15/6/08

Λέξεις, λέξεις, λέξεις

Τα Νέα, 14 Ιουνίου 2008 [οι σημειώσεις προστέθηκαν εδώ]

Το ανδροειδές είναι ρομπότ με χαρακτηριστικά ανθρώπου, διαβάζουμε σε εκτενές λήμμα στην περίφημη Wikipedia , ανδροειδή-ρομπότ, σάιμποργκ κτλ. συναντά κανείς στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας λ.χ., αλλά πια και στην πραγματικότητα, με πρώτο τελειοποιημένο το ιαπωνικό DER 01, με μορφή γυναίκας, το 2005, πολλές γενικότερα οι αναφορές στο διαδίκτυο -όχι όμως στα σύγχρονα ελληνικά λεξικά





«Τα νέα ελληνικά μεταφράζονται στα νέα ελληνικά», «Τώρα χρειάζεται γλωσσάρι και για τον Σεφέρη», «Ποιος ο λόγος να γίνονται εξετάσεις στα νέα ελληνικά όταν μαζί με το κείμενο δίνεται και η μετάφρασή του;»

διαβάστε τη συνέχεια...

Αυτές είναι μερικές από τις εκφράσεις του ηθικού πανικού που ακολούθησε τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις στο μάθημα των νέων ελληνικών, όπου το υπουργείο ερμήνευσε προκαταβολικά εφτά λέξεις, κοινές οι περισσότερες αλλά με μεταφορική ή ποιητική χρήση στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

Διπλή η παγίδα για τους ποικίλους τιμητές: η πρώτη, που περισσότερο τους χαλούσε τον τραχανά, είναι ότι την ερμηνεία δεν τη ζήτησαν οι εξεταζόμενοι, όπως είχε γίνει το 1985 με την ευδοκίμηση και την αρωγή, άρα δεν τεκμηριωνόταν αυτομάτως η «λεξιπενία» των νέων, την οποία όμως φάνηκε να την προεξοφλεί το υπουργείο κτλ.· μπερδεύτηκε έτσι ο στόχος: οι νέοι ή το υπουργείο; ή και οι δυο μαζί;

Η δεύτερη παγίδα, στην οποία έπεσαν σχεδόν οι πάντες, είναι ακριβώς η ειδική, μεταφορική χρήση των κατά τα άλλα κοινών λέξεων: χωρίς να διαβάσει κανείς το σχετικό απόσπασμα, άρχισε η εύκολη ειρωνεία: οι νέοι δεν ξέρουν ή το υπουργείο ξέρει ότι δεν ξέρουν τι πάει να πει ροπή και περασμένος!*

Σίγουρα ο ηθικός πανικός ήταν μικρότερος από ό,τι το 1985, αλλά δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό: τότε το σοκ ήταν ισχυρό, ζούσαμε τις ενδοξότερες μέρες του Νέου Γλωσσικού, με τον Ελληνικό Γλωσσικό Όμιλο κτλ. Σήμερα, και μολονότι ακόμα και μία από τις τότε ηγετικές μορφές του αγώνα, ο Γ. Μπαμπινιώτης, αντικρούει τις απόψεις περί λεξιπενίας, η απαξίωση της ΝΕ γλώσσας έχει διαπεράσει ευρύτερα στρώματα, η παρακμή θεωρείται δεδομένη, η καταστροφή συντελεσμένη, κι έτσι μοιάζει να περιττεύει ο σοβαρός σχολιασμός: έχουμε απλώς ειρωνικά γελάκια, του τύπου: «τι περιμένατε; τα λέγαμε εμείς!»

Αυτό άλλωστε έμεινε, η ανεκδοτολογικού τύπου αναφορά, και από την εποχή της ευδοκίμησης-αρωγής, κι ας υπήρξε ουσιώδης αντίλογος τότε, όχι μόνο για την ανυπόστατη –και για τη γλωσσολογία και για την κοινή επιτέλους πραγματικότητα– λεξιπενία, αλλά ακόμα και για το ίδιο το θέμα (από κείμενο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου), που τον βερμπαλισμό του λ.χ. τον είχε υποδείξει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Υπενθυμίζω το θέμα των εξετάσεων: «Ο άνθρωπος ο αποφασισμένος να μάθει πολλά γράμματα και να διαπρέψει σε μια επιστήμη ή σε μια τέχνη δεν αποβλέπει πια, κατά την επικρατούσα αντίληψη, στην προσωπική του μόνο ευδοκίμηση. Προσφέρει και στους άλλους πολύτιμη αρωγή».

Έτσι μπόρεσε να γράψει αίφνης εδώ (24/5) ο Τ. Θεοδωρόπουλος, με αφορμή το τωρινό «κρούσμα»: «Το σκάνδαλο συνίστατο στην αντιδημοκρατική χρήση, εκ μέρους των εξεταστών, δύο λέξεων των οποίων η σημασία ήταν άγνωστη στις πλατιές λαϊκές μάζες, βρομούσαν καθαρεύουσα και ήταν γενικώς απαράδεκτες…» Γλωσσολογία οπωσδήποτε, ιστορία της γλώσσας, αλλά κυρίως εδώ παιδαγωγική, παιδοψυχολογία, και άλλα στοιχειώδη, όλα στύβονται και μένει η εν είδει αυτονόητου –κι αυτό είναι το χειρότερο– χαριτολογία, μάλλον η χοντρή ειρωνεία.

Πιο εύκολη τώρα η ανεκδοτολογία, «μετάφραση των νέων ελληνικών στα νέα ελληνικά», όπως είπαμε, και σίγουρα αυτή πάλι θα μείνει. Οφείλουμε όμως εμείς να επιμείνουμε στην άχαρη δουλειά, τον έλεγχο εν προκειμένω των επίμαχων λέξεων, καθώς μάλιστα έχουμε να κάνουμε με το προαιώνιο πλέγμα παρανοήσεων που ταυτίζουν τη γλώσσα με τις λέξεις, μετρούν με λέξεις την αξία μιας γλώσσας, ειδικότερα τη γλωσσική επάρκεια του χρήστη κτλ.

Επαναλαμβάνω όσα ανέφερα στην περασμένη επιφυλλίδα για τέσσερις από τις εφτά λέξεις. Είχαμε λοιπόν, κλιμακωτά: πρώτα

1. την ίσως υπερβολική εκτίμηση ότι η λέξη ψεγάδι είναι προβληματική στην κατανόησή της· έπειτα

2. την αμήχανη ή που σίγουρα γεννάει αμηχανία χρήση της λέξης περασμένοι [άνθρωποι], μια χρήση εμφανώς ποιητική-μεταφορική, ασυνήθιστη στον κοινό λόγο, προκειμένου για νεκρούς ανθρώπους·**

3. την ελαφρώς αδόκιμη χρήση της λ. παρωχημένοι, μιλώντας πάλι για ανθρώπους (= ντεμοντέ άνθρωποι;)· και το σοβαρότερο:

4. την ειδική χρήση τής λ. ροπή= «άποψη» στο σεφερικό κείμενο, μακριά δηλαδή από τις σημασίες που δίνουν όλα τα λεξικά!

Έμειναν άλλες τρεις:

5. να εξοβελιστεί: εδώ, αντίθετα ίσως με το ψεγάδι, πιστεύω ότι κοροϊδεύεται, αν δε μας κοροϊδεύει, όποιος θεωρεί κοινόχρηστη τη λόγια αυτή λέξη, που βεβαίως και ανήκει στο σώμα της νεοελληνικής, όχι όμως αυτομάτως και στο καθημερινό λεξιλόγιο, πόσο μάλλον των εφήβων· πιο σοβαρά:

6. του ανδροειδούς, δηλαδή «του ανθρωπόμορφου», όπως ορθά ερμηνεύει το υπουργείο. Έδωσε και πήρε και εδώ η ειρωνεία. Ωστόσο, σήμερα η λέξη ανδροειδές

(α) αναφέρεται σε ρομπότ, όπως θα διαπιστώσει λ.χ. όποιος την αναζητήσει στο ίντερνετ: π.χ. «Η Κορέα εμφάνισε το δεύτερο ανδροειδές», και λέω να την αναζητήσει στο ίντερνετ, γιατί αλλού δεν θα τη βρει:

(β) ενδεικτικά, και όλως περιέργως, δεν υπάρχει σε κανένα από τα σύγχρονα και έγκυρα λεξικά, ούτε καν στο βουλιμικό λεξικό Μπαμπινιώτη –ούτε με την «παλιά» αλλά ούτε και με τη σημερινή σημασία· ενώ

(γ) ακόμα και σε παλιά λεξικά, όπως το μεγάλο του Δημητράκου, έχει τη σημασία την οποία δείχνει από μόνη της η λέξη: «προσόμοιος με άνδρα», και όχι γενικά με άνθρωπο· και ακόμα πιο σοβαρά:

7. υπόδικη= «υπόλογη, ένοχη», κατά το υπουργείο. Εδώ πύκνωσαν οι αντιδράσεις, κυρίως επειδή η λανθασμένη ερμηνεία «ένοχη» συνιστά και ιδεολογικό ατόπημα, αφού καταργεί το τεκμήριο της αθωότητας, όπως επισημάνθηκε κατά κόρον. Σωστό, οπωσδήποτε. Πώς το ’χει όμως ο Σεφέρης;

«Όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη.»

Ο Σεφέρης είναι Σεφέρης, και δε μικραίνει στο παραμικρό το ανάστημά του με μία ή δύο ή εκατόν δύο άστοχες εκφράσεις. Και η συγκεκριμένη είναι κατεξοχήν άστοχη, ας μου επιτραπεί να επιμείνω. Μια λέξη, μια έννοια, μπορεί να είναι υπόδικη; υπόλογη; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μόνο διασταλτική ερμηνεία χωρεί, προκειμένου μάλιστα για συνθήκες σχολικής πράξης, και πολύ περισσότερο εξετάσεων: και τότε η «ένοχη» είναι μια κάποια λύση –στο συγκεκριμένο, επιμένω, στη σχολική πράξη, ξαναλέω, ιδίως σε εξετάσεις.

Η λογοτεχνία πρόσχημα

Και βέβαια δεν είναι μετάφραση αυτό, υπερερμηνεία είναι, έτσι τη χαρακτηρίζει εύστοχα ο Παντελής Μπουκάλας («Η παραδοσιακή ροπή προς τις ιερεμιάδες», Καθημερινή 1/6), και θίγει ένα ουσιαστικό θέμα:

«κάθε ερμηνεία, το ξέρουμε, όπως και κάθε μετάφραση, είναι σχεδόν υποχρεωτικά συρρικνωτική: στον ποιητικό ιδίως λόγο, ακόμα κι όταν εμφανίζεται ως δοκιμιακός, μια λέξη υπάρχει με την πολυσημία της· τους αναγνώστες της ποίησης αυτό τους τέρπει, τους εξεταζόμενους όμως, και μάλλον και τους εξεταστές τους, τους μπερδεύει, διότι πρέπει να βαθμολογηθούν και να βαθμολογήσουν, κι αυτό σημαίνει ότι η λογοτεχνία και η πρόσληψή της πρέπει να μετρηθούν όπως τα μαθηματικά, πράγμα δύσκολο».

Ιδού όμως η επιγραμματική και αρμοδιότερη τοποθέτηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη, αρμοδιότερη καθώς προέρχεται από εκπαιδευτικό, πανεπιστημιακό δάσκαλο, και μαζί κριτικό της λογοτεχνίας:

«Η διδασκαλία [...] των λογοτεχνικών κειμένων μέσα στην τάξη έχει νόημα, μόνον εφόσον αποκαλύπτει προοδευτικώς τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της γλώσσας τους. Με την προειδοποίηση μάλιστα πως η γλωσσική επαφή και τριβή των μαθητευομένων με τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είναι τελικώς χρησιμοθηρική, αλλά, με την ευρύτερη και βαθύτερη έννοια της λέξης, ψυχαγωγική. Πέρα δηλαδή από την ηδονή, προσφέρει στον μαθητευόμενο πρόγευση της προσωπικής εκφραστικής περιπέτειάς του, την ευθύνη της οποίας οφείλει να αναλάβει ο ίδιος. Προς αυτήν και μόνον την κατεύθυνση τα αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα αξίζει να διδάσκονται: όχι ως γλωσσικά πρότυπα, αλλά ως παραδείγματα ενδογλωσσικής αυτογνωσίας».***
Όμως οι μεν χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία σαν πρόσχημα για την ανακύκλωση παρωχημένων ιδεών και πρακτικών, με το μάθημα της έκθεσης άλλο ένα μέσο μηχανιστικής αναπαραγωγής κατεστημένων ιδεών (όπως αυτήν τη φορά που, μέσα από τις ερωτήσεις, προβάλλει η παράδοση σαν αυτονόητο αγαθό –άρα «και η προίκα, και ο ποικιλότροπος αποκλεισμός των γυναικών…» και πλήθος άλλα που μνημονεύει πάλι ο Π. Μπουκάλας).****

Και οι δε σαν μετρητή λέξεων και γλωσσομεζούρα, πρόσχημα και αυτοί, λιανοντούφεκο στον πάντοτε ανθηρό ιδεογλωσσικό πόλεμο.

Και πάνω απ’ τα κεφάλια, διάολε, αν όχι κατευθείαν στα κεφάλια των αθώων εδώ παιδιών.


* Όχι μόνο στο σεφερικό απόσπασμα δεν ανέτρεξαν, όπως είναι φανερό σε όλες τις αναφορές, αλλά ακόμα και για τις επίμαχες λέξεις δούλεψε το σπασμένο τηλέφωνο: χαρακτηριστικά ο Β. Πάικος, Αυγή 25.5.08, γράφει: «αν ήξερε ο Σεφέρης, θα περιέπιπτε σε μεγάλη μελαγχολία ο χριστιανός. Μπορεί και να ’σκιζε τις Δοκιμές του. Όμως ευτυχώς έφυγε νωρίς. Εγκαίρως πάντως. [...] οι υπ’ αυτόν [τον Στυλιανίδη] εκπαιδευόμενοι έφηβοι αγνοούν τα ψεγάδια, τα παρωχημένα, τα επίδικα, τα εξοβελιστέα, και τα ανθρωποειδή»: στις πέντε λέξεις δηλαδή που μεταφέρει οι δύο (επίδικα, ανθρωποειδή) είναι λάθος.

** Μάλλον θυμηδία προκαλεί η προσπάθεια κάποιου σκηνοθέτη (Ν. Καμτσή) που σε επιφυλλίδα του στο Έθνος, 6.6.08, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όλες τις επίμαχες λέξεις (υπογραμμίζω εγώ): «Εικόνισμα κάνω [...] τον καθηγητή Σουρμελίδη, περασμένος πια, που μας αποχαιρετούσε για το καλοκαίρι φορτώνοντάς μας με πέντε-έξι καλοκαιρινές εργασίες πάνω στον Ροϊδη, τον Κάλβο, τον Σολωμό…» Φιλότιμη η προσπάθεια, έμαθε μια «καινούρια» λέξη ο σκηνοθέτης, που συν τοις άλλος επιγράφει την επιφυλλίδα του: «Πεθαίνω ως γλώσσα», ακολουθώντας δηλαδή το περίφημο έργο του Δ. Δημητριάδη Πεθαίνω σα χώρα, φέρνοντάς το όμως, κατά τη γνωστή αήθη πρακτική, στα δικά του μέτρα, τα νεοκαθαρεύοντα (και αγράμματα, εν προκειμένω, αφού το ως εδώ είναι λανθασμένο).

*** «Τα λογοτεχνικά κείμενα ως γλωσσικά πρότυπα», Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα (Αθήνα, 29 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 1996): 1976-1996, Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, Πρακτικά συνεδρίου οργανωμένου από τον Τομέα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη Γλωσσική Εταιρεία Αθηνών, Αθήνα 1999, σ. 246.

**** «Εφόσον η παράδοση προτείνεται ευθύς εξαρχής ως αγαθή, τι βαθμό θα έβαζε άραγε ένας εξεταστής, ακολουθώντας τις υπουργικές οδηγίες και ερμηνεύοντας το πνεύμα του θέματος, σε έναν μαθητή που θα έγραφε ότι “παράδοση” είναι και η προίκα, και ο ποικιλότροπος αποκλεισμός των γυναικών, και η βέργα ή ο χάρακας, και η ομοιόμορφη ενδυμασία των μαθητών, α, και το ρουσφέτι, και το μέσον ή βύσμα, και η μαγκιά, και οι “μακριοί σταυροί” της υποκρισίας κ.ο.κ., άρα υπάρχει λόγος “απομάκρυνσης”;» γράφει ο Π. Μπουκάλας (όπ. παρ.), αναφερόμενος διεξοδικά στην ερώτηση που στιγματίζει την απομάκρυνση των νέων από την παράδοση.

Για την ανακύκλωση όμως των κατεστημένων ιδεών και των στερεοτύπων μέσα από το μάθημα της έκθεσης βλ. χαρακτηριστικά το άρθρο του Θάνου Κάππα, ενεργού φιλολόγου, «Ωραία, παραδοσιακά θέματα για νέους», Athens Voice 5-11.6.08 (αλλά και εδώ).

buzz it!