6/4/08

Το ρομπάκι

συντομευμένη μορφή του κειμένου αυτού (στο μισό!) δημοσιεύτηκε στα Νέα, 5 Απριλίου 2008, τρίτο και τελευταίο μέρος μιας δειγματοληπτικής παρουσίασης του Ορθογραφικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη


Ο ροϊχλίνειος και η σοσάρα, ο ρώθων και η σολίτσα, φίλοι μας εδώ απ’ τα παλιά, βάλτε τώρα το λορένσιο και το ρομπάκι, το σαμπάν και το σαμπούκ, το σομακί και το σολανό, ρίξτε και λίγη πίτζιν από πάνω, και έτοιμο το λεξικό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δύο επιφυλλίδες (βλ. εδώ και εδώ) αφιέρωσα στο καινούριο Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, για να δούμε καταρχήν πώς μεταφέρεται μηχανικά όχι απλώς το λημματολόγιο του μεγάλου λεξικού Μπαμπινιώτη αλλά όλες του οι λέξεις, ατάκτως ερριμμένες, αφού μοναδική αρχή είναι η αυτόματη αλφαβήτιση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Έτσι

(1) δίνονται σε χωριστά λήμματα ο δεύτερος και τρίτος και τέταρτος τύπος, άλλοτε αδόκιμος, άλλοτε σπάνιος ή και ανεύρετος, της ίδιας λέξης, χωρίς καμία σύνδεση αναμεταξύ τους. Αυτή η «ισοτιμία» των διαφόρων τύπων, έτσι όπως εμφανίζεται (βλ. και τα –χωριστά πάντοτε– λήμματα ακτίνα / αχτίνα,[1] φθάνω / φτάνω, διαλεκτός / διαλεχτός, νύκτα / νύχτα, νυκτόβιος / νυχτόβιος, αλλά νυχτοφύλακας, νυχτοφυλακή, όχι και νυκτοφύλακας, νυκτοφυλακή), μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει στον χρήστη, κυρίως όταν πρόκειται για λέξεις όχι ιδιαίτερα κοινόχρηστες: παράδειγμα, από την προηγούμενη φορά, η σουρντίνα, που εμφανίζεται και σαν σορντίνα και σαν σουρτίνα και σαν σουρδίνα![2]

Άλλο παράδειγμα, η πατου(κ)λιά, λέξη που ούτως ή άλλως είναι αμφίβολο αν έχει θέση σήμερα σε επίτομο ορθογραφικό λεξικό, παράδειγμα λοιπόν που εικονογραφεί ένα δεύτερο χαρακτηριστικό,

(2) τη λημματογραφική βουλιμία, η οποία δεν φαίνεται να διέπεται από στοιχειώδεις αρχές και, κυρίως, συνέπεια: λήμμα λοιπόν πατουκλιά, και αμέσως από κάτω πατουλιά. Πάμε στο μεγάλο λεξικό: πατουλιά και πατουκλιά, φράχτης από βάτα, είναι ο διαλεκτικός τύπος της βατουλιάς, στην οποία και παραπέμπεται ο αναγνώστης. (Αλλά, σημειώνω εδώ σε παρένθεση, ενώ θα έπρεπε με κεφαλαία: λήμμα βατουλιά δεν υπάρχει –ούτε στο μεγάλο, ούτε φυσικά τώρα και στο ορθογραφικό.)

Ακολουθούνται τουλάχιστον πιστά οι αρχές αυτές; Όχι, όπως είδαμε π.χ. με τη νυχτοφυλακή, μιλώντας για τη δήθεν πολυτυπία και ισοτιμία· όχι, πάλι, όσον αφορά τη λεξικογραφική βουλιμία.

Στη δεύτερη αυτή αρχή θα σταθώ λίγο περισσότερο: εδώ, διατρέχοντας οποιαδήποτε σελίδα, είναι εύκολο να δούμε τι περιττό, κατά την άποψή μου, έστω υπερβολικό για επίτομο ορθογραφικό λεξικό, υπάρχει· αλλά μόνο συμπτωματικά ή με ειδική έρευνα θα εντοπίσει κανείς τι δεν υπάρχει. Έτσι, ως προς τις ελλείψεις, περιοριζόμαστε σε λίγα: λείπει η ράδα, ο ενδοσωματικός, το εξυπονοείται, το πλαστρόν, που είχαν επισημανθεί παλιά και από εδώ, ο εξωγαμιαίος βλέπω τώρα, το διοσμαρίνι ή γιοσμαρίνι και ροσμαρίνι (βλ. Λεξικό Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη· ο Μπ. έχει μόνο το ροσμαρί!), αλλά και το πασίγνωστο σήμερα μπλογκ, με την ήδη περπατημένη ελληνική απόδοση: ιστολόγιο, όπως σημείωνα στην πρώτη επιφυλλίδα της σειράς αυτής, μαζί και ο μπλόγκερ και η μπλογκόσφαιρα.[3]

Ευκολότερα εντοπίζονται οι ελλείψεις στην αργκό, που επίσης μοιάζει να αποδελτιώνεται χωρίς εμφανείς αρχές και όρια. Έτσι, λημματογραφείται το φυτούλι, αλλά όχι το μάλλον συχνότερο μπάζο (= η άσχετη ή/και κακάσχημη κοπέλα), όχι η φλασιά, με το φλασάκι και τον φλασάτο, όχι το νταουνιάρικο (= το καταθλιπτικό), ο ψαγμένος, το γατόνι (= ο ξύπνιος, αλλά και το γατάκι, απλώς), ο γαμάτος, ο ξιδάκιας (= ο αλκοολικός). Έχουμε επίσης τον πισωγλέντη, τον πούλο και το πουλεύω, όχι όμως τα παλαιότερα, κοινά και εξόχως εκφραστικά κλαψομούνης ή (την) πουτσίζω: την πουτσίσαμε= την πατήσαμε: τωόντι!

Και τι περιέχεται στο λεξικό: είδαμε ήδη αρκετά, από το εξαιρετικά σπάνιο και λόγιο ροϊχλίνειος ώς τα αρχαϊστικά αποσμήχω, ρώθων, συνωδά, χώρια το προσκλητήριο μεγεθυντικών και υποκοριστικών, από τη σπάνια σοσάρα ώς την ανύπαρκτη σολίτσα.[4]

Τώρα, πλάι σ’ αυτά που βρήκαν θέση στη σημερινή εισαγωγή, ιδού: ρονιά, ρυάδα, ρυάζομαι και ρυάσιμο, Σαμνίτης και Σαμογέτης, σόντα, σοντάρισμα και σοντάρω, νά και το σόργο, και η γνωστή μας σουαρέ, αλλά και άλλο λήμμα, ο σουαρές! Και το σουλαντιστήρι, δηλαδή το ποτιστήρι, με όλα τα συμπράγκαλά του: σουλαντίζω, σουλάντισμα, σουλαντώ! Και σοβράνος, σόκορο και σοβχόζ, σολινταρισμός και σομακί, και προπαντός ο σομφός: διάλειμμα εδώ: σομφός, μας λέει το Μεγάλο, είναι ο πορώδης· αλλά χρειαζόταν, βλέπεις, και η σομφότης (προσοχή: -ότης!), κι ακόμα παραπέρα: σομφωδώς, το επίρρημα· δηλαδή, αν πάρουμε το γνωστό μας πορώδης, φανταστείτε και επίρρημα «πορωδώς»!

Ορθογραφία με κλήρωση

Αλλά και πάλι, θα πει κανείς, επιλογή όλα αυτά του λεξικογράφου, ακόμα κι αν πρόκειται για επίτομο ορθογραφικό λεξικό. Ας δούμε τότε τι ορθογραφικό λεξικό είναι αυτό που συν τοις άλλοις δίνει σε χωριστά λήμματα την ίδια λέξη διαφορετικά γραμμένη: μεϊκάπ και από κάτω μέικ απ, τσεκάπ και από κάτω τσεκ απ! Χώρια το σοβαρότερο θέμα των προθετικών εκφράσεων που γράφονται με μία λέξη: εδώ, άλλο ένα δείγμα της προχειρότητας, αλλιώς δίνονται σαν λήμμα, αλλιώς στο ορθογραφικό παράρτημα (ΟΠ, σελ. 96), αλλιώς γράφονται σε άλλο σημείο του λεξικού.

Ενδεικτικά:

– το ΟΠ εντέλλεται πως το κατεξοχήν πρέπει να γράφεται με μία λέξη· το λήμμα όμως είναι και με μία και με δύο, ενώ με δύο γράφεται στον πρόλογο (σ. η΄)·

– με μία λέξη το φερειπείν κατά το ΟΠ, με δύο (μόνο) είναι το λήμμα·

– με μία το εξού σαν λήμμα, έτσι και στο ΟΠ, αλλά με δύο σε σχόλιο στη σ. 556 (σχόλιο στο νυκτο-)·

– το διαμέσου ο κ. Μπ. το θέλει, σύμφωνα με το ΟΠ, με δύο λέξεις: διά μέσου· αλλά στο κυρίως σώμα του λεξικού δίνεται και λήμμα διά μέσου και λήμμα διαμέσου! Κι ακόμα:

– λήμμα επικεφαλής, με μία λέξη. Ακολουθεί σχόλιο, με το εντυπωσιακό επιχείρημα ότι, για να αποφεύγονται λάθη όπως «του επικεφαλή», «τον επικεφαλή», «από ομιλητές οι οποίοι εκλαμβάνουν το επίρρημα [...] σαν επίθετο σε -ής», «θα ήταν προτιμότερο να γράφεται η επιρρηματική αυτή περίφραση ως δύο λέξεις: επί κεφαλής». Άλλωστε, το ΟΠ, όπου δεν υπάρχουν προτιμότερα και μη, αλλά κανόνας, μας λέει ότι ο επικεφαλής πρέπει να γράφεται με δύο λέξεις! Και στη σ. 697, στο σχόλιο στο λ. πρύτανης, γιά δες σύμπτωση, γράφεται με δύο λέξεις.[5] Όμως το λήμμα, επαναλαμβάνω, είναι με μία λέξη![6]

Τέτοια λοιπόν το ορθογραφικό. Συνεπές στη γενική ασυνέπεια της αλυσίδας λεξικών Μπαμπινιώτης.

Ανάκρουση πρύμνας;

Εδώ χρειάζεται μια σύντομη αναδρομή: ο Μπ. έβγαλε αρχικά το (μεγάλο) λεξικό του, με σοβαρές αποκλίσεις από το ισχύον ορθογραφικό σύστημα: τα γνωστά πια αγώρι, ρωδάκινο, αίολος κτλ.

Έπειτα από έντονες επικρίσεις, στις δύο επόμενες εκδόσεις ξεμύτισε και η σχολική ορθογραφία: πρώτα σε ειδικούς πίνακες, έπειτα σε κάθε λήμμα, μέσα σε παρένθεση. Ουσιαστικό βήμα, αλλά το πρόβλημα παρέμενε. Έτσι, σε δύο επόμενα λεξικά, «για το Γραφείο και το Σχολείο» και στο «Μικρό Λεξικό», ακολουθήθηκε η σχολική ορθογραφία!

Από μια άποψη θα ’πρεπε να ’μαστε ευχαριστημένοι, πως έπιασε εντέλει τόπο η φωνή μας. Και θα ’ταν μικρόχαρο να περιμένει κανείς να ομολογήσει ο λεξικογράφος ρητά πως ήταν άτοπο να προτείνει έτσι το δικό του ορθογραφικό σύστημα, και όχι μέσα από ειδική μελέτη, που θα κρινόταν από την επιστημονική κοινότητα, και θα παρέμενε σαν πρόταση για τον αρμόδιο, θεσμικό φορέα (τον οποίο επικαλείται συνέχεια και ο ίδιος!) που θα αναλάμβανε να προχωρήσει στις όποιες ορθογραφικές αλλαγές.

Διότι, αν δεν είναι έμμεση παραδοχή του ανορθόδοξου χαρακτήρα του εγχειρήματός του, τι σημαίνουν τα επόμενα λεξικά, με τη σχολική ορθογραφία; πού αποβλέπουν; Στο ευρύ πια αγοραστικό κοινό, το μαθητικό ιδιαίτερα;

Νά μαστε λοιπόν στο τέταρτο λεξικό, όπου το όνομα του εχθρού αναγράφεται ήδη στη σημαία-εξώφυλλο: «βασισμένο στη σχολική ορθογραφία». Εδώ έχουμε ξανά σχολική ορθογραφία, αλλά με ειδικό σχόλιο (όπως και στο Λεξικό για το Γραφείο…), όπου δίνεται η κατά τον λεξικογράφο «ορθή» γραφή, η «ετυμολογική» –κάτι οπωσδήποτε θεμιτό, ίσως αυτό που έπρεπε να έχει γίνει από μιας αρχής, στο περίφημο μεγάλο του λεξικό.

Ασυνέπεια και αυθαιρεσία στα θολά νερά

Μόνο που με τα σχόλια αυτά εμφανίζεται καθαρότερα η βασική ασυνέπεια, άρα αυθαιρεσία, που χαρακτηρίζει όλο το εγχείρημα της υποτιθέμενης «ετυμολογικής ορθογραφίας». Υπενθυμίζω:

(1) Αν το τραβώ θα έπρεπε να γράφεται «κανονικά» τραυώ (και τη φορά αυτή συμφωνούν και έγκυροι ετυμολόγοι), γιατί ο λεξικογράφος αποδέχεται την απλοποιημένη γραφή, «η οποία έχει από μακρού καθιερωθεί», ενώ αλλού ανατρέχει σε παλιές ή και κατ’ αναλογία πεποιημένες γραφές, όπως π.χ. με τον περίφημο «αίολό» του, που αιώνες είκοσι σχεδόν, χρόνους δύο χιλιάδες, γράφεται έωλος; Από «πόσου μακρού» τις θέλει τάχα τις γραφές του ο κ. Μπαμπινιώτης; Ή: ποιος ορίζει πότε δεχόμαστε μια γραφή που «έχει από μακρού καθιερωθεί» αλλά όχι άλλη που έχει επίσης από μακρού, κοντά 20 αιώνες, καθιερωθεί; Η επιστήμη ή η «κολοκυθιά» που παίζαμε παιδιά;

(2) Αλλά και στο λήμμα ενάμισης, μέσα σε αγκύλες, διαβάζουμε: «παλαιότ. ορθογρ. ενάμισυς»· και στο σχόλιο που ακολουθεί: «πρόκειται για μεσαιωνικό σύνθετο: ένας + ήμισυς > ενάμισυς, ένα + ήμισυ > ενάμισυ. Άρα οι τύποι ενάμισυς και ενάμισυ είναι οι ετυμολογικώς ορθοί και θα έπρεπε να γράφονται ως εξής: ο ενάμισυς, του ενάμισυ, τον ενάμισυ - το ενάμισυ, του ενάμισυ, το ενάμισυ. Ωστόσο, επειδή το θηλυκό σχηματίστηκε διαφορετικά…» κτλ. κτλ. Εντέλει πότε ισχύει το «ωστόσο» και πότε δεν ισχύει; Υπάρχει κάποια αρχή ή δεν υπάρχει; Φοβούμαι πως, ακόμα κι όταν υπάρχει, η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία μπορεί να οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα: π.χ.

(3) φραπέ με ένα π, καθότι ξένη λέξη, λόττο με δύο τ παρότι ξένη λέξη! Ας διαβάσουμε τι λέει στο σχόλιο του καθενός:

– «λόττο ή λότο; Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό lotto και γι’ αυτό γράφτηκε και γράφεται ακόμη με δύο -τ- (λόττο). Ως ξένη λέξη, όμως, πρέπει να απλογραφείται: λότο. Το γνωστό τυχερό παιχνίδι, πάντως, επικράτησε να γράφεται με δύο -τ-». Και

– «φραπέ ή φραππέ; Αν και ελληνικό προϊόν, για την ονομασία του χρησιμοποιήθηκε γαλλική λέξη (frappé), υπό την επίδραση της οποίας γράφτηκε στα Ελληνικά με δύο -π- (φραππέ). Ως ξένη λέξη της Ελληνικής, όμως, απλογραφείται: φραπέ».

Οι ξένες λέξεις, ως γνωστόν, απλογραφούνται· εδώ όμως η μία απλώς «πρέπει» να απλογραφείται, αλλά δεν απλογραφείται, η άλλη όμως απλογραφείται. Γιατί δεν απλογραφείται η πρώτη, το «λόττο», παρότι πρέπει; Επειδή «επικράτησε να γράφεται με δύο -τ-»! Αυτές κι αν είναι περγαμηνές –του λότο, εννοώ, μην πάει αλλού ο νους μας.[7]

Ξανά η ερώτηση: Υπάρχει κάποια αρχή ή δεν υπάρχει; Άλλο, ενδεικτικό παράδειγμα:

(4) στο λήμμα τσίμα τσίμα σημειώνεται: «ετυμολ. ορθογρ. τσύμα τσύμα»· και από κάτω, στο σχόλιο, μετά τα σχετικά ετυμολογικά, διαβάζουμε: «Αυτή η ετυμολογία θα υπαγόρευε και γραφή της λέξης ως τσύμα (με -ύ-). Ωστόσο η λέξη έχει καθιερωθεί με την απλούστερη γραφή -: τσίμα τσίμα». Δύο στοιχεία παρουσιάζουν ενδιαφέρον εδώ: το και: «θα υπαγόρευε και γραφή…», άρα: μπορεί ναι, μπορεί όχι. Και καθώς δεν υπάρχει λήμμα «τσύμα τσύμα» να παραπέμπει στο κοινό τσίμα τσίμα, όπως γίνεται με τις μπαμπινιώτειες γραφές, πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι ο κ. Μπ. δέχεται τελικά και αυτός τη γραφή με ι;[8] Ή απλώς να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει σαφής αρχή, στοιχειώδης συνέπεια;

Πιο σημαντικό όμως από την ασυνέπεια είναι το θόλωμα των νερών: δίνει τη σχολική ορθογραφία ο κ. Μπ., και μαζί διάφορες άλλες γραφές: Πώς θα ξεχωρίσει ο μαθητής, ο κάθε χρήστης, ποια είναι ποια, ποια είναι καινούρια, αμιγώς μπαμπινιωτική, ποια ήδη και από αλλού «καθιερωμένη», π.χ. το κτήριο, ποια απλώς λάθος κ.ο.κ.; Παράδειγμα:

(5) λημματογραφείται κανονικά ο κολικόπονος και ο κολικός, σύμφωνα άλλωστε και με τη σχολική ορθογραφία, όπως μας δίνεται από το πολύτιμο λεξικάκι του Γεραλή του 1965[9] ώς το μεγάλο Λεξικό τώρα του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Υπάρχει όμως και λήμμα κανονικό κωλικόπονος. Τελεία. Και από κάτω, χωριστό λήμμα: κωλικός. Και μόνο εδώ υπάρχει σχόλιο: «κωλικός ή κολικός; Προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο κωλικός < κώλον, εσφαλμένη γραφή του αρχ. κόλον. Συνεπώς, η λέξη γράφεται ορθότερα κολικός». Προς τι τότε τα δύο αυτά λήμματα με το ω; Και μάλιστα χωρίς παραπομπή στο κολικόπονος και στο κολικός;

Κι ακόμα:

(6) λήμμα μειξοβάρβαρος, και μέσα σε αγκύλες: «άλλη ορθογρ. μιξοβάρβαρος»· το ίδιο συμβαίνει και με τα λήμματα μειξοπαρθένα και (χωριστά, πάντοτε!) μειξοπάρθενος (α! ουδέτερο δεν έχει;). Ποια είναι άραγε η «άλλη ορθογρ.»; η σχολική; ή κάποια απλώς λανθασμένη; Ιδού τώρα, έπειτα από 18 σελίδες, στην οικεία θέση, τα αντίστοιχα λήμματα με ι, το καθένα με τη σημείωση: «ετυμολ. ορθογρ. μειξο…» Πάλι θα αναρωτηθεί ο χρήστης, αλλά με διαφορετικό τρόπο: αφού η «ετυμολ. ορθογρ.» είναι με ει, η γραφή με ι τι είναι; σχολική; κάποια άλλη, λάθος; Και θα ρωτήσω εγώ: τότε προς τι τα λήμματα με ι; Πολύ περισσότερο που η σχολική ορθογραφία, όπως αποτυπώνεται π.χ. στο Λεξικό Τριανταφυλλίδη, είναι κι αυτή με ει! Και όπως με τα κολικός / κωλικός, ούτε εδώ υπάρχει παραπομπή από τη μια γραφή στην άλλη!

Το τέλος της αθωότητας

Αλλά υπάρχουν και οι μικρολαθροχειρίες: εφόσον ο κ. Μπαμπινιώτης δίνει τη σχολική ορθογραφία, γιατί υπάρχουν π.χ. μόνο τα δικά του

(7) «πόσω μάλλον»,[10]
(8) «επί τούτω»,[11] ή
(9) «χάρις σε»,[12]
αντί για το πόσο μάλλον και το επί τούτο ή το χάρη σε της σχολικής ορθογραφίας, αυτά δηλαδή που γράφαμε έτσι κι αλλιώς ώς τώρα;

Και πιο σημαντικό:

(10) γιατί δεν έχει κανονικό λήμμα τον έωλο, με σχόλιο εκεί για τον δικό του «αίολο», κατά τη γραμμή του λεξικού αυτού –πόσο μάλλον που ο έωλος, ακόμα και σύμφωνα με την μπαμπινιώτεια αντιδιαστολή με τον «αίολο», έχει δική του, διαφορετική σημασία, άρα δικαιούται έτσι κι αλλιώς λήμμα ξεχωριστό! Κάποιος μας κοροϊδεύει εντέλει;

Η ανακάλυψη της Αμερικής, ή μα πού πάει ο κάθε Καραμήτρος

Ας δεχτούμε ωστόσο ότι δε μας κοροϊδεύει, παρά πως ψάχνεται ακόμα. Άλλο ένα, χαρακτηριστικό δείγμα:

(11) λήμμα κλαυσίγελος, και μέσα σε αγκύλες η ένδειξη: «παλαιότ. ορθογρ. κλαυσίγελως»· και παραπομπή στο λ. περίγελος. Και σχόλιο: «κλαυσίγελος ή κλαυσίγελως; Η αρχαία λέξη γράφεται με - στην κατάληξη [...]. Η γραφή με -ο- (κλαυσίγελος) προέκυψε στη Νέα Ελληνική από μεταπλασμό της λέξης κατά τα πολλά αρσενικά ουσιαστικά σε -ος (πβ. ρινόκερως – ρινόκερος, αιγόκερως – αιγόκερος)». Πάμε στο λήμμα

περίγελος, με τη σημείωση: «παλαιότ. ορθογρ. περίγελως», και παραπομπή στον κλαυσίγελο. Να δούμε και το πλουσιότερο εδώ σχόλιο: «Ο αρχ. τύπος είναι περίγελως (με -ω-), καθώς η λέξη ανήκει στη μικρή ομάδα ουσιαστικών που αποκαλούνται «αττικόκλιτα» (περίγελως, γενική περίγελω). Όταν η λέξη χρησιμοποιείται στη ΝΕ με την εξομαλισμένη κλίση (περίγελος, γενική περίγελου…) γράφεται με -ο-».

Ορίστε; «Όταν η λέξη χρησιμοποιείται στη ΝΕ με την εξομαλισμένη κλίση»; Δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιείται και με τη μη εξομαλισμένη; Και θα πρόκειται πάλι για ΝΕ γλώσσα, για νεοελληνικό λόγο; Και θα έχουμε δηλαδή, σήμερα, γενική του περίγελω; Άρα και του κλαυσίγελω; (εκεί πάντως δε μας το είπε αυτό, ή μάλλον δε μας είπε τίποτα).

Πάμε τώρα και στο μεγάλο λεξικό Μπ.: μόνο κλαυσίγελως, με ω. Και σε άγκιστρα μέσα: κλαυσιγέλ-ωτος, -ωτα / -ωτες, -ώτων. Και φυσικά την ένδειξη «αρχαιοπρ.» Και επίσης μόνο περίγελως, με ω. Εδώ στα άγκιστρα μέσα σημειώνεται: «μόνο στην ονομ.». Άρα δεν θα ισχύει η γενική του περίγελω, όπως γράφει τώρα στο Ορθογραφικό.

Δεν τα είχα δει τα λήμματα αυτά στο Μεγάλο, ώσπου πρόσφατα διάβασα εμβρόντητος εδώ, στην εφημερίδα, τον «κλαυσιγέλωτα», και ρώτησα τον φίλο συντάκτη πώς στο καλό του ήρθε, πού τον ξεχώνιασε αυτό τον τύπο, και μου απάντησε αθώα πως άνοιξε τον Μπ., το μεγάλο λεξικό, και το είδε. Τώρα πρέπει να του πω να αγοράσει και τον καινούριο Μπαμπινιώτη. Το ίδιο και μια επίσης φίλη συνάδελφος: «του κλαυσιγέλωτος» έγραψε αυτή, στη γενική. Εδώ, ευτυχώς, δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα το Ορθογραφικό, γιατί τότε μπορεί και να ’γραφε «του κλαυσίγελω». Είναι προφανές: πού πάει ο κάθε Καραμήτρος, χωρίς να έχει αγοράσει όλα τα λεξικά Μπαμπινιώτη;

Και όχι απλώς όλα, αλλά και όλες τις επανεκδόσεις του καθενός. Γιατί; γιατί στην τελευταία έκδοση του Μεγάλου ο μεν κλαυσίγελως μένει όπως ήταν, αλλά στον περίγελω δίνεται και ο περίγελος, και τώρα, μαζί με την ονομαστική, σημειώνεται ότι χρησιμοποιείται και στην αιτιατική. Βεβαίως και έτσι συμβαίνει πάντοτε: σε όλα τα έργα γίνονται επανεκδόσεις με διορθώσεις, αλλά στην έκταση που έχουμε δει πολλές φορές ώς τώρα στο λεξικό Μπ., δε φαντάζομαι να υπάρχει προηγούμενο.

Το θέμα όμως είναι άλλο: η διαδρομή από το μεγάλο λεξικό στο τωρινό Ορθογραφικό, από τον κλαυσίγελω και τον περίγελω στον κλαυσίγελο και τον περίγελο –στους τύπους δηλαδή που υπήρχαν και ακολουθούνταν πολύ πριν από την έκδοση του λεξικού Μπαμπινιώτη. Όπου άπλωσε όλη του τη λόγια και αρχαϊστική πραμάτεια («αρχαιοπρ.» σημείωνε για το κλαυσίγελως, και τέτοιους «αρχαιοπρ.» τύπους πρότεινε, σε λεξικό της νεοελληνικής υποτίθεται, αποσιωπώντας, άρα αρνούμενος τον τύπο ακριβώς της νεοελληνικής), τα άπλωσε όλα λοιπόν, αλλά και πάλι φύρδην μίγδην, και άρχισε έπειτα λίγο λίγο και σιωπηρά να τα μαζεύει –το ίδιο όπως είδαμε να κάνει και με το περίφημο ορθογραφικό του σύστημα.

Πάλι καλά, πρέπει να λέμε. Αίσιο το μήνυμα, θα περιμένουμε. Και αν κάποτε του πήρε κάποιες δεκαετίες, πρώτα να πάψει να μάχεται τη δημοτική, και έπειτα να την ακολουθήσει (αν και σε θανάσιμο, φοβούμαι, εναγκαλισμό), τώρα σε λιγότερο από μία δεκαετία έχουμε βήματα δείγματα ικανοποιητικά. Θα περιμένουμε λοιπόν, το επόμενο, μακάρι, λεξικό του.

Ώς τότε δεν χρειάζονται, φαντάζομαι, και άλλα παραδείγματα, αφού σημασία έχει κυρίως η «αρχή», δηλαδή η μη αρχή, σημασία έχει ότι η μόνη συνέπεια είναι εντέλει η συνέπεια στην ασυνέπεια. Και δυστυχώς δεν είναι λογοπαίγνιο αυτό.


1. Χαρακτηριστικό είναι ότι την ακτίνα τη χωρίζουν από την αχτίνα εκατόν τόσες σελίδες. «Ακτίνα κ. αχτίνα κ. αχτίδα» είναι το λήμμα, και ορθώς, στο μεγάλο λεξικό του Μπ.· και στην αχτίνα και στην αχτίδα υπάρχει απλώς παραπομπή στην ακτίνα. Αλλά εδώ είναι, θα μας πει, σκέτα ορθογραφικό το λεξικό. Δηλαδή; Αυτός που θα ψάξει την ακτίνα, θα πάει μετά να δει με πόσα χι γράφεται η λέξη, αν θελήσει να την πει ακριβώς αχτίνα; και το αντίστροφο;

Δεν είναι όμως θέμα οικονομίας απλώς. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, όπως π.χ. με τη σουρντίνα (βλ. αμέσως παρακάτω, σημ. 2), έχει σημασία να ξέρει ο χρήστης αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σε τύπους με ελαφρά έστω μορφοφωνολογική απόκλιση: ακτίνα ή αχτίνα δηλαδή, φθάνω ή φτάνω (όπως και ίντερνετ ή ιντερνέτ: κι εδώ έχουμε δύο ξεχωριστά λήμματα). Έχει ενδιαφέρον να δούμε το φαινομενικά ασήμαντο, ότι ένας λεξικογράφος δίνει φθάνω κ. φτάνω, άλλος φτάνω κ. φθάνω, άλλος μόνο τον ένα ή τον άλλο τύπο κτλ. Γιατί ακόμα κι εδώ υπάρχουν ορισμένα όρια. Π.χ. ο κ. Μπ. στο μεγάλο του λεξικό έχει κύριο λήμμα φθάνω κ. φτάνω, και από το φτάνω παραπέμπει απλώς στο φθάνω: προκρίνει δηλαδή, κάτι απολύτως σεβαστό εννοείται, το σύμπλεγμα φθ. Και ενώ, πάλι, από τον φτηνό παραπέμπει στον φθηνό (φθηνός κ. φτηνός), τη φθήνια τη στέλνει, ορθότατα, στη φτήνια, και εκεί και μόνο εκεί έχει τα λήμματα φτηναίνω, φτηνιάρης (και φτηνιάρικος), φτηνοδουλειά, φτηνοπράματα κτλ. Τώρα, ατυχώς, στο καινούριο του λεξικό, οι λεπτές αυτές διακρίσεις εξαφανίζονται.

2. Αν λ.χ. ο χρήστης πέσει πάνω στη λέξη σορντίνα σουρτίνα ή σουρδίνα), υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει ότι αυτός είναι ο επικρατέστερος, άρα ο «ορθότερος» τύπος αυτού που ήξερε ώς τώρα σαν σουρντίνα· και αν όχι ο «ορθότερος», πάντως ένας τύπος ισόκυρος, ισοδύναμος.

3. Ιδιαίτερη σημασία θα είχε, πιστεύω, να προστεθεί το ευρώπουλο (διόλου σπάνιο στον πληθυντικό: ευρώπουλα), καθώς εντάσσεται εκ των πραγμάτων στη διαδικασία προσαρμογής των άκλιτων λέξεων, διαδικασία που για διάφορους λόγους δεν είναι ιδιαίτερα έντονη σήμερα. Αλλά και το ευρό έχει κι αυτό αρχίσει να ακούγεται, π.χ. στις λαϊκές αγορές, περισσότερο στη γενική: του ενός ευρού, και στον πληθυντικό: τα ευρά. Δε βλέπω γιατί να μη βρουν θέση σ’ ένα λεξικό που έσπευσε να λημματογραφήσει απ’ τη μια την τηλεμαχία και τον ανθυποψήφιο, από την άλλη τον πισωγλέντη (βλ. παρακάτω).

4. Πάντως, μολονότι τα υποκοριστικά και τα μεγεθυντικά μοιάζει να έγιναν μηχανικά, με την προσθήκη της σχετικής κατάληξης σε κάθε λέξη αδιακρίτως (βλ. και πάλι τη σολίτσα, ή τη σαμπρελίτσα, τώρα την πουδρίτσα κ.ά.), με αποτέλεσμα τον άνευ λόγου και πρακτικής σημασίας πολλαπλασιασμό των λημμάτων (γάτα, γατάκι, γατάρα, γάταρος, γατί, [...] γάτος, γατούλα, γατούλης, διαβάζουμε λήμματα στη σειρά), υπάρχουν λέξεις που, χωρίς προφανή λόγο, δεν έχουν ούτε υποκοριστικό ούτε μεγεθυντικό: βλ. παρακάτω, σημ. 9, για το ανύπαρκτο λήμμα λεξικάκι. Ή ακόμα, και ενώ το συγκεκριμένο λεξικό δεν χαρακτηρίζεται από σεμνοτυφία –και αυτό είναι οπωσδήποτε από τα θετικά του–, π.χ. ο πούτσος δεν έχει, και αυτός, ούτε μεγεθυντικό ούτε υποκοριστικό, ενώ αμέσως πριν (δίνω τώρα ολόκληρη την κάθε οικογένεια λέξεων), πλούσια τα ελέη: πουτάνα, πουτανάκι, πουτανάρα, πουταναριό, πουτανιά, πουτανιάρης (γιατί όχι και το πουτανιάρικος;), πουτανίζω, πουτανίστικος, πουτανίτσα· κι αμέσως παραπάνω: πουστάκος, πουστάρα, πουσταράς, πουσταριό, πούσταρος, πουστεύω, πούστης, πουστιά, πούστικα, πούστικος, πούστρα. Στον ίδιο χώρο, των «άσεμνων» λέξεων, θα πρόσθετα τα παλαιότερα και ιδιαίτερα εκφραστικά πουτσοχάμπερα ή ψωλοκουβέντες.

5. Στο μεγάλο λεξικό Μπ., στην α΄ έκδοση, το λ. είναι: επί κεφαλής και επικεφαλής· στην τελευταία: επί κεφαλής, και μόνο σε παρένθεση: «συνηθ. ορθ. επικεφαλής», που σημαίνει ότι, αντίθετα από την ανεκτικότερη εδώ α΄ έκδοση, στην τελευταία ο κ. Μπ. έχει καταλήξει στη γραφή με δύο λέξεις. Ιδιαίτερα σ’ ένα περίπλοκο θέμα όπως ή γραφή των επιρρηματικών ή προθετικών εκφράσεων με μία ή δύο λέξεις είναι φυσικό να αναθεωρεί κάποιος την άποψή του, να υπαναχωρεί, να επανέρχεται κτλ. Δεν νοείται όμως να μην υπάρχει μία γραμμή κάθε φορά, σ’ ένα συγκεκριμένο έργο, βιβλίο, πόσο μάλλον λεξικό, όπως τώρα στο Ορθογραφικό.

6. Με την ευκαιρία, ας διαγραφεί στο ΟΠ, στον κατάλογο «των λέξεων που γράφονται ως μία λέξη» (σ. 96), το μολαταύτα, που εμφανίζεται και δεύτερη φορά μετά το μολονότι (και ακολουθεί, χωρίς νόημα, το μολοντούτο μέσα σε παρένθεση)· επίσης, να μπει το κατευθείαν στη σωστή αλφαβητική του σειρά. Και, μιλώντας για διορθώσεις, ας ανακτήσει το μέγεθός της η κοτζάμ διοικητική περιφέρεια της Γαλλίας Λωρραίνη, με τους τέσσερις νομούς της, που συρρικνώθηκε σε πόλη, στο σχόλιο «Λωρραίνη ή Λορένη;» (Περιέργως, εδώ το ορθογραφικό δεν αντέγραψε τον μεγάλο του αδερφό: στην τελευταία έκδοση του μεγάλου λεξικού δεν υπάρχει αυτό το λάθος –στην α΄ έκδοση απλώς δεν υπάρχει το λήμμα.) Και η «χλαλωή», όπως θέλει ο κ. Μπ. τη χλαλοή, δεν υπάρχει στους σχετικούς πίνακες με τα κατά Μπαμπινιώτη προβλήματα ορθογραφίας (ούτε σ’ αυτό το λεξικό ούτε στο μεγάλο, από την α΄ κιόλας έκδοση).

7. Αλλά βλ. και λιρέτα: «Η λέξη ανάγεται στο ιταλικό ουσιαστικό liretta και γράφτηκε παλαιότερα ως λιρέττα. Ως ξένης προελεύσεως λέξη της Ελληνικής, όμως, απλογραφείται: λιρέτα (με ένα -τ-), όχι λιρέττα». Δηλαδή, μολονότι η λιρέτα έχει «παλαιότ. ορθογρ.» τη «λιρέττα», δεν επικράτησαν τα δύο ττ, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με το μόλις χτεσινό παιχνίδι λόττο;

8. Το ίδιο συμβαίνει και με το παραπανίσιος: λημματογραφείται μόνο με ι, σύμφωνα με τη σχολική ορθογραφία· δεν υπάρχει λήμμα του μπαμπινιωτικού «παραπανήσιος» που να παραπέμπει στο παραπανίσιος.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω κάτι που το σημείωνα παρεμπιπτόντως και μέσα σε παρένθεση στην πρώτη επιφυλλίδα της σειράς αυτής, ότι τα αγώρια και τα ρωδάκινα και όλες οι άλλες μπαμπινιώτειες γραφές κακώς λημματογραφούνται, και παρά πάσα (λεξικογραφική) λογική: ένα λεξικό λημματογραφεί τύπους που υπάρχουν, ακόμα και λανθασμένους (ή «λανθασμένους»), και όχι τύπους ανύπαρκτους ή ιδεατούς, που θα έπρεπε –όντως, ή κατά τον λεξικογράφο, όπως εδώ– να υπάρχουν! Ωστόσο, αυτή την (διόλου αθώα) τακτική ακολουθεί ο κ. Μπ. στο συγκεκριμένο λεξικό, και το ερώτημα πια είναι αν η τακτική αυτή ακολουθείται πάντοτε, ή όχι· και, αν όχι, υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, π.χ. υπαναχώρηση του λεξικογράφου απέναντι σε κάποια γραφή;

9. Νεώτατο Ορθογραφικό Λεξικό της Δημοτικής Γλώσσας (Με βάση τη «Νεοελληνική Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Κένταυρος, 1965, τώρα Ζαχαρόπουλος, 1985. Έγραψα «λεξικάκι», και βλέπω ότι στο Ορθογραφικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, με την πανστρατιά των υποκοριστικών, λήμμα τέτοιο δεν υπάρχει: φαίνεται πως ένα λεξικό ή είναι ή δεν είναι –και λεξικό είναι μόνο ένα, ως γνωστόν!

10. Εδώ δεν υπάρχει σχόλιο· υπάρχει κοινό σχόλιο κάτω από το πολλώ μάλλον, όπου το ω δικαιολογείται επειδή, λέει, στη φράση περιλαμβάνεται το επίθετο πόσος «στη δοτική πτώση» (βλ. αμέσως παρακάτω, σημ. 11)!

11. Λήμμα επιτούτου & επιτούτο έχει, βεβαίως, το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, που ετυμολογεί: «λόγ. φρ. επί τούτο, επί τούτου», και επιτούτου το Νέο Ελληνικό Λεξικό του Κριαρά. Το Ορθογραφικό όμως του Μπαμπινιώτη στο λήμμα επί τούτω, μέσα σε αγκύλες, σημειώνει: «άλλη ορθογρ. επί τούτο»: αλλά τι είναι και εδώ αυτή η άλλη ορθογραφία; Σχολική; προφανώς όχι, γιατί τότε θα μας το έλεγε, υποτίθεται· είναι κάποια άλλη, λανθασμένη; που έχει όμως επικρατήσει; Απάντηση δεν θα έχουμε, κι αυτό είναι το θόλωμα των νερών, όπως έγραφα παραπάνω.

Και εν πάση περιπτώσει, το επιτούτου ή επί τούτου, που και το λέμε και το γράφουμε, και μόλις το βρήκαμε και σε άλλα σύγχρονα λεξικά, κατά τον Μπαμπινιώτη δεν υπάρχει; Μόνο συμπτωματικά, παρεμπιπτόντως, το βλέπουμε στο ΟΠ, εκεί που δίνεται ο «κατάλογος των λέξεων που γράφονται ως μία ή ως δύο λέξεις» (sic): εκεί λοιπόν, στο 2, στις λέξεις «που γράφονται ως δύο λέξεις», σημειώνεται: «επί τούτω (όχι επιτούτο και επιτούτου)». Όμως, προτού τεθεί θέμα γραφής με μία ή με δύο λέξεις, έκφραση επί τούτου υπάρχει ή δεν υπάρχει; Κι αφού προφανώς υπάρχει, ακόμα και κατά τον Μπαμπινιώτη εννοώ, γιατί δεν λημματογραφείται; Φαύλος κύκλος: για να μην υπάρξει! Γιατί, θα έλεγε τότε κανείς, για να δεχτούμε το επί τούτου, πρέπει προηγουμένως να έχουμε δεχτεί το επί τούτο, την «από μακρού» δηλαδή χρήση της έκφρασης στον κοινό λόγο, άρα και στη γραφή –τη χρήση η οποία δημιουργεί συνείδηση πως έχουμε να κάνουμε με κοινό νεοελληνικό λόγο. Ενώ, κατά τον κ. Μπ., «πρόκειται για την ήδη αρχ. φράση επί τούτω…», έτσι όπως στο πόσω μάλλον (βλ. σημ. 10) ταριχεύει την παλαίφατον (μπα, πώς και του ξέφυγε τέτοιο λήμμα;) δοτική πτώση.

12. Εδώ ο λεξικογράφος εμφανίζεται συγκαταβατικότερος, στο σχόλιο: «μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ο τύπος (ονομαστικής) χάρη σε, όπως συμβαίνει με όλα τα παλαιά τριτόκλιτα (πόλις - πόλη, χρήσις - χρήση)…» Ώστε απλώς «μπορεί»; Όχι «είναι φυσικό, εύλογο», ή επιτέλους, αν υπάρχει συγκεκριμένο τυπικό της νεοελληνικής, «επιβάλλεται»; Τι σόι απολίθωμα είναι, υποτίθεται, αυτό, και προς τι; Εδώ όμως, στο άνευ λόγου και σημασίας, γίνεται φανερή, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στα προηγούμενα παραδείγματα («πόσω μάλλον» και «επί τούτω»), η αγκύλωση, άρα η ιδεολογία, και συνεπώς το νόημα όλης αυτής της αναχρονιστικής παρέμβασης και της «ετυμολογικής ορθογραφίας».

buzz it!