Τοκ τοκ, τοκ τοκ!
Αυγή της Κυριακής, 8.6.08, "Ενθέματα" αφιερωμένα στον Άγγελο Ελεφάντη
Τοκ τοκ, τοκ τοκ! Qu’est-ce que c’est que ça? Qu’est-ce que c’est que ça? Ce sont les bolcheviques qui arrivent!
Αυτή η αστεία σκηνή από μια ταινία του Ροβήρου Μανθούλη, με τη Ρωσίδα αριστοκράτισσα που αναθυμάται τον χτύπο στην πόρτα, την ανήσυχη ερώτηση: «Τι τρέχει; Τι τρέχει;» και τη δυσοίωνη απάντηση: «Έρχονται οι μπολσεβίκοι!» ήταν από παλιά ο χαιρετιστήριος διάλογός μας, όποτε συναντιόμαστε, ή απ’ το τηλέφωνο, όταν δε μου σφύριζες τη Διεθνή –και σφύριζες κι ωραία.
Τοκ τοκ, τοκ τοκ, φώναξα και τη Μαριάνα για να μοιραστούμε τη σκηνή, τοκ τοκ, τοκ τοκ, σου χτύπησα το τζάμι της νεκροφόρας στο ανηφοράκι έξω απ’ το χωριό σου. Τοκ τοκ, τοκ τοκ, απόκριση βεβαίως καμία –πάντα το ξέραμε άλλωστε ότι δε θα ’ρχονταν les bolcheviques.
διαβάστε τη συνέχεια...
Ιδιωτικές σκηνές σε κοινή θέα. Ο Κούντερα, αίφνης, θα ανατρίχιαζε. Για τον Άγγελο δεν υπήρχε ιδιωτικό. Μόνο δημόσιο, κοινωνικό, κοινές ιδέες.
Τώρα από πού κι ώς πού οι ιδιωτικές στιγμές να γίνονται κοινές, αυτή είναι η αδυναμία η δική μας, που αναμετρούμε, έτσι, σε κοινή θέα, μπορεί και επιδεικτικά, τα πλούτη μας –και πάλι για να μοιραστούμε: τον πόνο, να συνεννοούμαστε, τα πλούτη όχι!
Συχνά βιογραφούμε για να αυτοβιογραφηθούμε, κάπως έτσι έλεγε ο Μαρωνίτης, κι έχει δίκιο. Αν και δεν είναι τόσο απλό. Έτσι κι αλλιώς, αυτοβιογραφούμαστε για να υπάρξουμε ίσως, να δούμε αν κάτι αποκτήσαμε στη ζωή μας, αν κάτι έμεινε στην τσέπη μας, στα χέρια μας.
Τι έμεινε; τι αντιπροσωπεύουν τα ατέλειωτα ξενύχτια μας πάνω στην Αλληλογραφία Μαρξ-Ένγκελς, άκουσον άκουσον λέω τώρα, μετέφραζα εγώ, διόρθωνες εσύ, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση αυτά, και λίγο αργότερα, στη μεγάλη περιπέτεια του Πολίτη στα γραφεία τότε του Ολκού, από πρωίας μέχρι νυκτός, μετά μπιφτέκια και βεβαίως κρασί στον Ηλία, πίσω απ’ το σπίτι μου, ή στου Κώστα, κοντά στο δικό σου, άλλοτε στον Βροκίνη, όπως έλεγες τον Βυρίνη, ύπνος μετά όπου μας ήταν πιο κοντά, κι απ’ το πρωί ξανά δουλειά. Κι όταν έλειπε στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη η Μαριάνα, τότε, στο γραφείο με την Άννα, μωρό μηνών, στη μεγάλη πολυθρόνα, με γύρω γύρω μαξιλάρια να μην πέσει, και να νανουρίζεται, το σκασμένο, από το άτσαλο χτύπημα του Άγγελου στη γραφομηχανή: έτσι και σταμάταγε λίγο το τσάκα τσούκα, άρχιζε η τσιρίδα. Το ’πιασε κάποτε το κόλπο ο Άγγελος, κι όποτε ήθελε να σκεφτεί, χτυπούσε συνέχεια το κενό διάστημα: μακάρια η Άννα.
Ιδιωτικές στιγμές στο παζάρι. Εγκατέλειψα νωρίς εγώ την περιπέτεια του Πολίτη, αυτά όμως είναι κιόλας θησαυρός.
Με ό,τι άλλο πήρα, με ό,τι πήρε ο καθένας από το κεφάλαιο που υπήρξε ο Ελεφάντης. Εχθρός, είπα, του ιδιωτικού, μανικός του δημόσιου, του κοινωνικού. Που μπροστά του δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Και τα αισθήματα ακόμα, κι αυτά κρυφά: νά, όπως κρυφά καμάρωνε την Άννα, ηθοποιό πια, κι ενώ εμείς λέγαμε, η κόρη του Ελεφάντη ηθοποιός, εγκεφαλικό θα πάθει: όχι μόνο δεν έπαθε, καμάρωνε, όπως είπα, αλλά σχεδόν κρυφά. Πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν οι ιδέες. Πριν κι απ’ την οικογένεια, με το συμπάθιο, πριν κι απ’ τους φίλους, και εδώ με το συμπάθιο, στον εαυτό μου άλλωστε το λέω αυτό, πριν από οτιδήποτε, για τον Άγγελο ήταν οι ιδέες.
Που έπρεπε, και με το ζόρι θα ’λεγα, να τις μοιράσει. Δάσκαλος, έστω ερήμην του, οπωσδήποτε καθοδηγητής, φωτογραφία, μά την αλήθεια, στο σχετικό λήμμα.
Υστερόγραφο, που θα ’πρεπε, αν μπορούσα, να ’ναι το κύριο θέμα. Πριν κι από τον Πολίτη, προσωπική από ’να σημείο κι έπειτα υπόθεση του Άγγελου, προσωπικό μάλλον στοίχημα να συνεχίσει, να υπάρξει το περιοδικό, πριν λοιπόν κι απ’ τον Πολίτη, πριν και απ’ όλο του μετά το συγγραφικό και άλλο έργο, θα έπρεπε να αποτιμηθεί μια ιδιαίτερη, διακεκριμένη στιγμή του Άγγελου Ελεφάντη, ξεχωριστή γενικότερα στιγμή, παρότι ξεχασμένη, στην ιστορία της ανανεωτικής αριστεράς, στην ιστορία των ιδεών: ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στην Κίνηση των 400, με τη μεταπολίτευση, όταν έβραζε το καζάνι. Πού οδήγησαν όλες εκείνες οι ατέλειωτες συζητήσεις, στα γραφεία πρώτα του Ολκού, σε θέατρα έπειτα, ξανά και ξανά, φράξιες, ομάδες, διαφωνίες, καβγάδες, αποχωρήσεις, καταγγελίες, και όλο, πάντα, συζητήσεις. Πολλά πετάει πάντοτε κανείς από ανάλογες φάσεις και περιόδους της ζωής του. Όχι όμως εδώ. Ήταν η εποχή; Ήταν τα πράγματα έτσι; Τίποτα, ούτε μια στιγμή από την ιστορία εκείνη δε θα πέταγα, προσωπικά. Εκείνη η βραχύβια κίνηση, πέρα από σχολείο για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, υπήρξε πιστεύω, άτυπα έστω, καθοδηγητικό νήμα για τη διαμόρφωση, για την εξέλιξη, για τη μετέπειτα πορεία της ανανεωτικής αριστεράς. Για όλους εμάς εδώ, δηλαδή.