3/5/08

Η Εκκλησία τώρα και εμείς

Τα Νέα, 3 Μαΐου 2008

Μόλις δυόμισι μήνες από την ενθρόνιση του Ιερώνυμου, και αισθάνομαι πως βγήκαμε επιτέλους από κάποιο πολυτελές, κιτσάτο και σίγουρα ύποπτο νυχτερινό κέντρο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Προβολείς και φωτορυθμικά, εκκωφαντική μουσική, σκάλες κυλιόμενες απ’ όπου κατεβαίνουν οι φίρμες, τουαλέτες με στρας και φτερά, ημίγυμνα μπαλετάκια, λουλουδούδες, μπράβοι επιδεικτικά κουμπουροφόροι, κλακαδόροι, κονσοματρίς βεβαίως, παρκαδόροι απ’ έξω για πανάκριβες λίμο και 4x4 –η μαφία της παραλιακής και της εθνικής μαζί, πολιορκημένος εσύ, ο περίοικος, να μην μπορείς να παρκάρεις, να μπεις στο σπίτι σου, να κλείσεις μάτι τη νύχτα.

Και ξαφνικά, ανοίγεις την εφημερίδα σου ή την τηλεόραση, και όχι, δεν έχεις μπροστά σου αδιάκοπα, κάθε μέρα, σαν από κρατικά ΜΜΕ ολοκληρωτικού καθεστώτος, υψωμένο αλαζονικά φρύδι και επιτιμητικό δαχτυλάκι, κάθε λογής ατάκες, φραστικά πυροτεχνήματα και τάχα μου ευφυολογήματα, και προπαντός αφοριστικό, μισαλλόδοξο λόγο –μπορείς πια και ν’ ανασάνεις.

Δεν έλειψαν ούτε θα λείψουν τα ράσα, που πλημμύρισαν αίφνης τις προάλλες τους δέκτες μας, με αφορμή το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, έλειψε όμως η καθημερινή, υποχρεωτική σίτιση, μάλλον ο υπερσιτισμός, με την παραμικρή συλλαβή που έβγαινε από το στόμα του αρχιεπισκόπου –του προηγούμενου.

Δεν ξέρω τι έκανε ή τι θα κάνει ο νέος αρχιεπίσκοπος. Ξέρω πως δε μας λένε συνέχεια, πως δεν ακούμε συνέχεια τι έκανε ή τι θα κάνει. Ακόμα και τα όσα έκανε στο ελάχιστο αυτό διάστημα τα μαθαίνουμε εκ των υστέρων, μια απλή είδηση, πως πήγε λόγου χάρη και είδε τη Μαριέττα Γιαννάκου στο νοσοκομείο, πως είχε συνάντηση με τον αρμόδιο υπουργό παιδείας και θρησκευμάτων κτλ. Έτσι απλά. Χωρίς καμπάνες να βαράνε, χωρίς κάμερες, πολυπληθείς συνοδείες αυλικών και –ξανά– κουμπουροφόρων.

Δεν ξέρω εν ολίγοις αν είναι και αν θα είναι καλός ή κακός. Βλέπω, κι αυτό είναι ήδη πολύ, ότι δεν έχουμε μπροστά μας ρόλο, έχουμε άνθρωπο –καλό ή κακό, το ξαναλέω, δεν ξέρω, πάντως άνθρωπο, «κανονικό», όπως λέμε, με κανονική φωνή, με κανονική έκφραση, που μιλάει κανονικά, κοιτάζει κανονικά, τον απέναντί του, κι όχι την Κάμερα και δι’ αυτής την Ανθρωπότητα, την Ιστορία. Κοντολογίς δεν υποδύεται τον εαυτό του, το αξίωμά του, παρά είναι –ό,τι είναι. Το τι ακριβώς, θα το δούμε.

Για την ώρα, προσωπικά απολαμβάνω το χαμήλωμα της μουσικής και των φώτων, χαλαρώνω καθώς ακούω τις πανηγυριώτικες μπάντες και τα τύμπανα του πολέμου όλο και πιο μακρινά, τα καταιγιστικά πυρά που αραιώνουν, το θίασο που αποχωρεί, και λέω, δώσε, Θεέ μου, να μην ξαναδώ το ανατριχιαστικά παγερό, ίδιο με του Κούγια, βλέμμα του τέως εκπροσώπου τύπου και διευθυντή του ραδιοφωνικού τους σταθμού, να μην ξανακούσω τον αμετροεπή και ιταμό του λόγο, ή τον απροκάλυπτα χυδαίο του άλλου, του επικοινωνιολόγου. Όχι ότι θα πάψουν τάχα να υπάρχουν, αυτοί ή αντίστοιχοι και όμοιοί τους, αλλά να μην τους έχω, όπως είπα, αναγκαστική τροφή, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, στο τραπέζι μου, ή πάλι χωμένους στο κρεβάτι μου, σε κάθε γωνιά της προσωπικής μου ζωής: στο σπίτι τους δηλαδή πια αυτοί, κι εγώ στο δικό μου, ώστε από άλλη θέση, με άλλους όρους, να μπορεί να γίνει ο αναγκαίος διάλογος, η συνάντηση ή η αντιπαράθεση στον δημόσιο βίο.

Θα γαληνέψει αλήθεια το τοπίο; Θα μπουν εννοώ τα πράγματα στη θέση τους, η εκκλησία στη δική της, εμείς στη δική μας;

Οι οιωνοί μοιάζουν καλοί. Ήδη στην ενθρόνιση δεν είχαμε και τελετή στο Σύνταγμα, όπως το 1998, με τον σημερινό Αβραμόπουλο Νικήτα Κακλαμάνη να δίνει το κλειδί της πόλης στον αρχιεπίσκοπο, κι αυτός να κατεβαίνει έπειτα εν πομπή ώς τη Μητρόπολη με τα πόδια.

Και στον προχτεσινό επιτάφιο δεν είχαμε το ασεβές και διόλου αθώο σημειολογικά σόου, όταν ο Χριστόδουλος, με τα νώτα γυρισμένα από εξέδρας στη Βουλή, τη Βουλή την οποία είχε επανειλημμένα απαξιώσει, αυτήν και ό,τι αντιπροσωπεύει, εκφωνούσε σε πανελλαδική, απευθείας σύνδεση ημίωρο τουλάχιστον λόγο, λόγο κατά κανόνα διχαστικό, ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πολιτικών και άλλων. Φέτος, η περιφορά του επιταφίου επανήλθε στα παλιά, ίσως και ακόμα λιγότερο μεγαλοπρεπής.

Θα τα καταφέρουν με τόσο λίγα μεγαλεία όσοι είχαν θαμπωθεί από τα λούσα και τα φώτα, όσοι είχαν βρει στο πρόσωπο του Χριστόδουλου τον δικό τους αρχηγό, μάλλον τον υπεραρχηγό, που τους έσερνε τους άλλους απ’ τη μύτη, τυλιγμένους π.χ. σ’ ένα χαρτί με τρία τόσα, λέει, εκατομμύρια υπογραφές για τις ταυτότητες; Θα αντέξουν τη θρησκευτική σιγή όσοι συνεπαίρνονταν από τα κύμβαλα και τα μεγάφωνα με τα χιλιάδες ντεσιμπέλ;

Αμηχανία ήδη επικρατεί, στον θρησκευτικό αλλά και τον παραέξω κόσμο, καμιά φορά και δυσφορία, είναι σκληρό το ξεστόλισμα του πάλκου και της γιορτής, αλλά και πώς να αποτολμήσει να πει κανείς κάτι επικριτικό για κάποιες από τις πρώτες χειρονομίες του νέου αρχιεπισκόπου, που υπογραμμίζουν έστω έμμεσα την αντίθεση με το παρδαλόχρωμο παρελθόν: την απόφαση να εκποιήσει μερικές λιμουζίνες, να μην εγκατασταθεί στη βίλα του Ψυχικού, να περιορίσει τους σωματοφύλακες, ή να διώξει τις κάμερες από τις εκκλησίες κ.ά. Όμως: «Μας έβγαλε στα κανάλια, και γι’ αυτό τον αγαπάμε» είχε πει ευθέως στην τηλεόραση ένας ρασοφόρος για τον Χριστόδουλο, μετά το θάνατό του. Τώρα θα ξαναμαζευτούν; Και πώς να δεχτούν την αποχή του νέου αρχιεπισκόπου από δηλώσεις και συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, κι ενώ ξέρουν ήδη πως ήταν αντίθετος παλιά με τα συλλαλητήρια για τις ταυτότητες; Για «εσωστρέφεια» τον κατηγορούν, με μισή για την ώρα φωνή, πως θα χάσει η εκκλησία το ρόλο που είχε κερδίσει.

Αλλά και να μην ξεχνιόμαστε

Όμως η εκκλησία δε θα τον χάσει το ρόλο της, είτε έτσι είτε αλλιώς. Είτε με λίγα μεγαλεία δηλαδή είτε με πολλά. Ούτε και είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων, όπου αλλού θα μπορεί να τους μαζέψει ο Ιερώνυμος, αλλού όχι, καληώρα με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και τις λαθροχειρίες του Άνθιμου με τα περί πορνείας στην απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Γιατί και Άνθιμοι θα υπάρχουν, και Αμβρόσιοι Καλαβρύτων, ή Σεραφείμ Πειραιώς. Ο ένας με τις ακροδεξιές θέσεις του, χριστοδουλικότερος του Χριστοδούλου, ο άλλος με ύφος κάθε άλλο παρά χριστιανικό στον δημόσιο λόγο και τώρα και στο μπλογκ του, ο τρίτος με τη νοσηρή, αρμοδιότητας ψυχιάτρου, διατύπωσή του γι’ αυτούς που «έκαναν αξία ζωής το σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων».

Και τέτοιοι θα υπάρχουν, και χειρότεροι, ή πάλι καλύτεροι και μετριοπαθέστεροι, κι ωστόσο «συντηρητικοί»: δεν νοείται να περιμένουμε από την εκκλησία να μοιραστεί σώνει και καλά τον δικό μας τρόπο σκέψης και ζωής, αν και εφόσον είναι διαφορετικός. Κακά τα ψέματα, πορνεία λόγου χάρη είναι για την εκκλησία η ελεύθερη συμβίωση, και ήταν παράλογη η κατάπληξη και η συνακόλουθη αντίδραση απέναντι στην άποψη αυτή, που τη συγκεκριμένη στιγμή εξέφραζε την πλειοψηφία των ιεραρχών. Γιατί μπερδέψαμε την άποψή της με τη στάση της, με το τι θέλησε δηλαδή να την κάνει την άποψή της –ή να κάνει με την άποψή της.

Το θέμα δεν είναι αν καλώς ή κακώς πιστεύει ό,τι πιστεύει η εκκλησία. Το θέμα είναι αν διεκδικεί το δικαίωμα να επιβάλει την άποψή της, επεμβαίνοντας π.χ. στο ρόλο της συντεταγμένης πολιτείας. Το θέμα, από την άλλη, είναι ώς ποιο βαθμό τής εκχωρήσαμε εμείς, διά των πολιτικών εκπροσώπων μας, το δικαίωμα αυτό.

Δε θα αλλάξουμε λοιπόν τις απόψεις της εκκλησίας. Οφείλουμε να αλλάξουμε τη στάση τη δική μας απέναντί της. Μάλλον να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας, έπειτα από τη σύγχυση της τελευταίας δεκαετίας. Αν θέλουμε να επαναπροσδιορίσει και η εκκλησία τη δική της. Αυτό όμως σημαίνει ότι ξέρουμε τι θέλουμε. Ξέρουμε; Αλλά, και αν ακόμα ξέρουμε, θέλουμε κιόλας να αλλάξουμε;

Προς αυτή την κατεύθυνση ο Ιερώνυμος, που απ’ την πλευρά του φαίνεται να ξέρει και να θέλει, έκανε το δικό του βήμα. Σειρά μας.


ΥΓ [εκτός εφημερίδας]. Πριν από καναδυό μήνες πήγα με την Έλλη και τη Λιζέτα στο θέατρο, στο Λεωφορείο ο Πόθος, με την πάντα νεραϊδένια Όλια, Μπλανς των ονείρων του Τεννεσί, δίχως άλλο, και μετά πήγαμε για φαΐ. Αφού συνήλθαμε κάπως από τα μάγια που μας είχε κάνει η Όλια, η κουβέντα πέρασε στο θέμα των ημερών, τον καινούριο αρχιεπίσκοπο. Άσχετες με τα θρησκευτικά οι δυο φίλες, σε αντίθεση εννοώ από μένα με το –απώτατο– "αμαρτωλό" παρελθόν μου, σχολίαζαν με θαυμασμό ό,τι καινούριο είχαμε μάθει πως έκανε ή είπε ο νέος αρχιεπίσκοπος. «Είπε και ότι τα άδεια βαρέλια κάνουν θόρυβο όταν κυλάνε, όχι τα γεμάτα», μας μετέφερε η Λιζέτα. «Αυτό τώρα δε μ’ άρεσε, με χάλασε» είπε η Έλλη, βρίσκοντάς το ίσως κοινότοπο ή πολύ σχηματικό –δεν ξέρω, γιατί δεν τη ρώτησα εκείνη τη στιγμή, τη ρώτησα όμως γιατί να βρισκόμαστε στη θέση, μάλλον γιατί να νιώθουμε υποχρεωμένοι να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει και η παραμικρή κουβέντα του αρχιεπισκόπου· ήξερες ποτέ τι έλεγε την πάσα στιγμή λόγου χάρη ο Σεραφείμ; τη ρώτησα· ξέραμε ποτέ τι λέει σε κάθε του βήμα, σε κάθε στιγμή της ζωής του ο κάθε αρχιεπίσκοπος, για να μην πω αν ξέραμε καν ποιος είναι αρχιεπίσκοπος, που λέει ο λόγος; Εκεί συμφωνήσαμε και οι τρεις, πως δηλαδή το θέμα είναι να βγει από την καθημερινή ζωή μας η εκκλησία, με τον στανικό –και μιντιακό– τρόπο με τον οποίο είχε μπει, με τον λάθος τρόπο δηλαδή, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και για κείνους που ζουν ενδεχομένως με την εκκλησία.

Αυτή την ιστορία ήθελα να γράψω, έτσι αποφάσισα να γράψω την επιφυλλίδα αυτή, η ιστορία μου δε χώρεσε, κατά τα συνήθη, και η επιφυλλίδα μού φαίνεται κάπως «αποβουτυρωμένη» τώρα. Μη νομιστεί, προς Θεού, πως ακκίζομαι σαν τις νοικοκυρές, πως αχ, δε μου πέτυχε πολύ το κέικ σήμερα, προχτές να βλέπατε πώς μου είχε φουσκώσει, ήθελα απλώς να στείλω ένα χαιρετισμό στις φίλες μου για την ιδέα που μου έδωσαν –και στην Όλια, για τα τόσα που μας έδωσε, και όχι μόνο εκείνο το βράδυ.

buzz it!