Ο Βενέδικτος, το Πάρκο και η Τρέμπιτζοντ [για την επιμέλεια εκδόσεων, 3]
Τα Νέα, 14 Ιουνίου 2003
Δύσκολα επεμβαίνουμε, αν επεμβαίνουμε καν, σε πρωτότυπο κείμενο, ακόμα και αν μπορούμε εύκολα και ανώδυνα να το βελτιώσουμε. Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα με το μεταφρασμένο κείμενο, καθώς νόμος εκεί είναι το δίκιο του ξένου συγγραφέα, και μαζί το δίκιο του αναγνώστη, πολύ περισσότερο από του μεταφραστή.
διαβάστε τη συνέχεια...
Κάπως έτσι θα μπορούσα να συνοψίσω την προηγούμενη επιφυλλίδα, με θέμα πάντοτε την επιμέλεια εκδόσεων. Όπου τέλειωνα με ελάχιστα παραδείγματα από πρωτότυπα κείμενα που επιδέχονταν βελτίωση, σε μια προσπάθεια να δούμε τα αναντίλεκτα ή τα αμφισβητούμενα απ’ όσα μπορεί και διορθώνει ο επιμελητής.
Συνεχίζω με ελάχιστα μεταφραστικά: αν συμφωνήσαμε πως τη γνωστή μας πια «Τζούνο» θα την κάνει ο επιμελητής Ήρα, δεν είναι άραγε εξίσου αυτονόητο πως και ο «Σίντιμπαντ ο Ναύτης» (Sindband the Sailor) θα πάρει την οικεία του στα ελληνικά μορφή Σεβάχ ο Θαλασσινός; Και, αλίμονο, η «Τρέμπιτζοντ», δηλαδή η Τραπεζούντα; Στον επιμελητή πάλι δεν μένει να δείξει, αν πάντα και εφόσον ξέρει, πως η συλλογή του Βαλερύ La Jeune Parque είναι Η Νεαρή Μοίρα κι όχι κάποιο «Νεολαιίστικο Πάρκο», όπως το διέπραξε γνωστότατος συγγραφέας σε μεταφραστική εργασία του; Και μακάρι να τού ’ρθει η «έμπνευση» –γιατί πολλά είναι θέμα τύχης να τα βρει κανείς– πως «ο Βενέδικτος ο οποίος ήρθε στο όνομα της αλήθειας», όπως μεταφράζεται η λατινική επιγραφή Benedictus qui venit in nomine veritatis, είναι απλώς παράφραση τού Benedictus qui venit in nomine Domini, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, οπότε η απόδοση θα ήταν: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι της αληθείας! Ή να καταλάβει ότι το «εμπόδιο του μοναστηριού» είναι το άβατο του μοναστηριού. Τι κάνει όμως με τα απλά πταίσματα πλέον, τα φαινομενικώς ανώδυνα και αμφιλεγόμενα θέματα ύφους –εντός ή εκτός εισαγωγικών; Τη φράση: «φυσικά δεν θέλεις μια γυναίκα να σου κεράσει το φαΐ σου», (1ον) θα την ανασυντάξει «ελληνικότερα»: «φυσικά δεν θέλεις να σου κεράσει το φαΐ σου μια γυναίκα»; και (2ον και κυριότατον) θα τη διορθώσει: να [σου] πληρώσει το λογαριασμό, ακόμα καλύτερα: να σου κάνει το τραπέζι; Ή θα τ’ αφήσει ως έχουν;
Γιατί όμως τα θέτω όλα αυτά σε μορφή ερωτήσεων; Για να πει ο αναγνώστης: «μα τι λες τώρα, αλίμονο»; Και προπαντός να θαμπωθεί: «βρε τι τσακάλια που είναι αυτοί οι επιμελητές»; Ή υπάρχει τάχα αντίρρηση πως πρέπει να διορθώνονται όλα αυτά; Υπάρχει.
Λέει λοιπόν ο ιστορικός και αρμόδιος κριτικός εκδότης παλαιών κειμένων Φίλιππος Ηλιού (περ. Τα ιστορικά, τχ. 32, Ιούν. 2000) πως «ο γλωσσικός και ο ορθογραφικός εκσυγχρονισμός παλαιοτέρων κειμένων», π.χ. το μονοτονικό σε κείμενα που είχαν γραφτεί και εκδοθεί με τόνους και πνεύματα, επεμβαίνει στην «ιστορικότητα των κειμένων», αφού «όχι μόνο η γλώσσα αλλά και η γραφή, η ορθογραφία (και ό,τι θεωρούμε ανορθογραφία), η στίξη και τα συμπαρομαρτούντα είναι φαινόμενα ιστορικά». Και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να αναπαράγονται πιστά όλα τα κείμενα στην πρώτη τους μορφή, ακόμα και με την ανορθογραφία τους.
Ο Φ. Ηλιού αναφέρεται κυρίως στην αντιμετώπιση παλαιών κειμένων, και καταφεύγει σκόπιμα σε ακραία παραδείγματα (επειδή «αναδεικνύουν, εναργέστερα, τα αποτελέσματα κάποιων μεθόδων και κάποιων μεθοδεύσεων»), όπου φιλολογικός επιμελητής οδοστρωτήρας εκδημοτίκισε βιαίως κείμενα, με γνώμονα το πώς «θα» είχαν γραφτεί χωρίς την επίδραση της καθαρεύουσας! Πέρα όμως από τα παλαιά κείμενα, έχουν γενικότερη ισχύ οι απόψεις του Φ. Ηλιού, και έτσι χρησιμοποιήθηκαν έκτοτε ασμένως, λόγου χάρη από τον μεταφραστή Άρη Μπερλή, με αναφορά πλέον σε όλα τα κείμενα, ιδιαίτερα στις μεταφράσεις, και με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το άχθος της γλωσσικής επιμέλειας» (Καθημερινή 3.12.2000): έτσι πήγε να ξεκινήσει μια συζήτηση, που είχε συνέχεια τον σοφό και ακριβοδίκαιο λόγο του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (29.4.2001), αρμόδιου επίσης κριτικού εκδότη παλαιών κειμένων (εκδοτικός άθλος Παπαδιαμάντη), υπέρ της επιμέλειας τώρα, και έκλεισε μ’ ένα γενικότερο, θεωρητικό κείμενο του Αντώνη Ζέρβα (10.6.2001).
Πλάι στα ακραία παραδείγματα του Φ. Ηλιού, όπου εύκολα συμφωνεί κανείς απέναντι στον «κακό» επιμελητή, μπορούν άραγε τα δικά μου ακραία παραδείγματα να αποσπάσουν εξίσου εύκολα τη συμφωνία, στο πλευρό τώρα του «καλού» επιμελητή; Όχι· ο Φ. Ηλιού (και μαζί ο Α. Μπερλής) θεωρεί πως οι καλοί επιμελητές «καλύπτουν, με τις δικές τους γνώσεις, το κύρος των κακών και ημιαγράμματων συγγραφέων», και έτσι συντελούν σε «μια αισθητή νόθευση της πνευματικής μας ζωής».
Ώστε για να εκτεθεί ο κακός μεταφραστής, εκτός απ’ τον Βενέδικτο και τ’ άλλα που είδαμε και τα μύρια όσα βρίσκει κάθε αναγνώστης, θα ’πρεπε ν’ αφήνουμε π.χ. να μεταφράζονται από ξένες γλώσσες όχι τίποτα δυσεύρετα και δυσκολοταύτιστα αρχαία αλλά ακόμα και τίτλοι ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη; Και τάχα να γίνει τι; Γράφουν κατά καιρούς πολλοί για μεταφράσεις· και από τους επαγγελματίες κριτικούς –και μέσα από μεγάλες εφημερίδες– ο Κούρτοβικ λόγου χάρη και ο Μπουκάλας συχνά κάνουν συγκεκριμένες επισημάνσεις σε κρινόμενες μεταφράσεις. Λοιπόν; Άλλος (άλλη, για την ακρίβεια) πήρε βραβείο μετάφρασης, άλλος πήρε και κατέχει έδρα πανεπιστημιακή με αντικείμενο ακριβώς τη μετάφραση!*
Μοιάζει μικρόχαρη, θα έλεγα, η άποψη για το ξεμπρόστιασμα των «κακών και ημιαγράμματων συγγραφέων», ειδικά των μεταφραστών με τους οποίους απασχολείται κυρίως η γλωσσική επιμέλεια, μπροστά στο αδιαπραγμάτευτο, πιστεύω, δικαίωμα του ξένου συγγραφέα και του αναγνώστη. Ας δεχτώ όμως ότι πρόκειται για δικαίως αγανακτισμένη αντίδραση προς τους «ημιαγράμματους» (που σας διαβεβαιώ ότι οι επιμελητές πια την αισθανόμαστε τρεις φορές τη μέρα!) και ας πάμε στην ουσία των απόψεων του κ. Ηλιού. Αλλά εδώ, πρώτα θα εξαιρέσουμε τα ειδικών απαιτήσεων παλαιά κείμενα. Ακόμα πιο πριν, πρέπει να εξαιρέσουμε τους κακούς επιμελητές, που με τη στρεβλή αντίληψή τους μπορεί να καταστρέψουν ανεπανόρθωτα ένα κείμενο. Και μόνο οι κακοί τάχα; Ακόμα και οι καλοί, από αμέλεια ή λάθος. Αυτό ισχύει όμως απαράλλαχτα σε κάθε επάγγελμα· σε άλλα μάλιστα, ένα απλό λάθος ή αμέλεια κοστίζουν ανθρώπινες ζωές. Κι όμως, δεν καταργούμε λ.χ. την ιατρική, όχι μόνο για τους αμελείς αλλά ούτε για τους κακούς γιατρούς της.
Αν λοιπόν δεχτούμε τελικά τη γλωσσική επιμέλεια, και αφού συμφωνούμε προγραμματικά στον απόλυτο σεβασμό απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο, και συμφωνούμε επίσης ότι και η γραφή, και η ορθογραφία και η ανορθογραφία αποτελούν μαρτυρίες μιας εποχής, πάμε στην πράξη και στο «διά ταύτα», με ακραία πάλι παραδείγματα:
Δεν μπορεί να μη νιώσει ρίγη συγκίνησης όποιος πάρει στα χέρια του τη μνημειώδη έκδοση του Λίνου Πολίτη με τα αυτόγραφα του Σολωμού· το ίδιο και με τη φωτογραφική ανατύπωση του χειρογράφου του Μακρυγιάννη Οράματα και θάματα. Δεν ζητάει όμως κανείς να κυκλοφορούν έτσι και μόνο, για να μας συγκινούν απεριόριστα με τον αδέξιο γραφικό χαρακτήρα και με την ανορθογραφία τους, αλλά να μην μπορούμε να τα διαβάσουμε. Γράφουν τον Εμπειρίκο με περισπωμένη, επειδή έτσι το έγραφε ο ίδιος, και φίλος ποιητής χαριτολογούσε πως θα ’πρεπε τότε τον Ευριπίδη να τον γράφουμε με κεφαλαία, και για τον Όμηρο να χρειαζόμαστε σφυρί και καλέμι, να χαράζουμε το όνομά του σε πέτρα. Ο Ελύτης, όπως όλοι κάποτε, τυπωνόταν με πολυτονικό, άλλοτε και με βαρεία και άλλοτε χωρίς, ανάλογα με τον εκάστοτε επιμελητή. Και την ίδια εποχή πολλά από τα ποιήματα τα τυπωμένα με βαρεία τυπώνονταν χωρίς βαρεία σε επιλογή του έργου του. Πώς θα τυπώσουμε Ελύτη αύριο ή και σήμερα: με ή χωρίς βαρεία; Και στα «άπαντά» του, έπρεπε οι μισές συλλογές να έχουν βαρεία κι οι άλλες όχι;
Αλλά για τον Ελύτη, που αυτός υπήρξε γενναιόδωρος με τους επιμελητές του, θα τελειώσω στην επόμενη επιφυλλίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου