Ένα σαλόνι όλοι μας; [περί "πλουραλισμού" γ΄]
Τα Νέα, 18 Οκτωβρίου 2003
Το θέμα είναι να κρατηθούμε πέρα από τη μισαλλοδοξία αλλά και πέρα από τη χαζοχαρούμενη ανεμελιά. Το θέμα είναι να διακρίνουμε τη μνησικακία από την ιδεολογική εγρήγορση και καθαρότητα· την καθαρότητα τώρα από την ακαμψία· τις αποχρώσεις και διαβαθμίσεις από την ισοπέδωση. Τη σούπα από την Ιστορία.
το πλήρες κείμενο
«Το να αποτελούν δύο ή περισσότερα πράγματα ή στοιχεία ένα σύνολο ενιαίο και αδιαίρετο…»: αυτή είναι η πρώτη σημασία την οποία δίνει στο λήμμα «ενότητα» το Λεξικό Κριαρά.
Ώστε για να υπάρξει ενότητα πρέπει να υπάρχουν «δύο ή περισσότερα πράγματα ή στοιχεία» –διαφορετικά ή αντίθετα, εννοείται. Και όσο περισσότερο διακριτά είναι αυτά τα στοιχεία, λέω τώρα εγώ, τόσο περισσότερο θα μπορούμε να μιλούμε για ενότητα, ομοψυχία, ομοθυμία κτλ. –αν και εφόσον υπάρχουν οι αντικειμενικοί όροι και συνθήκες που επιτάσσουν αυτή την ενότητα, αλλά πρωτίστως αν και εφόσον είναι σώνει και καλά αναγκαία. Διαφορετικά, το αποτέλεσμα θα είναι ένας ιδεολογικός χυλός, που θα αποκρύπτει τις καταγωγικές αν μη τι άλλο διαφορές. Όμως ενότητα είναι η σύνθεση και η υπέρβαση των διαφορών, και όχι η ισοπέδωση και κατάργησή τους.
Αναφέρομαι στις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες μου (α και β), για τις αντιδράσεις τις οποίες ξεσήκωσαν οι συναυλίες-μνημόσυνο του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, αντιδράσεις για την εθνική ενότητα και ομοψυχία που τάχα τορπιλιζόταν από τις συναυλίες αυτές. Και θεωρήθηκε πως τορπιλίστηκε η εθνική ενότητα, κατ’ άλλους επειδή δεν μετείχε και η Νέα Δημοκρατία στις εκδηλώσεις, και κατ’ άλλους επειδή και μόνο έγιναν οι εκδηλώσεις αυτές, υπηρετώντας τη μισή μόνο εθνική μνήμη –μια και η άλλη μισή πετάει, λένε, πάνω από Γράμμο-Βίτσι.
Από τη δική μου τώρα αντίδραση στις αντιδράσεις αυτές, αντιδράσεις που προϋποθέτουν τον ανιστόρητο συμψηφισμό Δεξιάς και Αριστεράς, θύτη και θύματος, επιτιθέμενου και αμυνόμενου, έλειπε η προσωπική τοποθέτηση απέναντι στην πρωτοβουλία καθαυτήν του Μίκη Θεοδωράκη, όπως μου επισήμαναν φίλοι αναγνώστες. Εξηγούμαι τώρα, μολονότι το θέμα μου ήταν η ισοπεδωτική λογιστική που είπα ήδη: αμήχανο έως αδιάφορο με άφησαν προσωπικά οι συναυλίες αυτές, αλλά δύσκολα θα μπορούσα να εκφράσω τους λόγους, πέρα ίσως απ’ τον πιο εύκολο και προφανή: τη συνδιοργάνωση του Πασόκ· τα δύσκολα είναι τα παραπέρα, μια αίσθηση ενδεχομένως άκαιρου και ίσως ίσως άνευ λόγου.
Μα τόσο μόνο. Η άλλη κριτική, τάχα «επί της ουσίας», θα με έβρισκε αντίθετο, καθώς, πίσω από τον καθωσπρεπισμό, πιστεύω πως κρύβονται λόγοι ιδεολογικοί. Έτσι κι αλλιώς, και για τη δική μου αμήχανη στάση, νιώθω αυτομάτως την ανάγκη για αυτοκριτική: κάπως εστετίστικη μου φαίνεται, καθώς μετράει πρώτα τον πόνο, το πένθος, τις όποιες ανάγκες του άλλου, κι έπειτα την οργάνωση ενός μνημόσυνου, αν είναι αρχιερατικό ή μ’ έναν σκέτο, βιαστικό παπά, με χορωδία ή με φάλτσο ψάλτη, και πόσο έκλαιγε η χαροκαμένη μάνα, κι αν έκλαιγε κόσμια ή σκλήριζε υστερικά.
Εννοώ ότι δεν βρίσκω καν το λόγο για τέτοιου είδους κριτική, για κριτική άλλη από αυτήν που άσκησαν με εμφανή ή συγκαλυμμένα ιδεολογικά κριτήρια οι καθωσπρεπιστές λογιστές της ζωής μας. Γι’ αυτό και έλεγα, με μιαν αναφορά στον ανώμαλο πολιτικό βίο του νεοελληνικού κράτους ώς τη μεταπολίτευση του ’74, πως θα αργήσουμε να απαλλαγούμε από τις δουλείες που μας άφησε ακριβώς η ανώμαλη πορεία. Και τέτοια δουλεία είναι η περίπου υποχρεωτική –λόγω δικτατορίας– αριστεροσύνη, που απλώς θολώνει τα νερά, και άμεσα ή έμμεσα διακονεί μιαν αφυδατωμένη, στην καλύτερη περίπτωση, Ιστορία. Και προκειμένου να αποφύγουμε την παραχάραξη της Ιστορίας, προέχει να αναδεχτούμε το κόστος της ρητής ιδεολογικής μας επιλογής, το κόστος τού να είμαστε αριστεροί και το κόστος τού να είμαστε επιτέλους δεξιοί.
Γιατί στην παραχάραξη της Ιστορίας οδηγούν με ασφάλεια ακόμα και οι φαινομενικά ακίνδυνες συγκαλύψεις και αποσιωπήσεις, που είναι ντυμένες με ευγενή ονόματα: εθνική ενότητα, ομοψυχία, σύμπνοια. Και γιατί ο ιδεολογικός χυλός βράζει σε καζάνια μεγάλα: ιδού το κυβερνητικό κόμμα, το κεντροαριστερό ή σοσιαλιστικό ή της ευρείας αριστεράς ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζεται, ένα κόμμα που, απ’ τη στιγμή που ο ιδρυτής του γονάτισε στην Παναγία τη Σουμελά, βούλιαξε πια μες στη θρησκοληψία, και τρέχουν έκτοτε οι υπουργοί του και κρατούν στις λιτανείες τις εικόνες, ένα κόμμα με απροκάλυπτα εθνικιστικούς πυρήνες στους κόλπους του απ’ την άλλη· κι έπειτα το κομμουνιστικό κόμμα, κι αυτό με τους εθνικιστές και νεορθόδοξους μπροστάρηδές του.
Κι έτσι, ένα σαλόνι είμαστε όλοι, ένα Ηρώδειο, ένα Μέγαρο, μια Επίδαυρος, με τον Μακαριότατο μαζί, και προπαντός με τον Λυκουρέζο μας. Που θα σηκωθεί να χαιρετήσει λόγου χάρη τους βασιλείς του, κάποιοι θα γιουχάρουν, και θα σηκωθεί βοή την επομένη σ’ όλο το σαλόνι, ότι δεν είναι πράματα αυτά, να γιουχάρουμε τους τέως –που "τι μας φταίνε τώρα πια", που "ακίνδυνοι είναι βρε παιδιά", "τώρα που η δημοκρατία έχει νικήσει", "η δημοκρατία που είναι μεγαλόψυχη και συγχωρεί"...
Είναι αλήθεια δύσκολο, όμως το θέμα είναι να κρατηθούμε πέρα από τη μισαλλοδοξία αλλά και πέρα από τη χαζοχαρούμενη ανεμελιά. Το θέμα είναι να διακρίνουμε τη μνησικακία από την ιδεολογική εγρήγορση και καθαρότητα· την καθαρότητα τώρα από την ακαμψία· τις αποχρώσεις και διαβαθμίσεις από την ισοπέδωση. Τη σούπα από την Ιστορία.
«Δρόμοι μέσα στην ομίχλη»
Στη σούπα της πολιτικής ανεξιθρησκίας, το πιο ανατριχιαστικό για μένα είναι το ύφος των αρχιμαγείρων, αυτών που με την εκ των υστέρων γνώση λύνουν οριζοντίως, διαγωνίως και καθέτως το σταυρόλεξο της Ιστορίας αναδρομικά, και κατά πάγια πλέον τακτική εγκαλούν την Αριστερά, παλιοί και νεόκοποι τιμητές μαζί: γιατί αν, λένε, ΑΝ είχε νικήσει στον εμφύλιο η Αριστερά, θα ήμασταν τώρα Αλβανία, Ουγγαρία, σοβιετική επαρχία.
Στις Προδομένες διαθήκες (Εστία, 1993, σ. 263-64) ο Μίλαν Κούντερα, αναφέρεται στον Τολστόι, κατά τον οποίο η Ιστορία υπακούει στους δικούς της νόμους, που παραμένουν ανεξιχνίαστοι για τον άνθρωπο. Και σχολιάζει ο Κούντερα:
«Με αυτή την αντίληψη της Ιστορίας ο Τολστόι σχεδιάζει τον μεταφυσικό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε το νόημα της Ιστορίας ούτε τη μελλοντική πορεία της, [...] προχωρούν στη ζωή τους όπως προχωρεί κανείς μέσα στην ομίχλη. Λέω ομίχλη, όχι σκοτάδι. Στο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα κανείς, είναι τυφλός, είναι στο έλεος των πάντων, δεν είναι ελεύθερος. Μέσα στην ομίχλη είναι ελεύθερος, αλλά με την ελευθερία εκείνου που είναι μέσα στην ομίχλη: βλέπει στα πενήντα μέτρα μπροστά του, μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του, [...] ακόμη και να προσέξει αυτό που γίνεται δίπλα του και να αντιδράσει.
»Αυτός που προχωρεί μέσα στην ομίχλη είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως κοιτάζει προς τα πίσω, για να κρίνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, δεν βλέπει καμιά ομίχλη στο δρόμο τους. Από το δικό του παρόν, που υπήρξε το δικό τους μακρινό μέλλον, ο δρόμος τους του φαίνεται πεντακάθαρος, ορατός σε όλη του την έκταση. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο άνθρωπος βλέπει το δρόμο, βλέπει τους ανθρώπους που προχωρούν, βλέπει τα λάθη τους, μα η ομίχλη δεν είναι πια εκεί. Κι ωστόσο, όλοι τους, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Έζρα Πάουντ, ο Γκόρκι, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Σαιν-Τζον Περς, ο Ζιονό, βάδιζαν όλοι μέσα στην ομίχλη, κι αναρωτιέται κανείς: ποιος είναι πιο τυφλός; Ο Μαγιακόφσκι που, όταν έγραφε το ποίημα για τον Λένιν, δεν ήξερε πού θα οδηγήσει ο λενινισμός; Ή εμείς, που τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών και δεν βλέπουμε την ομίχλη που τον τύλιγε;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου