13/6/08

Η Νατάσσα που έβαλε τα καλά της, ο Πειραιώς, κι αυτός με τα καλά του, τσάρκα στο πάρκο της ομοφοβίας

1. Η Νατάσσα, πάντα με τα δύο σίγμα, ίσως για να προφέρουμε παχύ το σίγμα, να μας θυμίζει κάτι από Τσέχοφ λόγου χάρη, άσχετα αν μας θυμίζει και τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η Νατάσσα λοιπόν έβαλε τα καλά της.

Έτσι, η Νατάσσα που, σε παλαιότερη –άκρως κατεδαφιστική– κριτική της στο Δύο του Παπαϊωάννου, αφιέρωσε, όπως έγραφα, σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα του κειμένου της στον ομοφυλοφιλικό, λέει, προβληματισμό του έργου, με αποκορύφωμα το εξής χωροφυλακοχαφιέδικο:

διαβάστε τη συνέχεια...

«Δεν διαφέρει δηλαδή και πολύ το “2” απ’ το κήρυγμα των λογής τηλεοπτικών “καφενείων” που αναλύουν το θέμα “τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον”, ούτε και λογής άλλων “Συλλόγων Ανορθώσεως της Ηθικής των Νέων ο Ιωάννης Μεταξάς”, μόνο που αντί για ομαδικές παρελάσεις (καθότι η άσκηση πειθαρχεί το πνεύμα της νεολαίας) προτείνεται ως λύση κάποιο χαμάμ ή τόπος ψωνιστηρίου (από τους πολλούς που ανθούν στην πόλη και όπου πραγματοποιείται το laissez faire-laissez passer, επιπροσθέτως δε κινείται η οικονομία και βρίσκεται λύση –έστω φευ! προσωρινή– στο πρόβλημα απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού)».

Αυτή η Νατάσσα λοιπόν, έβαλε, λέω, τώρα τα καλά της –και από την πόλη έρχεται:

Σε τωρινή, γενικά επαινετική κριτική της για το καινούριο ανέβασμα της Μήδειας του Παπαϊωάννου, το ένα τρίτο τώρα κοινωνιολογεί, αποκαλύπτοντας τα άλλοτε κρυφά γκέι σημάδια της παράστασης. Το δίνω ολόκληρο, και ασχολίαστο:

«Πέρα από ερμηνευτικές και εικαστικές αρετές, η τωρινή Μήδεια είχε απαράλλακτη την ατμόσφαιρα μιας ερωτικής μυστικότητας και μιας συνενοχής αλλοτινής, και όχι απαραίτητα ανάμεσα σε “στρέιτ” ζευγάρια. Δεκαπέντε χρόνια πριν, η γκέι αρτ δεν έχαιρε της ίδιας αποδοχής και ανεκτικότητας με τη σημερινή εποχή, γεγονός το οποίο δεν έθιξε άμεσα ούτε ήρθε σε ρήξη ο σκηνοθέτης/χορογράφος της Μήδειας. Απεναντίας, δημιούργησε εικόνες που το κοινό μπορούσε να προσλάβει εύκολα ως “ελληνική κληρονομιά”, ταυτίζοντάς τες όχι με τη ζωή μιας υπαρκτής και ολοζώντανης κοινωνικά κοινότητας, αλλά με πολιτισμικά σύμβολα του προδικτατορικού, γόνιμου καλλιτεχνικά παρελθόντος, όπως ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις. Το κλίμα νοσταλγίας και σεβασμού στο παρελθόν δημιούργησε μια σχέση εμπιστοσύνης με το διστακτικό να ενστερνιστεί μεγάλες καινοτομίες ελληνικό κοινό. Ταυτόχρονα όμως, και χωρίς να το αντιλαμβάνεται, το ίδιο κοινό αποδέχθηκε στοιχεία ήπια δοσμένα και συμβατά με το θέμα, όπως για παράδειγμα το σφύριγμα-κάλεσμα (ή ως έκφραση θαυμασμού) για να κατέβει η γυναίκα-ερωμένη (Γλαύκη), ως μονοδιάστατη έκφραση μιας ετεροφυλόφιλης σχέσης, ενώ το ίδιο εύρημα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται σε κώδικα ερωτοτροπίας προς έναν άνδρα. Ήρωας για γκέι και στρέιτ ομάδες πληθυσμού, σταρ χάρη στην ικανότητά του να μην προκαλεί καλλιτεχνικές και κοινωνικές ρήξεις, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δημιούργησε μια σχέση αλληλεξάρτησης με το κοινό του: από τη μια το οδήγησε σε μονοπάτια ενός τρόπου ζωής που επέμενε –φανερά τουλάχιστον– να αγνοεί ή/και να μην αποδέχεται, από την άλλη έπαιξε μπροστά του –με τρόπο που δεν έθιξε τον συντηρητισμό– ένα θέατρο όπου οι ρόλοι του ερωτικού αντικειμένου μπορούσαν άριστα να παιχτούν από γυναίκες και άνδρες».

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να καθυστερήσουμε σχολιάζοντας –τι, εξάλλου; Την αγωνιώδη (κι ας είναι ο χαρακτηρισμός μου αυτός το μόνο και ίσως αυθαίρετο ερμηνευτικό σχόλιο) αναζήτηση σε ένα οποιοδήποτε έργο των γκέι ή μη γκέι στοιχείων του; Ας πούμε απλώς πως η Νατάσσα με το παχύ το σίγμα και την κριτική της από την πόλη έρχεται. Νομίζω, της ομοφοβίας.

2. Κι αντάμωσε στο δρόμο της τον άγιο Πειραιώς, Σεραφείμ τούνομα, κατευθείαν δηλαδή απ’ τους αγγέλους.

Ο άγιος Πειραιώς λοιπόν που πρόσφατα, όταν άρχισε η συζήτηση για τη συμβίωση ή το γάμο των ομοφυλόφιλων, μας είχε χαρίσει τη νοσηρή, αρμοδιότητας ψυχιάτρου, όπως έγραφα και επιμένω, διατύπωση γι’ αυτούς που «έκαναν αξία ζωής το σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων»,

ο ίδιος άγιος φόρεσε τώρα γάντια, μη λερωθεί και άλλο από τα περιττώματα, και μας τα λέει με τρόπο, τάχα:

Πως η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού «καταδικάζει και βδελύσσεται όχι ασφαλώς τα ασθενούντα πρόσωπα (σ.σ. εννοεί τους ομοφυλόφιλους), τα οποία εντός της τραγικότητός των προκαλούν άλγος και συμπάθειαν, αλλά την ευτελή πρακτική αυτών, η οποία τυγχάνει αποτρόπαιος και εξόχως αποϊεροποιούσα το ανθρώπινον πρόσωπον, προξενούσα εν ταυτώ τραγικάς ασθενείας εις το τε σώμα και την ψυχήν εκ της παραχρήσεως των σωματικών οργάνων άλλως προορισμένων ως ευκόλως αντιλαμβάνεσθε».

Ώστε η παράχρησις πταίει, των άλλως προρισμένων σωματικών οργάνων. Του κώλου που χέζει δηλαδή, να το πούμε σεραφειμικότερα του Σεραφείμ, ή με τα λόγια με τα οποία το σκέφτεται το ιερό –και κοπρολαγνικό, μοιάζει– μυαλό του. Αν κάποιος όμως σκέφτεται με τέτοιους όρους, δε θα σκέφτεται άραγε ανάλογα και για το μουνί που κατουρεί; Τι μισογυνισμό δηλαδή, εντέλει, μπορεί να κρύβει η ίσα ίσα, τάχα, αποστροφή στην παρέκκλιση, η αναφορά στον μιαρό τον κώλο; Και τι μισανθρωπία, τότε, γενικότερα, από έναν μάλιστα –να το πω; ή θα γελάσουν τότε και οι κότες;– λειτουργό, και υψηλόβαθμο παρακαλώ, του θεού της αγάπης!

Γι’ αυτό έλεγα, αρμοδιότητας ψυχιάτρου. Και αν δεν έχει επιτέλους κάποιον γιατρό να του εξηγήσει την κατάστασή του, δεν έχει ούτε πέντε φίλους, συμβούλους, να τον προστατέψουν, να του πουν να μην εκτίθεται τόσο, να μη μαρτυριέται δηλαδή από μόνος του, να τον μαζέψουν απ’ το πάρκο, ιερέα άνθρωπο αυτόν, κι ας μείνει η Νατάσσα μόνη της να παίζει;

3. Έχει κι άλλα κορίτσια άλλωστε, πολλά, να παίζει εκεί (όχι πως λείπουν και τ’ αγόρια δηλαδή), με μόνιμα πιχί την Τατιάνα, τη Χριστίνα, κι άλλα…

Τώρα γι’ αυτές τα πάντα έχουν χιλιοειπωθεί. Κι οι ίδιες, απ’ την άλλη, τα έχουν χιλιοξαναματαπεί. Μόνο που κι αυτές τώρα φόρεσαν τα καλά τους, τώρα με τη σπαραχτική υπόθεση Σεργιανόπουλου. Και ο στιγματισμός είχε γίνει τώρα συντριβή. Τόση, που η Τατιάνα λόγου χάρη από το σοκ δεν μπόρεσε να διαβάσει ούτε το μάθημά της.

Και όταν αναφέρθηκε σε δημοσίευμα του Έθνους που έγραφε για δολοφονίες ομοφυλοφίλων, μίλησε για τη δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, του Ιταλού ηθοποιού Πιερ Πάολο Παζολίνι, του σχεδιαστή μόδας Τζάννι Βερσάτσε, του Τζο Όρτον.

Τον Βερσάτσε τον έπαιζε σίγουρα στα δάχτυλα, τον Ταχτσή, τι διάολο, κοτζάμ ομοφυλόφιλο και μάλιστα τραβεστί, σίγουρα επίσης θα τον είχε ακούσει, το όνομα Τζο Όρτον θα το διάβασε πολλές φορές να το αποστηθίσει, έμενε ο Ιταλός ηθοποιός. Παραδρομή, είπα. Μας είχε όμως λεπτομέρειες μετά: μας είπε έτσι πως ο δημοφιλής Ιταλός ζεν πρεμιέ, που έπρεπε να παίζει τον αρρενωπό στους διάφορους ρόλους, ήταν όμως πολύ… ευαίσθητος, μάσησε εδώ τα λόγια της, «τον έπαιρνε» ήθελε να πει, αυτός λοιπόν ο αρρενωπός πλην ευαίσθητος ζεν πρεμιέ δολοφονήθηκε το 1975 στην Όστια, εδώ ήταν στο στοιχείο της πια η Τατιάνα, τίποτα δεν της ξέφευγε, από ένα 17χρονο αγόρι, που είπε πως τον σκότωσε «επειδή του ζήτησε επαφή» –για να το πω έτσι, είπε με νόημα η Τατιάνα.

Ενώ η Χριστίνα, που αλήθεια έμοιαζε ειλικρινά συγκλονισμένη, ρωτούσε ευθέως κάποιον γιατρό, ψυχίατρο; δεν ξέρω, αν «φταίμε εμείς»: «Φταίμε εμείς; σας ρωτάω, γιατρέ μου, που δε βοηθήσαμε έπειτα από την τελευταία περιπέτειά του;» –αναφερόταν στην υπόθεση με τα ναρκωτικά.

Ούτε λόγος ότι φταίμε εμείς, κυρία Λαμπίρη. Εσείς, όχι για έπειτα από την τελευταία περιπέτειά του, αλλά για πριν και για πάντα, για το ρατσισμό σας. Κι εμείς, επίσης πάντα, για την ανοχή μας.


ΥΓ. Και, επιτρέψτε μου την προσγείωση: «ακόμα και η ελληνική γλώσσα είναι φτωχή μπροστά σ’ αυτό τον πόνο» είπε η κατά τα άλλα μάλλον συμπαθής Ράνια Θρασκιά.

buzz it!