Το καρκινογόνο αντιγριπικό
Τα Νέα, 8 Ιουλίου 2006
Ακόμα κι αν δεχτούμε πως ειδικά το πολυτονικό αναπτύσσει κάποιες δεξιότητες του παιδιού, είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η σχολική πράξη, σε επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπου τον λόγο τον έχει η ψυχοπαιδαγωγική
Αποτελεί κοινό τόπο ότι το είδος των ερωτήσεων ή ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται, και το δείγμα στο οποίο απευθύνονται ή το δείγμα το οποίο χρησιμοποιείται σε μια δημοσκόπηση, και αναλόγως σε μια έρευνα ή ένα πείραμα, μπορούν να φαλκιδεύσουν και κυρίως να καθοδηγήσουν την κοινή γνώμη, αυτή την οποία υποτίθεται ότι θέλουν να διερευνήσουν.
διαβάστε τη συνέχεια...
Για τον σοβαρότατο αυτό κίνδυνο, της καθοδήγησης, της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, οφείλουμε να καθυστερήσουμε στην έρευνα Τσέγκου, μια έρευνα που διαφορετικά, όπως ήδη ανάγγειλα κι όπως θα δείξω στο τέλος, θα έπρεπε να την αφήσουμε να ανθεί στον συγκεκριμένο χώρο όπου φύτρωσε, για να μην πω ακόμα εκεί που μαγειρεύτηκε.
Από τον «κανόνα» λοιπόν αυτού του τύπου δημοσκοπήσεων και ερευνών δεν ξέφυγε η έρευνα της ομάδας Τσέγκου, μια έρευνα για τη σωτήρια επίδραση του πολυτονικού στην ψυχική υγεία, ούτε λίγο ούτε πολύ, του μαθητή! Ιδού τι δήλωσε ο επικεφαλής (Καθημερινή 5.3.06), ότι ξεκίνησε την έρευνα επειδή «υποψιαζόταν» πως η «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες», και με δεδομένη τη «γενικότερη γλωσσοπενία» (ένα βήμα δηλαδή πιο πέρα κι από την περιλάλητη «λεξιπενία»!), μπορεί να οφείλεται «στην αυθαιρέτως επιβληθείσα γλωσσική απλοποίηση του 1982». Η ειρωνεία είναι πως το ιδεολογικό αυτό μανιφέστο ακολουθείται από τη φράση: «Και επειδή δεν συνηθίζουμε να ιδεολογικοποιούμε, σκεφτήκαμε να συγκρίνουμε…» κτλ.
Ώσπου να τελειώσουμε με το ακριβές ιδεολογικό στίγμα της έρευνας και του χώρου στον οποίο καλλιεργήθηκε, χρειάζεται να συμμαζέψουμε όσα είδαμε και στις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες (βλ. τώρα εδώ και εδώ).
Η ομάδα Τσέγκου λοιπόν διατείνεται ότι συγκρίνει δύο φαινομενικά ή αρχικά ίσες ομάδες παιδιών, παιδιών δηλαδή με ίσες ευκαιρίες, παρεισάγει όμως εξαρχής μια θεμελιώδη ανισότητα, αφού στη μία ομάδα δίνεται μια επιπλέον ευκαιρία, με τη μελέτη ενός επιπλέον γνωστικού αντικειμένου, εν προκειμένω αρχαίων και πολυτονικού δύο ώρες τη βδομάδα. Όμως αυτό το «επιπλέον» είναι ο δυναμίτης για όποια επιστημοσύνη, μεθοδολογία, και λογική, άρα αξιοπιστία της έρευνας! Αφού μοναδικός όρος θα ήταν να διδάσκεται και η ομάδα των «μονοτονικών» δύο ώρες παραπάνω, οτιδήποτε, έστω (ή μακάρι) επιπλέον νέα ελληνικά!
Τίθεται «ζήτημα ηθικής και μεθοδολογικής τάξης», καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε «ότι η εμπλουτιστική μας παρέμβαση έχει αποτελέσματα, χωρίς μια άλλη εξίσου εμπλουτιστική αλλά άσχετη ως προς το ζητούμενο δραστηριότητα να έρθει να εξειδικεύσει τα αποτελέσματα», τονίζει ο καθηγητής ψυχιατρικής Θανάσης Τζαβάρας (Καθημερινή 11.12.05). Όμως την εξωσχολική αυτή δραστηριότητα την είχαν, λέει, «προαποφασίσει τα παιδιά, ή οι γονείς, χωρίς εξωτερική, δική μας, εμπλουτιστική παρέμβαση», απάντησε, άρα δεν κατάλαβε και δεν απάντησε στην ουσία, ο κ. Τσέγκος (Καθημερινή 5.3.05).
Μήπως την καταλάβει με άλλα λόγια, όπως τη διατυπώνουν φερειπείν οι αρμοδιότεροι στο γλωσσικό επιστήμονες; «Οποιαδήποτε επιπλέον δραστηριότητα στην οποία θα υποβαλλόταν η μία ομάδα των μαθητών, π.χ. περισσότερες ώρες διδασκαλίας μαθηματικών ή μουσικής, θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα την εμφάνιση στατιστικά σημαντικής διαφοράς σε κάποια δοκιμασία δεξιοτήτων» γράφει η καθηγήτρια γλωσσολογίας Άννα Ιορδανίδου (Βήμα 14.5.06).
«Θα μπορούσαν τα παιδιά» γράφει και ο Σπύρος Μοσχονάς (Καθημερινή 7.2.06) «να διδάσκονται από την πρώτη δημοτικού μία ξένη γλώσσα [...]. Και πάλι, υποθέτουμε, θα έδειχναν βελτίωση όχι μόνο των οπτικοαντιληπτικών αλλά και των γλωσσικών δεξιοτήτων τους [γιατί σε γλωσσικές δεξιότητες η έρευνα Τσέγκου δεν ευτύχησε να έχει διόλου ευρήματα, είτε σε επίπεδο λεξιλογίου είτε σε επίπεδο «εκφραστικών ικανοτήτων» –σημ. δική μου], αφού η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας αποδεδειγμένα ενισχύει τη φωνολογική και εν γένει τη γλωσσική συνειδητοποίηση και της μητρικής γλώσσας.
»Ας επαναλάβει λοιπόν ο Τσέγκος και οι συνεργάτες του το ίδιο πείραμα με μία ξένη γλώσσα αντί των αρχαίων. Θα έπρεπε τότε, με τον ίδιο συλλογισμό, να αποδεχτούν το ανακόλουθο συμπέρασμα ότι η εκμάθηση της ελληνικής πρέπει να αντικατασταθεί από την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας».
Θα ήταν πια ψιλά γράμματα να επισημάνει κανείς, από μιαν άλλη άποψη, ότι ακριβώς το γεγονός πως τα παιδιά ή οι γονείς είχαν προαποφασίσει, έχει τεράστια σημασία –και πάντως για τα δεδομένα της έρευνας σημαίνει περίπου κατασκευασμένο, «στημένο» δείγμα. Γιατί η συνειδητή επιλογή της εξωσχολικής δραστηριότητας, όπως το χόμπι κάποιου, σημαίνει αν όχι πάντοτε προδιάθεση, έφεση, κλίση, οπωσδήποτε θέληση, αποφασιστικότητα. Κι αυτό είναι καθοριστικό για την πορεία και τα πορίσματα της έρευνας αλλά και, ιδιαίτερα, για τους όποιους παραπέρα στόχους. Όμως, ακόμα κι αν δεχτούμε προς στιγμήν τα πορίσματα αυτά, πως ειδικά το πολυτονικό αναπτύσσει τις όποιες δεξιότητες του παιδιού, είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η αξιοποίηση των πορισμάτων αυτών σε επίπεδο σχολικής πράξης, σε επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπου τον λόγο τον έχει η ψυχοπαιδαγωγική –αν αγνοήσουμε δηλαδή και πάλι τη γλωσσολογία.
Επίσης, αν δεχτούμε, ξαναλέω, τα πορίσματα της έρευνας και πούμε ότι ο κ. Τσέγκος ανακάλυψε ένα φάρμακο, μήπως θα ’πρεπε, επιστήμονας άνθρωπος, γιατρός, να περιμένει λίγο προτού βγει στη γύρα, να ελέγξει για τυχόν παρενέργειες μακροπρόθεσμα; Προσωπικά, με όσα κατά καιρούς έχω εκθέσει για το θέμα, θα έλεγα ότι σε μια τέτοια περίπτωση, αν ίσως ευρέθη όντως αντιγριπικό, φοβάμαι ότι είναι καρκινογόνο –αυτό τουλάχιστον μας δείχνει μέχρι τώρα η ιστορία της εκπαίδευσης κοντά δύο αιώνων.
Το στημένο παιχνίδι
Όμως η έρευνα-στοίχημα ήταν σαφώς αγώνας ιδεολογικός, μάλιστα λυσσαλέος, όπως μαρτυρείται άμεσα από τον εμπνευστή της έρευνας, από τα λίγα που είδαμε εδώ, από τα πολλά που λέει στο βιβλίο του, στις συνεντεύξεις του, ή σε εκπομπές και ημερίδες της Εκκλησίας, αλλά και όπως μαρτυρείται έμμεσα, από το ύφος πια με το οποίο τα λέει, ύφος και λεξιλόγιο που δείγματά τους είδαμε στο προηγούμενο.
Παραταύτα, το μείζον δεν είναι αυτό, ακόμα και οι ιδεολογικοποιήσεις δηλαδή, ούτε κι ο λυσσαλέος χαρακτήρας. Το μετερίζι όμως είναι μείζον.
Η ομάδα λοιπόν των «πολυτονικών» που πήγε και βρήκε ο Τσέγκος είναι ομάδα «προσκόπων», παιδιά που θέλησαν να μάθουν ή τα στείλαν οι γονείς τους, καλά να μάθουν πολυτονικό κι αρχαία, αλλά πού; Στην Ελληνική Αγωγή!
Έστιν ουν Ελληνική Αγωγή, σύλλογος, σωματείο ή κάτι τέτοιο, που διευθύνεται από τον γνωστό εσχάτως εκπρόσωπο του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη, από ετών αφρισμένο ρήτορα πολύωρων εκπομπών στα διάφορα παρακάναλα, ετυμολόγο τού τύπου «η αλς [η αρχαία θάλασσα] είναι λέξη ηχοποίητη, επειδή η θάλασσα ακριβώς κάνει αλς, αλς», και το πέλαγο ομοίως, γιατί κάνει κάτι σαν πλ, πλ (συγνώμη, αυτό δεν το συγκράτησα καλά), πλάι δηλαδή ή, άντε, ένα μόλις βήμα δώθε από τους ευθέως ουφολόγους Λιακόπουλο και σία. Και με εξέχουσα διδασκάλισσα την κυρία Τζιροπούλου-Ευσταθίου, γνωστή κι αυτήν από τις ίδιες εκπομπές και από πλούσιο, τέτοιου επιπέδου συγγραφικό έργο.
Δηλαδή, από ένα ευρύτατο φάσμα ιδεολογικών απόψεων και χώρων, από την αριστερά ώς τη δεξιά, και από ένα ευρύτατο φάσμα επιστημονικών απόψεων και χώρων, ο κ. Τσέγκος ούτε στάθηκε ούτε άγγιξε. Πήγε με ζήλο αμέσως παραδίπλα, στο άλσος και τα τεμένη τού παρα-, της παραεπιστήμης και της παραετυμολογίας, στα παρακάναλα με τα θολά νερά τους, θολά όσο να μη φαίνεται από τη μια η απουσία ίχνους επιστήμης, από την άλλη η παρουσία ίσα ίσα ιδεολογίας, χρώματος αυστηρά συγκεκριμένου.
Εκεί έτρεξε να μάθει γράμματα, αφού δήλωσε αρχικά ανίδεος, ο κ. Τσέγκος, και την εν λόγω διδασκάλισσα ειδικά ευχαριστεί στο βιβλίο του, με μιαν άλλη ακόμα, «με τις οποίες συνεννοηθήκαμε αμέσως» γράφει, «χωρίς να χρειασθεί να ανταλλάξουμε ιδεολογικοπολιτικά επισκεπτήρια».
Εμείς όμως, από κάποια όρια και πέρα, ανταλλάσσουμε, υποχρεωτικά.
Για να τελειώνουμε: μολονότι έχει μεγάλη σημασία ότι το πολυτονικό δεν το στηρίζουν –για λόγους επιστημονικής ουσίας και όχι πρακτικούς– ακόμα και συντηρητικοί γλωσσολόγοι όπως ο Μπαμπινιώτης, υποστηρίζεται οπωσδήποτε από ευρύ φάσμα ανθρώπων, από τη δεξιά ώς την αριστερά.
Ε, πέρα από κάποια όρια, πολιτικά και επιστημονικά, διάλογος δεν νοείται.