23/4/08

Η κουρά του αβγού

Τα Νέα, 1 Απριλίου 2006

Μπορεί το πολυτονικό να μην είναι απολύτως ιστορική ορθογραφία, με βάση τη σταθερή αναγωγή των υποστηρικτών του στην αττική γλώσσα του 5ου αιώνα μ.Χ., αφού, όπως είδαμε, γεννιέται τον 2ο-4ο αιώνα μ.Χ. και ανδρώνεται μόλις τον 9ο-10ο, μπορεί να μην είναι καν στοιχείο της ορθογραφίας, ή οργανικό στοιχείο της γραφής, δεν παύει όμως να έχει ζωή πολλών αιώνων, να αποτελεί δηλαδή εντέλει στοιχείο της παράδοσης, ακούγεται ο αντίλογος.

διαβάστε τη συνέχεια...

Βέβαια, ο αντίλογος δεν ακούγεται έτσι ακριβώς, και έχει σημασία αυτό: θα είχε σημασία δηλαδή για έναν ουσιαστικό και γόνιμο –άρα έντιμο στις προϋποθέσεις του– διάλογο η παραδοχή των αντικειμενικών, ιστορικών και επιστημονικών δεδομένων. Έστω και έτσι όμως. Ας τα παραβλέψουμε όλα αυτά, το ήθος εννοώ του διαλόγου, κι ας δεχτούμε το μόνο επιχείρημα που θα μπορούσε να είναι καταρχήν σεβαστό: τη συναισθηματική σχέση με την παράδοση, τη μισή έστω και κατά βούληση οριζόμενη παράδοση, αυτό το δέσιμό μας (και των παιδιών μας όμως;) που ζητά την επιστροφή στο πολυτονικό. Ας παραβλέψουμε απ’ την άλλη τους παιδαγωγικούς λόγους (αλλά και τους οικονομικούς, που εύκολα χλευάζονται σαν οικονομικίστικοι), ας παραβλέψουμε προπάντων την επιστημονική συνέπεια σε θεωρητικό επίπεδο, όλα αυτά που οδηγούν νομοτελειακά στο μονοτονικό (με τους νόμους της γλώσσας εννοώ, και όχι του εύκολου στόχου Βερυβάκη, του υπουργού τού ΠΑΣΟΚ που υπέγραψε την καθιέρωση του μονοτονικού). Και ας δούμε αν μπορεί να σταθεί το πολυτονικό επιστημονικά σε πρακτικό πλέον επίπεδο.

Διότι όντως κρατήσαμε, κατά το δυνατόν, την ιστορική ορθογραφία (βλ. προηγούμενη επιφυλλίδα). Κρατήσαμε τα διάφορα [i] (ι, η, υ, ει, οι, υι), τα διάφορα [o] (ο, ω) και [e] (ε, αι), κρατήσαμε και τα διπλά σύμφωνα, ακόμα και τον παραλογισμό να σημειώνουμε τόνους πάνω στα σύμφωνα, όπως ωραία επισημαίνει ο Ευ. Πετρούνιας (Νεοελληνική Γραμματική, 1984, σ. 571): για την ακρίβεια, κρατήσαμε την εικόνα λέξεων που πια προφέρονται αλλιώς, και χρησιμοποιούμε έτσι φωνήεντα για να δηλώσουμε σύμφωνα, π.χ. στις λέξεις αύριο (avrio) και εύκολο (efkolo), και πάνω σ’ αυτά τα σύμφωνα βάζουμε και τόνους, στο πολυτονικό μάλιστα και πνεύματα! Αυτές όμως είναι κάποιες από τις συνέπειες της ιστορικής ορθογραφίας –συνέπειες που συνιστούν αυτόματα ασυνέπειες. Το νόημα ωστόσο ήταν, και είναι, ότι κρατήσαμε όλα όσα ήταν κάποτε, όλα όσα αντιπροσώπευαν κάποτε μια αξία. Οι τόνοι όμως και τα πνεύματα υπήρξαν εξαρχής αντιπρόσωποι αντιπροσώπου, ενός αντιπροσώπου που η ταυτότητά του ήδη τότε αγνοούνταν: τι τους κάνουμε; Τους διατηρούμε, γιατί έτσι μας αρέσει; Ωραία. Μπορούμε;

Μπορούμε, ξέρουμε δηλαδή, να βάλουμε τόνους σε παλιότερες και προπαντός νεότερες λέξεις, από αυτές που άφθονα δίνει η εξέλιξη της γλώσσας, λέξεις που παράγονται, που σχηματίζονται, ερήμην των παλαιών και από αιώνες ανενεργών νόμων της βραχύτητας και της μακρότητας των φωνηέντων; Η απάντηση στο βασικό, το πλέον κρίσιμο και –θα ’πρεπε– καθοριστικό αυτό σημείο, που ελάχιστα αναφέρεται στις σχετικές συζητήσεις, είναι κατηγορηματικά όχι, από παλιά.

Ο λόγος αποκλειστικά στους δασκάλους:

Πρώτα στον Γ. Ν. Χατζιδάκι, πατέρα της γλωσσολογίας στην Ελλάδα και βαθύτατα συντηρητικό (πρέπει κάθε φορά να το τονίζουμε αυτό), που γράφει έναν αιώνα πριν (κι αυτό πρέπει να το τονίζουμε, πόσο παλιά είναι δηλαδή η υπόθεση του μονοτονικού, ή οπωσδήποτε η αμφισβήτηση του πολυτονικού), και ενώ είχε ήδη προηγηθεί ο Νικόλαος Φαρδύς, έτος 1884, και πιο πριν ακόμα ο Χριστόπουλος ή ο Βηλαράς.

Γράφει λοιπόν ο Χατζιδάκις το 1905: «Θαρρούντως διισχυριζόμεθα ότι, αφού κατά τον β΄ μ.Χ. αιώνα και εν αυτή τη Αττική [...] τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα εξισώθησαν εν τη προφορά, ουδέν σημαίνει ως προς την ιστορίαν των τύπων και της γλώσσης η ορθογραφία τύπου τινός [...] διά περισπωμένης ή οξείας κλπ. Είναι άρα καθ’ ολοκληρίαν ματαιοπονία εάν τις διά στατιστικής πειράται ν’ αποδείξη τίς ήτο η ορθογραφία τούτου ή εκείνου του τύπου κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, προκειμένου περί φθόγγων ου διαστελλομένων εν τη προφορά» (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 1, σ. 205).

Ματαιοπονία λοιπόν μας λέει ο φανατικός υποστηρικτής της ιστορικής ορθογραφίας, που ορθογραφούσε Βασίλεις και δράκως, όπως είδαμε στα προηγούμενα, ματαιοπονία όχι η βάσανος της μάθησης αλλά η αναζήτηση της «αληθείας» με τη στατιστική, εντέλει τη χειρομαντεία, που οδηγεί μοιραία στην αυθαιρεσία.

Το 1932 στα Γλωσσικά πάρεργα ο Ελισαίος Γιανίδης αποτυπώνει μέσα σε λίγες σελίδες όλο τον παραλογισμό του πολυτονικού συστήματος και των δυσκολιών του. Μεταφέρω εδώ ενδεικτικά μία από τις περιπτώσεις με το δίχρονο α:

«Πρέπει λοιπόν το παιδί να μάθει ότι [...] το τελικό α των θηλυκών, όταν έχει από πίσω του σύμφωνο εκτός ρ, είναι βραχύ: μοῦσα. Όταν έχει φωνήεν ή ρ είναι συνήθως μακρό: χώρα. Εξαιρούνται όμως (1) τα αλήθεια, μάχαιρα κ.ά., (2) τα γραῖα, μαῖα, μυῖα, (3) τα εις -ρα δισύλλαβα όσα πριν απ’ το -ρα έχουν υ ή δίφθογγο: μοῖρα, σφῦρα…, (4) μα απ’ αυτά πάλι κόντρα εξαιρούνται όσα έχουν το δίφθογγο αυ· αυτά έχουν το α μακρό: αύρα, λαύρα, σαύρα, (5) η τελεία έχει το α μακρό και θέλει οξεία, επειδή είναι απ’ το δευτερόκλιτο τέλειος, ενώ η οξεῖα, η βαρεῖα έχουν το α βραχύ και θέλουν περισπωμένη, επειδή το αρσενικό τους είναι τριτόκλιτο: οξύς, βαρύς, (6) η ωραία, η τελευταία… θέλουν οξεία, τα ωραῖα, τα τελευταῖα… θέλουν περισπωμένη, (7) η σφαῖρα, η μοῖρα θέλουν περισπωμένη, αλλά της σφαίρας, της μοίρας θέλουν οξεία. Περιττό πια να σας πούμε την αιτία. Καταλαβαίνετε μόνοι σας ότι, αφού το σφαῖρα έχει περισπωμένη, το α είναι βραχύ, και, αφού το σφαίρας έχει οξεία, σίγουρα το α θα είναι μακρό. Έναν καιρό, επειδή το α ήτανε βραχύ, γι’ αυτό η λέξη είχε περισπωμένη, σήμερα ανάποδα, επειδή η λέξη έχει περισπωμένη, γι’ αυτό το α είναι βραχύ. Απ’ το αποτέλεσμα βρίσκουμε την αιτία, την ανύπαρχτη σήμερα αιτία…» Για να αναρωτηθεί παρακάτω ποιο «λογικό σύνδεσμο μεταξύ τους» έχει «η οξεία στην πατρίδα και η περισπωμένη στη βαθμῖδα», η οξεία στην ελπίδα και η περισπωμένη στην αψῖδα ή την ακτῖνα κτλ. κτλ., θα μπορούσε να πολλαπλασιάζει κανείς τα παραδείγματα.

Ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις

Ας μείνω όμως στην ουσιαστική αδυναμία να βρει κανείς τον τόνο που θα έπρεπε να πάρει μια λέξη στη σημερινή γλώσσα. Εδώ μιλάει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, το 1933. Που αναρωτιέται (Άπαντα Ζ΄ 272) τι τόνο πρέπει να πάρουν οι λέξεις

«τριάντα, πενήντα, παραμύθι, προζύμι ή Νίκος, διάκος. Πώς πρέπει να τονιστούν σύμφωνα με την ιστορική αρχή; Η πρώτη σκέψη ενός “ιστοριστή” είναι, πως αφού το ι και το α ήταν κοντόχρονα στο τέλος των ουδετέρων και των αριθμητικών σε -κοντα κτλ., πρέπει να τονιστούν και οι λέξεις αυτές με περισπωμένη –όσο η παραλήγουσά τους είναι μακριά: τριᾶντα, προζῦμι, παραμῦθι. Από μιαν άλλη ωστόσο άποψη και στη βάση πάντοτε της ιστορικής ορθογραφίας μπορεί να πει κανείς πως οι λέξεις αυτές πρέπει να φυλάξουν τον τόνο που είχαν πριν χάσουν μια συλλαβή: τριά(κο)ντα, παραμύθι(ον), προζύμι(ον), τρῶγε αλλά τρώ(γο)με. Αυτή την άποψη μπορεί να τη δυναμώσει και η σκέψη πως, όταν γεννήθηκαν οι νέοι τύποι, η περισπωμένη δεν είχε πια την ξεχωριστή της προφορά κι επομένως δε θα είχε εδώ ιστορική δικαιολογία και δικαίωμα, ακόμη περισσότερο αν αποβλέψομε σε λέξεις νέες καθώς τουλουμοτύρι κτλ. Γίνεται φανερό σε τι άγονα αδιέξοδα μάς πάει η εφαρμογή της ιστορικής αρχής στην ορθογράφηση της νέας μας γλώσσας».

Όμως η συζήτηση είναι υπονομευμένη εξαρχής από την ιδεολογική παράμετρο, όπως καθετί σχετικό με τη γλώσσα, από μια ιδεολογία που πάντως σήμερα δεν έχει άμεση σχέση με την πολιτική ταυτότητα. Όπως κι αν ονομαστεί πάντως, πάει τόσο βαθιά, ώστε να μην ακούγεται η φωνή όχι του Τριανταφυλλίδη και του Γιανίδη, του Κακριδή, του Λίνου Πολίτη και τόσων άλλων δασκάλων απ’ τους παλαιούς δημοτικιστές, ή του παλαιού μα και σημερινού Κριαρά, αλλά ούτε του συντηρητικού Χατζιδάκι παλιά, του Μπαμπινιώτη σήμερα, που κι αυτός δηλώνει ότι το πολυτονικό δεν μπορεί να σταθεί επιστημονικά στη νέα ελληνική.

Και είδαμε ότι δεν μπορεί να σταθεί όχι απλώς εν ονόματι κάποιου επιστημονικού πουρισμού αλλά για λόγους που σχετίζονται και με την πρακτική εφαρμογή ενός συστήματος που ήδη την εποχή κατά την οποία γεννιόταν δεν αντιστοιχούσε στην εποχή του.

[συνεχίζεται]

buzz it!