27/2/07

Η υποκειμενική αντικειμενικότητα [περί "πλουραλισμού" β΄]

Τα Νέα, 4 Οκτωβρίου 2003

Πρέπει να δεχτούμε πως ούτε η αντικειμενικότητά μας δεν είναι αντικειμενική, απ’ όποια μεριά και με οσοδήποτε ζήλο κι αν επιχειρούμε να τη διακονήσουμε. Αλλά και πώς αλλιώς, όταν βρισκόμαστε ακόμα μέσα εντελώς στην ίδια μας την Ιστορία, στην καλύτερη περίπτωση με απόσταση μόλις μια γενιά;

το πλήρες κείμενο

Για τους λογιστές της ζωής μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, αυτούς που ισοσκελίζουν στανικά διαφορετικές φάσεις της Ιστορίας, που συμψηφίζουν, και φτιάχνουν εξισώσεις και ταυτίσεις: π.χ. μαύρος και κόκκινος φασισμός.

Αφορμή μου, ο Μίκης Θεοδωράκης με τις συναυλίες του στη Μακρόνησο, και οι επιθέσεις που δέχτηκε, κυρίως ότι υπονομεύει την εθνική ενότητα και ομοψυχία και συντηρεί τον εθνικό διχασμό.

Με βάση την επιστολή ενός παλιού αγωνιστή και το σχόλιο ενός νεότερου δημοσιογράφου τα οποία παρέθετα στο προηγούμενο, μπορούμε να διακρίνουμε, σχηματικά οπωσδήποτε, τις δύο τάσεις που συγκλίνουν σ’ αυτή την αντίδραση: και τότε μπορούμε να κατανοήσουμε την αγωνία του παλιού αγωνιστή, του παλιού αριστερού εν γένει (και μιλάω γενικά τώρα), που με τα σημάδια του ιδεολογικού και βιολογικού κατατρεγμού επάνω του ζητάει να πάψει να φέρει το στίγμα του μιάσματος, να αναγνωριστεί νόμιμο τέκνο της κοινωνίας και της πατρίδας του. Κι είναι διπλή η αγωνία αυτή, γιατί είναι η αγωνία του διπλά ηττημένου: πρώτα στον εμφύλιο, και έπειτα με την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ».

Απ’ αυτήν τη σκοπιά ακούγεται σπαραχτικό το αίτημα για εθνική ενότητα, και ακόμα περισσότερο η ομολογία της πλάνης: όχι εκείνη που του ζητούσαν άλλοτε να υπογράψει, η δήλωση που τον έκανε αποσυνάγωγο στους ίδιους τους συντρόφους του, προδότη στα μάτια τα δικά του και τις ιδέες τις δικές του, αλλά η δήλωση που μόνος υπογράφει τώρα, με χέρια και με πόδια, τώρα που νιώθει προδομένος από τις δικές του ακριβώς ιδέες.

Όμως, η δεύτερη τάση, αυτή την οποία εκφράζουν οι νεότεροι, αριστεροί ή αριστερογενείς, από τον αναπαυτικό πια καναπέ της Ιστορίας και της εξασφαλισμένης ιστορικής γνώσης, και συχνά με όρους, όπως είδαμε στο προηγούμενο, απολιτικούς («κολλημένοι» κτλ.), προσωπικά μου προκαλεί ένα ρίγος. Γι’ αυτό και μιλάω για λογιστές της ζωής μας, ή αλλιώς: για υπεράνω, αφ’ υψηλού κριτές, ουδέτερους και «αντικειμενικούς», σαν ίσως από άλλη χώρα φερμένους ή σε άλλη χώρα εγκατεστημένους.

Έτσι κι αλλιώς, στην Ιστορία δεν νοείται συμψηφισμός, στην Ιστορία ο συμψηφισμός απαγορεύεται. Αλλιώς δεν είναι Ιστορία αυτό. Όταν δηλαδή παίρνουμε την απολύτως συγκεκριμένη ιστορικά έννοια του ναζισμού, με όλη τη ζοφερή πραγματικότητα την οποία εκφράζει, και μετρούμε έπειτα τα άλλα τόσα, ή ακόμα και περισσότερα –καμία σημασία δεν έχει αυτό εδώ– εγκλήματα του σταλινισμού, όσο κι αν βρίσκουμε αναλογίες με τον ναζισμό, ο συμψηφισμός που είπα δεν νοείται: η εξίσωση μαύρου και κόκκινου φασισμού θα είναι πάντα ανιστόρητη, θα φεύγει πάντοτε έξω από την Ιστορία. Θα είναι δηλαδή οσοδήποτε σεβαστή και δικαιολογημένη συναισθηματική αντίδραση και στάση, όχι όμως εννοιολογικό εργαλείο, που κυρίως αυτό θα μας επέτρεπε τη μελέτη της Ιστορίας, άρα την άντληση των αναγκαίων συμπερασμάτων για τη ζωή μας.

Ανάλογα και η έννοια της εθνικής ενότητας, για το θέμα μας, είναι απολιτική, συναισθηματική έννοια· και απ’ αυτή την άποψη θα είναι πάντοτε δικαιολογημένοι, όπως είπα και πριν, οι κυνηγημένοι ιδεολογικά-βιολογικά που διατυπώνουν το αίτημα αυτό –αλλά μόνο εκείνοι. Από κει και πέρα, ύποπτη μου φαίνεται η αντίστοιχη στάση, που μυρίζει γιαπισμό, η στάση που όλα αυτά τα βρίσκει αφόρητα μπανάλ, ρετρό, ξεπερασμένα: ύποπτη, γιατί δεν είναι άμοιρη ιδεολογίας, ακόμα κι όταν εμφανίζεται καταστατικά απολιτική. Και όχι απλώς επειδή η απολιτική στάση πηγάζει από ή οπωσδήποτε ανάγεται αντικειμενικά σε συγκεκριμένη πολιτική, σε ιδεολογία: συντηρητική βεβαίως, αν όχι καθαρά αντιδραστική ιδεολογία.

Από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (21.9) αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό, όπως πιστεύω, γράμμα, επειδή με την πολιτική αφέλειά του αφήνει να φανούν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε: «Οι κάτωθι σκέψεις μού εδημιουργήθησαν από το κακόγουστο πασοκικό (δήθεν φιλοαριστερό/εαμογενές) show του ανεκδιηγήτου, ανερματίστου Μίκη Θεοδωράκη, παρούσης της πασοκικής νομενκλατούρας. Αλήθεια, προς τι ο φαρισαϊσμός να θεωρούνται “εορταί μίσους” τα τρισάγια στον Γράμμο-Βίτσι και στον Μελιγαλά, καθ’ ην στιγμήν λατρεύονται ως ιεροί τόποι τα μακρονήσια/ξερονήσια; Έως πότε θα εκμεταλλεύεται, θα χειραγωγή σκαιώς/επιτηδείως την Αριστερά το περιώνυμο κίνημα-κούνημα;…»

Τι στοιχεία μάς δίνει τώρα το γράμμα αυτό, αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την κατάληξή του, ότι «χρειάζεται εκ νέου σύμπραξις-συνεργασία της Αριστεράς με την Κεντροδεξιά»; Ότι ο γράφων είναι κατά του Μίκη Θεοδωράκη, που τον ταυτίζει εδώ με τον πασοκισμό: έστω. Από τι θέση η κριτική; Σαφώς αντιπασοκική. Από δεξιά ή από αριστερά; Ουδέτερη θα ήθελε να είναι: νά, δείτε τον πόθο για αντικειμενικότητα, για άρση της ιστορικής «αδικίας» απέναντι στα τρισάγια στον Γράμμο-Βίτσι κτλ. Έπειτα όμως μοιάζει αριστερή, καθώς μιλά για αποτίναξη της πασοκικής κηδεμονίας. Αλλά, ουσιαστικά, προσέξτε: σαν τι ιδεολογία εκφράζεται με τη διατύπωση «μακρονήσια/ξερονήσια», ή με το φαινομενικά απλώς αντιπασοκική «κίνημα-κούνημα»;

Αλλά είναι φυσικό. Μένει να δεχτούμε πως ούτε η αντικειμενικότητά μας δεν είναι αντικειμενική, απ’ όποια μεριά και με οσοδήποτε ζήλο κι αν επιχειρούμε να τη διακονήσουμε. Αλλά και πώς αλλιώς, όταν βρισκόμαστε ακόμα μέσα εντελώς στην ίδια μας την Ιστορία, στην καλύτερη περίπτωση με απόσταση μόλις μια γενιά; Είναι δηλαδή, πιστεύω, αναπόφευκτο –μέσα από προσπάθειες αντικειμενικής προσέγγισης της Ιστορίας– να προσπαθούμε για δικούς μας –άρα υποκειμενικούς– λόγους ο καθένας να αρθούμε πάνω από τα πάθη που σημάδεψαν τη μόλις χτεσινή μας Ιστορία. Αλλά και τι πά’ να πει να αρθούμε; Χαμηλά είναι δηλαδή όποιος διακονεί τη μνήμη και την Ιστορία, την Ιστορία του; Νά δηλαδή που ούτε η παραμικρή λέξη δεν είναι άμοιρη ιδεολογίας και αθώα.

Έτσι, λοιπόν, οι διάφοροι υποκειμενικοί λόγοι μπορεί κάποτε να συγκλίνουν, όπως εδώ η ανάγκη του παλιού αριστερού ν’ αποτινάξει το στίγμα ακριβώς του αριστερού, αυτό για το οποίο πλήρωσε πανάκριβα στον εμφύλιο και κυρίως στα μετεμφυλιακά χρόνια. Και παράλληλα η ανάγκη του νεότερου, που μεγάλωσε μέσα σε από κεκτημένη ταχύτητα αριστεροσύνη, η οποία έγινε όμως ύστερα περίπου υποχρεωτική για τον ίδιο, εξαιτίας της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Αλλά είναι όντως υψηλό το κόστος μιας πολύχρονης καθυστέρησης ή καθήλωσης για μια χώρα και μια κοινωνία: η αλυσίδα πολέμων, στρατιωτικών κινημάτων και δικτατοριών που παρακολούθησε τον πολιτικό μας βίο από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, με κορυφαία για μας τα πιο πρόσφατα μείζονα επεισόδια, τον εμφύλιο και τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, μόλις τις τρεις τελευταίες δεκαετίες μοιάζει να έχει σπάσει.

Όμως, το μεγάλο αυτό για μας διάστημα είναι ελάχιστο σε σχέση με τα μεγέθη της Ιστορίας. Θα αργήσουμε ακόμα να βρούμε τον φυσικό βηματισμό μας –σαν άτομα και σαν κοινωνία. Θα χρειαστεί καιρός ώσπου να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε καταρχήν τον υποκειμενισμό μας: πως είμαστε, όσοι είμαστε, αριστεροί, αλλά και πως είναι, όσοι είναι, δεξιοί, βρε αδερφέ. Να ηρεμήσουν έστω οι φωτισμένοι, Ανδριανόπουλος και άλλοι, που όλο για την ασφυκτική «επικράτηση» της αριστεράς μιλάνε, η οποία καταδυναστεύει, λένε, κουλτούρα και δημόσιο βίο.

Στο μεταξύ, η εθνική ενότητα και ομοψυχία ούτε νόημα έχει σήμερα πια, αλλά ούτε και γενικότερα εκβιάζεται: στην ώρα της έρχεται ή δεν έρχεται, σαν γέννημα αντικειμενικών συνθηκών και όχι ευχολογίων. Έτσι ήρθε στην ώρα της η εθνική ομοψυχία, με τη μεταπολίτευση του ’74, όταν έπειτα από εφτάχρονη δικτατορία η χώρα πέρασε σε χρόνο μηδέν σε ομαλή κοινοβουλευτική ζωή χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Έτσι όπως δυστυχώς είχε έρθει στην ώρα του ο εθνικός διχασμός.

Θα συνεχίσω.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: