26/2/07

Tα «ανεύστοχα» και το δικαίωμα του αναγνώστη [για την επιμέλεια εκδόσεων, 2]

Τα Νέα, 31 Μαΐου 2003

Η Τζούνο θα διορθωθεί οπωσδήποτε και θα γίνει Ήρα, και δε θα μείνει το λάθος, να στραβώνει εσαεί τον αναγνώστη, μόνο και μόνο για να εκτεθεί, ενδεχομένως, ο μεταφραστής.

Διατυπώνω τώρα σαν κατηγορηματική θέση αυτό που διατύπωσα σαν –ρητορική προφανώς– ερώτηση στην κατακλείδα της προηγούμενης επιφυλλίδας μου, με θέμα το επάγγελμα του επιμελητή εκδόσεων.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είδαμε ότι, με τις εξελίξεις στην παραγωγή του βιβλίου, στην επιμέλεια εκδόσεων συγκεντρώθηκε η φιλολογική, δηλαδή γλωσσική και οιονεί επιστημονική, και η τεχνική, δηλαδή καθαρά τυπογραφική και καλλιτεχνική, επιμέλεια –όλα σε αναπόφευκτα ρευστή δοσολογία. Το αμφισβητούμενο και πλέον επίμαχο στην όλη διαδικασία είναι η φιλολογική, η γλωσσική επιμέλεια.

Αναφέρομαι πάντοτε σε τρέχουσες εκδόσεις, γιατί αλλιώς η φιλολογική επιμέλεια έχει αυστηρότερα ορισμένο χώρο, μιλούμε τότε για την έκδοση παλαιότερων κειμένων, όπου ο ειδικός επιστήμονας, φιλόλογος ή ιστορικός, καλείται να αποκαταστήσει φθαρμένα σημεία του χειρογράφου, να υπομνηματίσει το κείμενο, δηλαδή να το φωτίσει με σημειώσεις, να συντάξει ευρετήρια και άλλα πολλά. Αλλά και από τις τρέχουσες εκδόσεις αναφέρομαι κυρίως στις μεταφράσεις, που αποτελούν ίσως τον κύριο όγκο της βιβλιοπαραγωγής, ή πάντως τον κυρίως χώρο όπου απαιτείται ευρύτερη γλωσσική, φιλολογική και επιστημονική επιμέλεια.

Τι αγγίζει λοιπόν η γλωσσική επιμέλεια σε μια κοινή έκδοση, και ειδικότερα σε μια μετάφραση; Άλλοτε λίγα και άλλοτε πολλά, άλλα αναντίλεκτα και άλλα αμφισβητούμενα. Αν προσπαθήσουμε να ορίσουμε την κλίμακα από τα αναντίλεκτα στα αμφισβητούμενα και από κει στα απαγορευμένα, με πολλά «πάνω-κάτω» μπορούμε να ξεκινήσουμε από την ορθογραφία, να πάμε στη στίξη, έπειτα –ή μήπως πριν;– στη σύνταξη, σολοικισμούς και ακυρολεξίες, έπειτα –μήπως και πάλι πριν;– στο «πραγματολογικό» μέρος, την Τζούνο-Ήρα που είδαμε, τέλος στο ύφος.

Το ύφος λοιπόν, για να κατέβουμε τώρα τη σκάλα, κανονικά δεν το αγγίζουμε. Δεν το αγγίζουμε οπωσδήποτε σε πρωτότυπο κείμενο: αν ο συγγραφέας έβλεπε τους πολεμιστές που «ρογχούσαν», και μάλιστα κάτω απ’ το «ημισέληνο φεγγάρι», δικαίωμά του. Από τις σχέσεις μας και μόνο εξαρτάται αν θα κάνουμε κάποια υπόδειξη, μάλλον ερώτηση πρώτα, να καταλάβουμε τι ακριβώς έκαναν και «ρογχούσαν», κι αν το αλλάξει ο συγγραφέας έχει καλώς –έτσι κι αλλιώς, το υπογράφει και φέρει ακέραιη την ευθύνη. Και δεν τη φέρει δηλαδή ο μεταφραστής; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί και ο μεταφραστής την υπογράφει τη δουλειά του, και φέρει και αυτός ευθύνη. Ακέραιη όμως; Και τότε ο συγγραφέας, ο ξένος εν προκειμένω, ο μεταφραζόμενος, πού πάει; Εδώ λοιπόν, μπροστά στον συγγραφέα, ο μεταφραστής υποχωρεί· χάνει δηλαδή ώς ένα βαθμό τα δικαιώματά του: γιατί, όσο κι αν είναι δημιουργός ο μεταφραστής, πιο δημιουργός είναι, εννοείται πια, ο μεταφραζόμενος συγγραφέας. Και όπως υποχωρεί μπροστά στον συγγραφέα, έτσι υποχωρεί και μπροστά στον αναγνώστη. Προέχει δηλαδή, καταρχήν θεωρητικά, το δικαίωμα του μεταφραζόμενου συγγραφέα, και πολύ πιο πρακτικά: το δικαίωμα του αναγνώστη. Μπροστά σ’ αυτούς, το ξαναλέω, ο μεταφραστής κάνει πίσω.

Όσο για τον επιμελητή, είναι εξ ορισμού εκτός, τελείως πίσω: όχι γιατί κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει, αλλά γιατί, κι αν κανείς την ξέρει, δεν ξέρει ποια και πόση δουλειά έχει κάνει κάθε φορά. Αν δηλαδή η Ήρα ήταν Τζούνο, το ξέρει μόνο αυτός και ο μεταφραστής, ή κι ο εκδότης. Αν διόρθωσε δύο ή χίλια δύο ορθογραφικά λάθη, αν διόρθωσε ένα ή εκατόν ένα συντακτικά λάθη, αν άλλαξε μία πρόταση ή κι όλο σχεδόν το βιβλίο, όλα όσα έκανε και τελικά το έσωσε ή και το χαντάκωσε το βιβλίο, αυτός πάλι το ξέρει –μερικές μάλιστα φορές, ούτε καν ο ίδιος ο μεταφραστής (και εννοώ εδώ ότι συχνά διαβάζει ο μεταφραστής το καταδιορθωμένο κείμενο και μένει ικανοποιημένος με τη μετάφρασή του!). «Άλλοις υπηρετών αναλίσκομαι» ήταν το έμβλημα ενός παλαιότερου επιμελητή, όπως το μετέφερε ο Ε. Χ. Κάσδαγλης, από τους δασκάλους του επαγγέλματος και της τέχνης, μαζί με τον Νάσο Δετζώρτζη, ο οποίος μας μεταδίδει ακόμα τη σοφία του.

Ώστε αλλάζει το ύφος ο επιμελητής; Τη μισή μετάφραση να ξαναγράψει ο επιμελητής, το ύφος δεν αλλάζει. Για να το δούμε ανάποδα, ακόμα και η χειρότερη μετάφραση, που μπορεί να της αλλάξει, όπως λέμε, τα φώτα ο επιμελητής, δεν θα «σωθεί» εντελώς, και σίγουρα θα φέρει μέχρι τέλους τη σφραγίδα του αρχικού χεριού, του μεταφραστή. Έτσι κι αλλιώς, το μεγάλο στοίχημα του επιμελητή είναι να βρει και να υπηρετήσει το ύφος όχι απλώς του εκάστοτε συγγραφέα ή μεταφραστή αλλά και του εκάστοτε κειμένου· και πάντα με γνώμονα αυτό να προτείνει, ακόμα και για πρωτότυπο ποιητικό έργο, αλλαγές και βελτιώσεις.

Είπα «να προτείνει», γιατί σε μια ιδεατή φάση ο επιμελητής θα έπρεπε να συνεργαστεί στενά με τον συγγραφέα ή τον μεταφραστή, και αναλόγως να προχωρήσει –ή πάντως να διαβάσει κάποια στιγμή ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής το διορθωμένο κείμενο. Η συνεργασία αυτή, όταν είναι καν εφικτή, ενδέχεται να είναι επίπονη· κατά κανόνα ξεκινά ευλόγως με επιφύλαξη ή και άρνηση από τη μεριά του συγγραφέα/μεταφραστή, και συχνά μπορεί να καταλήξει σε ναυάγιο· συχνότερα όμως κερδισμένοι είναι όλοι, με πρώτο τον αναγνώστη.

Και τάχα είναι πανεπιστήμονας ο επιμελητής; Ή, κι αν ποτέ είναι, είναι και αλάνθαστος; Και ακόμα κι αν έχει –π.χ. από τον εκδότη και εργοδότη του– το τυπικό δικαίωμα, έχει και το ηθικό δικαίωμα; Μπορεί να υποκαταστήσει τον συγγραφέα, τον ειδικό επιστήμονα, τον μελετητή του εκάστοτε γνωστικού αντικειμένου, τον υπεύθυνο μεταφραστή; Καταρχήν, όχι σε όλα. Αλλά και λίγο ναι, θα πω, κι ας μοιάζει παιδικό κρυφτό.

Γιά να παίξουμε όμως λίγο με τα αναντίλεκτα και μη, πλάι στο «ρογχούσαν» που ανάφερα πιο πάνω, και να δούμε τα ασαφή όρια της ίδιας της δουλειάς.

Πρώτα σε πρωτότυπο κείμενο: όταν ο συγγραφέας γράφει «εύστοχα ή ανεύστοχα», τι κάνει ο επιμελητής; Έστω πως το υποδεικνύει, πως ρωτάει. (Ενώ, αν ήταν σε μετάφραση, θα έλεγα πως διορθώνει αμέσως το «ανεύστοχα» σε άστοχα, και τελειώνει.) Το ίδιο και με το ατυχές ζεύγος «ακατάστατη - ευκατάστατη». Αλλά με την «ανισχυρία»; Το «γνωρίζω κάποιον κατ’ όψεως», δε θα το κάνει αμέσως εξ όψεως; Την «αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου» όμως θα την κάνει αυτοκράτειρα, ή όχι; Ψιλά γράμματα τώρα· ή θέμα ύφους; Στο ύφος, όμως, το «καταστρέφεται η φήμη», που δεν είναι στο κάτω κάτω λάθος, θα το κάνει άραγε αμαυρώνεται, ίσα ίσα για να το βελτιώσει, και μάλιστα χωρίς να ρωτήσει; Και τώρα, σε ύφος ή σε σύνταξη εμπίπτει η φράση: «ο Ντε Νίρο ενεδρεύει έναν υποψήφιο για το προεδρικό αξίωμα»; Και τι κάνει τότε κανείς, σε πρωτότυπο –υπενθυμίζω– κείμενο; Και πώς βολεύει την «ανεπιλύσιμη διαλεκτική»;

Ανεπίλυτα τις πιο πολλές φορές προβλήματα. Το ίδιο και στη μετάφραση.

Θα συνεχίσω όμως με τη μετάφραση, αλλά και με τον αντίλογο στην όλη δουλειά της γλωσσικής επιμέλειας, ο οποίος, τουλάχιστον στην αφετηρία του και θεωρητικά, είναι οπωσδήποτε σοβαρός.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: