30/4/10

Μπούρκα και ανεκτική κοινωνία

Τα Νέα, 30 Απριλίου 2010

Η μπούρκα γίνεται προνομιακός στόχος της ξενοφοβίας γενικότερα, της ισλαμοφοβίας ειδικότερα, αφήνοντας αμήχανους όσους αντιτίθενται σε διοικητικά μέτρα, δεν παύουν ωστόσο να τη θεωρούν μέσο καταπίεσης της γυναίκας, και απ’ αυτή την άποψη καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων


Πρώτα ήταν η μαντίλα. Έπειτα το τσαντόρ, η μπούρκα, το νικάμπ. Τη μαντίλα την ξέραμε. Κι απ’ τα δικά μας. Τη φορούσαν μέχρι χτες οι γιαγιάδες μας, προχτές κι οι μανάδες μας. Το τσαντόρ, την μπούρκα, το νικάμπ, τα μάθαμε πολύ αργότερα, για την ακρίβεια λίγο τα είδαμε, πιο πολύ τ’ ακούσαμε και τα διαβάσαμε, ακόμα δεν τα ξεχωρίζουμε.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ωραία, άλλο η μαντίλα της δικής μας γιαγιάς, μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς κυρίως, άλλο η ισλαμική μαντίλα, με θρησκευτικό κυρίως, πλάι στον πολιτισμικό, συμβολισμό. Θρησκευτικό επίσης σύμβολο αποτελεί το τσαντόρ, που καλύπτει το σώμα και το κεφάλι αλλά αφήνει ελεύθερο το πρόσωπο· το νικάμπ, που αφήνει ελεύθερο μόνο το πεδίο γύρω από τα μάτια, και η μπούρκα που καλύπτει τα πάντα και μόνο μέσα από ένα δίχτυ μπορεί και βλέπει η γυναίκα.

Όμως, πλάι στον θρησκευτικό-πολιτισμικό συμβολισμό, η μαντίλα έγινε και καθαρά πολιτικό σύμβολο, έπειτα από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Ν. Υόρκης: στον δυτικό πια κόσμο όλο και περισσότερες μουσουλμάνες, συχνά νεαρές γυναίκες, φόρεσαν μαντίλα, σαν απάντηση στη φοβική στάση και τον μισαλλόδοξο λόγο του δυτικού κόσμου που δαιμονοποίησε συλλήβδην τον ισλαμικό.

Είχε προηγηθεί η ιρανική επανάσταση του Χομεϊνί και το καθεστώς των μουλάδων που επέβαλε τη μαντίλα, αναδεικνύοντάς την σε κατεξοχήν σύμβολο της επανάστασης και σηματοδοτώντας μια σημαντική οπισθοχώρηση στον αγώνα των γυναικών για τη χειραφέτησή τους.

Αυτοί οι δύο ιστορικοί σταθμοί, πρώτα η επικράτηση των μουλάδων και ο ραγδαία αυξανόμενος φονταμενταλισμός, ο οποίος και οδηγεί στον δεύτερο μεγάλο σταθμό, στην 11/9, έχουν ιδιαίτερη σημασία στην όποια προσέγγισή μας: ο πρώτος για την καταναγκαστική επιβολή της μαντίλας, ο δεύτερος για την εκούσια χρήση της, μέσα από μια αμυντική καταρχήν στάση. Έχει δηλαδή σημασία να μην ξεχνούμε ότι δεν πρόκειται για ομαλή, αδιατάρακτη πορεία της μαντίλας μέσα απ’ τα βάθη του χρόνου· αντίθετα, έχουμε μια πορεία κατά την οποία (α) απορρίπτεται κάποια στιγμή ένα σύμβολο καταπίεσης από τις ίδιες τις γυναίκες, που όμως (β) υποχρεώνονται έπειτα από το ισλαμικό καθεστώς να ξαναφορέσουν τη μαντίλα, ενώ αργότερα (γ) όλο και περισσότερες τη φορούν από μόνες τους, διεκδικώντας επιθετικότερα την πολιτισμική ταυτότητά τους απέναντι στον όλο και πιο εχθρικό δυτικό κόσμο.

Η νέα συντηρητική στροφή, πρώτα ακούσια, έπειτα εκούσια, ούτε απρόκλητη υπήρξε βεβαίως, ούτε εν κενώ δημιουργήθηκε, ίσα ίσα συμβαδίζει με τη συντηρητικοποίηση και του δυτικού κόσμου, που κι αυτή εκφράζεται, αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, σε πολιτισμικό, θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο.

Το θέμα είναι εξαιρετικά ακανθώδες και περίπλοκο, καθώς συναιρεί όλα τα μείζονα προβλήματα και φαινόμενα της εποχής με τα μεγάλα και εκφοβιστικά ονόματα: παγκοσμιοποίηση και νεοεθνικισμός, φονταμενταλισμός, σύγκρουση πολιτισμών, θέση της γυναίκας, φεμινισμός, μειονότητες και θρησκευτικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, ελευθερία της έκφρασης και δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, με τα φυσικά τέκνα τους, τη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία, το ρατσισμό.

Για τη μαντίλα πιο συγκεκριμένα ακούγαμε από παλιά, παρακολουθώντας ελαφρά αδιάφοροι και συγκαταβατικά τη μακρινή μας τάχα Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Έπειτα, με την ιρανική επανάσταση, πριν από 30 χρόνια, εξοικειωθήκαμε με το τσαντόρ, αλλά πάντοτε το φαινόμενο ή το πρόβλημα παρέμενε εκτός Ευρώπης, απλώς αξιοπερίεργο ή γραφικό, το πολύ πολύ αξιοπαρατήρητο. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, το πρόβλημα άρχισε να γίνεται ευρωπαϊκό -–όχι ακόμα ειδικά ελληνικό-– με την αυξανόμενη παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου στην Ευρώπη, ακόμα περισσότερο με την εξωστρεφή πλέον στάση των μεταναστών δεύτερης γενιάς.

Η μπούρκα, απτό, ορατό πλέον σύμβολο-απειλή του «επελαύνοντος ισλαμισμού», γίνεται καταρχήν και αυτονόητα προνομιακός στόχος της ξενοφοβίας γενικότερα, της ισλαμοφοβίας ειδικότερα. Παράλληλα, και εξίσου αυτονόητα, κινεί τα ανακλαστικά των υπέρμαχων της θρησκευτικής ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού. Στη μέση βρίσκεται αμήχανος ο λόγος που αντιτίθεται σε απαγορεύσεις και διοικητικά μέτρα, δεν παύει ωστόσο να θεωρεί τη μαντίλα και την μπούρκα μέσο καταπίεσης της γυναίκας, και απ’ αυτή την άποψη καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Έτσι, παρακολουθούμε οξείες αντιπαραθέσεις, στη Γαλλία λόγου χάρη, που βαδίζει προς την απαγόρευση της μπούρκας, στο Βέλγιο όπου η ψήφιση του σχετικού νόμου θεωρείται δεδομένη. Ο προβληματισμός είναι εύλογα μεγάλος, στη Γαλλία, τη μητρόπολη της Ευρώπης, το σοσιαλιστικό κόμμα έχει διχαστεί, οι φεμινιστικές οργανώσεις το ίδιο, οι διανοούμενοι, ο ίδιος ο μουσουλμανικός κόσμος.

Το πρόβλημα τίθεται αναπόφευκτα με συγκρουσιακούς όρους, και σύντομα θα είναι και δικό μας. Έχει λοιπόν σημασία να το συζητήσουμε από τώρα, στο χώρο των ιδεών όπου κυρίως ανήκει, πριν φτάσουμε σε διαδικασίες απαγόρευσης, και να μην το αφήσουμε στο Λάος φερειπείν, ή στη λαϊφστάιλ αντιμετώπιση, ακόμα και από σοβαρές εφημερίδες, ιδίως αν μπορεί να συμπίπτουμε στο διά ταύτα.

Θα συνεχίσω, με μια σκόπιμα εμπειρική προσέγγιση.

buzz it!