Ο δικός μας πόλεμος
Τα Νέα, 21 Φεβρουαρίου 2009
Υπήρξε δηλαδή ποτέ γενιά που αποδέχτηκε, σαν κοινωνία και όχι ατομικά, τη γλώσσα, τα ρούχα, τα μαλλιά κτλ. των νέων;
Ώρα να μετρήσουμε τις δικές μας απώλειες, τις δικές μας, όχι υλικές, αλλά τις άλλες, τις μέσα σπασμένες βιτρίνες, παναπεί ιδέες, στάσεις, συνειδήσεις
το πλήρες κείμενο:
Δύο μήνες από τον ταραγμένο Δεκέμβρη δεν είναι νωρίς για μια πρόχειρη σούμα, μερικές σκέψεις που θα μπορούσαμε να τις κρατήσουμε σε μιαν άκρη, γιατί έχουμε δρόμο πολύ ακόμα.
Για τον Δεκέμβρη γράψαμε και ξαναγράψαμε, έγραψα και ξανάγραψα (α, β, γ, δ), ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά στον αντικατοπτρισμό των ταραχών στον δικό μας μικρόκοσμο ειδικότερα, την κοινωνία των διανοουμένων εννοώ, όπου εύλογα μεταφέρθηκαν οι κραδασμοί του ευρύτερου κοινωνικού χώρου.
1. Τα όνειρά σου μην τα λες, γιατί μια μέρα κρύα
μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθουν στην εξουσία
Εν αρχή ην ο λόγος των τριών συγγραφέων, με αφορμή τη «βίαιη διακοπή» της πρεμιέρας του Εθνικού, λόγος καταγγελτικός των «ενοχικών μεσηλίκων» που επέμεναν να αφουγκραστούν «τα μηνύματα της ανομίας...»
Βέβαια, πιο αρχή ακόμα ήταν η δολοφονία του 15χρονου μαθητή από όργανο της πολιτείας. Κι όμως, αυτό πολύ συχνά δεν μνημονεύτηκε καν, από τη στενά συντεχνιακή διαμαρτυρία του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου για τον εμπρησμό βιβλιοπωλείων (που συνάντησε αντιδράσεις και στον ίδιο τον εκδοτικό χώρο, ενώ βρήκε απέναντί της τη δήλωση του προέδρου της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, ότι «δεν είναι ακόμα ώρα να μιλήσουμε για ζημιές, τώρα σκοτώθηκε ένα παιδί») έως πρόσφατες αναλύσεις από σημαίνοντα στελέχη της ανανεωτικής πτέρυγας του Συνασπισμού! Και η μνεία δεν είναι απαιτητέα για μνημόσυνο λόγου χάρη, ούτε κυρίως για συμψηφισμό, αλλά για τη στοιχειώδη ιστορικότητα που δεν νοείται να απουσιάζει από την όποια προσέγγιση και ανάλυση.
Είχαμε έτσι λόγο ψυχαναλυτικό: «ενοχικοί μεσήλικοι» (μαζί και ηθοπλαστικό: «μηνύματα της ανομίας») στη θέση του πολιτικού λόγου.
Θεωρήθηκε μέγα εύρημα το περί «ενοχικών μεσηλίκων», το ανέλυσε μάλιστα παραπέρα, επί δύο επιφυλλίδες, ένας από τους τρεις συγγραφείς –χωρίς ενδεχομένως να σκεφτεί πόσο εύκολα μπορούσε να του / να τους επιστραφεί ο χαρακτηρισμός.* Και επανήλθε και δεύτερος από τους τρεις. Ο οποίος μίλησε για την «ενοχική παιδαγωγική» που «οδήγησε αρκετούς [γονείς] σε προβληματικές σχέσεις με τα παιδιά τους, και –ακόμη χειρότερο– εκείνα σε προβληματικές σχέσεις με τους εαυτούς τους αλλά και την κοινωνία» κτλ.
Σε ανάλογο ψυχαναλυτικό ντιβάνι μάς ξάπλωσε, στο Διαβάζω, και άλλος συγγραφέας, δυστυχώς νεότερος των τριών –αν έχει άλλη σημασία αυτό απ’ το να κάνει οδυνηρότερη την έκπληξη. Ιδού το νέο, συλλογικό ψυχογράφημα:
«Οι πιο λαύροι θιασώτες της άποψης “να ακούσουμε τα παιδιά” [...] είναι κάτι πενηντάρηδες συν πλην, αιώνιοι έφηβοι που για διάφορους λόγους δεν τόλμησαν ή δεν θέλησαν να κάνουν παιδιά». Από κοντά και άλλοι που έκαναν παιδιά αλλά νωρίς, και «υπήρξαν ανεπαρκείς, αόρατοι, άφαντοι όταν τα παιδιά τούς χρειάστηκαν. Δεν τους στάθηκαν πραγματικά, δεν τους μίλησαν, δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους»!
Πάντως καλύτερα, γιατρέ μου, που για διάφορους λόγους (θα μας τους πουν οσονούπω κι αυτούς) δεν κάναμε μερικοί παιδιά, παρά σαν τους άλλους, πάτερ μου, που τα έκαναν νωρίς και «δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους».
2. Συμπλεγματικοί μεσήλικοι;
Ας αφήσουμε όμως τ’ αστεία, που είναι εξόχως τραγικά. Μία μόνο παρατήρηση:
Αν δεν μας βοηθάει η ιστορική γνώση, που μας δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο, με πλήθος μαρτυρίες δηλαδή, άρα και με τον πιο πειστικό –θα έπρεπε– τρόπο τον αδιατάραχτο ανά τους αιώνες θρήνο για την έκπτωση αξιών, για τον εκφυλισμό των νέων, όπως και για το θάνατο της γλώσσας, της κοινωνίας, του έθνους, θρήνο κωμικά πανομοιότυπο και από σοβαρά χείλη και σοβαρές πένες όσο και από τηλεοπτικές εκπομπές «κοινωνικής κριτικής»,
αν, λέω, δεν μας βοηθάει η ιστορική γνώση, σε τίποτα επιτέλους δεν μπορεί να μας χρησιμέψει η δική μας εμπειρία, τα χτεσινά βιώματά μας, όταν δηλαδή ήμασταν εμείς το αντικείμενο κριτικής, η ζωντανή απόδειξη, υποτίθεται, της αποχαυνωμένης και φαύλης νεολαίας, όταν π.χ. ακούγαμε –τίποτα σοβαρό δεν θα πω εδώ, δεν έχει νόημα– για τα «σημερινά παιδιά που δεν σηκώνονται στο λεωφορείο, να δώσουν τη θέση τους στους ηλικιωμένους»;
Αμνήμονες τόσο αποκλείεται να είμαστε, ούτε αδαείς. Πώς τότε αναπαράγουμε απαράλλαχτα και μονότονα τον ίδιο απαξιωτικό και καταγγελτικό λόγο για τα πάντα, από την «ανυπαρξία ιδεολογίας» και το «έλλειμμα ηθικών αξιών» ώς την «πενόμενη» γλώσσα, ή τα ρούχα και τα μαλλιά των νέων;
Φοβούμαι τότε –και καταφεύγω στην ίδια κοινωνιολογίζουσα ψυχαναλυτική γλώσσα– πως πρόκειται απλώς για άρνηση εκχώρησης της εξουσίας. Για άρνηση να αποδεχτούμε, να κατανοήσουμε καν, οτιδήποτε δεν εκπορεύεται από εμάς, και ίσα ίσα μας έρχεται, απειλητικό όντως ή έτσι συχνά νομίζουμε, από τα κάτω, από τους νεότερούς μας, από τους νέους, απ’ τα παιδιά, απ’ τα παιδιά μας.
Πόσο μάλλον όταν αυτό που έρχεται από τα κάτω είναι εφ’ όλης της ύλης, όπως ξανάπαμε, ριζική αμφισβήτηση. Άναρθρη ενδεχομένως, γι’ αυτό και πιο απειλητική.
Έτσι, αν κάποιοι είναι ή είμαστε ενοχικοί μεσήλικοι, τίτλος τιμής εντέλει, από την άλλη μπάντα στέκονται, όχι τώρα, πάντα, και συμπλεγματικοί μεσήλικοι, που ζουν, πολύ συχνά ασύνειδα, με τον εφιάλτη της καρέκλας που θα τους την τραβήξουν ξαφνικά, εκεί που νόμισαν πως καλοκάθονται, με τη σειρά τους πια, άρχοντες-κύριοι της εποχής τους.
3. Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Αρκετά όμως, φτάνει για την ώρα, στο κάτω κάτω δεν είναι εύκολο να βλέπεις να φυραίνει η γενιά σου, να ξεμακραίνουν κι άλλοι, γνωστοί ή και φίλοι, και το χειρότερο ακόμα να ξεφτάει ο όποιος προβληματισμός, να γίνεται σχολιάκι, σπόντα, ανθυποσπόντα –δεν πάει, δεν πάω άλλο: αυτό είναι πια μαζοχισμός.
Τελευταίες εγγραφές, μικρή επιλογή από τη χτεσινή Κυριακή (η επιφυλλίδα γράφεται Δευτέρα), μετά το σκίζουμε το ημερολόγιο, κομματάκια και τα σκορπάμε –στα κομμάτια.
Χτες λοιπόν, ο κοσμικογράφος της Ελευθεροτυπίας, ντοκτορούχος αυτός στη σπόντα, για έκθεση σε γκαλερί θα γράψει και θα το πάει στη Ρεπούση και στη Σμύρνη, έτσι και τώρα, γράφοντας για κάποιο σίριαλ, μεγαλουργεί παρεμπιπτόντως: «είναι κοινή πεποίθηση η αφελής ιδέα πως οι εικοσάρηδες νιώθουν δήθεν μεγάλη οργή για τα πάντα διότι τους στερούν το όνειρο!»
Ενώ αποστομωτική η ευθυμογραφική-σχολιογραφική σελίδα του Βήματος, που βαρέθηκε κι αυτή: «Βαρεθήκαμε τόσον καιρό να ακούμε για την εξέγερση του Δεκεμβρίου και τους εξεγερμένους. Να ρωτήσω, αν μου επιτρέπετε, πού έχουν πάει τώρα όλοι αυτοί οι εξεγερμένοι;»
Ε, δεν χρειάζεται τόση αγωνία –ούτε και πολλή σοφία: για ανεφοδιασμό έχουν πάει, μαζεύουν πέτρες, κοτρόνες, από αυτές που αφειδώς τους προσφέρουμε εμείς.
ΥΓ. Και μετά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, θα ξαναμιλήσουμε, θα μιλάμε για καιρό γι’ αυτό τον ταραγμένο Δεκέμβρη, ο καθένας με τον τρόπο του εννοείται. Για την ώρα δεν έχει νόημα να ανακυκλώνουμε τα ίδια: πολλά ειπώθηκαν, πολλά γράφτηκαν, όλα εν θερμώ, αναπόφευκτα. Για την ώρα μετράμε, ας μετρήσουμε, τις δικές μας απώλειες, τις δικές μας, όχι υλικές, αλλά τις άλλες, τις μέσα σπασμένες βιτρίνες, παναπεί ιδέες, στάσεις, συνειδήσεις, έτσι, σε τέτοια έκταση που διχαστήκαμε. Γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, ήταν ο δικός μας πόλεμος αυτός, όχι στη Σερβία, όχι στο Ιράκ, όχι στη Γάζα –εδώ. Μικρογραφία, καρικατούρα, δεν έχει σημασία, αυτός ήταν, πόλεμος ήταν. Και δεν εννοώ τις ταραχές στους δρόμους, την εξέγερση, ή όπως αλλιώς ονομαστεί, των νέων: αυτή απλώς πυροδότησε, ή ξεμπρόστιασε και ανέδειξε δικές μας, ουσιαστικές συγκρούσεις και διαφορές.
Ας τις αναγνωρίσουμε τουλάχιστον, για να πάμε παρακάτω μετά. Αυτή είναι η πρόκληση. Και ο μόνος τρόπος, ο μόνος δρόμος, σε μια κοινωνία, μακάρι των πολιτών.
* Θα μπορούσε δηλαδή κανείς, χρησιμοποιώντας την ίδια, αδιέξοδη εδώ, ψυχοκοινωνιολογική γλώσσα, να μιλήσει και για ενοχές που οφείλονται –και δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αυτό– σ’ ένα αριστερό παρελθόν, το οποίο ξορκίζουν οι «ενοχικοί μεσήλικοι» αυτής πλέον της κατηγορίας, ενοχές για το παρελθόν καθαυτό, κάποτε, όχι σπάνια, και για την αποκήρυξή του. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η βαναυσότητα και/ή η απαξίωση που χαρακτηρίζει τον καταγγελτικό ή σωφρονιστικό λόγο τους, αλλά και την προβολή γενικότερα των θέσεών τους, καθώς νιώθουν υποχρεωμένοι να αιτιολογούν συνέχεια, απέναντι στους άλλους αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό, την ορθότητα της μεταστροφής, και παράλληλα να λογοδοτούν συνέχεια για την ύπαρξη αυτού του «αμαρτωλού» παρελθόντος.
Υπήρξε δηλαδή ποτέ γενιά που αποδέχτηκε, σαν κοινωνία και όχι ατομικά, τη γλώσσα, τα ρούχα, τα μαλλιά κτλ. των νέων;
Ώρα να μετρήσουμε τις δικές μας απώλειες, τις δικές μας, όχι υλικές, αλλά τις άλλες, τις μέσα σπασμένες βιτρίνες, παναπεί ιδέες, στάσεις, συνειδήσεις
το πλήρες κείμενο:
Δύο μήνες από τον ταραγμένο Δεκέμβρη δεν είναι νωρίς για μια πρόχειρη σούμα, μερικές σκέψεις που θα μπορούσαμε να τις κρατήσουμε σε μιαν άκρη, γιατί έχουμε δρόμο πολύ ακόμα.
Για τον Δεκέμβρη γράψαμε και ξαναγράψαμε, έγραψα και ξανάγραψα (α, β, γ, δ), ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά στον αντικατοπτρισμό των ταραχών στον δικό μας μικρόκοσμο ειδικότερα, την κοινωνία των διανοουμένων εννοώ, όπου εύλογα μεταφέρθηκαν οι κραδασμοί του ευρύτερου κοινωνικού χώρου.
1. Τα όνειρά σου μην τα λες, γιατί μια μέρα κρύα
μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθουν στην εξουσία
Εν αρχή ην ο λόγος των τριών συγγραφέων, με αφορμή τη «βίαιη διακοπή» της πρεμιέρας του Εθνικού, λόγος καταγγελτικός των «ενοχικών μεσηλίκων» που επέμεναν να αφουγκραστούν «τα μηνύματα της ανομίας...»
Βέβαια, πιο αρχή ακόμα ήταν η δολοφονία του 15χρονου μαθητή από όργανο της πολιτείας. Κι όμως, αυτό πολύ συχνά δεν μνημονεύτηκε καν, από τη στενά συντεχνιακή διαμαρτυρία του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου για τον εμπρησμό βιβλιοπωλείων (που συνάντησε αντιδράσεις και στον ίδιο τον εκδοτικό χώρο, ενώ βρήκε απέναντί της τη δήλωση του προέδρου της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, ότι «δεν είναι ακόμα ώρα να μιλήσουμε για ζημιές, τώρα σκοτώθηκε ένα παιδί») έως πρόσφατες αναλύσεις από σημαίνοντα στελέχη της ανανεωτικής πτέρυγας του Συνασπισμού! Και η μνεία δεν είναι απαιτητέα για μνημόσυνο λόγου χάρη, ούτε κυρίως για συμψηφισμό, αλλά για τη στοιχειώδη ιστορικότητα που δεν νοείται να απουσιάζει από την όποια προσέγγιση και ανάλυση.
Είχαμε έτσι λόγο ψυχαναλυτικό: «ενοχικοί μεσήλικοι» (μαζί και ηθοπλαστικό: «μηνύματα της ανομίας») στη θέση του πολιτικού λόγου.
Θεωρήθηκε μέγα εύρημα το περί «ενοχικών μεσηλίκων», το ανέλυσε μάλιστα παραπέρα, επί δύο επιφυλλίδες, ένας από τους τρεις συγγραφείς –χωρίς ενδεχομένως να σκεφτεί πόσο εύκολα μπορούσε να του / να τους επιστραφεί ο χαρακτηρισμός.* Και επανήλθε και δεύτερος από τους τρεις. Ο οποίος μίλησε για την «ενοχική παιδαγωγική» που «οδήγησε αρκετούς [γονείς] σε προβληματικές σχέσεις με τα παιδιά τους, και –ακόμη χειρότερο– εκείνα σε προβληματικές σχέσεις με τους εαυτούς τους αλλά και την κοινωνία» κτλ.
Σε ανάλογο ψυχαναλυτικό ντιβάνι μάς ξάπλωσε, στο Διαβάζω, και άλλος συγγραφέας, δυστυχώς νεότερος των τριών –αν έχει άλλη σημασία αυτό απ’ το να κάνει οδυνηρότερη την έκπληξη. Ιδού το νέο, συλλογικό ψυχογράφημα:
«Οι πιο λαύροι θιασώτες της άποψης “να ακούσουμε τα παιδιά” [...] είναι κάτι πενηντάρηδες συν πλην, αιώνιοι έφηβοι που για διάφορους λόγους δεν τόλμησαν ή δεν θέλησαν να κάνουν παιδιά». Από κοντά και άλλοι που έκαναν παιδιά αλλά νωρίς, και «υπήρξαν ανεπαρκείς, αόρατοι, άφαντοι όταν τα παιδιά τούς χρειάστηκαν. Δεν τους στάθηκαν πραγματικά, δεν τους μίλησαν, δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους»!
Πάντως καλύτερα, γιατρέ μου, που για διάφορους λόγους (θα μας τους πουν οσονούπω κι αυτούς) δεν κάναμε μερικοί παιδιά, παρά σαν τους άλλους, πάτερ μου, που τα έκαναν νωρίς και «δεν τους έδωσαν άξονες ζωής, ηθικό κέντρο στην ύπαρξή τους».
2. Συμπλεγματικοί μεσήλικοι;
Ας αφήσουμε όμως τ’ αστεία, που είναι εξόχως τραγικά. Μία μόνο παρατήρηση:
Αν δεν μας βοηθάει η ιστορική γνώση, που μας δείχνει με τον πιο παραστατικό τρόπο, με πλήθος μαρτυρίες δηλαδή, άρα και με τον πιο πειστικό –θα έπρεπε– τρόπο τον αδιατάραχτο ανά τους αιώνες θρήνο για την έκπτωση αξιών, για τον εκφυλισμό των νέων, όπως και για το θάνατο της γλώσσας, της κοινωνίας, του έθνους, θρήνο κωμικά πανομοιότυπο και από σοβαρά χείλη και σοβαρές πένες όσο και από τηλεοπτικές εκπομπές «κοινωνικής κριτικής»,
αν, λέω, δεν μας βοηθάει η ιστορική γνώση, σε τίποτα επιτέλους δεν μπορεί να μας χρησιμέψει η δική μας εμπειρία, τα χτεσινά βιώματά μας, όταν δηλαδή ήμασταν εμείς το αντικείμενο κριτικής, η ζωντανή απόδειξη, υποτίθεται, της αποχαυνωμένης και φαύλης νεολαίας, όταν π.χ. ακούγαμε –τίποτα σοβαρό δεν θα πω εδώ, δεν έχει νόημα– για τα «σημερινά παιδιά που δεν σηκώνονται στο λεωφορείο, να δώσουν τη θέση τους στους ηλικιωμένους»;
Αμνήμονες τόσο αποκλείεται να είμαστε, ούτε αδαείς. Πώς τότε αναπαράγουμε απαράλλαχτα και μονότονα τον ίδιο απαξιωτικό και καταγγελτικό λόγο για τα πάντα, από την «ανυπαρξία ιδεολογίας» και το «έλλειμμα ηθικών αξιών» ώς την «πενόμενη» γλώσσα, ή τα ρούχα και τα μαλλιά των νέων;
Φοβούμαι τότε –και καταφεύγω στην ίδια κοινωνιολογίζουσα ψυχαναλυτική γλώσσα– πως πρόκειται απλώς για άρνηση εκχώρησης της εξουσίας. Για άρνηση να αποδεχτούμε, να κατανοήσουμε καν, οτιδήποτε δεν εκπορεύεται από εμάς, και ίσα ίσα μας έρχεται, απειλητικό όντως ή έτσι συχνά νομίζουμε, από τα κάτω, από τους νεότερούς μας, από τους νέους, απ’ τα παιδιά, απ’ τα παιδιά μας.
Πόσο μάλλον όταν αυτό που έρχεται από τα κάτω είναι εφ’ όλης της ύλης, όπως ξανάπαμε, ριζική αμφισβήτηση. Άναρθρη ενδεχομένως, γι’ αυτό και πιο απειλητική.
Έτσι, αν κάποιοι είναι ή είμαστε ενοχικοί μεσήλικοι, τίτλος τιμής εντέλει, από την άλλη μπάντα στέκονται, όχι τώρα, πάντα, και συμπλεγματικοί μεσήλικοι, που ζουν, πολύ συχνά ασύνειδα, με τον εφιάλτη της καρέκλας που θα τους την τραβήξουν ξαφνικά, εκεί που νόμισαν πως καλοκάθονται, με τη σειρά τους πια, άρχοντες-κύριοι της εποχής τους.
3. Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Αρκετά όμως, φτάνει για την ώρα, στο κάτω κάτω δεν είναι εύκολο να βλέπεις να φυραίνει η γενιά σου, να ξεμακραίνουν κι άλλοι, γνωστοί ή και φίλοι, και το χειρότερο ακόμα να ξεφτάει ο όποιος προβληματισμός, να γίνεται σχολιάκι, σπόντα, ανθυποσπόντα –δεν πάει, δεν πάω άλλο: αυτό είναι πια μαζοχισμός.
Τελευταίες εγγραφές, μικρή επιλογή από τη χτεσινή Κυριακή (η επιφυλλίδα γράφεται Δευτέρα), μετά το σκίζουμε το ημερολόγιο, κομματάκια και τα σκορπάμε –στα κομμάτια.
Χτες λοιπόν, ο κοσμικογράφος της Ελευθεροτυπίας, ντοκτορούχος αυτός στη σπόντα, για έκθεση σε γκαλερί θα γράψει και θα το πάει στη Ρεπούση και στη Σμύρνη, έτσι και τώρα, γράφοντας για κάποιο σίριαλ, μεγαλουργεί παρεμπιπτόντως: «είναι κοινή πεποίθηση η αφελής ιδέα πως οι εικοσάρηδες νιώθουν δήθεν μεγάλη οργή για τα πάντα διότι τους στερούν το όνειρο!»
Ενώ αποστομωτική η ευθυμογραφική-σχολιογραφική σελίδα του Βήματος, που βαρέθηκε κι αυτή: «Βαρεθήκαμε τόσον καιρό να ακούμε για την εξέγερση του Δεκεμβρίου και τους εξεγερμένους. Να ρωτήσω, αν μου επιτρέπετε, πού έχουν πάει τώρα όλοι αυτοί οι εξεγερμένοι;»
Ε, δεν χρειάζεται τόση αγωνία –ούτε και πολλή σοφία: για ανεφοδιασμό έχουν πάει, μαζεύουν πέτρες, κοτρόνες, από αυτές που αφειδώς τους προσφέρουμε εμείς.
ΥΓ. Και μετά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, θα ξαναμιλήσουμε, θα μιλάμε για καιρό γι’ αυτό τον ταραγμένο Δεκέμβρη, ο καθένας με τον τρόπο του εννοείται. Για την ώρα δεν έχει νόημα να ανακυκλώνουμε τα ίδια: πολλά ειπώθηκαν, πολλά γράφτηκαν, όλα εν θερμώ, αναπόφευκτα. Για την ώρα μετράμε, ας μετρήσουμε, τις δικές μας απώλειες, τις δικές μας, όχι υλικές, αλλά τις άλλες, τις μέσα σπασμένες βιτρίνες, παναπεί ιδέες, στάσεις, συνειδήσεις, έτσι, σε τέτοια έκταση που διχαστήκαμε. Γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, ήταν ο δικός μας πόλεμος αυτός, όχι στη Σερβία, όχι στο Ιράκ, όχι στη Γάζα –εδώ. Μικρογραφία, καρικατούρα, δεν έχει σημασία, αυτός ήταν, πόλεμος ήταν. Και δεν εννοώ τις ταραχές στους δρόμους, την εξέγερση, ή όπως αλλιώς ονομαστεί, των νέων: αυτή απλώς πυροδότησε, ή ξεμπρόστιασε και ανέδειξε δικές μας, ουσιαστικές συγκρούσεις και διαφορές.
Ας τις αναγνωρίσουμε τουλάχιστον, για να πάμε παρακάτω μετά. Αυτή είναι η πρόκληση. Και ο μόνος τρόπος, ο μόνος δρόμος, σε μια κοινωνία, μακάρι των πολιτών.
* Θα μπορούσε δηλαδή κανείς, χρησιμοποιώντας την ίδια, αδιέξοδη εδώ, ψυχοκοινωνιολογική γλώσσα, να μιλήσει και για ενοχές που οφείλονται –και δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αυτό– σ’ ένα αριστερό παρελθόν, το οποίο ξορκίζουν οι «ενοχικοί μεσήλικοι» αυτής πλέον της κατηγορίας, ενοχές για το παρελθόν καθαυτό, κάποτε, όχι σπάνια, και για την αποκήρυξή του. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η βαναυσότητα και/ή η απαξίωση που χαρακτηρίζει τον καταγγελτικό ή σωφρονιστικό λόγο τους, αλλά και την προβολή γενικότερα των θέσεών τους, καθώς νιώθουν υποχρεωμένοι να αιτιολογούν συνέχεια, απέναντι στους άλλους αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό, την ορθότητα της μεταστροφής, και παράλληλα να λογοδοτούν συνέχεια για την ύπαρξη αυτού του «αμαρτωλού» παρελθόντος.