26/2/07

Ο άρχοντας των γραμμάτων

Τα Νέα, 26 Ιουλίου 2003

Ο Νάσος Δετζώρτζης, «από τους δασκάλους του επαγγέλματος και της τέχνης», «μας μεταδίδει ακόμα τη σοφία του», έγραφα εδώ τελευταία, και μάλλον παρεμπιπτόντως, στη σειρά επιφυλλίδων για την επιμέλεια εκδόσεων. Πριν ακόμα τελειώσω, ο Νάσος Δετζώρτζης μας αποχαιρέτησε.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ήταν ο τελευταίος λοιπόν χαιρετισμός που είχα θελήσει να του στείλω νοερά, ξέροντας πως εδώ και λίγον καιρό δεν μας μετέδιδε τη σοφία του στον επαγγελματικό χώρο –και πώς αλλιώς, υπερενενήντα ετών πλέον– αλλά μας μετέδιδε σοφία ζωής: αρνούμενος λόγου χάρη να δει παλιούς του συνεργάτες ή φίλους, για να μην τον δουν, τον ολόρθο, πεσμένο. Ο περήφανος, ο αξιοπρεπής, ο ευπατρίδης.

«Άρχοντας των γραμμάτων» απάντησα αμέσως σε φίλη δημοσιογράφο που με ρώτησε τι ακριβώς να γράψει: συγγραφέας; μεταφραστής; επιμελητής; Και όντως, αυτό ήταν ο ολιγογράφος αισθητής Δετζώρτζης –άρχοντας και στην εμφάνιση άλλωστε, στο ύφος, στο παράστημα, έτσι ψηλός, ολύμπιος, με το κεφάλι Δία.

Ολιγογράφος, είπα, που όμως γέμισε με τη δημιουργική του παρουσία τα γράμματα της εποχής μας, συγκέντρωσε –με αυστηρή, βεβαίως, επιλογή– πεζά, ποιήματα, τις μεταφράσεις Μπέκετ, μια μελέτη για τον Τέλλο Άγρα και μία για την Eroica του Κοσμά Πολίτη, ορισμένες συνεντεύξεις και έρευνές του, σε επτά κομψά τομίδια που τα σχεδίασε ο ίδιος, τελευταίο δείγμα της υψηλής αισθητικής του («Άπαντα τα ελάχιστα ευρισκόμενα», όπως τα ονόμασε, όλα στις εκδόσεις Γαβριηλίδη).

Και είπα «αισθητής», αλλά να μην ντραπώ να το πω: εστέτ. Κι ο χαρακτηρισμός αυτός, μαζί με τις μεταφράσεις Μπέκετ, με πάει ακριβώς 20 χρόνια πίσω, στην ευτυχή συνάντηση δύο κατεξοχήν εστέτ, Νάσου Δετζώρτζη και Λάζαρου Γεωργιάδη, του ιδρυτή της «Λέσχης του δίσκου», φευγάτου χρόνια τώρα –συνάντηση κατά τον ορισμό του Λωτρεαμόν, μου ’ρχεται να πω. Αναφέρομαι στις πρώτες μεταφράσεις Μπέκετ του Δετζώρτζη (ικαι Συντροφιά), που κυκλοφορούν από τη Λέσχη σχεδιασμένες, στοιχειοθετημένες και τυπωμένες από τον Λάζαρο –αυτές κι αν ήταν χειροποίητες εκδόσεις.

Διπλό δηλαδή το μνημόσυνο, κι ας γίνει τότε τριπλό, μαζί και για κείνον τον μικρό φωτεινό κομήτη με το όνομα Πόπη Βουτσινά –να δέσω έτσι και την ιστορία της σχέσης μου με τον Νάσο Δετζώρτζη, αυτήν που δίνει προσωπικό τόνο στην επιφυλλίδα, γιατί για τα άλλα, για το συγγραφικό έργο του Δετζώρτζη, θα μιλήσουν άλλοι, αρμόδιοι.

Τον Νάσο Δετζώρτζη τον πρωτογνώρισα, παρά κάτι εικοσάχρονος, το 1972, κατά τις προεργασίες για την έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Ελλάς-Μπριτάνικα, με την εμπνευσμένη διεύθυνση του Κώστα Τριανταφυλλίδη (πόσα μνημόσυνα πια!). Αλλά η ουσιαστικότερη σχέση και συνεργασία μας αρχίζει σε εξίσου σημαδιακές μέρες, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, όταν έρχεται προϊστάμενος στο αρτισύστατο τμήμα διορθωτών-ανασυντακτών του τότε ΕΙΡ, που μεταγράφει τις ειδήσεις στη δημοτική. Να μνημονεύσω τώρα όλη την παρέα, που μαζευτήκαμε λίγοι λίγοι, δεν θυμάμαι καλά τη σειρά, σίγουρα πρώτη η Ρηνιώ Μίσιου, έπειτα η Δώρα Κουλμανδά, έπειτα, νομίζω, η αφεντιά μου, ο Βασίλης Αγγελικόπουλος, ο Λαοκράτης Βάσης, ο Πέτρος Ευθυμίου, η Τζένη Μαστοράκη, τότε έρχεται προϊστάμενος ο Νάσος Δετζώρτζης, και τελευταία αυτή που έφυγε απ’ τη ζωή πρώτη πρώτη, βιαστικά, η Πόπη Βουτσινά: η «μικρή Αντιγόνη», όπως την είχε χαρακτηρίσει σε επιφυλλίδα του ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, για τη στάση της στο πειθαρχικό της σχολής της, απ’ όπου κατέληξε στην ΕΣΑ, το μικρόσωμο κορίτσι, με το γελαστό, όλο μάτια πρόσωπο και την μπάσα φωνή.

Πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, αποχουντοποίηση, στην κρατική τηλεόραση και στο κρατικό ραδιόφωνο (δεν υπήρχαν κι άλλα τότε), όπου ακόμα κυκλοφορούσαν χουνταίοι που οπλοφορούσαν, τα «κομμούνια», όπως μας χαρακτήριζαν, με το κονσερβοκούτι στην τσέπη, αντιμετωπίζαμε λυσσαλέα αντίδραση, υπονόμευση, υποβολιμαία δημοσιεύματα στον Τύπο, κανονικό σαμποτάζ (ειδήσεις που φεύγαν αδιόρθωτες ή με πλαστογραφημένη τη μονογραφή μας και δημιουργούσαν περίπου διπλωματικό επεισόδιο με τη Βρετανία, ή εθνικό θέμα με την Κύπρο και τον Μακάριο), κρίσεις υστερίας (η εκφωνήτρια που στρίγκλιζε επειδή είχαμε αφαιρέσει το τελικό -ν από το «ΔελτίοΝ ειδήσεων», και είπε από παραδρομή: «Δελτίο ειδήσεΩ», κι αυτό χωρίς -ν), τραμπουκισμούς (ο αρχισυντάκτης που ήταν έτοιμος να χειροδικήσει με τον Νάσο Δετζώρτζη, επειδή διορθώσαμε το «χιλιάδες τόνοι αβγών» σε «χιλιάδες τόνοι αβγά», και ωρυόταν: «δηλαδή εσείς λέτε “κατάστημα πωλήσεως αβγά”;»).

Αλλά, και μ’ όλα αυτά, περνούσαμε ωραία, και μαθαίναμε, πόσα μαθαίναμε, από τον σοφό Νάσο Δετζώρτζη («δεν μπορεί» έλεγε «να εκδημοτικιστεί το “παρεκάθισαν σε γεύμα” και να γίνει “παρακάθισαν”, γιατί τότε θα θυμίζει “αρμένικη βίζιτα”»).

Λίγο κράτησε η ευφρόσυνη εκείνη συνύπαρξη, που η ανάμνησή της όμως μας συντρόφευε έκτοτε σ’ όλες τις αραιές μέσα στα χρόνια συναντήσεις μας. Με τις πρώτες εκλογές και με την πρώτη κυβερνητική επέμβαση που έπαψε τη διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη (δεν ξέραμε τότε πως θα γινόταν ρουτίνα αυτό), παραιτούνται διάφοροι προϊστάμενοι τμημάτων, μαζί και ο Νάσος Δετζώρτζης, κι από κοντά οι περισσότεροι από μας. Έμειναν ευτυχώς ορισμένοι, να διασώσουν το έργο της ομάδας από την προκλητική αδαημοσύνη της διάδοχης διεύθυνσης («λέμε “τους καθηγητάς” όταν είναι του πανεπιστημίου, και “τους καθηγητές” όταν είναι του γυμνασίου» έλεγε η νέα προϊσταμένη, όπως το διέσωσε ο Βασ. Αγγελικόπουλος στη στήλη του στην Καθημερινή) και να εδραιώσουν αυτό που σήμερα φαίνεται αυτονόητο μα τότε ήταν σχεδόν κοσμογονικό, οπωσδήποτε ιστορικό: οι ειδήσεις από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση πρώτη φορά στη δημοτική!

Τότε δηλαδή που από άλλη άποψη ήταν αυτονόητο το αίτημα για επικράτηση της δημοτικής, τότε που λεγόταν ακριβώς η γλώσσα «δημοτική», συνοψίζοντας αγώνες και διώξεις και όνειρα και ιδανικά γενεών και γενεών ενώ τώρα θεωρείται περίπου μπανάλ και politically incorrect, από μεταμοντέρνους αναθεωρητές γλωσσολόγους και από αμνήμονες αριστερογενείς νεοκαθαρολόγους, που μας ταΐζουν τελικά -ν και «πώποτε», ενώ οι ειδήσεις ακριβώς, σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, αποζητούν ξανά παλαιά κλέη, π.χ. τα «φίλια πυρά», αντί για «φιλικά», και όλο και κάτι καινούριο ακατάληπτο θα βρουν, να ξεχωρίζουν απ’ την πλέμπα, π.χ. τους «όμβρους».

Πού ’ναι εκείνο το αυστηρό σου βλέμμα, που ’βαζε πάγο στους μικρούς, Νάσο Δετζώρτζη;

* * *

«Oh les beaux jours» του Μπέκετ

Ο Νάσος Δετζώρτζης μιλά για το «εκθαμβωτικό εκείνο Τι ωραία που είναι! (Oh les beaux jours / Happy days) με τον κατά βάθος σπαρακτικό του τίτλο», και στη λέξη «σπαρακτικό» υποσημειώνει: «Και κατασπαραγμένον. Κατασπαραγμένον διότι μεταφράζεται, σκηνοθετείται, παίζεται, εκδίδεται, με τα εξαμβλωματικά Ευτυχισμένες μέρες, ή Ω οι ευτυχισμένες μέρες, ή Ω οι ωραίες μέρες –τελευταία μάλιστα με το συμπίλημα: Ευτυχισμένες μέρες· ω οι ωραίες μέρες (!), ενώ, φυσικά, όλ’ αυτά δεν λένε τίποτα. Η Γουίννη που ολοένα θάβεται στον τύμβο της (και όχι στο πλουμιστό κρινολίνο της) όλο και πιο βαθιά, και το ξέρει, παίζει –καμώνεται δηλαδή πως παίζει– με την οδοντόβουρτσα, την ομπρέλα της, το σάκο της κλπ. κλπ., και στην πραγματικότητα οιμώζει. (Αφήνω ότι –εδώ μια παρέκβαση– ελληνικά δεν λέμε Ω η ωραία γυναίκα, λέμε Ω τι ωραία γυναίκα, δεν λέμε Ω οι ωραίες μέρες, λέμε Ω τι ωραίες μέρες, δεν λέμε Ω η ωραία θέα, λέμε Ω τι ωραία θέα κ.ο.κ.) Οιμώζει –ανομολόγητα. Και λέει με τον τρόπο της ό,τι ο δικός μας συνταρακτικός δεκαπεντασύλλαβος: Γιά ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει! Δηλαδή –και δεν είναι υπερβολικό το ρήμα– σιωπηρά ολολύζει. Και ψελλίζει, καμουφλάροντας τον ολολυγμό της: Oh les beaux jours / Αχ τι ωραία που είναι! Ή έστω: Τι ωραία που είναι! Ο γαλλικός τίτλος αυτό θα πει.»

(Νάσος Δετζώρτζης, Πέντε κείμενα του Samuel Beckett στα ελληνικά, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995, σ. 13-14)

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: