12/4/08

Ο δράκως κι οι βαρκάροιδες

Τα Νέα, 18 Φεβρουαρίου 2006

«Ο άι-Γεώργις με τον δράκω»: δεν είναι λαϊκή ανορθογραφία, ίσα ίσα είναι ιστορική ορθογραφία!



Αν η γραφή είναι αποτύπωση, και μάλλον ισχνή, της γλώσσας, όπως διδάσκει η γλωσσολογία, τότε οι αλλαγές στη γραφή δεν μπορεί να επηρεάζουν τη γλώσσα, όπως συμπεραίνει η λογική –και όντως δεν την επηρεάζουν, όπως πιστοποιεί πλέον η Ιστορία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Άλλο δηλαδή η γλώσσα και άλλο η γραφή, και ειδικότερα η ορθογραφία, η κατεξοχήν σύμβαση, όπως είδαμε στη σειρά αυτή των επιφυλλίδων (βλ. την προηγούμενη επιφυλλίδα εδώ). Γιατί ο λόγος είναι ο ζωντανός και ο έμψυχος· η γραφή του είναι το είδωλό του, μας λέει από παλιά ο Πλάτων: τον του ειδότος λόγον λέγεις, ζώντα και έμψυχον, ου ο γεγραμμένος είδωλον αν τι λέγοιτο δικαίως; ρωτάει ο Φαίδρος τον Σωκράτη· που απαντάει: παντάπασιν μεν ουν (276a).

Ώστε δεν βλάπτεται, δεν κινδυνεύει η γλώσσα, αν παραβιαστεί, ακόμα και αν καταργηθεί η ιστορική ορθογραφία –αν τάχα ήταν επιθυμητό για άλλους λόγους, αλλά και εφικτό, κάτι τέτοιο. Δεν κινδυνεύει έτσι από το μονοτονικό, όπως δεν κινδύνεψε με τις όποιες κατά καιρούς «παραβιάσεις» της ιστορικής ορθογραφίας.

Δεν ήταν δηλαδή απαραβίαστη ώς τώρα η ιστορική ορθογραφία, και τώρα μόνο «καταργείται», με το μονοτονικό, όπως ανεύθυνα διακηρύσσεται από υπεύθυνα, υποτίθεται, πρόσωπα, σχήματα και φορείς: όρα βουλευτές, ιερές συνόδους κτλ.

Προτού λοιπόν ασχοληθούμε ειδικότερα με το μονοτονικό, που είναι εντέλει ο αναπόφευκτος εξορθολογισμός του τονικού συστήματος, ας δούμε άλλες απλοποιήσεις, που μοιάζουν αυτονόητες σήμερα, κι ωστόσο «παραβιάζουν» όλες την ιστορική ορθογραφία.

Πάμε πάλι στον συντηρητικό Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι, που επισήμανε όμως και τόνισε τον ολέθριο ρόλο του αττικισμού για το έθνος, όπως είδαμε και από εδώ, που μίλησε για τα δεινά της διγλωσσίας και ζήτησε την κατάργηση των τόνων. Υπέρμαχος της καθαρεύουσας, αντίθετος με την εισαγωγή της δημοτικής στην εκπαίδευση, έγραφε ωστόσο, έναν αιώνα πριν, ότι «το βιβλίον το προωρισμένον διά τους μικρούς μαθητάς δέον να είναι απηλλαγμένον των τοιούτων σημείων», των τόνων δηλαδή και των πνευμάτων. Έγραφε ότι «πολλώ μείζονα δυσκολίαν παρέχει τοις διδασκομένοις η παρ’ ημίν αρχαιόθεν επικρατούσα ιστορική ορθογραφία μετά των διαφόρων διφθόγγων, μακρών και βραχέων φωνηέντων… Ταύτα όντως βασανίζουσι μεγάλως και επί μακρόν τους παίδας διδασκομένους και μανθάνοντας αυτά μηχανικώς, άτε ουδέν τούτων αισθανομένους εν τη γλώσση ην λαλούσι και μανθάνουσι».

Παρ’ όλα αυτά, στάθηκε άκαμπτος στην εφαρμογή της ιστορικής ορθογραφίας, επιχειρώντας να διατηρήσει την ετυμολογική εικόνα των αρχαίων τύπων και στους νεότερους: έγραφε «Αντώνις», από το Αντώνιος, «Βασίλεις» από το Βασίλειος, «δράκως» από το δράκων. Πόσο «κατάργησαν» την ιστορική ορθογραφία εξορθολογισμοί, συμμορφώσεις, απλοποιήσεις του τύπου Αντώνης, Βασίλης και δράκος, όπως γράφουμε όλοι σήμερα; Και πόσο κινδύνεψε η γλώσσα;

Ιδού και άλλοι τύποι, από τα γραπτά του Χατζιδάκι: βαπῶρι, τημῶνι, μῦτι και φορᾷω , λᾳδι και λᾳδικό, γέρως, βαρκάροιδες, ψαίλνω, χαμώγελο, τσώφλι· γραιά και Ρωμαιός (με υφέν κάτω από το -αι, δηλαδή γριά και Ρωμιός) κ.ά. «Τοὶς» γυναῖκες έγραφε, για να ταιριάζει με την ονομαστική, που ώς τότε πάντως γραφόταν συχνά με [και υπογεγραμμένη]: γυναῖκες · στο επιμένει αργότερα π.χ. και ο Σπύρος Μελάς: περηστάσεις, ενώ χιονιαῖς και ἀντάραις γράφει ο Βαλαωρίτης, καλλήτερα και κἀνείς ο Κάλβος· και ο Παλαμάς έλεγε πως δεν το ξέρει το ξέρω με -ε, αφού το έγραφε με -αι: ξαίρω.


Σήμερα, αντίθετα, κανένας δεν το ξέρει το «ξαίρω». Δεν τα προλάβαμε τα είνε, παλαίβω και θεώρατος. Μακρινή μοιάζει και η μόλις χτεσινή αναζήτηση ανάμεσα σε πολλαπλούς τύπους όπως νειάτα / νηάτα / νιάτα, λειώνω / λυώνω / λιώνω, και πλήθος άλλα. Η σωστή ετυμολόγηση και πιο πολύ η χρήση οδήγησαν κατά κανόνα στον απλούστερο τύπο, με επιδεικτικά φιλόδοξη εξαίρεση, έναν ολόκληρο αιώνα μετά τον Χατζιδάκι, το Λεξικό Μπαμπινιώτη, που επαναφέρει ή συχνότερα πρωτολανσάρει τσηρώτα, αγώρια, αίολους, καρώτα, καλοιακούδες κ.ά.

Το σύστημα ορθογράφησης που χρησιμοποιούσε ο Χατζιδάκις εφαρμοζόταν και στο περίφημο Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας Αθηνών, ώσπου διαπίστωσε κι η ίδια η Ακαδημία το αδιέξοδο και προχώρησε σε μερικές απλοποιήσεις, με τον Κανονισμό της νεοελληνικής ορθογραφίας του 1933: καταργεί την υπογεγραμμένη στο δᾳδί, στο λᾳδι, στο ἀγαπᾷς, στο μάθῃς, τη δασεία στο ρ, τα διπλά σύμφωνα σε ξένες λέξεις (κωπέλλα, φασσαρία) και ενοποιεί τις διαφορετικές καταλήξεις των αρσενικών (Γεώργις-Βασίλεις-Γιάννης).

Πάει λοιπόν η υπογεγραμμένη, κι ας ήταν γράμμα ολόκληρο κάποτε, που αντιστοιχούσε σε φθόγγο, που προφερόταν δηλαδή, αντίθετα από τους ενδεικτικούς απλώς τόνους, πάει η δασεία στο ρ, η δασεία-ψιλή στο ρρ, πάει η κορωνίδα, πάει η βαρεία, όλως ανεπαισθήτως, κι ας κολοβώνει έτσι το πολυτονικό, πάει το η της υποτακτικής (να φύγη= να φύγει), μόλις χτες, το 1976, κ.ά. Πάει τάχα η ιστορική ορθογραφία; Πάει κι η γλώσσα;

Κι αν όλα αυτά είναι «λελογισμένες», αποδεκτές πια απλοποιήσεις, ποιος καθορίζει τα όρια; Ερώτημα ακόμα πιο κρίσιμο, προκειμένου για το μονοτονικό, και μάλιστα ως προς την παράδοση, που έτσι τάχα καταργείται. Ποιος την απλώνει ώς πού και πόσο, ή μάλλον από πού κι ώς πόσο, την παράδοση; Παράδοση κατά παραγγελία, με το μέτρο, κατά βούληση;

Φαντάσματα του Γεωργίου Χατζιδάκι

Το αδιέξοδο της αυστηρά ετυμολογικής ορθογράφησης το έθιγε σε ένα άρθρο τού 1979 ο Β. Δ. Φόρης, σχολιάζοντας κριτική του Θ. Ξύδη για βιβλίο του Εμμ. Κριαρά («Τα γεγονότα και τα ζητήματα: Παρατηρήσεις σε μια κριτική», Νέα Εστία 1255, 15.10.1979, σ. 1450)· αναφέρεται στο πρόβλημα της διαφορετικής γραφής λέξεων, όπως κυττάζω-κοιτάζω, αφήνω-αφίνω κτλ., που σημαίνει διαφορετική ετυμολόγηση, και τονίζει:

«Αλλά και [...] για τύπους που έχουν μία και μόνη ορθογράφηση, και μάλιστα απλούστατη, ποιος απ’ όλους μας “ετυμολογεί ορθά” [για «σωστή ορθογράφηση, που είναι επακόλουθο ορθής ετυμολογήσεως» έγραφε ο Θ.Ξ.] γράφοντας π.χ. τη λέξη μάτι έτσι, όταν πρέπει να γράφουμε το λιγότερο ’μμάτι, για να μη δώσω τον ακραίο τύπο ’μμάτι’ , που θα μας οδηγούσε ετυμολογικά ίσια στο ομμάτιον; Και πώς θα ισχυριζόμασταν, όλοι μας, ότι “ετυμολογούμε” γράφοντας τη λέξη βρίσκω, αφού έπρεπε να γράφουμε ’υρίσκω, όπως έγραφαν παλαιότεροι λόγιοι και επιστήμονες του κύρους ενός Γεωργίου Χατζιδάκι, μόνο και μόνο για να διασώσουν –με τα δόντια, θα έλεγα– το ε τού ευρίσκω

Και συνέχιζε με το δαιμονικό, σουρεαλιστικό κάποτε χιούμορ του:

«Θα καταντούσε αστείο να θέλουμε να διασώσουμε (ενδεχομένως με αποστρόφους, με παρενθέσεις κτλ.) όλους εκείνους τους φθόγγους που μέσα στην ιστορική εξέλιξη της γλώσσας μας χάθηκαν σε πολλές λέξεις και τύπους. Ένα χτυπητό παράδειγμα θα ήταν να μπορούσαμε να παραστήσουμε με τη γραφή, ή με την ετυμολογική ορθογράφηση, τον τύπο που καθημερινά χρησιμοποιούμε, τη λέξη πᾶς (πού πας; πώς τα πας;): θα έπρεπε να γράψουμε είτε ’πά’’’ς είτε (υ)πά(γ)(ει)ς, για να θυμίζουμε την προέλευσή του. Γράφουμε ωστόσο πᾶς , παραβιάζοντας μάλιστα τον ιστορικά ορθό τονισμό με την οξεία, γιατί παιδαγωγικά θα ήταν άτοπο να διδάσκουμε την περισπωμένη στο ἀγαπᾶς και την οξεία στο πάς».

Φάνταζαν όντως σουρεαλιστικά αυτά, δυόμισι μόλις δεκαετίες πριν, σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Όπως και ο Βασίλεις και το ’υρίσκω ή το τραυώ (επειδή προέρχεται από το ταυρίζω < ταύρ(ος) -ίζω). Και δείχνουν εξόχως σχολαστικά όλα αυτά, τώρα πίσω-πίσω, και μάλιστα εδώ, σε εφημερίδα. Δείτε όμως παραδίπλα, ακριβώς σε σημερινές εφημερίδες και περιοδικά: την εποχή της παλινόρθωσης, δε λέω, προς Θεού, της καθαρεύουσας, αλλά του υποτιθέμενου γοήτρου της και της αξίας που έχει, σαν φάση κι αυτή, λέει, ισότιμη, της μίας και ενιαίας γλώσσας· πάντως σε εποχή με σαφώς συντηρητική στροφή στη γλώσσα και στην ορθογραφία, τι άλλο είναι το περίφημο Λεξικό Μπαμπινιώτη και οι ασμένως υιοθετούμενοι τύποι του, τι άλλο είναι «ορθογραφήσεις» τού τύπου «κά’νας», «κάν’τε», «πάρ’τε» (έτσι είδα και το «δέσ’τε» προστακτική τού βλέπω, κι όχι του δένω!), «ξανά’πα», «έρ’μος», ή τα ουδέποτε υπάρξαντα έτσι «κι όλας», «με μιας», «προς ώρας», «εφ’ εξής», «την παρ’ άλλη» κ.ά.;

Φτάσαμε πια στο μονοτονικό: στο επόμενο.

buzz it!