26/2/07

H γενναιοδωρία των σοφών (B') [για την επιμέλεια εκδόσεων, 5]

Τα Νέα, 12 Ιουλίου 2003

Με τον επιμελητή της έκδοσης του Ελύτη να προβληματίζεται αν η Παντέρμη του Λόρκα λούζει το κορμί της στο χελιδονονερό ή πιάνει και λούζει το χελιδονονερό έμεινε στη μέση η τελευταία επιφυλλίδα για την τυπογραφική επιμέλεια.

διαβάστε τη συνέχεια...

Καθυστερώ λίγο ακόμα στην εικόνα αυτή, έτσι για να θυμηθούμε το θαυμαστό πάντρεμα του λυρισμού του Ελύτη με τον λυρισμό του Λόρκα, στη μετάφραση των τραγουδιών του Romancero Gitano, που σφραγίστηκε με την επίσης θαυμαστή μελοποίηση του Θεοδωράκη. Ανάμεσα στις δύο επιφυλλίδες αναζήτησα το ισπανικό πρωτότυπο:

Soledad, Μοναξιά, γράφει ο Λόρκα, lava tu cuerpo con agua de las alondras, πλύνε το κορμί σου με νερό κορυδαλλών, μεταφέρω κατά λέξη, και θυμίζω την έξοχη απόδοση του Ελύτη: Παντέρμη λούσε το κορμί σου / λούσ’ το χελιδονονερό

Όπου μια τόση δα οξεία, από απλή αβλεψία (λούσ’ τό χελιδονονερό), αλλάζει το νόημα και καταργεί το ποιητικό θαύμα.

Και μια εξοντωτικά ίσως σχολαστική περίπτωση, όπου ένα τίποτα πάλι, μια απόστροφος, μπορεί να αλλάξει έναν ρηματικό τύπο, τη γλώσσα δηλαδή του ποιητή. Πάλι η Παντέρμη, που ιστορεί τον καημό της: μαύρη πίσσα γίνη’ η λινή μου πουκαμίσα / και μες στο σπίτι σαν τρελή σούρνω το ξέπλεκο μαλλί. Εδώ η απόστροφος στο γίνη σημαίνει έκθλιψη, που σημαίνει ότι ο ακέραιος τύπος είναι «γίνηκε». Αφού όμως η έκθλιψη θα γινόταν για λόγους ρυθμού, θα περιμέναμε: «γίνηκ’ η λινή μου πουκαμίσα», οπότε θα έλειπε και η χασμωδία, που με πάθος την απέφευγε ο ποιητής.

Πρέπει λοιπόν να συνυπολογίσει κανείς τον τύπο φωτίστη στην ίδια συλλογή (Μα τότε πια καμιά φωνή / μόνο φωτίστη ο ουρανός), αλλού το μου δόθη, το θολώθη, και τότε θα βεβαιωθεί ότι η γλώσσα του ποιητή δεν λέει εδώ: γίνηκε, αλλά: εγίνη –και ούτε καν: σκέτα γίνη, που ωστόσο απ’ το εγίνη ακριβώς κατάγεται. Έτσι, καταχρηστικά και εγώ, και για οπτικούς μάλλον λόγους, κατέληξα στο ’γίνη. Ώστε μια τόση δα απόστροφος, μπροστά ή πίσω, χωρίς να αλλάζει κατά τίποτα το ποιητικό αποτέλεσμα, αλλάζει, ελαφρότατα βεβαίως, τη γλώσσα του ποιητή.

Και η επίσης διορθωμένη από μένα αβλεψία που υπήρξε αφορμή για τις επιφυλλίδες αυτές, έπειτα από την παρέμβαση του Ανδρέα Μπελεζίνη: των γυναικών τα μάτια σκαραδαμύσανε, τυπωνόταν στο τυπικά πεζό Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και ο κ. Μπελεζίνης ασχολήθηκε διά μακρών, παλαιότερα και τώρα, για να δείξει πως είναι σκόπιμο λάθος του ποιητή, που επεκτείνει το -α-, για να ισορροπήσει, όπως πιστεύει, τον συμφωνισμό και τον φωνηεντισμό της λέξης, ή για να εμφανίσει ούτε λίγο ούτε πολύ τον Αδάμ («σκαρΑΔΑΜύσανε»), και τώρα διόρθωσα εγώ στο γραμματικά σωστό σκαρδαμύσανε.

Είναι όμως βασικός νόμος ότι δεν διορθώνουμε ποτέ σε ποιητικό έργο κατά τη γραμματική και μόνο, και έτσι δεν διορθώνονται στον Ελύτη άλλοι «εσφαλμένοι» τύποι, που μάλιστα υπηρετούν το ποιητικό μέτρο, όπως: [οι] ιχθείς, ακριτομύθια, εφηβαίο, ή και το μεγεθυμένο που είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, αντί για τα σωστά ιχθύες, ακριτομυθία, εφήβαιο και μεγεθυσμένο. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, δεν διορθώνονται ούτε τύποι από αυτούς που τελευταία, στη δική μας συνεργασία, τους διόρθωνε συστηματικά ο ποιητής: π.χ. οι «χιλιετηρίδες» (αντί για χιλιετίες, όταν πρόκειται για το διάστημα των χιλίων ετών και όχι για την επέτειο), μένουν αδιόρθωτες, παρόλο που, κατά την αίσθησή μου, δεν ευνοούν και τόσο το ρυθμό (Ετεροθαλή, σ. 348 και 350 στον τόμο Ποίηση):

Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
να φθείρεται και το μικρό
τριανταφυλλί που κάποτε
στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό
κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν’ ανασυντίθεται.


Και:

Χιλιετηρίδες ύστερα / που το νερό αναπήδησε

Τι οφείλει να συνεκτιμήσει λοιπόν ο επιμελητής, για να καταλήξει ότι είναι αβλεψία το «σκαραδαμύσανε», και μόνο τότε να διορθώσει: σκαρδαμύσανε; Ένας επιμελητής λοιπόν, και πολύ περισσότερο ένας κριτικός, όπως εδώ ο κ. Μπελεζίνης, με ολόκληρο πλέον το έργο του ποιητή μπροστά του, πρέπει να σκεφτεί πολλά και διάφορα, ουσιώδη και φαινομενικά επουσιώδη:

(α) Ότι ο Ελύτης από τη μια πλάθει λέξεις (από το παιγνιώδες τσιουτσίζω ώς το δραστικότερο ποιητικά ιουλίζω ή το σεντονίζω: σεντόνισε τη θλίψη σου), από την άλλη μεταφέρει, σκόπιμα ή από άγνοια, λάθη κοινά, σχεδόν καθιερωμένα (σαν κι αυτά που σημείωσα παραπάνω, ή το απ’ ανέκαθεν, που επίσης το διόρθωνε τελευταία ο ποιητής, παντού στα πεζά του, αλλά κατά περίπτωση –για λόγους ρυθμού– στην ποίησή του, όπως σημείωσα ήδη), ποτέ όμως δεν αλλοιώνει την εικόνα μιας λέξης. Δεν είναι νόμος βέβαια αυτό, αλλά και πάλι, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο:

(β) Πρέπει ο επιμελητής ή ο κριτικός να συνεκτιμήσει το πού και πότε (και πώς, βεβαίως) «παίζει» με τη γλώσσα και με τη φόρμα ο ποιητής. Εννοώ ότι με άλλα προαπαιτούμενα θα καθοδηγούνταν στην εργασία του αν είχε μπροστά του τον Ήλιο τον Πρώτο, με άλλα το Φωτόδεντρο, με άλλα τη Μαρία Νεφέλη, με άλλα το Ημερολόγιο κ.ο.κ.

(γ) Κυρίως όμως πρέπει να συνεκτιμήσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου τύπου στη συγκεκριμένη θέση, γιατί ένας τύπος είναι ενεργός ποιητικά όχι καθαυτόν αλλά στα συμφραζόμενά του: ας διαβάσουμε, καλύτερα μεγαλόφωνα: των γυναικών τα μάτια σκαραδαμύσανε, μια-δυο φορές, και τότε το παρέμβλητο -α- θα απαλειφόταν: σκαρδαμύσανε. Αλλά ακόμα και αν δεχτεί κανείς την άποψη Μπελεζίνη, ότι δηλαδή σκόπιμα παραλλάζει τη λέξη ο Ελύτης, θα είχαμε τον τύπο «σκαραδάμυσαν». Αυτό πια είναι καθαρό στον αναγνώστη της ποίησης του Ελύτη, που εύκολα αφουγκράζεται το ρυθμό της, χωρίς να του χρειάζονται μετρικές αναλύσεις (γιατί πάντως έχουμε ένα κατά βάση ιαμβικό μέτρο) ούτε η δική μου τάχα μαρτυρία από τη συνεργασία μας.

Ή σκαρδαμύσανε λοιπόν, ή «σκαραδάμυσαν», για να είναι κι ο όποιος Αδάμ (τι ιδέα κι αυτή!) στη θέση του· όχι όμως «σκαραδαμύσανε».

Τέτοια είναι η περιπέτεια της επιμέλειας, περιπέτεια συναρπαστική, ακόμα κι όταν χάνεται ανάμεσα σε μια απόστροφο, μια οξεία, ένα κόμμα, και κάποτε αυτοχειριάζεται. Ακόμα κι όταν σώζει δύο μόνο πράγματα, και χάνει ενδεχομένως ένα. Μέσα από αυτήν τη μικρολογιστική, πιστεύω ότι κερδισμένοι βγαίνουμε όλοι.


Σημείωση: Η πίστη του Α. Μπελεζίνη για το «σκαραδαμύσανε» βασίζεται και στο ότι ο ποιητής δεν διόρθωσε όσο ζούσε το λάθος, ενώ θα ’πρεπε να είχε διαβάσει σχετική επιφυλλίδα του. Δεν μπορώ να ξέρω αν είχε διαβάσει ο ποιητής την επιφυλλίδα του Α. Μπελεζίνη· ξέρω όμως, και ξέρει και ο Α. Μπελεζίνης, την εκδοτική πρακτική. Και προσωπικά δεν με ξενίζει ότι δεν διορθώθηκε ούτε αυτό το λάθος ούτε τα λάθη π.χ. στους στίχους του Δάντη στην ίδια συλλογή, έτσι όπως δεν διορθώνονται άλλα λάθη και στις άλλες συλλογές, με πρώτες πρώτες αυτές που επιμελήθηκα ο ίδιος.

Ή όπως δεν είχαν γίνει τρεις ουσιαστικές διορθώσεις, που τις σημείωνε ο ίδιος ο ποιητής. Με μία μάλιστα από αυτές διαφωνεί ο Α. Μπελεζίνης και μου καταλογίζει ότι επικαλούμαι «αορίστως» το προσωπικό αντίτυπο του ποιητή. Πόσο πιο συγκεκριμένος να γίνω; Η διόρθωση είναι στο αντίτυπο του ποιητή, το αντίτυπο είναι στο σπίτι του ποιητή, και εκεί είναι η κληρονόμος του ποιητή. Ας απευθυνθεί αρμοδίως ο κ. Μπελεζίνης.



Το τέλος του Αλέξανδρου

Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώθηκε ο αέρας.

Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

Από τ’ άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες.

Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρδαμύσανε.

Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.


(Οδυσσέας Ελύτης, από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου)



buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: