16. Νοστράδαμος ή από το γραφικό στο επικίνδυνο
Τα Νέα, 23 Οκτωβρίου 1999
Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε η επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας από το ΕΛΙΑ, με επιστημονική επιμέλεια του Μ. Ζ. Κοπιδάκη. Και λίγες μέρες πριν από την κυκλοφορία της είδαμε στον ημερήσιο τύπο μιαν απρόσμενη μα οπωσδήποτε καλόδεχτη δημοσιογραφική παρουσίαση γιγαντιαίων διαστάσεων (π.χ. τέσσερις σελίδες στα Νέα της 27ης Σεπτεμβρίου και δύο σελίδες στο Βήμα της Κυριακής 3 Οκτωβρίου), στοιχείο που το δικαιολογεί το φιλόδοξο και πολλά υποσχόμενο εκδοτικό εγχείρημα. Στην προβολή πλειοδότησε η Καθημερινή, με το ένθετο της κυριακάτικης έκδοσης της 3ης Οκτωβρίου Η Ελληνική Γλώσσα.
διαβάστε τη συνέχεια...
Το κυρίως σώμα του αφιερώματος «είναι προϊόν επανεπεξεργασίας επιλεγμένων κομματιών» από τον τόμο που δεν είχε ακόμα εκδοθεί (ευσύνοπτα κείμενα για την αρχαιοελληνική και ελληνιστική περίοδο από τον Μ. Ζ. Κοπιδάκη, τη βυζαντινή από την Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, τη μεσαιωνική από τον Χαρ. Συμεωνίδη, και τη νεοελληνική από τον Πήτερ Μάκριτζ). Και «το αφιέρωμα [το] ολοκληρώνουν» τρία κείμενα γραμμένα ειδικά για το αφιέρωμα: σχετικά με «την επιστήμη της γλωσσολογίας στον τόπο μας», με «τα προβλήματα στη νεοελληνική μετάφραση του αρχαιοελληνικού λόγου», και με «το θέμα γλώσσα –και– ταυτότητα, γύρω από το οποίο συνεχώς ορθώνονται και καταργούνται αντιπαλότητες και συναινέσεις της νεοελληνικής μας πνευματικής –και όχι μόνο– πραγματικότητας». Συντάκτες: Γ. Μπαμπινιώτης, Στέλιος Ράμφος και Χρ. Γιανναράς. Με αυτή την απαραίτητη για την «ολοκλήρωση» προσθήκη γίνεται σαφές το ιδεολογικό στίγμα του αφιερώματος, και ουδείς ψόγος μπορεί να υπάρξει γι’ αυτό. Θα σημείωνα ωστόσο καταρχήν ένα ερωτηματικό για το αν έχει θέση στο συγκεκριμένο αφιέρωμα το κείμενο του Στέλιου Ράμφου –άσχετα καλό ή κακό–, ένα κείμενο για την αποτυχημένη, κατά τον συντάκτη, απόδοση της Σαπφώς από τον Οδυσσέα Ελύτη.
Μεγαλύτερο όμως είναι το ερωτηματικό που αφορά την επιλογή του κειμένου του Χρ. Γιανναρά, καθώς επιστέφει ένα αφιέρωμα «ιστορικού» χαρακτήρα, και λέει έτσι τον τελευταίο λόγο για την πορεία της ελληνικής γλώσσας –ένα κείμενο καθαρά ιδεολογικό και σε μορφή μανιφέστου. Τίτλος του: «Απέσβετο και λάλον ύδωρ;» Θα κατάλαβε τώρα ο αναγνώστης: πάει, πέθανε η ελληνική γλώσσα. Δηλαδή, το παλιό, γνωστό κείμενο με το οποίο σιτίζει εδώ και χρόνια το κοινό του ο κ. Γιανναράς.
Το θέμα μοιάζει απλό και η συζήτηση άνευ λόγου: μια εφημερίδα με δηλωμένη πολιτική τοποθέτηση (μολονότι, οφείλω να το υπογραμμίσω, πολύ πιο προοδευτική από πολλές κατ’ όνομα ή κατά τεκμήριο προοδευτικές εφημερίδες) επιλέγει αναλόγως τους δικούς της συνεργάτες, και αυτών βεβαίως τις απόψεις προβάλλει. Απλούστατο.
Αξίζει όμως η επισήμανση, επειδή το κείμενο του κ. Γιανναρά αποτελεί τυπικότατο δείγμα της εσχατολογίας που αναπαράγεται σταθερά σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της γλώσσας. Το φαινόμενο το είδαμε και παλαιότερα εδώ, με αφορμή ένα κείμενο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και παραδείγματα από τον έλεγχο της γλώσσας των Ευαγγελίων, την οποία στηλίτευαν οι αττικιστές του 2ου αιώνα μ.Χ. Και μπορούμε να το δούμε, με μαθηματική ακρίβεια, σε κάθε περίοδο, σε κάθε φάση, κάθε στιγμή. Ο εξουσιαστικός λόγος και η αλαζονεία της γνώσης σταθμεύουν επί μακρόν σε λάθη, τα απομονώνουν και τα μεγεθύνουν, και μέσα από την εμπειρική και αποσπασματική παρατήρηση υπογράφουν την «αποπτώχευση» και τον «εκφυλισμό» της γλώσσας. Κανένας δεν καταδέχεται να σκεφτεί πώς μπορεί να φτωχαίνει και να εκφυλίζεται συστηματικά επί αιώνες ολόκληρους ή χιλιετίες μια γλώσσα, και σαν τι να φτάνει τότε ώς τις δικές του μέρες, για να φτωχύνει, πόσο ακόμα, ποιο λείψανο ή ανάμνηση πλέον γλώσσας. Ή αλλιώς: σε ποια γλώσσα, εκφυλιζόμενη επί αιώνες και συνεπώς εκφυλισμένη από αιώνες, διανοείται και γράφει ο ίδιος, έστω και μόνο για να επιβεβαιώσει εντέλει τον περαιτέρω εκφυλισμό της.
Αυτήν τη μακρά αλληλουχία αντιφάσεων και χονδροειδών παραβιάσεων κάθε στοιχειώδους λογικής, πόσο μάλλον επιστημονικής σκέψης και λόγου, πίστεψε από καιρό πως τη διέρρηξε ο κ. Γιανναράς. Μας διαβεβαίωσε ότι πέθανε η ελληνική γλώσσα, όπως και το έθνος: «Finis Graeciae» τιτλοφορούσε κάποιο άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα, όπως σημείωνα και παλαιότερα, αλλά μου είχε διαφύγει το σοβαρότερο: ότι δεν περιορίστηκε στο άρθρο, παρά έδωσε τον τίτλο αυτό σε συλλογή άρθρων του που κυκλοφόρησε το 1987 (ενώ το ίδιο άρθρο το αναδημοσιεύει έκτοτε σε διαφορετικές συλλογές κειμένων του, με τελευταία που έχω υπόψη μου το 1991: Ανθολόγημα τεχνημάτων του Χρήστου Γιανναρά, β΄ έκδ., Καστανιώτης).
Πάλι, ωστόσο, θα ρωτούσε κανείς, με ποια γλώσσα και σε ποιο ακροατήριο απευθύνεται ο κ. Γιανναράς, εφόσον η ελληνική γλώσσα και το «θλιβερό» «ελλαδικό κρατίδιο» είναι, κατ’ αυτόν, νεκρά. Η εξήγηση του φαινομένου δίνεται από την Άννα Φραγκουδάκη (Γλώσσα και Ιδεολογία, Αθήνα 1987, σ. 259-60), με αφορμή ακριβώς το βιβλίο του κ. Γιανναρά: σε τέτοιες περιπτώσεις ο τιμητής εξαιρεί αυτομάτως τον εαυτό του από τη ζοφερή πραγματικότητα, την «μπόχα» και τα «κοράκια». Είναι, προσθέτω, το ανάλογο του κοινότατου: «εμείς οι Έλληνες...» ή «οι Νεοέλληνες...», που το λέμε με υποτιμητικό ύφος για όλους τους άλλους πλην ημών Έλληνες· ακόμη παραπέρα: το αντίστοιχο του γνωστού αντιδραστικού λόγου: «όλοι οι πολιτικοί τα ίδια είναι, κλέφτες» κτλ., που εκφέρεται με τον φυσικότερο τρόπο από τον ίδιο που κάνει, ως γνωστόν, «κλέφτες» τους πολιτικούς, λαδώνοντάς τους, τον ίδιο που σου κλέβει τη θέση στην ουρά και στο παρκάρισμα, που κάνει γενικά όλα όσα χαρακτηρίζονται –όταν βεβαίως τα κάνουμε εμείς– «μαγκιά» και εξυπνάδα.
Φύγαμε μακριά. Η λύση για όλα αυτά βρίσκεται στο κείμενο του Χρήστου Γιανναρά. Αντιγράφω: «Τίμια λύση θα ήταν να θεσπίσουμε ως επίσημη γλώσσα του κράτους μας τα αγγλικά. [...] Με τα αγγλικά θα γίνουμε μια συνεπής Σιγκαπούρη, αφού αυτό θέλουμε και δεν το μολογάμε εκατόν εβδομήντα χρόνια τώρα».
Τίμια στάση θα ήταν για έναν απλώς σκεπτόμενο άνθρωπο, πόσο μάλλον ακαδημαϊκό δάσκαλο, να προσκομίσει μισό επιχείρημα που να στηρίζει τον ναρκισσιστικό και προκλητικό λόγο του, κυρίως όταν τον ανακυκλώνει σταθερά τόσα χρόνια, άρα με πεποίθηση που πρέπει να ’χει γίνει πλέον τεκμηριωμένη βεβαιότητα. Θα χρειαστεί να συνεχίσω.