Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη [ριμέικ]
Τα Νέα, 7 Φεβρουαρίου 2009 [ανατύπωση με ελάχιστες μικροαλλαγές τού 1 από το ομότιτλο ποστ, μ' έναν εκτενή επιλογικό πρόλογο (!) για την εφημερίδα και μια εκτενή σημείωση τώρα, για το μπλογκ]
Είτε καμένο είτε κομμένο, το δέντρο δοκίμασε σκληρά και μέτρησε και βρήκε λειψή την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη
Στη σειρά των τελευταίων και δίχως έργο δημάρχων μάς έμελλε να δούμε δήμαρχο που μοναδικό επίτευγμά του μοιάζει να είναι ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου
το πλήρες κείμενο:
Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη, ενός μήνα που μας έβγαλε άλλους στους δρόμους, κι άλλους απλώς απ’ τα ρούχα μας, να προβάλλει η ιδεολογική γύμνια μας, άλλους μας άφησε αμήχανους και απορημένους, σίγουρα πάντως μας ξεβόλεψε πολύ.
Παραλειπόμενα λοιπόν, ή άλλη μια βαρκούλα που αρμενίζει, όπως ξανάγραψα, όταν καράβια χάνονται, όταν στο μεταξύ ζήσαμε την ανελέητη σφαγή ενός λαού, που άλλη μια φορά έγινε με τον πλέον προκλητικό, επιδεικτικό θαρρείς τρόπο --και αναφέρομαι στην πάγια περιφρόνηση των ψηφισμάτων λ.χ. του ΟΗΕ, των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κατακραυγής. Το παρήγορο από μιαν άποψη είναι πως τη φορά αυτή, εκτός από ελάχιστες, εύλογες εξαιρέσεις, το αντιπολεμικό μέτωπο υπήρξε, όπως λέμε, αρραγές, και συγκλονιστικά επαρκής η κάλυψη από τον Τύπο, με ανταποκρίσεις, σχολιασμό και αναλύσεις, της γενοκτονίας στη Γάζα.
Ωστόσο, στο χώρο των διανοουμένων μοιάζει να αναλωθήκαμε στην πλαγιοκόπηση κατά κανόνα, και σπανιότερα στην κατά μέτωπο εξέταση, των ιδεολογικών παραμέτρων των ταραχών. Δικαιολογημένα ώς ένα βαθμό, αφού υπόκεινται, ακριβώς, θέματα ιδεολογικά· απλώς, από ένα σημείο κι έπειτα, η όποια αντιπαράθεση κατέληξε στην ομφαλοσκόπηση, ο έστω λειψός προβληματισμός στον αυτισμό, ο καθένας να αυτοθαυμάζεται μπροστά στον καθρέφτη του. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας φαρσικής εκδοχής της «συζήτησης» που συνεχίζεται και φαίνεται πως θα συνεχιστεί, με βασικό σημείο αιχμής δευτερεύουσες, όπως ξανάγραψα, πλευρές των «δεκεμβριανών», τις διακοπές θεατρικών παραστάσεων κτλ., δευτερεύουσες και γι’ αυτό ασφαλέστερες στην παραγωγή μεταφορών και μετωνυμιών, αν όχι απλώς και μόνο ευφυολογημάτων.
Ας αποσυρθεί τουλάχιστον η στήλη αυτή, διόλου άμοιρη οπωσδήποτε της συνέχειας του άγονου πλέον διαλόγου, διαλόγου κουφών στην ουσία, για να μην πω: ως συνήθως. Μου έμεινε όμως στα χέρια μια εμμονή που με κυνηγάει από τις μέρες με το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, εμμονή που αντάμωσε μιαν άλλη ιστορία, που την κουβαλούσα από χρόνια.
Πάμε κοντά τεσσεράμισι χρόνια πίσω, Σεπτέμβρη του 2004:
«Σε πένθος η χώρα: Χωρίς ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό μέρος η Τελετή Λήξης των Παραολυμπιακών, λόγω της σχολικής τραγωδίας»: πανομοιότυποι οι τίτλοι σ’ όλο τον Τύπο, καμία διαφορετική φωνή δεν ακούστηκε, εθνική ομοφωνία δηλαδή ως προς τη συρρίκνωση της τελετής λήξης. Εφτά ζωές, εφτά μικροί μαθητές είχαν χαθεί σε τροχαίο στον Μαλιακό, καθώς κατευθύνονταν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες…
Το πένθος ήταν όντως μεγάλο. Όμως, στον λαϊκό μας πολιτισμό το πένθος ουσιαστικά αποκρύπτεται από τον φιλοξενούμενο, και οπωσδήποτε δεν αναιρεί την υποχρέωση της φιλοξενίας.
Εδώ οι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές των Παραολυμπιακών, άτομα με αναπηρία, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές αναγνώρισης, με την πρόσκαιρη αίσθηση της εξομοίωσης και της ενσωμάτωσης, σε μια κορυφαία στιγμή όχι μόνο της αθλητικής σταδιοδρομίας τους αλλά πιθανότατα της ζωής τους ολόκληρης, στερήθηκαν τη γιορτή.
Ήμουν παρών στη μιζερεμένη τελετή. Σκεφτόμουν την τελετή λήξης των «κανονικών» Ολυμπιακών, τη λάμψη των αθλητών, νικητών και χαμένων, καθώς έμπαιναν πανηγυρίζοντας σαν μικρά παιδιά στο στάδιο, κι έβλεπα τώρα πώς έκλεψαν από τους άλλους τη χαρά. Και ελεεινή λεπτομέρεια: στην ακυρωμένη ουσιαστικά τελετή, όταν μπήκε τελευταία η ελληνική αποστολή, η διαδικασία, από κάκιστο προφανώς σχεδιασμό, είχε ήδη προχωρήσει: οι Έλληνες αθλητές μπήκαν απαρατήρητοι και έμειναν στο βάθος, στα σκοτεινά: ούτε μισό χειροκρότημα δεν εισέπραξαν.
Ένιωσα σχεδόν ντροπή. Μα ούτως ή άλλως ένιωθα μόνος. Καμία ένσταση δεν είχα δει να διατυπώνεται πουθενά για τη συρρίκνωση της τελετής --ούτε και ξαναασχολήθηκε κανένας.
Τώρα περίσσεψε η χλεύη, η απαξίωση και η οργή για τα παιδιά του Δεκέμβρη που απαίτησαν τον ελάχιστο σεβασμό στον δικό τους νεκρό, την ελάχιστη συμμετοχή στο δικό τους, επίσης μεγάλο πένθος· αν μη τι άλλο, την αναγνώριση επιτέλους του δικαιώματός τους να πενθήσουν, όταν η επίσημη πολιτεία επιδείκνυε προκλητικά την --ηθική και πολιτική-- αναλγησία της, όταν δηλαδή δεν υπήρξε όχι παραίτηση ή αποπομπή, αλλά ούτε επίπληξη, έστω, προς τον γλεντοκόπο αρμόδιο υπουργό ή τον υπεύθυνο αρχηγό της Αστυνομίας.
Ειρωνεία κυρίως ήταν και πάλι η αντίδραση στο κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα, ακόμα περισσότερο στις απόπειρες να ξανακαεί το εν μιά νυκτί ξαναστημένο δέντρο. «Παρανοϊκά φασιστοειδή» ήταν ένας από τους αμετροεπείς –και προβοκατόρικους– χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στους επίδοξους πυρπολητές του νέου δέντρου.
Δεν έχει και τόση σημασία να σταθούμε τώρα και στα «συμφραζόμενα» της υπόθεσης, λόγου χάρη στην ιδεολογική ταυτότητα του δημάρχου, που δεν μπορεί να μην έπαιξε κάποιο ρόλο στην όξυνση των πνευμάτων, την ταυτότητα ενός υπερδεξιού δημάρχου με προοδευτικό μακιγιάζ που του το εξασφάλιζε η παντελώς ανεξήγητη έως σκανδαλώδης στήριξη από προσωπικότητες του αριστερού χώρου,* του αποτυχημένου πρώτα υπουργού που εκλέχτηκε παραταύτα δήμαρχος χάρη ακριβώς στην πολιτική αλαλία του, που την πρόβαλε μάλιστα σαν αρετή ο ίδιος, του δημάρχου που μοναδικό και μέγιστο επίτευγμά του μοιάζει να είναι ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου.
Δεν έχει, λέω, και τόση σημασία αν το δέντρο είναι του άλφα ή βήτα δημάρχου, ούτε οι σπασμωδικοί, άκομψοι χειρισμοί, έτσι που ο συγκεκριμένος τώρα δήμαρχος έσπευσε λαϊκιστής την πρώτη μέρα των ταραχών να δηλώσει πως «αναστέλλονται οι προγραμματισμένες χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις μέχρι νεωτέρας», αμέσως όμως εξέδωσε τη «νεωτέρα», δηλώνοντας με γινάτι μικρού παιδιού πως οι γιορτές θα γίνουν, πως δεν θα αλείψει αυτός «βούτυρο στο ψωμί τους» --των ταραχοποιών εννοούσε. Ας μείνουμε στην ουσία. Που είναι η --προκλητική-- άρνηση και απαξίωση του πένθους των άλλων.
Το πένθος και το δέντρο
Ακούω όμως τον εύλογο αντίλογο, πως η στάση μου εμφανίζεται άκρως αντιφατική: στη μια περίπτωση παραμερίζω το πένθος, στην άλλη το υπερασπίζομαι --έως βανδαλισμού και πυρπολήσεων.
Όχι. Πιστεύω πως ήταν μεγάλο ατόπημα η συρρίκνωση της τελετής λήξης των Παραολυμπιακών του 2004. Και εξίσου πιστεύω πως έπρεπε να γίνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές τον φετινό, ταραγμένο Δεκέμβρη, με φωτεινό το δέντρο και με ό,τι άλλο, μοναδική νότα χαράς για μια μερίδα συμπολιτών μας, και προπαντός, όπως και στην περίπτωση των Παραολυμπιακών, των ξένων μας, προσωρινών ή μόνιμων –και εννοώ τους μετανάστες.
Όμως αυτό, η πραγματοποίηση των γιορταστικών εκδηλώσεων, μόνο σαν αποτέλεσμα τέτοιας πολιτικής και, ναι, ηθικής μπορούσε να νομιμοποιηθεί.
Για άλλη μια φορά ο λόγος μας έπρεπε να είναι πολιτικός και όχι αστυνομικός· μάλλον, να είναι καταρχήν λόγος απέναντι στο δίκαιο πένθος των παιδιών, αυτό που υπαγόρευε και τη δίκαιη οργή τους. Αυτήν που εντέλει συδαυλίζουμε με την απουσία λόγου και την περίσσεια ίσα ίσα ειρωνείας, απαξίωσης και αμετροέπειας, που έφτασε ώς τον χαρακτηρισμό που ανάφερα και παραπάνω, και σκόπιμα τον επαναλαμβάνω: «παρανοϊκά φασιστοειδή»!
Το δέντρο, ούτε λόγος, το κάψαμε και διαρκώς το καίμε εμείς.
ΥΓ., από το Σύνταγμα στην Κυψέλη: Είτε καμένο είτε κομμένο, το δέντρο δοκίμασε σκληρά και μέτρησε και βρήκε λειψή την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη.
* Θα ’πρεπε πάντοτε να θυμόμαστε την πολιτική διαδρομή, άρα ταυτότητα, του Ν.Κ., αφού δεν την αναίρεσε ποτέ ο ίδιος· να θυμόμαστε δηλαδή τη θητεία του στο εθνικιστικών αποχρώσεων κόμμα του Αντώνη Σαμαρά, πριν από την επιστροφή του στη Ν. Δημοκρατία, όπου καταλαμβάνει υπουργικό θώκο. Από εκεί βρίσκεται υποψήφιος και πανηγυρικά εκλεγμένος έπειτα δήμαρχος Αθηναίων --με στελέχη μάλιστα του ΛΑΟΣ στο ψηφοδέλτιό του. Η θητεία του στο υπουργείο Υγείας δεν θεωρήθηκε γόνιμη, παρότι είχε γενναία υποστήριξη από μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία στην προεκλογική του εκστρατεία, όπως καταγγέλθηκε: «Θα απαντήσω μετά τις [δημοτικές] εκλογές» είπε ο Ν.Κ., αλλά δεν απάντησε ποτέ.
Γενικότερα ωστόσο, έπειτα από τα πολλά πολιτικοϊδεολογικά δείγματα γραφής του, παραμένει, λέω, ανεξήγητη η αφειδώλευτη στήριξη και μετέπειτα ασυλία --που διαρκεί μέχρι και σήμερα-- από προοδευτικούς, όπως ο Λαζόπουλος, με την κοινωνικά ευαίσθητη αλλά άλαλη εν προκειμένω εκπομπή του. Και σκέφτομαι μήπως τα μοναδικά προοδευτικά ένσημα του Ν.Κ. είναι αυτά που απέκτησε, ερήμην του, από την εκστρατεία του γνωστού ακτιβιστή Γρηγόρη Βαλλιανάτου, που για δικούς του λόγους, σε πλήθος τηλεοπτικές εμφανίσεις του, ακόμα και στη Χριστίνα Λαμπίρη, πίστωνε στον Κ. Καραμανλή τη "γενναιότητα να περιλάβει στην κυβέρνησή του γνωστό ομοφυλόφιλο υπουργό".
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις ερωτικές επιλογές του Ν.Κ., ούτε και νοείται να μας αφορούν, ωστόσο η επανειλημμένη αναφορά σ’ αυτές, και μάλιστα από στενό συνεργάτη του ίδιου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ή ο παραλληλισμός με τον δηλωμένα ομοφυλόφιλο αλλά προοδευτικό και επιτυχημένο δήμαρχο του Παρισιού, χρύσωσαν τη γνωστή, ξαναλέω, ιδεολογική ταυτότητα του Ν.Κ. και γέννησαν ίσως προσδοκίες για αναβάθμιση κτλ. της Αθήνας.
Όμως η ομοφυλοφιλία δεν είναι λ.χ. ιδεολογία, με θετικό αυτομάτως πρόσημο, και από την άποψη αυτή δεν μπορεί να λειτουργεί σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου αποκαθαίρονται αμαρτίες και αναγεννώνται ψυχές και συνειδήσεις. Και εν πάση περιπτώσει, τις ερωτικές επιλογές του Ν.Κ., όπως ξανάπα, δεν τις γνωρίζουμε και ούτε και μας αφορούν· την αναβάθμιση όμως της Αθήνας και του πολιτικού λόγου τη γνωρίσαμε, τη γνωρίζουμε, τη ζούμε. Αυτή μας αφορά.
Είτε καμένο είτε κομμένο, το δέντρο δοκίμασε σκληρά και μέτρησε και βρήκε λειψή την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη
Στη σειρά των τελευταίων και δίχως έργο δημάρχων μάς έμελλε να δούμε δήμαρχο που μοναδικό επίτευγμά του μοιάζει να είναι ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου
το πλήρες κείμενο:
Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη, ενός μήνα που μας έβγαλε άλλους στους δρόμους, κι άλλους απλώς απ’ τα ρούχα μας, να προβάλλει η ιδεολογική γύμνια μας, άλλους μας άφησε αμήχανους και απορημένους, σίγουρα πάντως μας ξεβόλεψε πολύ.
Παραλειπόμενα λοιπόν, ή άλλη μια βαρκούλα που αρμενίζει, όπως ξανάγραψα, όταν καράβια χάνονται, όταν στο μεταξύ ζήσαμε την ανελέητη σφαγή ενός λαού, που άλλη μια φορά έγινε με τον πλέον προκλητικό, επιδεικτικό θαρρείς τρόπο --και αναφέρομαι στην πάγια περιφρόνηση των ψηφισμάτων λ.χ. του ΟΗΕ, των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κατακραυγής. Το παρήγορο από μιαν άποψη είναι πως τη φορά αυτή, εκτός από ελάχιστες, εύλογες εξαιρέσεις, το αντιπολεμικό μέτωπο υπήρξε, όπως λέμε, αρραγές, και συγκλονιστικά επαρκής η κάλυψη από τον Τύπο, με ανταποκρίσεις, σχολιασμό και αναλύσεις, της γενοκτονίας στη Γάζα.
Ωστόσο, στο χώρο των διανοουμένων μοιάζει να αναλωθήκαμε στην πλαγιοκόπηση κατά κανόνα, και σπανιότερα στην κατά μέτωπο εξέταση, των ιδεολογικών παραμέτρων των ταραχών. Δικαιολογημένα ώς ένα βαθμό, αφού υπόκεινται, ακριβώς, θέματα ιδεολογικά· απλώς, από ένα σημείο κι έπειτα, η όποια αντιπαράθεση κατέληξε στην ομφαλοσκόπηση, ο έστω λειψός προβληματισμός στον αυτισμό, ο καθένας να αυτοθαυμάζεται μπροστά στον καθρέφτη του. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας φαρσικής εκδοχής της «συζήτησης» που συνεχίζεται και φαίνεται πως θα συνεχιστεί, με βασικό σημείο αιχμής δευτερεύουσες, όπως ξανάγραψα, πλευρές των «δεκεμβριανών», τις διακοπές θεατρικών παραστάσεων κτλ., δευτερεύουσες και γι’ αυτό ασφαλέστερες στην παραγωγή μεταφορών και μετωνυμιών, αν όχι απλώς και μόνο ευφυολογημάτων.
Ας αποσυρθεί τουλάχιστον η στήλη αυτή, διόλου άμοιρη οπωσδήποτε της συνέχειας του άγονου πλέον διαλόγου, διαλόγου κουφών στην ουσία, για να μην πω: ως συνήθως. Μου έμεινε όμως στα χέρια μια εμμονή που με κυνηγάει από τις μέρες με το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, εμμονή που αντάμωσε μιαν άλλη ιστορία, που την κουβαλούσα από χρόνια.
Πάμε κοντά τεσσεράμισι χρόνια πίσω, Σεπτέμβρη του 2004:
«Σε πένθος η χώρα: Χωρίς ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό μέρος η Τελετή Λήξης των Παραολυμπιακών, λόγω της σχολικής τραγωδίας»: πανομοιότυποι οι τίτλοι σ’ όλο τον Τύπο, καμία διαφορετική φωνή δεν ακούστηκε, εθνική ομοφωνία δηλαδή ως προς τη συρρίκνωση της τελετής λήξης. Εφτά ζωές, εφτά μικροί μαθητές είχαν χαθεί σε τροχαίο στον Μαλιακό, καθώς κατευθύνονταν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες…
Το πένθος ήταν όντως μεγάλο. Όμως, στον λαϊκό μας πολιτισμό το πένθος ουσιαστικά αποκρύπτεται από τον φιλοξενούμενο, και οπωσδήποτε δεν αναιρεί την υποχρέωση της φιλοξενίας.
Εδώ οι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές των Παραολυμπιακών, άτομα με αναπηρία, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές αναγνώρισης, με την πρόσκαιρη αίσθηση της εξομοίωσης και της ενσωμάτωσης, σε μια κορυφαία στιγμή όχι μόνο της αθλητικής σταδιοδρομίας τους αλλά πιθανότατα της ζωής τους ολόκληρης, στερήθηκαν τη γιορτή.
Ήμουν παρών στη μιζερεμένη τελετή. Σκεφτόμουν την τελετή λήξης των «κανονικών» Ολυμπιακών, τη λάμψη των αθλητών, νικητών και χαμένων, καθώς έμπαιναν πανηγυρίζοντας σαν μικρά παιδιά στο στάδιο, κι έβλεπα τώρα πώς έκλεψαν από τους άλλους τη χαρά. Και ελεεινή λεπτομέρεια: στην ακυρωμένη ουσιαστικά τελετή, όταν μπήκε τελευταία η ελληνική αποστολή, η διαδικασία, από κάκιστο προφανώς σχεδιασμό, είχε ήδη προχωρήσει: οι Έλληνες αθλητές μπήκαν απαρατήρητοι και έμειναν στο βάθος, στα σκοτεινά: ούτε μισό χειροκρότημα δεν εισέπραξαν.
Ένιωσα σχεδόν ντροπή. Μα ούτως ή άλλως ένιωθα μόνος. Καμία ένσταση δεν είχα δει να διατυπώνεται πουθενά για τη συρρίκνωση της τελετής --ούτε και ξαναασχολήθηκε κανένας.
Τώρα περίσσεψε η χλεύη, η απαξίωση και η οργή για τα παιδιά του Δεκέμβρη που απαίτησαν τον ελάχιστο σεβασμό στον δικό τους νεκρό, την ελάχιστη συμμετοχή στο δικό τους, επίσης μεγάλο πένθος· αν μη τι άλλο, την αναγνώριση επιτέλους του δικαιώματός τους να πενθήσουν, όταν η επίσημη πολιτεία επιδείκνυε προκλητικά την --ηθική και πολιτική-- αναλγησία της, όταν δηλαδή δεν υπήρξε όχι παραίτηση ή αποπομπή, αλλά ούτε επίπληξη, έστω, προς τον γλεντοκόπο αρμόδιο υπουργό ή τον υπεύθυνο αρχηγό της Αστυνομίας.
Ειρωνεία κυρίως ήταν και πάλι η αντίδραση στο κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα, ακόμα περισσότερο στις απόπειρες να ξανακαεί το εν μιά νυκτί ξαναστημένο δέντρο. «Παρανοϊκά φασιστοειδή» ήταν ένας από τους αμετροεπείς –και προβοκατόρικους– χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στους επίδοξους πυρπολητές του νέου δέντρου.
Δεν έχει και τόση σημασία να σταθούμε τώρα και στα «συμφραζόμενα» της υπόθεσης, λόγου χάρη στην ιδεολογική ταυτότητα του δημάρχου, που δεν μπορεί να μην έπαιξε κάποιο ρόλο στην όξυνση των πνευμάτων, την ταυτότητα ενός υπερδεξιού δημάρχου με προοδευτικό μακιγιάζ που του το εξασφάλιζε η παντελώς ανεξήγητη έως σκανδαλώδης στήριξη από προσωπικότητες του αριστερού χώρου,* του αποτυχημένου πρώτα υπουργού που εκλέχτηκε παραταύτα δήμαρχος χάρη ακριβώς στην πολιτική αλαλία του, που την πρόβαλε μάλιστα σαν αρετή ο ίδιος, του δημάρχου που μοναδικό και μέγιστο επίτευγμά του μοιάζει να είναι ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου.
Δεν έχει, λέω, και τόση σημασία αν το δέντρο είναι του άλφα ή βήτα δημάρχου, ούτε οι σπασμωδικοί, άκομψοι χειρισμοί, έτσι που ο συγκεκριμένος τώρα δήμαρχος έσπευσε λαϊκιστής την πρώτη μέρα των ταραχών να δηλώσει πως «αναστέλλονται οι προγραμματισμένες χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις μέχρι νεωτέρας», αμέσως όμως εξέδωσε τη «νεωτέρα», δηλώνοντας με γινάτι μικρού παιδιού πως οι γιορτές θα γίνουν, πως δεν θα αλείψει αυτός «βούτυρο στο ψωμί τους» --των ταραχοποιών εννοούσε. Ας μείνουμε στην ουσία. Που είναι η --προκλητική-- άρνηση και απαξίωση του πένθους των άλλων.
Το πένθος και το δέντρο
Ακούω όμως τον εύλογο αντίλογο, πως η στάση μου εμφανίζεται άκρως αντιφατική: στη μια περίπτωση παραμερίζω το πένθος, στην άλλη το υπερασπίζομαι --έως βανδαλισμού και πυρπολήσεων.
Όχι. Πιστεύω πως ήταν μεγάλο ατόπημα η συρρίκνωση της τελετής λήξης των Παραολυμπιακών του 2004. Και εξίσου πιστεύω πως έπρεπε να γίνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές τον φετινό, ταραγμένο Δεκέμβρη, με φωτεινό το δέντρο και με ό,τι άλλο, μοναδική νότα χαράς για μια μερίδα συμπολιτών μας, και προπαντός, όπως και στην περίπτωση των Παραολυμπιακών, των ξένων μας, προσωρινών ή μόνιμων –και εννοώ τους μετανάστες.
Όμως αυτό, η πραγματοποίηση των γιορταστικών εκδηλώσεων, μόνο σαν αποτέλεσμα τέτοιας πολιτικής και, ναι, ηθικής μπορούσε να νομιμοποιηθεί.
Για άλλη μια φορά ο λόγος μας έπρεπε να είναι πολιτικός και όχι αστυνομικός· μάλλον, να είναι καταρχήν λόγος απέναντι στο δίκαιο πένθος των παιδιών, αυτό που υπαγόρευε και τη δίκαιη οργή τους. Αυτήν που εντέλει συδαυλίζουμε με την απουσία λόγου και την περίσσεια ίσα ίσα ειρωνείας, απαξίωσης και αμετροέπειας, που έφτασε ώς τον χαρακτηρισμό που ανάφερα και παραπάνω, και σκόπιμα τον επαναλαμβάνω: «παρανοϊκά φασιστοειδή»!
Το δέντρο, ούτε λόγος, το κάψαμε και διαρκώς το καίμε εμείς.
ΥΓ., από το Σύνταγμα στην Κυψέλη: Είτε καμένο είτε κομμένο, το δέντρο δοκίμασε σκληρά και μέτρησε και βρήκε λειψή την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη.
* Θα ’πρεπε πάντοτε να θυμόμαστε την πολιτική διαδρομή, άρα ταυτότητα, του Ν.Κ., αφού δεν την αναίρεσε ποτέ ο ίδιος· να θυμόμαστε δηλαδή τη θητεία του στο εθνικιστικών αποχρώσεων κόμμα του Αντώνη Σαμαρά, πριν από την επιστροφή του στη Ν. Δημοκρατία, όπου καταλαμβάνει υπουργικό θώκο. Από εκεί βρίσκεται υποψήφιος και πανηγυρικά εκλεγμένος έπειτα δήμαρχος Αθηναίων --με στελέχη μάλιστα του ΛΑΟΣ στο ψηφοδέλτιό του. Η θητεία του στο υπουργείο Υγείας δεν θεωρήθηκε γόνιμη, παρότι είχε γενναία υποστήριξη από μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία στην προεκλογική του εκστρατεία, όπως καταγγέλθηκε: «Θα απαντήσω μετά τις [δημοτικές] εκλογές» είπε ο Ν.Κ., αλλά δεν απάντησε ποτέ.
Γενικότερα ωστόσο, έπειτα από τα πολλά πολιτικοϊδεολογικά δείγματα γραφής του, παραμένει, λέω, ανεξήγητη η αφειδώλευτη στήριξη και μετέπειτα ασυλία --που διαρκεί μέχρι και σήμερα-- από προοδευτικούς, όπως ο Λαζόπουλος, με την κοινωνικά ευαίσθητη αλλά άλαλη εν προκειμένω εκπομπή του. Και σκέφτομαι μήπως τα μοναδικά προοδευτικά ένσημα του Ν.Κ. είναι αυτά που απέκτησε, ερήμην του, από την εκστρατεία του γνωστού ακτιβιστή Γρηγόρη Βαλλιανάτου, που για δικούς του λόγους, σε πλήθος τηλεοπτικές εμφανίσεις του, ακόμα και στη Χριστίνα Λαμπίρη, πίστωνε στον Κ. Καραμανλή τη "γενναιότητα να περιλάβει στην κυβέρνησή του γνωστό ομοφυλόφιλο υπουργό".
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις ερωτικές επιλογές του Ν.Κ., ούτε και νοείται να μας αφορούν, ωστόσο η επανειλημμένη αναφορά σ’ αυτές, και μάλιστα από στενό συνεργάτη του ίδιου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ή ο παραλληλισμός με τον δηλωμένα ομοφυλόφιλο αλλά προοδευτικό και επιτυχημένο δήμαρχο του Παρισιού, χρύσωσαν τη γνωστή, ξαναλέω, ιδεολογική ταυτότητα του Ν.Κ. και γέννησαν ίσως προσδοκίες για αναβάθμιση κτλ. της Αθήνας.
Όμως η ομοφυλοφιλία δεν είναι λ.χ. ιδεολογία, με θετικό αυτομάτως πρόσημο, και από την άποψη αυτή δεν μπορεί να λειτουργεί σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου αποκαθαίρονται αμαρτίες και αναγεννώνται ψυχές και συνειδήσεις. Και εν πάση περιπτώσει, τις ερωτικές επιλογές του Ν.Κ., όπως ξανάπα, δεν τις γνωρίζουμε και ούτε και μας αφορούν· την αναβάθμιση όμως της Αθήνας και του πολιτικού λόγου τη γνωρίσαμε, τη γνωρίζουμε, τη ζούμε. Αυτή μας αφορά.