, την περιουσία μου όλη: Νύχτες της Cabiria; Άπαγε της βλασφημίας! Giulietta Masina η δική μου Τζουλιέττα Μασίνα, η σπαραχτική Τζελσομίνα στο μυθικό La Strada (όπως παιζόταν πάντα, και τώρα εμφανίζεται κατά αντίστροφη λογική: «Ο δρόμος»); Και Τζελσομίνα είναι η Gelsomina; Και ο Zampanò… Και Saraghina είναι η Σαραγκίνα που έτρεφε τις ερωτικές φαντασιώσεις των πιτσιρικάδων στο Οχτώμισι; Κι ενώ υπάρχουν και σκίτσα με λεζάντες όπως: «η Anna πλάτη…», «η Olimpia γυμνή…»
Πάω στο χρονολόγιο: «1920, ο Federico Fellini γεννιέται στο Rimini της Αδριατικής». Αλλά, αν έτσι το ζυμωμένο με τη νεοελληνική ιστορία Ρίμινι, πού θα σταθούνε πια οι Ριμινίτες;
Και καλά τα graffiti. O graffit-άς;
Ζυμωμένη με τη νεοελληνική ιστορία είναι κι η Βέρμαχτ. Τώρα σε σοβαρή καθημερινή εφημερίδα, σε σνομπίστικη, είν’ η αλήθεια, στήλη: Wehrmacht. Στην ίδια στήλη, το happy end, τα gadgets, το quiz, τα shocking. Δεν είναι η μόνη, κάθε άλλο.
Τελικά, όσο κατανοητή, οπωσδήποτε οικεία, και καμιά φορά, το ομολογώ, επιθυμητή μού είναι κι εμένα η ξενική γραφή των ονομάτων τόσο ακατανόητη, άσκοπη, α-νόητη βρίσκω την ξενική γραφή κοινών ιδίως λέξεων· και, εννοείται, όσο πιο κοινές, παλιές και περπατημένες, τόσο πιο ανόητη: «Ο Παυλόπουλος δεν θα τους δώσει το prim», «Embargo για ραδιοτηλεοπτικά μέσα», το prospectus, τα circo, τα bonuses (πληθυντικός του μπόνους!), το bazaar, το test, το studio, το scooter.
Υπάρχει παρακάτω; Όταν τα πάγκοινα ξενικά δίνουν παράγωγα, και πάλι επιμένουμε στην ξενική γραφή, σε πείσμα της ευδόκιμης ελληνοποίησης την οποία οι ίδιοι θελήσαμε: club-ίστικη ατμόσφαιρα, chic-άτος, panel-ίστες, τα hitάκια του Νικ Κέιβ, τα testάκια!
Είμαστε σίγουροι πως είμαστε μακριά από την porta και τον port-ιέρη;
η ανυπέρβλητη Τζουλιέττα Μασίνα στο La strada του Φελλίνι
Υστερόγραφο-Σημειώσεις
* Ο Lully, Λουλλύ ή Λυλλύ ή Λιλί;
Με το εξίσου χαοτικό θέμα του τρόπου πλέον μεταγραφής, αν δηλαδή Λυλλύ ή απλογραφημένα Λιλί, έχω ασχοληθεί εκτενέστερα, βλ. Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, α΄ τόμ., σ. 54 κ.ε. (ή εδώ). Αν το ξανάπιανα σήμερα το θέμα, δεν ξέρω αν θα ’βγαζα άκρη: καταρχήν θα ήμουν, είμαι, περισσότερο σκεπτικός απέναντι στην αρχή της «αντιστρεψιμότητας» και την αποτελεσματικότητά της (ότι το Λυλλύ, εν προκειμένω, μας οδηγεί ασφαλέστερα πίσω στο Lully)· έπειτα, με τα χρόνια, βλέπω περίπου αναγκαστικό μονόδρομο την απλογράφηση, μ’ όλα της τα προβλήματα και τις τερατογενέσεις. Ωστόσο, πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό το «Λιλί» ενισχύει την εμμονή στα λατινόγραπτα. Και τότε οδηγούμαστε, περίπου αναπόφευκτα, στην Cabiria πρώτα, όπως είδαμε παρακάτω, έπειτα στην Olimpia και την Anna, κι από κει (ή μαζί) στο test, και μετά στο testάκι. Αδιέξοδο λοιπόν· για την ώρα, υπάρχει ακόμα η μέση οδός, με τις όσες ανακολουθίες της, γιατί όχι.
** Ο Llosa, Γιόσα ή Λιόσα;
Όλα τα μεγάλα λεξικά έδιναν και δίνουν πάντα σωστή προφορά το «Γιόσα», κατά καιρούς γράφτηκαν διάφορα σχετικά άρθρα, για την εμμονή, στα καθ’ ημάς, στο «Λιόσα», κι όμως ποτέ δεν έτυχε να δω κάποιον αντίλογο, που να στηρίζει δηλαδή το «Λιόσα». Ωστόσο, δεν μπορεί, σκεφτόμουν, καθώς πλήθαιναν τα βιβλία με το «Λιόσα», κάποια εξήγηση θα υπάρχει –κι έμενα με την απορία. Μόνο τυχαία, σε κουβέντα με τον φίλο εκδότη Νίκο Γκιώνη, έμαθα το κοινό (;) μυστικό πως ναι μεν Γιόσα είναι η σωστή προφορά του Llosa, όμως ο ίδιος το θέλει «Λιόσα», σύμφωνα με δεν ξέρω ποια παλιά προφορά.
Ο Todorov είναι Τοντόροφ;
Ο Νίκος Γκιώνης πάλι έχει από πρώτο χέρι τη μαρτυρία πως ο Todorov δεν είναι «Τοντόροφ», όπως έχει επικρατήσει στα ελληνικά· ή Τόντοροφ, κατά τα βουλγαρικά, ή Τοντορόφ, κατά τα γαλλικά, που το προτιμά και ο ίδιος.
Ο Hobsbawm που δεν είναι Χομπσμπάουμ
Κι άλλο σχετικό: ο Hobsbawm, πασίγνωστος σήμερα, όχι όμως και πριν από λίγες δεκαετίες· Χομπσμπάουμ ειπώθηκε τότε, και έτσι και έμεινε, παρότι ο ίδιος λέει πως προφέρεται Χόμπσμπομ, το είπε εδώ και σ’ εμάς, ρητά, όταν επισκέφτηκε τη χώρα μας. Όμως η επιμονή στην ξενική γραφή (εννέα μεταφράσεις έργων του μέτρησα στο e-shop, σ’ όλα τα εξώφυλλα το όνομά του είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες) μοιραία θα συντηρεί το «Χόμπσμπαουμ», στο οποίο επιμένουν σχεδόν οι πάντες, από άγνοια οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι, διόλου αθώα, για να υποδείξουν την εβραϊκή καταγωγή του
*** Τα οικεία μας αγγλογερμανικά, άντε κάπως και γαλλικά
Αναφέρομαι σε οικεία αγγλογερμανικά, επειδή κάποια αγγλικά υποτίθεται πως όλοι γνωρίζουμε (αλλά πώς προφέρεται ένας Waugh που είδα συμπτωματικά τούτες τις μέρες;) και επίσης υποτίθεται ότι ξέρουμε πως στα γερμανικά διαβάζουμε ό,τι ακριβώς βλέπουμε (βάρδα να μη μας τύχουν τα Umlaut, οι τελίτσες σαν τα δικά μας διαλυτικά πάνω από ’να φωνήεν, ή τα παραπλανητικά ei, eu κτλ.). Αντίθετα, τα γαλλικά παραμένουν ερμητικά κλεισμένα: «εδώ στο Πορτ-ω-Πρινς» και κόντρα «Πορτ-ω-Πρινς» έλεγε το Πορτ-ω-Πρενς, τις μέρες του φοβερού σεισμού στην Αϊτή ο απεσταλμένος της ΝΕΤ.