2/5/08

Ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες

Τα Νέα, 24 Ιουνίου 2006

Κάθε θέση στο γλωσσικό συνεπάγεται ιδεολογία (όπως και η «ουδέτερη» μη θέση!). Άλλο όμως να ξεκινάς από την επιστήμη και να φτιάχνεις την ιδεολογία σου και άλλο να ξεκινάς από την ιδεολογία για να «φτιάξεις» την επιστήμη (σου)


Γεμίσαμε άραγε παιδιά με μαθησιακά προβλήματα, μας τα ρήμαξε τα παιδιά μας η δυσλεξία, έχουμε «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες»; Ή μήπως, πρώτον, μάθαμε και αναγνωρίσαμε ότι υπάρχει διαταραχή που ονομάζεται δυσλεξία κι όχι σκέτη κοπριτοσύνη, όπως λέγαμε παλιά, του παιδιού, και δεύτερον ξεντραπήκαμε που το παιδί μας είναι δυσλεξικό και αποτολμήσαμε να απευθυνθούμε σε ειδικό;

διαβάστε τη συνέχεια...

Αν τώρα η ένσταση αυτή μοιάζει και είναι εμπειρική, πόσο επιστημονική είναι η θέση που διαπιστώνει αυτή την «τρομακτική αύξηση» κτλ.; Ή τάχα να τη δεχτούμε, όχι επειδή υπάρχουν σχετικές έρευνες, που δεν υπάρχουν, αλλά επειδή, έστω, τη διατυπώνει επιστήμονας –εμπειρικά βεβαίως και αυτός, «παρατηρώντας την προσέλευση» στο τάδε κέντρο, αλλά και επειδή «πληροφορήθηκε» πως κάτι ανάλογο «συνέβαινε και σε άλλους θεραπευτικούς χώρους»;

Αναφέρομαι στην περιλάλητη έρευνα Τσέγκου κ.ά., αυτήν που αρχίσαμε να σχολιάζουμε στην περασμένη επιφυλλίδα, μια έρευνα που άντλησε λοιπόν την έμπνευσή της από «παρατηρήσεις της προσέλευσης» κι από «πληροφορίες», οι οποίες δέσαν εξαρχής με προϋπάρχουσες εμμονές, για να μην πω ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες.

Σήμερα θα καθυστερήσω ιδιαίτερα εδώ, γιατί, πολύ πριν από την επιστημονική ανασκευή της έρευνας (έχω υπόψη μου τον αντίλογο δύο γλωσσολόγων και ενός ψυχιάτρου), έχει σημασία να δούμε τις προϋποθέσεις και τη λογική της, μάλλον τη λογική που ώθησε σ’ αυτήν, με δεδομένα ούτε καν σαφείς απόψεις και ιδέες, αλλά αυτό που χαρακτήρισα ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες.

Αφού, όπως μας λέει ο Ι. Τσέγκος, αρχή αρχή στον πρόλογο της Εκδίκησης των τόνων, του βιβλίου όπου εκτίθεται η έρευνα και τα πορίσματά της: «αν και ανίδεοι περί τα παιδοψυχιατρικά, υποψιαστήκαμε και την προηγηθείσα γλωσσική και εκπαιδευτική μεταβολή του 1982»! Πάει καιρός που το διάβασα αυτό, καιρός επίσης που άρχισα τις σχετικές επιφυλλίδες, και ειλικρινά δεν βρίσκω πώς να το σχολιάσω: να υποψιαστεί κανείς το μονοτονικό, γιατί αυτή είναι η «μεταβολή του 1982», ούτε γλωσσική δηλαδή ούτε εκπαιδευτική, παρά απλώς και μόνο ορθογραφική, να υποψιαστεί λέω το μονοτονικό για αύξηση της δυσλεξίας, άντε της «δυσμαθίας», όπως πάνε να τα μαζέψουνε μετά, ούτε ο αυτοχαρακτηρισμός-ομολογία «ανίδεοι» δεν μπορεί να το εξηγήσει επαρκώς. Αναζητήστε δηλαδή ευθύς την ιδεολογία, τη γλωσσική για την ώρα, που μας ενδιαφέρει καταρχήν, αυτήν που προϋπάρχει ακόμα και από τη γνώση περί τα γλωσσικά –και πάλι ομολογημένα: «ανίδεοι αλλά και αθεραπεύτως περίεργοι εγκύψαμε και στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος» διαβάζουμε σε αμέσως επόμενη σελίδα.

Και τι μάθαν; Αυτό που ήδη ήξεραν, όχι από γνώση αλλά από ιδεολογία· αυτό που ήθελαν να μάθουν από πριν. Ξεκίνησαν δηλαδή από παγιωμένες θέσεις, συγκεκριμένης ιδεολογίας –για πού; για τι; για να τις ξαναπαγιώσουν! «Κατς= απάτη, όλα σικέ», σύμφωνα με παλιό γκράφιτι. Και λέω παγιωμένες θέσεις συγκεκριμένης ιδεολογίας, γιατί αυτά μας μαρτυρούν λ.χ. οι διατυπώσεις «επιβολή του μονοτονικού», «σακάτεμα», «κουτσούρεμα» και «ξεκατίνιασμα» της γλώσσας, από τον 18ο αιώνα, οπότε ήδη αλώνιζαν, λέει, οι (προπομποί του Κίσσιγκερ) Αμερικάνοι προτεστάντες, μαζί και οι «δυτικοσπουδαγμένοι και δυτικόφρονες», από τον Κοραή ώς τον Καραμανλή (τον θείο), οι «ΗΠΑνθρωποι», οι ζηλωτές του Ατατούρκ, οι πουλημένοι πολιτικοί (πλην Μεταξά!), οι «ξερόλες» πανεπιστημιακοί και οι «μοχθηροκομπλεξικοί φιλόλογοι και φιλολογούντες», που με τους «σκυλοκαβγάδες» τους «χρησιμοποιούν και τη γλώσσα ως γήπεδο για παίγνια επιβολής και απολαβών» –ώστε αυτή είναι λοιπόν η ταμπακέρα, τη βρήκε ο Τσέγκος: οι απολαβές· σαν εκείνον που τους απέρριψε την έρευνα, όπως είδαμε στο προηγούμενο, επειδή «επιτηδευόταν στη θεραπεία της δυσλεξίας» και φοβήθηκε μην του κόψουν την πελατεία.

Αυτά (ξανα)έμαθαν λοιπόν. Το πού, θα το πούμε στο τέλος, γιατί αν το λέγαμε από τώρα δε θα ’πρεπε να γράψουμε ούτε γραμμή, ούτε λέξη παρακάτω. Όσο για το πώς τα μάθαν, το είδαμε ήδη: μπερδεύοντας τη γλώσσα με τη γραφή, μπερδεύοντας το μονοτονικό με την ιστορική ορθογραφία, και άλλα παρόμοια, που τα ’χουμε πει επανειλημμένα από τη σελίδα αυτή. Πήραμε και μια ιδέα και για το πώς τα λένε, σε παραλήρημα-χαρμάνι Λιάνας Κανέλλη, όπως ξανάγραψα, Ζουράρι, Μακαριοτάτου και λοιπών, Καργάκου λόγου χάρη, στον οποίο παραπέμπουν, μεταξύ των κατεξοχήν δασκάλων τους –που θα τους δούμε όμως στο τέλος.

Αλλά γιατί όχι ιδεολογία, θα πείτε, αφού κι ο ίδιος πάντοτε πιστεύω πως ιδεολογία, αναπόφευκτα, υπάρχει πίσω (και) από την κάθε θέση μας στο γλωσσικό (ιδεολογία υπάρχει πίσω και από τη μη θέση, την «ουδέτερη» δηλαδή παρατήρηση, αλλά θα μας πάει μακριά αυτό!). Οι ίδιοι πάντως το αρνούνται, προπάντων αποτάσσονται τις «ιδεολογικοποιήσεις».

Από την αρχή λοιπόν. Και ας δεχτούμε ότι υπάρχουν αυξημένες μαθησιακές δυσκολίες.

Μόνο δυσκολίες; θα ’λεγα αίφνης εγώ! Έως σχιζοφρένεια, θα πω, ο επίσης «ανίδεος από παιδοψυχιατρικά»: ναι, σχιζοφρένεια, απ’ την παράλληλη λ.χ. διδασκαλία αρχαίων και νέων (με περισσότερες μάλιστα τις ώρες των αρχαίων, μετά την «ενίσχυση» της διδασκαλίας τους από τη νυν υπουργό Παιδείας). Ενώ στο αντίθετο ακριβώς, στην έλλειψη των αρχαίων και του πολυτονικού, αποδίδει τις δυσκολίες ο Τσέγκος. Ώστε ολοφάνερα είναι θέμα ιδεολογίας. (Και για την ώρα δεν χωράει ένσταση ότι ο Τσέγκος πάντως έκανε και έρευνα: βρισκόμαστε ακόμα στο πριν, όταν ακόμα «παρατηρούσε», «πληροφορούνταν» και «υποψιαζόταν».)

Και όχι, δεν προβοκάρω. Πήρα απλώς μια σκέψη, και την προχώρησα για τις ανάγκες της συζήτησης· μια σκέψη που τη διατύπωσε ο Εμμ. Κριαράς, μιλώντας όχι για μαθησιακές δυσκολίες, αλλά για προβλήματα στη χρήση της γλώσσας:

«Υποστηρίζεται ότι η αποδοχή του μονοτονικού συστήματος δε βελτίωσε τη χρήση της γλώσσας των μαθητών. [...] Πώς να παρατηρηθεί βελτίωση, όταν από χρόνια έχει συντελεστεί εντελώς άκριτα και επιπόλαια η επαναφορά της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας από την πρώτη τάξη του γυμνασίου». Διότι «δεν είναι δυνατόν ακόμη και οι επιμελέστεροι μαθητές να αφομοιώσουν δημιουργικά τα στοιχεία δύο γλωσσικών μορφών, που βέβαια συγγενικές είναι, αλλά διέπονται από εντελώς διαφορετικούς κανόνες» («Πάλι για το μονοτονικό;» Μακεδονία της Κυριακής 23.10.05).

Ιδού πώς ο καθένας με την ιδεολογία του. Απολύτως φυσικό. Ο ένας όμως έχει και την επιστήμη με το μέρος του, και απ’ αυτήν πάει στην ιδεολογία του, μάλλον μαζί με αυτήν, την επιστήμη, φτιάχνει την ιδεολογία του –και μάχεται έπειτα γι’ αυτήν. Ο άλλος ξεκινάει ανάποδα: αρχίζει από την ιδεολογία, αλλά γύρω της κάνει κύκλους, μην τυχόν και απαντήσει στο δρόμο του την επιστήμη –ή αλλιώς διαστρεβλώνοντάς την, αλλά αυτό οπωσδήποτε σε άλλες περιπτώσεις, γιατί εδώ, στο τονικό εννοώ, επιστημονικό επιχείρημα δεν υπάρχει τίποτα, κανένα.

Όπου ψωνίζει ο καθένας

Ο Κριαράς λοιπόν έχει μαζί του, προϋποθέτει, κυρίως γλωσσολογία, κι έπειτα παιδαγωγική, ψυχοπαιδαγωγική, ιστορία. Ο Τσέγκος εδώ δεν έχει τίποτα, δεν έχει προπαντός γλωσσολογία: γιατί, όπως θα βαρέθηκε να διαβάζει ο αναγνώστης, η γλωσσολογία, αν όχι πάντοτε στο θέμα ταύτισης γλώσσας και γραφής, οπωσδήποτε στο θέμα της γραφής, και πιο ειδικά του τονισμού, είναι σαφής και κατηγορηματική, με ομοφωνία όλων των τάσεων, από τ’ αριστερά ώς τα δεξιά. Δηλαδή, από τη σχολή της Θεσσαλονίκης ώς τη σχολή των Αθηνών, από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ώς τον Γεώργιο Χατζιδάκι (ναι, και τον Μπαμπινιώτη, κι ας τους φαίνεται απίστευτο), δεν παρέχεται επιστημονικό επιχείρημα που να στηρίζει το πολυτονικό είκοσι αιώνες τώρα, πόσο μάλλον σήμερα, στη νεοελληνική, όπου όχι μόνο αστήριχτο αλλά και ανεφάρμοστο είναι, πάντοτε με επιστημονικά κριτήρια.

Τι μένει τότε; Το πέρα από τα δεξιά. Που εκεί κι αν υποτάσσεται η επιστήμη στην –ακραία, την ακροδεξιά, ή και ακόμη πιο ακραία– ιδεολογία. Η επιστήμη; Βεβαίως όχι πια. Η παραεπιστήμη, η παραγλωσσολογία, με κορόνα στο κεφάλι της την παρετυμολογία! Αυτή που διακονείται στα λαθρόβια κανάλια, κι όχι μόνο, αυτή που απ’ την πόρτα τού καλτ (αμάν πια αυτό), και όχι μόνο, με διαβατήριο ακριβώς το καλτ, τη γραφικότητα, και την ανοχή όμως τη δική μας, φτάνει στα σπίτια, στις ψυχές, στα μυαλά μας. Δικαίωμά μας αν τη θέλουμε, αρκεί να ξέρουμε ποια είναι, τι είναι.

Βαριοί οι χαρακτηρισμοί; Οι αποδείξεις κατευθείαν στο βιβλίο του Τσέγκου, ή εδώ, στο επόμενο.

buzz it!