Ανεκτική ή αυτιστική κοινωνία;
Τα Νέα, 15 Μαΐου 2010 [με μερικές χύμα σημειώσεις εδώ]
Το αν η απαγόρευση περιορίσει εντέλει τις γυναίκες στο σπίτι έχει να κάνει με την τακτική και τη στρατηγική μας απέναντι στην μπούρκα· όμως το βασικό είναι να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας ιδεολογικά ως προς την ουσία του φαινομένου, τη θέση μας απέναντι στην κάθε μπούρκα
Μπροστά στη μετάλλαξη του εθνοφυλετικού ρατσισμού σε πολιτισμικό ρατσισμό επείγει παραταύτα να συζητηθεί το θέμα της ανεκτικής κοινωνίας, της κοινωνίας απλώς
το πλήρες κείμενο:
Ανεκτική κοινωνία σημαίνει προφανώς ανοχή απέναντι στις ιδέες του άλλου· όμως δεν ιδρύεται ανοχή εάν κυκλοφορώ με μια σημαία, ένα σταυρό, ένα σφυροδρέπανο, μια σβάστικα χαραγμένη στο κούτελο.
Σπεύδω να διατυπώσω τη βαθιά αυτή πίστη μου, στην οποία καταφεύγω κάθε φορά που στέκομαι αμήχανος μπροστά στα εξαιρετικά περίπλοκα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία, με τη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης κτλ. Τελευταία μου αφορμή, η μπούρκα και η απαγόρευσή της στο Βέλγιο ή σύντομα, όπως φαίνεται, στη Γαλλία, ένα πρόβλημα που δεν θ’ αργήσει να γίνει και δικό μας και που δεν θα ’πρεπε, όπως έγραφα στο προηγούμενο, να μείνει στα χέρια του Λάος και των συγγενών δυνάμεων ή της λάιφστάιλ δημοσιογραφίας.
Θα μας απασχολήσει σίγουρα πολύ το θέμα, όπου σε πρώτο αλλά δικαίως προβεβλημένο επίπεδο ο φυλετικός και εθνοτικός ρατσισμός δίνει τη θέση του στον θρησκευτικό και γενικότερα πολιτισμικό ρατσισμό, γεγονός που συσκοτίζει τους όρους του προβλήματος. Ενός προβλήματος που μοιάζει να θεμελιώνεται σε αντιφάσεις, καθώς ένα σύμβολο αλλά και υλικό μέσο καταπίεσης της γυναίκας –και άρα καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων– στο εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου, γίνεται σύμβολο απελευθερωτικό στο εσωτερικό του δυτικού πια κόσμου. Μοιάζει δηλαδή βασική αντίφαση το ότι στον ισλαμικό κόσμο και στο πεδίο μάλιστα της μάχης, στο Αφγανιστάν λ.χ., ο αγώνας για την ελευθερία αλλά και την αξιοπρέπεια περνάει μέσα και από την αποτίναξη του ζυγού της μπούρκας, ενώ στη σχετική ασφάλεια του δυτικού κόσμου η ίδια μπούρκα φοριέται οικειοθελώς σαν σύμβολο πάλι ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Για την ώρα, και στο βαθμό που ο προβληματισμός σκοντάφτει στα περί ελεύθερης επιλογής, θα περιοριστώ στο ερώτημα αν η ελεύθερη (εντός ή εκτός εισαγωγικών) επιλογή της μπούρκας μπορεί θεωρητικά να είναι περισσότερο σεβαστή από την ελεύθερη (εντός ή εκτός εισαγωγικών) επιλογή λ.χ. της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, για να θυμηθούμε τα πιο πρόσφατα δικά μας.
Και τότε θα είναι αντιφατικό να αγωνίζεται κανείς για την αφαίρεση των θρησκευτικών συμβόλων από δημόσιους χώρους, εν ονόματι ακριβώς της θρησκευτικής ελευθερίας και της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, και από την άλλη να δέχεται την προβολή θρησκευτικών συμβόλων, πάλι εν ονόματι της θρησκευτικής ελευθερίας κτλ.
Όμως, έτσι κι αλλιώς η ελεύθερη επιλογή στομώνει την όποια συζήτηση, καθώς μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή λ.χ. της σαρίας ή της κλειτοριδεκτομής. Πάμε γι’ αυτό πολύ πιο πίσω απ’ τη συζήτηση περί ελευθεριών, στη θεμελίωση της ανεκτικής κοινωνίας.
Έχει έτσι νόημα να προσεγγίσουμε το θέμα, όπως είχα ήδη αναγγείλει, εμπειρικά. Και ιδού, τις μέρες που βολόδερνα γύρω από το τόσο ζόρικο θέμα μου, μου ’ρθε ολοζώντανο παράδειγμα ο Νίκος, από το κολυμβητήριο, ένα ενθουσιώδες, πρόσχαρο νέο παιδί, που σπεύδει κάθε φορά να με χαιρετήσει διά χειραψίας και πάντα στον πληθυντικό –«αλίμονο, πρέπει να υπάρχει σεβασμός», επιμένει και με τσακίζει! Εμφανίστηκε λοιπόν τις προάλλες κι έτρεξε όπως πάντα να με χαιρετήσει· ο Νίκος, δεν το είπα απ’ την αρχή, έχει απ’ τα πρόσωπα που λάμπουν ολόκληρα όταν χαμογελούν, και, το κυριότερο, που χαμογελούν με τα μάτια· αλλά τη φορά αυτή το ρήμα «λάμπω» ήταν ιδιαίτερα φτωχό: ο Νίκος είχε ορκιστεί την προηγουμένη στην ιδιαίτερα απαιτητική ειδικότητά του στο πολεμικό ναυτικό, όπου μπήκε μόλις πέρσι, και από Σεπτέμβρη, όπως μου είπε με την ίδια πάντοτε λάμψη, ήλπιζε πως θα πάει στους ΟΫΚάδες. Σχεδόν συγκινήθηκα απ’ τη χαρά του, την ίδια στιγμή που μου ’ρθαν στο μυαλό οι ΟΫΚάδες στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, με τα ρατσιστικά συνθήματά τους. Μου ’ρθε να βάλω τα γέλια, με τη συγκατάβαση, αν θέλετε, της ηλικίας μου· μου φαινόταν κάπως παράξενο που τίποτα δεν άλλαζε απ’ την εικόνα του μικρού μου φίλου και μελλοντικού Οϋκά! Σκέφτηκα απλώς πώς θα ’ταν, αν απ’ την πρώτη φορά που μου ’πιασε κουβέντα είχε στο μέτωπο τη σφραγίδα του Οϋκά.
Έτσι όπως ένα πιο παλιό παράδειγμα που φύλαγα, πάλι από το κολυμβητήριο. Όταν μια μέρα εμφανίστηκε ένας γιγαντόσωμος τύπος με κάτι απίστευτες συνθέσεις τατουάζ στα μπράτσα, και ήρθε και βούτηξε κατά σύμπτωση στην πλαϊνή διαδρομή και κάποια στιγμή ανταλλάξαμε και δυο κουβέντες. Τις μόνες. Επειδή είχα δει αυτό που ήθελε να δούμε όλοι, την ταυτότητά του πάνω στα αριστοτεχνικότατα, είν’ η αλήθεια, τατουάζ του. Που απεικονίζουν, μετράτε, αν δεν ξεχνάω κιόλας κάτι: στο ένα μπράτσο την ελληνική σημαία, το άστρο της Βεργίνας, τον Παρθενώνα και την ασπίδα του Λεωνίδα· στο άλλο, τον δικέφαλο αϊτό, την Αγια-Σοφιά, και τον Παλαιολόγο με πλήρη στολή, ασπίδα, σπάθα κτλ.!
Περί ανεκτικής κοινωνίας ο λόγος. Που αλλιώς, αν κυκλοφορούσαμε ο καθένας με την πολιτικοϊδεολογική, θρησκευτική, ποδοσφαιρική, σεξουαλική κτλ. ταυτότητα στο μέτωπο γραμμένη,* θα ήταν κοινωνία αυτιστική, ή δεν θα ’ταν καν κοινωνία, αφού η κοινωνικότητά μας δοκιμάζεται, ελέγχεται –και μόνο έτσι ιδρύεται, υπάρχει– μέσα από ένα τεράστιο πλέγμα απαγορεύσεων, απώθησης, κατάργησης επιθυμιών και παρορμήσεων, περιστολής εντέλει ελευθεριών.
Τόσο σύνθετα αλλά και τόσο απλά.
* Βλ. επίσης εδώ και εδώ, το 1: "Η σημαία που επιμένει".
Ρέστα, σημειώσεις για συνέχεια –άλλη όμως φορά:
– προφανώς υπάρχει κάποια διαφορά με τα ράσα, που ούτε αυτά μας αρέσουν ή τα θέλουμε, άλλο όμως η «στολή» κάποιων επαγγελματιών, αξιωματούχων κτλ. κι άλλο ο καθένας μας με μια στολή, όποια στολή: αλλά τόσο μόνο είναι η διαφορά· αλλιώς, οι στολές θα ’πρεπε να περιορίζονται στον εκάστοτε χώρο λειτουργίας, υπηρεσίας κτλ.· και μιλώντας για ράσα και απαγόρευση: δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί απ’ αυτούς που τα φορούν τα θέλουν (=ελεύθερη επιλογή), κι άλλοι επίσης, άγνωστο (για ευνόητους λόγους!) πόσοι, που δεν τα θέλουν: δεν θα ’ταν άραγε λυτρωτική γι’ αυτούς ενδεχόμενη απαγόρευση; όμως το θέμα μας δεν είναι, ούτως ή άλλως, η απαγόρευση και τα διοικητικά μέτρα
– όπως και είναι άλλο, δεν θα πω τελείως άλλο, πάντως άλλο είναι και οι παραδοσιακές, τοπικές, εθνικές κτλ. φορεσιές
– έγραφε πρόσφατα ο εξαιρετικός Κωστής Παπαϊωάννου (Νέα 31.1.10), με άλλη αφορμή, κι ελπίζω να μην τον προδίδω, μεταφέροντας την καίρια σκέψη του σε άλλο, ευρύτερο και συνθετότερο πεδίο: «Ζώντας σε όλο και πιο σύνθετες κοινωνίες δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε μια εκπαίδευση που πολλαπλασιάζει την πολυπλοκότητα και τις διαφορές χωρίς να καλλιεργεί ένα κοινό αξιακό υπόβαθρο. Διότι –προσοχή– άλλο ο σεβασμός στην ετερότητα και άλλο η άρνηση ενός κοινού αξιακού πλαισίου στο όνομά της. Κάτι τέτοιο θα εισήγαγε εκπαιδευτικές νησίδες ανοχής στο φονταμενταλισμό, τη βίαιη σωματική τιμωρία ή τον γενετήσιο ακρωτηριασμό»
– κι ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Γκαζμέντ Καπλάνι, στα Νέα, 6.2.10, με το οποίο δεν μπορώ να μη συμφωνήσω, ειδικά με την έννοια του «ηθικού κράτους» την οποία εισάγει, παρόλο που… διαφωνώ :-) –πάντα απ’ τη σκοπιά της ανεκτικής κοινωνίας
– περί ανεκτικής κοινωνίας πάλι: ρωτάω μια φίλη πανεπιστημιακό, που ήταν το ίδιο αμήχανη μ’ εμένα, κι έλεγε ότι καλά ίσως στη Γαλλία με το κοσμικό κράτος, αλλά εμείς με τους παπάδες κτλ., τη ρωτάω λοιπόν στο τέλος: αν έχεις έναν φοιτητή με το σήμα της Χρυσής Αυγής στο μπράτσο, έστω ότι δεν θα του κόψεις π.χ. βαθμό, αλλά αν σου ’ρθει στο γραφείο και σου ζητήσει μια χάρη, να αλλάξεις μια ημερομηνία για τις εξετάσεις κτλ., θα το κάνεις; Όχι, μου απάντησε
– και μη με πολυστριμώξετε, σας παρακαλώ, πώς μου κατέβηκε αυτό το «ιδρύεται [ανοχή]» στην εισαγωγική μου πρόταση (και, καινούριο κοσκινάκι, το επαναλαμβάνω στο τέλος, για την κοινωνικότητα)· με κράξανε και κάποιοι φίλοι πριν απ’ τη δημοσίευση, δίκιο έχουν, αλλά έχω φάει κόλλημα γερό· ούτε θεμελιώνεται μου κάνει, ούτε γεννιέται, ούτε υφίσταται, ούτε τίποτα· ώσπου να μου 'ρθει κάτι άλλο: ιδρύεται, σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου.
Το αν η απαγόρευση περιορίσει εντέλει τις γυναίκες στο σπίτι έχει να κάνει με την τακτική και τη στρατηγική μας απέναντι στην μπούρκα· όμως το βασικό είναι να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας ιδεολογικά ως προς την ουσία του φαινομένου, τη θέση μας απέναντι στην κάθε μπούρκα
Μπροστά στη μετάλλαξη του εθνοφυλετικού ρατσισμού σε πολιτισμικό ρατσισμό επείγει παραταύτα να συζητηθεί το θέμα της ανεκτικής κοινωνίας, της κοινωνίας απλώς
το πλήρες κείμενο:
Ανεκτική κοινωνία σημαίνει προφανώς ανοχή απέναντι στις ιδέες του άλλου· όμως δεν ιδρύεται ανοχή εάν κυκλοφορώ με μια σημαία, ένα σταυρό, ένα σφυροδρέπανο, μια σβάστικα χαραγμένη στο κούτελο.
Σπεύδω να διατυπώσω τη βαθιά αυτή πίστη μου, στην οποία καταφεύγω κάθε φορά που στέκομαι αμήχανος μπροστά στα εξαιρετικά περίπλοκα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία, με τη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης κτλ. Τελευταία μου αφορμή, η μπούρκα και η απαγόρευσή της στο Βέλγιο ή σύντομα, όπως φαίνεται, στη Γαλλία, ένα πρόβλημα που δεν θ’ αργήσει να γίνει και δικό μας και που δεν θα ’πρεπε, όπως έγραφα στο προηγούμενο, να μείνει στα χέρια του Λάος και των συγγενών δυνάμεων ή της λάιφστάιλ δημοσιογραφίας.
Θα μας απασχολήσει σίγουρα πολύ το θέμα, όπου σε πρώτο αλλά δικαίως προβεβλημένο επίπεδο ο φυλετικός και εθνοτικός ρατσισμός δίνει τη θέση του στον θρησκευτικό και γενικότερα πολιτισμικό ρατσισμό, γεγονός που συσκοτίζει τους όρους του προβλήματος. Ενός προβλήματος που μοιάζει να θεμελιώνεται σε αντιφάσεις, καθώς ένα σύμβολο αλλά και υλικό μέσο καταπίεσης της γυναίκας –και άρα καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων– στο εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου, γίνεται σύμβολο απελευθερωτικό στο εσωτερικό του δυτικού πια κόσμου. Μοιάζει δηλαδή βασική αντίφαση το ότι στον ισλαμικό κόσμο και στο πεδίο μάλιστα της μάχης, στο Αφγανιστάν λ.χ., ο αγώνας για την ελευθερία αλλά και την αξιοπρέπεια περνάει μέσα και από την αποτίναξη του ζυγού της μπούρκας, ενώ στη σχετική ασφάλεια του δυτικού κόσμου η ίδια μπούρκα φοριέται οικειοθελώς σαν σύμβολο πάλι ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Για την ώρα, και στο βαθμό που ο προβληματισμός σκοντάφτει στα περί ελεύθερης επιλογής, θα περιοριστώ στο ερώτημα αν η ελεύθερη (εντός ή εκτός εισαγωγικών) επιλογή της μπούρκας μπορεί θεωρητικά να είναι περισσότερο σεβαστή από την ελεύθερη (εντός ή εκτός εισαγωγικών) επιλογή λ.χ. της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, για να θυμηθούμε τα πιο πρόσφατα δικά μας.
Και τότε θα είναι αντιφατικό να αγωνίζεται κανείς για την αφαίρεση των θρησκευτικών συμβόλων από δημόσιους χώρους, εν ονόματι ακριβώς της θρησκευτικής ελευθερίας και της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, και από την άλλη να δέχεται την προβολή θρησκευτικών συμβόλων, πάλι εν ονόματι της θρησκευτικής ελευθερίας κτλ.
Όμως, έτσι κι αλλιώς η ελεύθερη επιλογή στομώνει την όποια συζήτηση, καθώς μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή λ.χ. της σαρίας ή της κλειτοριδεκτομής. Πάμε γι’ αυτό πολύ πιο πίσω απ’ τη συζήτηση περί ελευθεριών, στη θεμελίωση της ανεκτικής κοινωνίας.
Έχει έτσι νόημα να προσεγγίσουμε το θέμα, όπως είχα ήδη αναγγείλει, εμπειρικά. Και ιδού, τις μέρες που βολόδερνα γύρω από το τόσο ζόρικο θέμα μου, μου ’ρθε ολοζώντανο παράδειγμα ο Νίκος, από το κολυμβητήριο, ένα ενθουσιώδες, πρόσχαρο νέο παιδί, που σπεύδει κάθε φορά να με χαιρετήσει διά χειραψίας και πάντα στον πληθυντικό –«αλίμονο, πρέπει να υπάρχει σεβασμός», επιμένει και με τσακίζει! Εμφανίστηκε λοιπόν τις προάλλες κι έτρεξε όπως πάντα να με χαιρετήσει· ο Νίκος, δεν το είπα απ’ την αρχή, έχει απ’ τα πρόσωπα που λάμπουν ολόκληρα όταν χαμογελούν, και, το κυριότερο, που χαμογελούν με τα μάτια· αλλά τη φορά αυτή το ρήμα «λάμπω» ήταν ιδιαίτερα φτωχό: ο Νίκος είχε ορκιστεί την προηγουμένη στην ιδιαίτερα απαιτητική ειδικότητά του στο πολεμικό ναυτικό, όπου μπήκε μόλις πέρσι, και από Σεπτέμβρη, όπως μου είπε με την ίδια πάντοτε λάμψη, ήλπιζε πως θα πάει στους ΟΫΚάδες. Σχεδόν συγκινήθηκα απ’ τη χαρά του, την ίδια στιγμή που μου ’ρθαν στο μυαλό οι ΟΫΚάδες στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, με τα ρατσιστικά συνθήματά τους. Μου ’ρθε να βάλω τα γέλια, με τη συγκατάβαση, αν θέλετε, της ηλικίας μου· μου φαινόταν κάπως παράξενο που τίποτα δεν άλλαζε απ’ την εικόνα του μικρού μου φίλου και μελλοντικού Οϋκά! Σκέφτηκα απλώς πώς θα ’ταν, αν απ’ την πρώτη φορά που μου ’πιασε κουβέντα είχε στο μέτωπο τη σφραγίδα του Οϋκά.
Έτσι όπως ένα πιο παλιό παράδειγμα που φύλαγα, πάλι από το κολυμβητήριο. Όταν μια μέρα εμφανίστηκε ένας γιγαντόσωμος τύπος με κάτι απίστευτες συνθέσεις τατουάζ στα μπράτσα, και ήρθε και βούτηξε κατά σύμπτωση στην πλαϊνή διαδρομή και κάποια στιγμή ανταλλάξαμε και δυο κουβέντες. Τις μόνες. Επειδή είχα δει αυτό που ήθελε να δούμε όλοι, την ταυτότητά του πάνω στα αριστοτεχνικότατα, είν’ η αλήθεια, τατουάζ του. Που απεικονίζουν, μετράτε, αν δεν ξεχνάω κιόλας κάτι: στο ένα μπράτσο την ελληνική σημαία, το άστρο της Βεργίνας, τον Παρθενώνα και την ασπίδα του Λεωνίδα· στο άλλο, τον δικέφαλο αϊτό, την Αγια-Σοφιά, και τον Παλαιολόγο με πλήρη στολή, ασπίδα, σπάθα κτλ.!
Περί ανεκτικής κοινωνίας ο λόγος. Που αλλιώς, αν κυκλοφορούσαμε ο καθένας με την πολιτικοϊδεολογική, θρησκευτική, ποδοσφαιρική, σεξουαλική κτλ. ταυτότητα στο μέτωπο γραμμένη,* θα ήταν κοινωνία αυτιστική, ή δεν θα ’ταν καν κοινωνία, αφού η κοινωνικότητά μας δοκιμάζεται, ελέγχεται –και μόνο έτσι ιδρύεται, υπάρχει– μέσα από ένα τεράστιο πλέγμα απαγορεύσεων, απώθησης, κατάργησης επιθυμιών και παρορμήσεων, περιστολής εντέλει ελευθεριών.
Τόσο σύνθετα αλλά και τόσο απλά.
* Βλ. επίσης εδώ και εδώ, το 1: "Η σημαία που επιμένει".
Ρέστα, σημειώσεις για συνέχεια –άλλη όμως φορά:
– προφανώς υπάρχει κάποια διαφορά με τα ράσα, που ούτε αυτά μας αρέσουν ή τα θέλουμε, άλλο όμως η «στολή» κάποιων επαγγελματιών, αξιωματούχων κτλ. κι άλλο ο καθένας μας με μια στολή, όποια στολή: αλλά τόσο μόνο είναι η διαφορά· αλλιώς, οι στολές θα ’πρεπε να περιορίζονται στον εκάστοτε χώρο λειτουργίας, υπηρεσίας κτλ.· και μιλώντας για ράσα και απαγόρευση: δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί απ’ αυτούς που τα φορούν τα θέλουν (=ελεύθερη επιλογή), κι άλλοι επίσης, άγνωστο (για ευνόητους λόγους!) πόσοι, που δεν τα θέλουν: δεν θα ’ταν άραγε λυτρωτική γι’ αυτούς ενδεχόμενη απαγόρευση; όμως το θέμα μας δεν είναι, ούτως ή άλλως, η απαγόρευση και τα διοικητικά μέτρα
– όπως και είναι άλλο, δεν θα πω τελείως άλλο, πάντως άλλο είναι και οι παραδοσιακές, τοπικές, εθνικές κτλ. φορεσιές
– έγραφε πρόσφατα ο εξαιρετικός Κωστής Παπαϊωάννου (Νέα 31.1.10), με άλλη αφορμή, κι ελπίζω να μην τον προδίδω, μεταφέροντας την καίρια σκέψη του σε άλλο, ευρύτερο και συνθετότερο πεδίο: «Ζώντας σε όλο και πιο σύνθετες κοινωνίες δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε μια εκπαίδευση που πολλαπλασιάζει την πολυπλοκότητα και τις διαφορές χωρίς να καλλιεργεί ένα κοινό αξιακό υπόβαθρο. Διότι –προσοχή– άλλο ο σεβασμός στην ετερότητα και άλλο η άρνηση ενός κοινού αξιακού πλαισίου στο όνομά της. Κάτι τέτοιο θα εισήγαγε εκπαιδευτικές νησίδες ανοχής στο φονταμενταλισμό, τη βίαιη σωματική τιμωρία ή τον γενετήσιο ακρωτηριασμό»
– κι ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Γκαζμέντ Καπλάνι, στα Νέα, 6.2.10, με το οποίο δεν μπορώ να μη συμφωνήσω, ειδικά με την έννοια του «ηθικού κράτους» την οποία εισάγει, παρόλο που… διαφωνώ :-) –πάντα απ’ τη σκοπιά της ανεκτικής κοινωνίας
– περί ανεκτικής κοινωνίας πάλι: ρωτάω μια φίλη πανεπιστημιακό, που ήταν το ίδιο αμήχανη μ’ εμένα, κι έλεγε ότι καλά ίσως στη Γαλλία με το κοσμικό κράτος, αλλά εμείς με τους παπάδες κτλ., τη ρωτάω λοιπόν στο τέλος: αν έχεις έναν φοιτητή με το σήμα της Χρυσής Αυγής στο μπράτσο, έστω ότι δεν θα του κόψεις π.χ. βαθμό, αλλά αν σου ’ρθει στο γραφείο και σου ζητήσει μια χάρη, να αλλάξεις μια ημερομηνία για τις εξετάσεις κτλ., θα το κάνεις; Όχι, μου απάντησε
– και μη με πολυστριμώξετε, σας παρακαλώ, πώς μου κατέβηκε αυτό το «ιδρύεται [ανοχή]» στην εισαγωγική μου πρόταση (και, καινούριο κοσκινάκι, το επαναλαμβάνω στο τέλος, για την κοινωνικότητα)· με κράξανε και κάποιοι φίλοι πριν απ’ τη δημοσίευση, δίκιο έχουν, αλλά έχω φάει κόλλημα γερό· ούτε θεμελιώνεται μου κάνει, ούτε γεννιέται, ούτε υφίσταται, ούτε τίποτα· ώσπου να μου 'ρθει κάτι άλλο: ιδρύεται, σας παρακαλώ, επιτρέψτε μου.