Γυρολόγοι και μεσσίες
Τα Νέα, 15 Απριλίου 2006
Εξόφθαλμα κίβδηλες είναι διάφορες έρευνες που με τις ερωτήσεις κιόλας προεξοφλούν τα «πορίσματά» τους, ή υποβάλλουν αξιολογήσεις (π.χ. υπεροχή λόγιας γλώσσας) και αντίστοιχες δαιμονοποιήσεις (π.χ. χρήση «ξενόφερτων» λέξεων)
Αμέθοδες και αντιεπιστημονικές έρευνες «διαπιστώνουν» ότι ζούμε στα σπήλαια, ότι στη λίθινη εποχή μας μιλάμε με 800 λέξεις, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος με 2.500, αλλά μ’ αυτές έστω τις 800 λέξεις μιλάμε οχτώ ώρες τη μέρα, τουλάχιστον οι Κρητικοί κι όσοι διαβάζουν αθλητικές εφημερίδες!
το πλήρες κείμενο:
Χρειάστηκαν αρκετές επιφυλλίδες (βλ. αμέσως προηγούμενη εδώ) για την πορεία της γλώσσας και της γραφής της, για να δούμε τις θέσεις της αρμόδιας επιστήμης, δηλαδή της γλωσσολογίας, στο τονικό σύστημα, μολονότι η επιστήμη αποδεικνύεται γενικά ανίσχυρη μπροστά στην ιδεολογία.
Έτσι, σε πείσμα όλων των επιστημονικών θέσεων που θεμελιώνουν την αναγκαιότητα του μονοτονικού, ορισμένοι από αυτούς που οπωσδήποτε γνωρίζουν τις θέσεις αυτές επιμένουν να παραπλανούν το κοινό, εκμεταλλευόμενοι την αγάπη των ανθρώπων για τη γλώσσα αλλά και τις ανησυχίες τους. Νά, μόλις την περασμένη Κυριακή, ο γνωστός θεολόγος καθηγητής φιλοσοφίας, ανάμεσα σε πολλά περίπου απίστευτα, μιλούσε πάλι για «το πασοκικό ανοσιούργημα επιβολής του μονοτονικού», αποσιωπώντας και αποκρύβοντας, πίσω από το όνομα του Βερυβάκη και του ΠΑΣΟΚ, αρμόδιους επιστήμονες και την ιστορία ενός και πλέον αιώνα στην πορεία για το μονοτονικό.
Άλλο τόσο έχει τότε νόημα να επιμένουμε κι εμείς, για όσους δεν έχουν ήδη το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο στην τσέπη, για νεότερους λ.χ. αναγνώστες. Έτσι ξεκίνησε εδώ και καιρό αυτή η σειρά άρθρων, με αφορμή το τετραπλό «χτύπημα»: (α) την πρόταση Κούβελα-Παπαθεμελή και (β) την αντίστοιχη πρόταση της Ιεράς Συνόδου για επαναφορά του πολυτονικού, (γ) μια έρευνα για τον «αφανισμό» της γλώσσας και (δ) μια άλλη έρευνα που αποδίδει στην εφαρμογή του μονοτονικού δυσλεξία και μαθησιακές δυσκολίες των σημερινών παιδιών.
Για την τελευταία αυτή έρευνα έχουμε αρκετά να πούμε, γιατί παρουσιάζεται με ιδιαίτερες επιστημονικές απαιτήσεις, καθώς υπογράφεται από ψυχολόγους, κι έγινε αμέσως ένα καινούριο όπλο στη διάθεση των πολυτονιστών. Θα σταθώ όμως για λίγο και στην άλλη, μολονότι πέρασε καιρός στο μεταξύ, ξεφούσκωσε και μπαγιάτεψε, όμως ποτέ δεν ξέρεις πότε θα ξαναβρεθεί μπροστά σου, με τον οποιονδήποτε αντίλογο να έχει ξεχαστεί, κι αυτή να εμφανίζεται σαν αυτονόητη, σαν τεκμηριωμένη αλήθεια.
Ανάλογο παράδειγμα χαρακτηριστικό:
Αρχές Δεκεμβρίου οργανώθηκε στο Μέγαρο περίλαμπρη φιέστα της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς (ΕΓΚ), ενός σωματείου που, όπως έχω ξαναγράψει, στα κοντά 200 ιδρυτικά μέλη του δεν έχει ούτε έναν (αριθμητικώς: 1) γλωσσολόγο: όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός, δεν θα ασχοληθώ τώρα με το μόρφωμα αυτό και τη γιορτή του· για την ώρα μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο μια θαυμάσια δουλειά στο μπλογκ «ανορθογραφίες» (ανταπόκριση και καίρια σχόλια του Βαγγέλη Τόλη, και ένα πυκνό και διαφωτιστικό άρθρο για την ΕΓΚ γενικότερα του Μιχάλη Καλαμαρά). Εδώ θα αναφερθώ στο δελτίο τύπου με το οποίο, καθώς φαίνεται, κάλεσε η ΕΓΚ τον λαό στην ημερίδα της. Στην Ελευθεροτυπία της επομένης (3.12.05), κάτω από τον τίτλο «Ελληνικά 800 λέξεων!», διαβάζω:
«Μετά τη διαπίστωση ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν 800 λέξεις το πολύ για να εκφρασθούν, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης 2.500, δημιουργήθηκε προ 4ετίας η ΕΓΚ με πρώτο πρόεδρο τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Κάρολο Παπούλια, ο οποίος χθες αναγορεύθηκε επίτιμος πρόεδρός της».
Έπειτα από 8 ημέρες, στο ένθετο «7» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (11.12.05), σε επιφυλλίδα αυτήν τη φορά, διαβάζω τα ολόιδια, κάτω από τον επίσης ίδιο τίτλο: «Ελληνικά με… 800 λέξεις»:
«Μια προ τετραετίας έρευνα έδειξε ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν 800 λέξεις, το πολύ, για να εκφραστούν. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε η Εταιρεία Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς, με πρώτο πρόεδρο τον νυν πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, ο οποίος σε ημερίδα την περασμένη Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός της».
Ας αφήσουμε τώρα τον μεσσιανικό ρόλο που ανέλαβε η ΕΓΚ, μόλις διάβασε τη δυσοίωνη έρευνα. Το θέμα είναι η ίδια η έρευνα, μια έρευνα που κραυγάζει από μακριά την αντιεπιστημονικότητα, κοινώς τον τσαρλατανισμό της. Πότε, από ποιον και πώς έγινε άραγε; Πάντως, τη διακινεί ένα μεγαλόσχημο σωματείο και –το χειρότερο– την καταναλώνουν πρόθυμα και ανεξέλεγκτα τα ΜΜΕ.
Μια ανάλογη έρευνα εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Επικοινωνίας με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς. Την παρουσίασε πρώτο θέμα στην πρώτη της σελίδα η Απογευματινή (31.10.05), με τίτλο «Χάνεται η γλώσσα μας» και ψευδόμενο υπέρτιτλο «Μόνο στην “Α”, Έρευνα-σοκ του Ινστιτούτου Επικοινωνίας». Λέω «ψευδόμενο», μια και η Καθημερινή λ.χ. την είχε παρουσιάσει τρεις μέρες νωρίτερα (28.10), αλλά έσταξε η ουρά του γαϊδάρου, όταν η ίδια η έρευνα αποδεικνύεται κίβδηλη, όπως και όλες οι έρευνες αυτού του είδους, που προοικονομούν με τη διατύπωση κιόλας των ερωτήσεων τα «πορίσματά» τους, ή υποβάλλουν σαν δεδομένες γνωστές αξιολογήσεις (π.χ. υπεροχή λόγιας γλώσσας) και αντίστοιχες δαιμονοποιήσεις (π.χ. χρήση «ξενόφερτων» λέξεων).
Οι ερωτώμενοι καλούνται εδώ να μετρήσουν (πώς;) πόσες ώρες μιλούν καθημερινά, οπότε προκύπτει λόγου χάρη ότι ένα ποσοστό γύρω στο 40% μιλάει ένα 8ωρο τη μέρα! Μπροστά πάνε οι Κρητικοί κι ακολουθούν οι κάτοικοι της Αττικής, οι αναγνώστες αθλητικών εφημερίδων (άλλη κατηγοριοποίηση τώρα!), μετά οι κάτοικοι της Ηπείρου, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι κτλ. Ενώ έως 3 μόνο ώρες τη μέρα μιλούν οι κάτοικοι της Δ. Μακεδονίας, της Πελοποννήσου, οι εργάτες…
Ή καλούνται οι ερωτώμενοι να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν κείμενα Παπαδιαμάντη, σε πρωτότυπο και μετάφραση, Μυριβήλη και Π. Κωστόπουλου: από όλες δηλαδή τις κατηγορίες γραπτού λόγου, λογοτεχνία και λαϊφστάιλ. Αλλά γιατί πρέπει να αρέσει σώνει και καλά σε κάποιον η λογοτεχνία; Και μόνη εναλλακτική, στο άλλο άκρο, να είναι η γλώσσα λαϊφστάιλ; Αλλά και από τη λογοτεχνία επιλέγεται ο κορυφαίος πλην «ιδιωματικός» Παπαδιαμάντης, εν πάση περιπτώσει λογοτεχνία συγκεκριμένου, ειδικού ύφους και εποχής, αντί λ.χ. για Βενέζη, από τους παλαιότερους, Ιωάννου και Κουμανταρέα από τους νεότερους. Έτσι όμως δημιουργούνται οι τίτλοι και τα αναθέματα του τύπου: «Ο Κωστόπουλος αρέσει περισσότερο από τον Παπαδιαμάντη»!
Γράφει λοιπόν η Απογευματινή: «μόνο το 9,9% δήλωσε ότι του αρέσει περισσότερο το πρωτότυπο κείμενο του σπουδαίου λογοτέχνη, έναντι του 12,5% που προτίμησε τα γραπτά του γνωστού εκδότη». Υπογράμμισα εγώ «το πρωτότυπο», για να υποδείξω τον παραπλανητικό τρόπο ανάγνωσης της εφημερίδας, γιατί στην ίδια ερώτηση ο Παπαδιαμάντης σε μετάφραση έρχεται πρώτος, με 40,6%! Αλλά και αλλιώς να ήταν τα πράγματα, ξεπηδούν πλήθος χύμα ερωτήματα: πρώτο και κύριο, αυτό που ήδη σημείωσα: γιατί είναι αυτονόητο ότι αρέσει σε κάποιον η λογοτεχνία; Έπειτα, γιατί να αρέσει ειδικά το συγκεκριμένο κείμενο του Παπαδιαμάντη (ποιο επέλεξαν άραγε; Είκοσι διαφορετικά κείμενα του ίδιου συγγραφέα μπορούν να δώσουν είκοσι διαφορετικές εκτιμήσεις); Και στο πρωτότυπο; δεν συγχέεται τάχα στο μυαλό του ερωτώμενου το «κατανοώ» με το «μου αρέσει», ή δεν επηρεάζει η κατανόηση την απόλαυση; Αλλά και πάλι, επιμένω, η ανάγνωση της έρευνας από την εφημερίδα είναι αν μη τι άλλο παραπλανητική, καθώς σε άλλη ερώτηση τα ελληνικά του Παπαδιαμάντη προκρίνονται με το μεγαλύτερο ποσοστό (38,1% σε μετάφραση, 22,3% στο πρωτότυπο), ενώ του Κωστόπουλου έρχονται τελευταία (9,2%)!
Περιττό να προχωρήσουμε σε ερωτήματα αμιγώς γλωσσικού ενδιαφέροντος, όπου συγχέονται η αργκό, η καθομιλουμένη και η αυστηρά περιγραφική γλώσσα, συγχέονται δηλαδή διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες και περιστάσεις και διαφορετικά επίπεδα ύφους, όταν λ.χ. καλείται κανείς «να περιγράψει κάποιον που έχει καταναλώσει αλκοόλ και φαίνεται», και οι προτεινόμενες επιλογές είναι: μεθυσμένος (που παίρνει πάντως το υψηλότερο ποσοστό), λιώμα, τύφλα κτλ.
Δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε άλλο, κι ας παρουσιάστηκε επίσημα η έρευνα αυτή, με την υπουργό Παιδείας να υπόσχεται αξιοποίηση των πορισμάτων. Έτσι κι αλλιώς σημασία έχει περισσότερο η πρόσληψη και η ερμηνεία τέτοιων ερευνών. Και από αυτή την άποψη ενδεικτικός είναι ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Απογευματινής, μαζί με υπότιτλους όπως «Το 70% των Ελλήνων μιλάει την αργκό», «Το 82% χρησιμοποιεί ξενόφερτες λέξεις» κ.ά., εκτιμήσεις που πάντως ελάχιστα υποστηρίζονται ακόμα και από αυτή την έρευνα.
Στην Καθημερινή, αίφνης, ο Παντελής Μπουκάλας έγραψε δύο επικριτικές επιφυλλίδες (2 και 3.11.05), ενώ ο Σπύρος Α. Μοσχονάς (15.11.05) αντέκρουσε από αυστηρότερα επιστημονική άποψη την «αμέθοδη και διαβλητή έρευνα» με τα σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματά της. Δε βαριέσαι. Διόλου απίθανο, σε κάποια άλλη εφημερίδα, για να μην πω και στην ίδια, να διαβάσουμε μετά από λίγον καιρό για μια έρευνα που είχε αποδείξει ότι «χάνεται η γλώσσα μας» και κάποια νέα Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά ανέλαβε και πάλι να τη σώσει.
[συνεχίζεται]