16/5/08

«H ασθενής έχρηζε μεγάλης ανάγκης»

Τα Νέα, 11 Νοεμβρίου 2006

Αναζητώντας μια νέα «επίσημη» γλώσσα, νομίζουμε ότι πλουσιότερο λεξιλόγιο σημαίνει λογιότερο, ή απροκάλυπτα αρχαϊκό


«Ο Ίβιτς αποχωρεί χολωμένος», λέει ο ρεπόρτερ αγωνιστικού χώρου, στην αλλαγή του Σέρβου. «Έχει δυσανασχετήσει με την αλλαγή του;» ρωτάει δικαιολογημένα ο εκφωνητής. Και η φονική απάντηση: «Όχι, έχει πρόβλημα στο πόδι και κουτσαίνει»! (δανείζομαι από τη σελίδα του Α. Φουντή, στο On off της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 12.2.06)

το πλήρες κείμενο:

Τα πράγματα είναι όντως σοβαρά, απ’ τη στιγμή που κάποια ασθενής «έχρηζε μεγάλης ανάγκης», δηλαδή «χρειαζόταν μεγάλη ανάγκη» (!), όπως είπε η ρεπόρτερ σε δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης.

Ή μήπως είναι απλώς ευτράπελα; Και επιδιδόμαστε στο γνωστό σπορ να στήνουμε γλέντι με τις διάφορες ελληνικούρες των διαφόρων; Έχω πολλές φορές εκφράσει την αντίθεσή μου στο αριστοκρατικό αυτό σπορ, κυρίως όταν η μπάλα που κλοτσάμε είναι κεφάλια μαθητών ή φοιτητών, που σε συνθήκες ουσιαστικά αφύσικες και βεβιασμένης έκφρασης, όπως π.χ. οι εξετάσεις, μας προμηθεύουν πλήθος μαργαριτάρια, να γελάμε απ’ τη μια, να μιλάμε για «γλωσσική αφασία» και «λεξιπενία» από την άλλη! Έτσι, πάγια τακτική μου είναι η αναφορά σε κείμενα επαγγελματιών του λόγου, όχι για να πω χαιρέκακα το «δάσκαλε που δίδασκες» ή ότι «απ’ το κεφάλι βρομάει το ψάρι» αλλά για να δείξω τα όρια της γλώσσας, αυτά που πεισματικά τα παραγνωρίζουμε, θεωρώντας πως με εφόδιο τα γονίδια, το κληρονομικό δικαίωμα και πέντε λέξεις «απαράλλαχτες απ’ τον καιρό του Ομήρου» μπορούμε να περιδιαβάζουμε όλες τις εποχές της Μίας και Ενιαίας.

Δεν πρόκειται όμως εδώ για κοινά μαργαριτάρια. Η τάση που όλο και πιο συχνά με απασχολεί, το θέμα στο οποίο ολοένα επανέρχομαι είναι αυτό που επιμένω να αποκαλώ νεοκαθαρευουσιανισμό (επιστημονική ονομασία του γλωσσικού αρχοντοχωριατισμού), οπωσδήποτε σε επιτελικό επίπεδο, ή μια ανάγκη για σιδερωμένο λόγο, στο επίπεδο πια του απλού χρήστη της γλώσσας, ανάγκη που εν πολλοίς τού επιβάλλεται από τη συστηματική υποτίμηση της σημερινής γλώσσας, στην οποία επιδίδονται ακριβώς οι πάσης φύσεως Επιτελείς. Έτσι, όσο απομακρυνόμαστε από τη νόμω επιβεβλημένη καθαρεύουσα και το διαχωρισμό ανάμεσα σε επίσημη, γραπτή γλώσσα και σε κοινή, προφορική, δημιουργούμε μια νέα, άλλου τύπου, υβριδική μορφή επίσημης γλώσσας, καθώς συγχέεται η αυτονόητη διαφορά γραπτού και προφορικού λόγου, η διαφορά π.χ. λεξιλογίου, με τη διαφορά συντακτικών δομών. Και προπαντός καθώς πιστεύεται, ακόμα και σε επίπεδο λεξιλογίου, ότι πλουσιότερο λεξιλόγιο σημαίνει κατανάγκην λογιότερο, ή απροκάλυπτα αρχαϊκό.

Αφιέρωσα την περασμένη επιφυλλίδα στη γενικευμένη, ίσως επιβεβλημένη –σε επιτελικό πάλι επίπεδο– χρήση τού ρήματος λαμβάνω. Και έδειχνα με διάφορα παραδείγματα όχι απλώς την πλήρη υποκατάσταση του προγραμμένου ρήματος παίρνω, αλλά και την εξάπλωση του λαμβάνω σε χρήσεις που ποτέ δεν του «ανήκαν», με αποτέλεσμα αδόκιμες, ασύστατες εκφράσεις.

Εδώ θα ήθελα να επισημάνω δύο σημεία. Το ένα μπορεί να εικονογραφηθεί ενδεικτικά από τη φράση: «1 μήνυμα ελήφθη» με την οποία μας εξοικειώνει καθημερινά η οθόνη του κινητού τηλεφώνου μας (του κινητού, ας θυμηθούμε με την ευκαιρία, που είχε δαιμονοποιηθεί πως θα μας επιβάλει την αγγλική γλώσσα, και νά που μιλάει όχι απλώς ελληνικά, αλλά αρχαία ελληνικά). Θέλω να πω ότι μια νέα γραφειοκρατική γλώσσα, μέσα και από τη νεότατη τεχνολογία, διαιωνίζει ή επαναφέρει σε κοινή χρήση τύπους που πάντως δεν ανήκουν στη νεοελληνική γλώσσα: «αποστέλλεται» λοιπόν, «εστάλη» και «ελήφθη» το μήνυμα στα κινητά, «κομβίο» πατάμε στο τραμ κτλ. Και ενώ από εμάς τους παλαιότερους άλλοι οικτίρουμε την ξύλινη και λογιοτατίζουσα γλώσσα και άλλοι χαίρονται χαρά μεγάλη που «τίποτα δε χάθηκε ακόμα», αφού και οι μεν και οι δε έχουμε ιστορία και συγκεκριμένη στάση απέναντι στις συγκεκριμένες λέξεις και το φαινόμενο, οι νέοι απλώς παραλαμβάνουν αυτό το κατασκεύασμα σαν κάτι πλέον φυσικό.

Δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να αντιγράψω από μόλις περσινό άρθρο μου την ακόλουθη στιχομυθία: Δεκαοχτάχρονα παιδιά σε ριάλιτι ψιθυρίζουν στα σκοτεινά, όσο δηλαδή πιο ιδιωτικά γίνεται σε συνθήκες ριάλιτι: «Αυτό που νιώθεις δείχνεις;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Όπως και αν το λαμβάνω;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Δεν είναι κακό…» «Όχι…» «…μου αφήνει το περιθώριο να το λαμβάνω όπως θέλω». Ο ουρανός με τ’ άστρα, κατακέφαλα. Και μόλις τις προάλλες, συζητώντας με νεότερη φίλη μου, παντελώς «αμόλυντη» από γλωσσικές διαμάχες, καταπτοήθηκα κι έπαψα να μετράω την κατά συρροή χρήση τού λαμβάνω σε σχέση με τα ιμέιλ, που ήταν το θέμα μας.

Κι εδώ είναι το δεύτερο σημείο που θέλω να επισημάνω. Ή που μάλλον μπορεί να μου επισημάνουν ακόμα και καλοπροαίρετοι αναγνώστες: μήπως κι εσύ κινδυνολογείς, θα μου πουν, εστιάζοντας στο αδόκιμο ή το λάθος, και άρα μεγεθύνοντάς το; Κι επιπλέον, εσύ δεν είσαι που λες (εντάξει, όχι ακριβώς εσύ, η γλωσσολογία το λέει) πως και το λάθος γίνεται κάποτε σωστό, και προπαντός ότι η γλώσσα δεν ρυθμίζεται παρά αυτορυθμίζεται; Ναι, θα πω. Και επίσης θα ξαναπώ ότι δεν πρέπει να παρατηρούμε τη γλώσσα στη μικροκλίμακα της εποχής μας. Άρα, στο προκείμενο, δεν είναι καταρχήν δυνατόν να πει κανείς ακόμα αν το φαινόμενο αυτό είναι παροδικό ή ίσως μονιμότερο. Αλλά κι αν έστω είναι μόνιμο, και κάποτε λ.χ. επανενσωματωθούν στη γλώσσα τα διάφορα λαμβάνω· και αν, ακόμα παραπέρα, δεχτεί κάποτε η γλώσσα κι όλα τα άλλα κραυγαλέα, ακόμα και στα αρχαία, λάθη, π.χ. τα πλήθος ρήματα που σήμερα ξαφνικά συντάσσονται με γενική («μετήλθε όλων των μέσων», «διέφυγε της προσοχής», ενώ το συχνότατο «αποποιούμαι των ευθυνών μου» πέρασε ακόμα και σε σχολικό βιβλίο του ΟΕΔΒ, όπως επισήμανε τις προάλλες από δω, 21/10, ο έξοχα καυστικός Φάνης Ι. Κακριδής), αν λέω κάποτε ενσωματωθούν όλα αυτά, και άλλα τόσα ακόμα, τίποτα δε θα πάθει η γλώσσα, όπως δεν έπαθε ώς τώρα, που προχώρησε μέσα στους αιώνες (μην το ξεχνούμε αυτό!) κυρίως μέσα από τα λάθη της.

Προς τι ο θρήνος τότε και ο κοπετός; Πολύ απλά, θα ξαναπώ ότι, ώσπου να ενσωματώσει η ίδια η γλώσσα τα όποια λάθη την εξυπηρετούν, δουλειά δική μας είναι, ακριβώς επειδή δεν είμαστε εμείς οι ρυθμιστές, να επισημαίνουμε τα εκάστοτε λάθη –και πιο πολύ εδώ τις επεμβάσεις–, και για λόγους επιτέλους στοιχειώδους συνεννόησης, επικοινωνίας, να τα διορθώνουμε.

Πολύ περισσότερο λοιπόν στο θέμα μας, όπου δεν έχουμε λάθη, από αυτά που γεννιούνται στα κενά του συστήματος, όπως μας λεν οι γλωσσολόγοι, αλλά επεμβάσεις, όπως είπα, ιδεοληπτικού και καθαρά ιδεογλωσσικού τύπου, σκόπιμη χρήση ειδικά σημασιοδοτημένου λόγου, που όταν τον ξεφλουδίσεις αποκαλύπτεται συχνά (βασικός σχεδόν κανόνας της καθαρεύουσας) το κενό.

Χειρότερο είναι το φαινόμενο του «ευπρεπισμού», της «μετάφρασης» λαϊκών εκφράσεων, με κριτήριο ακριβώς τον γραβατωμένο λόγο: έτσι, αν θεωρηθεί πάλι «ανώδυνη», ή επίσης μες στη μόδα η γενικευόμενη χρήση των άλλων πασπαρτού ρημάτων εισέρχομαι και εξέρχομαι (εισήχθη στο πανεπιστήμιο· να εξέλθει η κυβέρνηση από το θέμα· εισέρχεται σε κατάσταση υπερφυσική [=περνάει, ή λογιότερα: μεταβαίνει!]), ο βίαιος εκλογιοτατισμός θα ’πρεπε να μας απασχολήσει σοβαρότερα: νεοελληνικότατης καταγωγής είναι η έκφραση πως μια ταινία «βγαίνει» στους κινηματογράφους. Άπαπα, τώρα πλέον: «με τη νέα χρονιά θα εξέλθει η τάδε ταινία» διαβάζω, και άλλη «θα εισέλθει στο φεστιβάλ».

Ούτε ο Ελύτης μάς διδάσκει πια;

Με την ανοίκεια και άτοπη μετάφραση σχετίζεται και η απρεπής, η ασεβέστατη «διόρθωση» π.χ. της Σαπφώς του Ελύτη σε «Σαπφούς». Έχω ξαναγράψει ότι ο συντηρητικότατος αλλά κορυφαίος γλωσσολόγος Γ. Ν. Χατζιδάκις μάς διαβεβαιώνει ότι από τον 1ο (ολογράφως: τον πρώτο!) αιώνα μ.Χ. η Σαπφώ κλίνεται της Σαπφώς. Έστω ότι εμάς, τον 21ο αιώνα, «Σαπφούς» τραβάει η ψυχή μας. Όταν όμως ο Ελύτης μεταφράζει ποίηση της Σαπφώς, κι εμείς επιλέγουμε μετακόμιση (για την ακρίβεια οπισθοδρόμηση, και μάλιστα αιώνων) στον αστερισμό της «Σαπφούς», όταν δηλαδή θεωρούμε ατελές το γλωσσικό σύστημα του Ελύτη, δεν το αλλάζουμε· αλλάζουμε μετάφραση: παίρνουμε άλλη, ή κάνουμε δικιά μας! Αναφέρομαι για πολλοστή φορά στο συγκεκριμένο θέμα, επειδή συχνά χρησιμοποιείται «ποίηση της Σαπφούς σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη». Και τις μέρες αυτές σταδιοδρομεί πληθωρικά σ’ όλο τον Τύπο η… Σαπφού, με αφορμή τη μελοποίηση ποιημάτων της από τον Νίκο Ξυδάκη. Καίτοι ειλικρινής θαυμαστής του Ξυδάκη, δεν έτυχε ν’ ακούσω ακόμα το δίσκο, ντρέπομαι και λυπάμαι που στέκομαι σε λεπτομέρεια παντελώς άσχετη με το μείζον γεγονός του έργου, λυπάμαι ιδιαίτερα που αφορμή είναι ειδικά ο Ξυδάκης, από τους σημαντικότερους νέους συνθέτες, από τους σεμνότερους σαν παρουσία, που και προσωπικά μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής.

Το θέμα όμως είναι εδώ ο Ελύτης, και, πιο πολύ κι απ’ τον Ελύτη ακόμα, η γλώσσα, η στάση μας απέναντι στη γλώσσα, στην ιστορία της, δηλαδή στην ιστορία μας, στον εαυτό μας.

buzz it!