Μαζί με τους γυρολόγους προφήτες της συμφοράς
Τα Νέα, 19 Απριλίου 2008 [εδώ με μικροπροσθήκες· από την άλλη, η επιφυλλίδα στην εφημερίδα βασίζεται σε αποσπάσματα από παλαιότερες αναρτήσεις εδώ: α, β, γ]
Όταν η σάτιρα, ακόμα και η καθαρά πολιτική σάτιρα, ντύνεται τον άμεσο λόγο της πολιτικής, γίνεται αυτομάτως σκέτη πολιτικολογία, δημαγωγία δηλαδή και λαϊκισμός
Στο πρόσφατο συλλαλητήριο του Καρατζαφέρη για το Μακεδονικό ο Λαζόπουλος έβγαλε να αντιτάξει το «παλιό, καλό» συλλαλητήριο. Να μας έλεγε όμως και τη διαφορά… Στο πλήθος είναι όλη κι όλη η ιστορία;
το πλήρες κείμενο:
Μέρες που ’ρχονται, θυμάμαι τον Χριστόδουλο στον Επιτάφιο, να εγκλωβίζει τον κόσμο όχι μόνο της Μητρόπολης αλλά και των άλλων εκκλησιών της περιοχής, και να του επιβάλλει ένα εξαντλητικό, επιπλέον, ημίωρο έως σαρανταπεντάλεπτο κήρυγμα, από εξέδρας –και από τηλεοράσεως.
Έτσι όπως γενικότερα μετέτρεπε τον άμβωνα σε πολιτικό βήμα και το εκκλησίασμα σε ακροατήριο των πολιτικών θέσεών του, στην υπηρεσία δηλαδή των πολιτικών –εθναρχικών ακριβέστερα– φιλοδοξιών του.
Κάπως έτσι, αν όχι ακριβώς έτσι, ο ιδιοφυής αναντίρρητα κωμικός Λάκης Λαζόπουλος επιδίδεται όλο και περισσότερο, μέσα από το περίφημο τσαντίρι του, όχι σε πολιτική σάτιρα, κάτι αυτονόητο και θεμιτό, κι ακόμα περισσότερο: καλόδεχτο, αλλά σε πολιτικό κήρυγμα, νέτα σκέτα.
Όμως η σάτιρα έχει τους δικούς της νόμους, όπως και η πολιτική τους δικούς της. Και το ήθος της μιας δεν μπορεί να συμπίπτει με της άλλης. Γιατί όταν η σάτιρα, ακόμα και η καθαρά πολιτική σάτιρα, η πλέον οξυδερκής, ντύνεται τον άμεσο λόγο της πολιτικής, γίνεται αυτομάτως σκέτη πολιτικολογία, δημαγωγία δηλαδή και λαϊκισμός. Και όταν η πολιτική πράξη, όπως είναι η πολιτική σάτιρα, χρησιμοποιεί τον τρόπο της δημαγωγίας, όταν η πολιτική πράξη συναντάται με το λαϊκισμό, αυτή η πολιτική πράξη είναι εξ αντικειμένου πια αντιδραστική. Γιατί ο λαϊκισμός είναι εξ ορισμού αντιδραστικός.
«Επικίνδυνες ακροβασίες» χαρακτήρισε αυτήν τη σύγχυση των ειδών η Πόπη Διαμαντάκου (Νέα 4.3.08), στην οποία οφείλεται ο εύστοχος παραλληλισμός Λαζόπουλου-Χριστόδουλου. Και είναι όντως ιδιαίτερα επικίνδυνη ακροβασία, όταν η σάτιρα εγκαταλείπει «το κύριο επιχείρημά της, το χιούμορ, και αποβάλλει τον υπαινιγμό [...], για να μετατραπεί σε άμεση, απροκάλυπτη πολιτική παρέμβαση». Έτσι, μέσα από την πολιτική καθοδήγηση που γίνεται με κράχτη τη σάτιρα, σε εκπομπή με υψηλότατη τηλεθέαση, βλέπουμε ακριβώς τη σάτιρα και τον δημιουργό της να ταυτίζονται «με μεθόδους καθοδήγησης του συναισθήματος του κοινού (και δη του τηλεοπτικού, που τελεί εξ ορισμού σε κατάσταση γοητείας), οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του φασισμού» καταλήγει η τηλεκριτικός.
Ας φύγουμε όμως από το γενικό αυτό και ας περιοριστούμε στο ειδικό, στον έτσι κι αλλιώς συντηρητικό, πολλές φορές, πολιτικό λόγο του Λάκη Λαζόπουλου.
Ενδεικτικά υπενθυμίζω τη συστράτευσή του στον αγώνα για το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού. Εδώ βέβαια το μέτωπο κατά του βιβλίου ήταν ευρύτατο, από την ολομέλεια της ακροδεξιάς ώς την εθνικιστική αριστερά, αλλά και μια σεβαστή μερίδα της καθαυτό αριστεράς. Άρα δεν προσφέρεται η περίπτωση για να χαρακτηριστεί η συμμετοχή του Λ.Λ. Από ποια θέση όμως έδωσε τη μάχη του;
«Άντε να δεχτώ εγώ ότι δεν υπήρχε το Κρυφό Σχολειό…» έλεγε στην εκπομπή του. «Αλλά…» Αλλά τι; Αλλά «πού ακούστηκε να ξαναγράφεται η Ιστορία, κι άλλη Ιστορία να διδάσκεται κάθε γενιά;» τάχα απορούσε.
Δεν το δέχεται δηλαδή ουσιαστικά ο Λαζόπουλος πως δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό, απλώς χάρη μάς κάνει· δεν το δέχεται, γιατί προφανώς δεν διάβασε Ιστορία, δεν έμαθε δηλαδή πως δεν υπάρχει ούτε μισή μαρτυρία πρωταγωνιστών της εποχής και ιστορικών που να μιλάει για κρυφά σχολειά. Δεν ανευθυνολογείς όμως αδιάβαστος, και μάλιστα από τέτοιο βήμα όπως η τηλεόραση (άσε τώρα τη σατιρική εκπομπή). Αλλά δεν έχει ο Λάκης χρεία: «την Ιστορία» είπε «δεν τη μαθαίνουμε απ’ τα βιβλία. Την ιστορία τη μαθαίνουμε απ’ τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας»!
Τα ξανάγραφα αυτά, πλάι πλάι, κι ας μην του αρέσει καθόλου του Λ.Λ., με την κακαουνάκειο ρήση ότι «Το κρυφό σχολειό υπήρξε διότι όλοι εμείς μάθαμε στα σχολειά μας ότι υπήρξε. Και τώρα, τι θα γίνει, θα πετάξουμε όλα αυτά που μάθαμε, ακόμη κι αν είναι ψέματα;»
Αλλά πού ’ναι τος τώρα ένας Λαζόπουλος, να τα σατιρίσει όλα αυτά!
Ο δικός μας Λαζόπουλος στηρίζει τον σκληροπυρηνικό δεξιό, τέως (;) ακροδεξιό, και με μηδενικό ήδη από τα πριν έργο Νικήτα Κακλαμάνη. Ο δικός μας Λαζόπουλος κάνει -κι είμαι μαζί του κι εγώ- σκληρή κριτική στον Γιώργο Παπανδρέου, με "σημείο αναφοράς" όμως την επιστήθια φίλη του Δήμητρα Λιάνη -θαυμαστής άλλωστε μέγας ο ίδιος τού κατεξοχήν λαϊκιστή Αντρέα. Ο δικός μας Λαζόπουλος χειροκροτάει κάθε τόσο τη «μεγάλη Ελληνίδα», λέει, Λιάνα Κανέλλη, δείχνοντάς μας σε βίντεο όλο και κάποια της κορόνα, κατά κανόνα εθνικιστική. Ε, και φυσικά την παρουσίασε και ζωντανά κάποια φορά, στη –σατιρική είπαμε;– εκπομπή του, στο τέλος της οποίας η Κανέλλη μάς ζήτησε να προσευχηθούμε για την υγεία του άρρωστου τότε Χριστόδουλου.
Στην ίδια εκπομπή με τα «ιστορικά» του, ο Λ.Λ. χειροκρότησε τον «φίλο του», είπε, τον Θέμο, που από κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο έλεγε: «τι τα βάζουμε τώρα με δυο παιδιά που παν και καίνε μια σημαία, όταν κοτζάμ συντεταγμένο κράτος κατέβασε τη σημαία από τα Ίμια!» Στόχος εδώ, από τους πιο προσφιλείς του Λ.Λ., κάτι σαν την Ντενίση δηλαδή, ο «αχώνευτος ο κοντός» Σημίτης, εν προκειμένω επειδή δεν πήγε σε πόλεμο με την Τουρκία.
Και φτάσαμε στο Μακεδονικό. Σκοπιανοφάγος, πρώτος στη γραμμή κι εδώ ο Λ.Λ., να διαβάζει κατ’ αποκλειστικότητα την παραληρηματικά εθνικιστική και σαρτζετάκειου ύφους επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη, που ήδη σχολιάστηκε εκτενώς, ακόμα και σαν χειρονομία: «κάνουμε [...] την Ιστορία ατάκες για την τηλεόραση» ήταν η εξαιρετική κατακλείδα του Ν. Γ. Ξυδάκη, στην Καθημερινή 1.3.08.
Και τι ελάλησε τη φορά αυτή ο Λ.Λ.; «Κάθε λαός» είπε, «όταν πρόκειται να φορέσει ένα κουστούμι που δεν του αρέσει, γίνεται γελοίος [...]. Οι Έλληνες πρέπει να φορέσουν αυτό που τους πάει στην ψυχή –και στην Ιστορία!» Κάτω τα χέρια δηλαδή απ’ το Όνομα, και πανηγύρισε: «ο Μητσοτάκης δεν δικαιώθηκε: τελικά οι Έλληνες δεν το έχουν ξεχάσει το όνομα, τους απασχολεί!»
Όμως εδώ το αξιοδάκρυτο πια, αν όχι κωμικό, είναι η προσπάθειά του να κρατήσει αποστάσεις από τις πανομοιότυπες, εννοείται, θέσεις της άκρας δεξιάς. Έτσι, «σατίρισε» την τσιριχτή φωνή του Άδωνη Γεωργιάδη, ή τους χλαμυδάτους παραστάτες του Καρατζαφέρη στο συλλαλητήριο, προβάλλοντας από την άλλη πλάνα από το παλιό, «μεγαλειώδες» συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης: «αυτό ήταν συλλαλητήριο» είπε.
Αλλά εδώ ζητείται πλέον πολιτικός ψυχαναλυτής.
Ο Λάκης, η Λιάνα και ο Χένρυ, ή ο Λάκης και ο Χένρυ της Λιάνας
Στην προτελευταία του εκπομπή ο Λ.Λ., σημαία υπερηφάνειας ο ίδιος για το Μέγα Βέτο, ξαναζέστανε για το ευρύ τηλεοπτικό κοινό μια πολυδημοσιευμένη «δήλωση» του Κίσσινγκερ, που τη νομίζαμε συνταξιοδοτημένη από καιρό, έτσι καθώς είχε γίνει φανερή η πλαστότητά της.
Ένας δαιμόνιος διπλωμάτης πολιτικός όπως ο Κίσσινγκερ είπε τάχα δημόσια, σε κάποια εκδήλωση προς τιμήν του στην Ουάσιγκτον, το 1994, πως «ο ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετιστεί. Εννοώ δηλαδή τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί και να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, να μη μας απασχολεί…» κτλ. κτλ.
Κανένας δεν την πήρε είδηση τη δήλωση αυτή. Έπειτα από τρία χρόνια μόνο, το 1997, η αγγλόγλωσση τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News (17.2.97). Και από εκεί μας τη χάρισε η Λιάνα με το περιοδικό της Νέμεσις. Αν τάχα χρειαζόταν διάψευση μια τέτοια, πρόδηλα ανυπόστατη δήλωση, τη διέψευσε ο Κίσσινγκερ γραπτώς στα Πολιτικά Θέματα, 13.6.97. Αλλά και τι θα ’λεγε τάχα ο Κίσσινκγερ, θα πει κανείς. Αμ τι είπε η Λιάνα! Σε επόμενο τεύχος του περιοδικού της (10.1997) ομολόγησε αμήχανα πως δεν μπορούσε πια να βρει το φύλλο της Turkish Daily News, ούτε στο ίντερνετ ούτε στα γραφεία της εφημερίδας!
Το καλυτερότερο; Ο Ιός της Ελευθεροτυπίας, που δίνει όλο το ιστορικό (1.4.2001), επισημαίνει ότι η δήλωση του 1994, που δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα το 1997, είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία κοντά 8 χρόνια πριν, στις 26/1 του 1987, από τον δικηγόρο Θ. Σταυρόπουλο, που τη χρησιμοποιούσε σαν επιχείρημα για την επιστροφή των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, και –το καλυτερότατο– τη χρονολογούσε το Νοέμβριο του 1973, «ακριβώς μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου».
Σφαγή; Μακελειό! Της πολιτικής κτλ. εντιμότητας, άντε της κοινής λογικής.
Το Αλ Τσαντίρι άρχισε με τους λαμπρότερους οιωνούς, με τον Λάκη γύφτο ανάμεσα στα καρπούζια του Ντάτσουν του, όλα να τα σφάζει, όλα να τα μαχαιρώνει. Ευγνωμοσύνη τού χρωστάμε, έτσι κι αλλιώς, για το γέλιο που μας χάρισε. Και οπωσδήποτε μας χαρίζει ακόμα. Μα πιο συχνά μας παγώνει το αίμα, όταν όλα ίδια καρπούζια τα βλέπει πια, και με τον ίδιο πάντα τρόπο όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει.
Όταν η σάτιρα, ακόμα και η καθαρά πολιτική σάτιρα, ντύνεται τον άμεσο λόγο της πολιτικής, γίνεται αυτομάτως σκέτη πολιτικολογία, δημαγωγία δηλαδή και λαϊκισμός
Στο πρόσφατο συλλαλητήριο του Καρατζαφέρη για το Μακεδονικό ο Λαζόπουλος έβγαλε να αντιτάξει το «παλιό, καλό» συλλαλητήριο. Να μας έλεγε όμως και τη διαφορά… Στο πλήθος είναι όλη κι όλη η ιστορία;
το πλήρες κείμενο:
Μέρες που ’ρχονται, θυμάμαι τον Χριστόδουλο στον Επιτάφιο, να εγκλωβίζει τον κόσμο όχι μόνο της Μητρόπολης αλλά και των άλλων εκκλησιών της περιοχής, και να του επιβάλλει ένα εξαντλητικό, επιπλέον, ημίωρο έως σαρανταπεντάλεπτο κήρυγμα, από εξέδρας –και από τηλεοράσεως.
Έτσι όπως γενικότερα μετέτρεπε τον άμβωνα σε πολιτικό βήμα και το εκκλησίασμα σε ακροατήριο των πολιτικών θέσεών του, στην υπηρεσία δηλαδή των πολιτικών –εθναρχικών ακριβέστερα– φιλοδοξιών του.
Κάπως έτσι, αν όχι ακριβώς έτσι, ο ιδιοφυής αναντίρρητα κωμικός Λάκης Λαζόπουλος επιδίδεται όλο και περισσότερο, μέσα από το περίφημο τσαντίρι του, όχι σε πολιτική σάτιρα, κάτι αυτονόητο και θεμιτό, κι ακόμα περισσότερο: καλόδεχτο, αλλά σε πολιτικό κήρυγμα, νέτα σκέτα.
Όμως η σάτιρα έχει τους δικούς της νόμους, όπως και η πολιτική τους δικούς της. Και το ήθος της μιας δεν μπορεί να συμπίπτει με της άλλης. Γιατί όταν η σάτιρα, ακόμα και η καθαρά πολιτική σάτιρα, η πλέον οξυδερκής, ντύνεται τον άμεσο λόγο της πολιτικής, γίνεται αυτομάτως σκέτη πολιτικολογία, δημαγωγία δηλαδή και λαϊκισμός. Και όταν η πολιτική πράξη, όπως είναι η πολιτική σάτιρα, χρησιμοποιεί τον τρόπο της δημαγωγίας, όταν η πολιτική πράξη συναντάται με το λαϊκισμό, αυτή η πολιτική πράξη είναι εξ αντικειμένου πια αντιδραστική. Γιατί ο λαϊκισμός είναι εξ ορισμού αντιδραστικός.
«Επικίνδυνες ακροβασίες» χαρακτήρισε αυτήν τη σύγχυση των ειδών η Πόπη Διαμαντάκου (Νέα 4.3.08), στην οποία οφείλεται ο εύστοχος παραλληλισμός Λαζόπουλου-Χριστόδουλου. Και είναι όντως ιδιαίτερα επικίνδυνη ακροβασία, όταν η σάτιρα εγκαταλείπει «το κύριο επιχείρημά της, το χιούμορ, και αποβάλλει τον υπαινιγμό [...], για να μετατραπεί σε άμεση, απροκάλυπτη πολιτική παρέμβαση». Έτσι, μέσα από την πολιτική καθοδήγηση που γίνεται με κράχτη τη σάτιρα, σε εκπομπή με υψηλότατη τηλεθέαση, βλέπουμε ακριβώς τη σάτιρα και τον δημιουργό της να ταυτίζονται «με μεθόδους καθοδήγησης του συναισθήματος του κοινού (και δη του τηλεοπτικού, που τελεί εξ ορισμού σε κατάσταση γοητείας), οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα του φασισμού» καταλήγει η τηλεκριτικός.
Ας φύγουμε όμως από το γενικό αυτό και ας περιοριστούμε στο ειδικό, στον έτσι κι αλλιώς συντηρητικό, πολλές φορές, πολιτικό λόγο του Λάκη Λαζόπουλου.
Ενδεικτικά υπενθυμίζω τη συστράτευσή του στον αγώνα για το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού. Εδώ βέβαια το μέτωπο κατά του βιβλίου ήταν ευρύτατο, από την ολομέλεια της ακροδεξιάς ώς την εθνικιστική αριστερά, αλλά και μια σεβαστή μερίδα της καθαυτό αριστεράς. Άρα δεν προσφέρεται η περίπτωση για να χαρακτηριστεί η συμμετοχή του Λ.Λ. Από ποια θέση όμως έδωσε τη μάχη του;
«Άντε να δεχτώ εγώ ότι δεν υπήρχε το Κρυφό Σχολειό…» έλεγε στην εκπομπή του. «Αλλά…» Αλλά τι; Αλλά «πού ακούστηκε να ξαναγράφεται η Ιστορία, κι άλλη Ιστορία να διδάσκεται κάθε γενιά;» τάχα απορούσε.
Δεν το δέχεται δηλαδή ουσιαστικά ο Λαζόπουλος πως δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό, απλώς χάρη μάς κάνει· δεν το δέχεται, γιατί προφανώς δεν διάβασε Ιστορία, δεν έμαθε δηλαδή πως δεν υπάρχει ούτε μισή μαρτυρία πρωταγωνιστών της εποχής και ιστορικών που να μιλάει για κρυφά σχολειά. Δεν ανευθυνολογείς όμως αδιάβαστος, και μάλιστα από τέτοιο βήμα όπως η τηλεόραση (άσε τώρα τη σατιρική εκπομπή). Αλλά δεν έχει ο Λάκης χρεία: «την Ιστορία» είπε «δεν τη μαθαίνουμε απ’ τα βιβλία. Την ιστορία τη μαθαίνουμε απ’ τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας»!
Τα ξανάγραφα αυτά, πλάι πλάι, κι ας μην του αρέσει καθόλου του Λ.Λ., με την κακαουνάκειο ρήση ότι «Το κρυφό σχολειό υπήρξε διότι όλοι εμείς μάθαμε στα σχολειά μας ότι υπήρξε. Και τώρα, τι θα γίνει, θα πετάξουμε όλα αυτά που μάθαμε, ακόμη κι αν είναι ψέματα;»
Αλλά πού ’ναι τος τώρα ένας Λαζόπουλος, να τα σατιρίσει όλα αυτά!
Ο δικός μας Λαζόπουλος στηρίζει τον σκληροπυρηνικό δεξιό, τέως (;) ακροδεξιό, και με μηδενικό ήδη από τα πριν έργο Νικήτα Κακλαμάνη. Ο δικός μας Λαζόπουλος κάνει -κι είμαι μαζί του κι εγώ- σκληρή κριτική στον Γιώργο Παπανδρέου, με "σημείο αναφοράς" όμως την επιστήθια φίλη του Δήμητρα Λιάνη -θαυμαστής άλλωστε μέγας ο ίδιος τού κατεξοχήν λαϊκιστή Αντρέα. Ο δικός μας Λαζόπουλος χειροκροτάει κάθε τόσο τη «μεγάλη Ελληνίδα», λέει, Λιάνα Κανέλλη, δείχνοντάς μας σε βίντεο όλο και κάποια της κορόνα, κατά κανόνα εθνικιστική. Ε, και φυσικά την παρουσίασε και ζωντανά κάποια φορά, στη –σατιρική είπαμε;– εκπομπή του, στο τέλος της οποίας η Κανέλλη μάς ζήτησε να προσευχηθούμε για την υγεία του άρρωστου τότε Χριστόδουλου.
Στην ίδια εκπομπή με τα «ιστορικά» του, ο Λ.Λ. χειροκρότησε τον «φίλο του», είπε, τον Θέμο, που από κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο έλεγε: «τι τα βάζουμε τώρα με δυο παιδιά που παν και καίνε μια σημαία, όταν κοτζάμ συντεταγμένο κράτος κατέβασε τη σημαία από τα Ίμια!» Στόχος εδώ, από τους πιο προσφιλείς του Λ.Λ., κάτι σαν την Ντενίση δηλαδή, ο «αχώνευτος ο κοντός» Σημίτης, εν προκειμένω επειδή δεν πήγε σε πόλεμο με την Τουρκία.
Και φτάσαμε στο Μακεδονικό. Σκοπιανοφάγος, πρώτος στη γραμμή κι εδώ ο Λ.Λ., να διαβάζει κατ’ αποκλειστικότητα την παραληρηματικά εθνικιστική και σαρτζετάκειου ύφους επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη, που ήδη σχολιάστηκε εκτενώς, ακόμα και σαν χειρονομία: «κάνουμε [...] την Ιστορία ατάκες για την τηλεόραση» ήταν η εξαιρετική κατακλείδα του Ν. Γ. Ξυδάκη, στην Καθημερινή 1.3.08.
Και τι ελάλησε τη φορά αυτή ο Λ.Λ.; «Κάθε λαός» είπε, «όταν πρόκειται να φορέσει ένα κουστούμι που δεν του αρέσει, γίνεται γελοίος [...]. Οι Έλληνες πρέπει να φορέσουν αυτό που τους πάει στην ψυχή –και στην Ιστορία!» Κάτω τα χέρια δηλαδή απ’ το Όνομα, και πανηγύρισε: «ο Μητσοτάκης δεν δικαιώθηκε: τελικά οι Έλληνες δεν το έχουν ξεχάσει το όνομα, τους απασχολεί!»
Όμως εδώ το αξιοδάκρυτο πια, αν όχι κωμικό, είναι η προσπάθειά του να κρατήσει αποστάσεις από τις πανομοιότυπες, εννοείται, θέσεις της άκρας δεξιάς. Έτσι, «σατίρισε» την τσιριχτή φωνή του Άδωνη Γεωργιάδη, ή τους χλαμυδάτους παραστάτες του Καρατζαφέρη στο συλλαλητήριο, προβάλλοντας από την άλλη πλάνα από το παλιό, «μεγαλειώδες» συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης: «αυτό ήταν συλλαλητήριο» είπε.
Αλλά εδώ ζητείται πλέον πολιτικός ψυχαναλυτής.
Ο Λάκης, η Λιάνα και ο Χένρυ, ή ο Λάκης και ο Χένρυ της Λιάνας
Στην προτελευταία του εκπομπή ο Λ.Λ., σημαία υπερηφάνειας ο ίδιος για το Μέγα Βέτο, ξαναζέστανε για το ευρύ τηλεοπτικό κοινό μια πολυδημοσιευμένη «δήλωση» του Κίσσινγκερ, που τη νομίζαμε συνταξιοδοτημένη από καιρό, έτσι καθώς είχε γίνει φανερή η πλαστότητά της.
Ένας δαιμόνιος διπλωμάτης πολιτικός όπως ο Κίσσινγκερ είπε τάχα δημόσια, σε κάποια εκδήλωση προς τιμήν του στην Ουάσιγκτον, το 1994, πως «ο ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετιστεί. Εννοώ δηλαδή τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί και να διακριθεί, να επικρατήσει, για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, να μη μας απασχολεί…» κτλ. κτλ.
Κανένας δεν την πήρε είδηση τη δήλωση αυτή. Έπειτα από τρία χρόνια μόνο, το 1997, η αγγλόγλωσση τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News (17.2.97). Και από εκεί μας τη χάρισε η Λιάνα με το περιοδικό της Νέμεσις. Αν τάχα χρειαζόταν διάψευση μια τέτοια, πρόδηλα ανυπόστατη δήλωση, τη διέψευσε ο Κίσσινγκερ γραπτώς στα Πολιτικά Θέματα, 13.6.97. Αλλά και τι θα ’λεγε τάχα ο Κίσσινκγερ, θα πει κανείς. Αμ τι είπε η Λιάνα! Σε επόμενο τεύχος του περιοδικού της (10.1997) ομολόγησε αμήχανα πως δεν μπορούσε πια να βρει το φύλλο της Turkish Daily News, ούτε στο ίντερνετ ούτε στα γραφεία της εφημερίδας!
Το καλυτερότερο; Ο Ιός της Ελευθεροτυπίας, που δίνει όλο το ιστορικό (1.4.2001), επισημαίνει ότι η δήλωση του 1994, που δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα το 1997, είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία κοντά 8 χρόνια πριν, στις 26/1 του 1987, από τον δικηγόρο Θ. Σταυρόπουλο, που τη χρησιμοποιούσε σαν επιχείρημα για την επιστροφή των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, και –το καλυτερότατο– τη χρονολογούσε το Νοέμβριο του 1973, «ακριβώς μετά τη σφαγή του Πολυτεχνείου».
Σφαγή; Μακελειό! Της πολιτικής κτλ. εντιμότητας, άντε της κοινής λογικής.
Το Αλ Τσαντίρι άρχισε με τους λαμπρότερους οιωνούς, με τον Λάκη γύφτο ανάμεσα στα καρπούζια του Ντάτσουν του, όλα να τα σφάζει, όλα να τα μαχαιρώνει. Ευγνωμοσύνη τού χρωστάμε, έτσι κι αλλιώς, για το γέλιο που μας χάρισε. Και οπωσδήποτε μας χαρίζει ακόμα. Μα πιο συχνά μας παγώνει το αίμα, όταν όλα ίδια καρπούζια τα βλέπει πια, και με τον ίδιο πάντα τρόπο όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει.