Η αντοχή των υλικών
Τα Νέα, 4 Φεβρουαρίου 2006
Ο Κριαράς δίδαξε γράμματα από την έδρα του στο πανεπιστήμιο και μέσα από το εργαστήρι του Λεξικού του· και ήθος με τη στάση του απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους: αμείλικτος με τα πράγματα, πράος με τους ανθρώπους
Ο αιωνόβιος μαχητής Εμμ. Κριαράς, κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Επικοινωνίας και MME του Πανεπιστημίου Αθηνών, επάνω, και κάτω ο πρύτανης Γ. Μπαμπινιώτης
το πλήρες κείμενο:
Εργατικός, μαχητικός, πάντα δοτικός και γενναιόδωρος διανύει το εκατοστό έτος της ηλικίας του ο Εμμανουήλ Κριαράς, δάσκαλος του γένους έστω και μόνο για το μνημειώδες έργο του, το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669).
Ο Εμμανουήλ Κριαράς, κορυφαία μορφή του ύστερου δημοτικισμού, σφράγισε με το έργο του την ιστορία των ελληνικών γραμμάτων ολόκληρο αιώνα, τον 20ό, ενώ συνεχίζει ακάματος, πάντα το ίδιο παραγωγικός, στον 21ο. Με σπάνια εγρήγορση και σπάνια ανακλαστικά στάθηκε ανυποχώρητος στον αγώνα πρώτα για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, στην προάσπιση έπειτα βασικών κεκτημένων, και πάντα στον συνεχή αγώνα για τη διάδοση, τη μελέτη και την καλλιέργειά της –γιατί δεν έπρεπε «να αφήσομε να μας κυριέψει υπερβολική αισιοδοξία» (1975).
Γεννημένος το 1906, καθηγητής μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης από το 1950 ώς το 1968, οπότε απολύθηκε από τη χούντα, ομότιμος τώρα καθηγητής, έγινε τις προάλλες (24/1) επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο πλουσιότατο έργο του Κριαρά, μελέτες γύρω από τη βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία, κριτικές εκδόσεις κειμένων της δημώδους μεσαιωνικής γραμματείας, μονογραφίες για μεγάλες μορφές του δημοτικισμού και εξαντλητικά κείμενα για τη χρήση της δημοτικής, δεσπόζει το Λεξικό της Μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, μοναδικό έργο για την αναζήτηση των πηγών της σημερινής γλώσσας, σε 14 μέχρι στιγμής τόμους, που φτάνουν ώς το λήμμα παραθήκη (ενώ κυκλοφορεί και μια δίτομη επιτομή τού έως τώρα έργου).
Όμως, το άλλο πόδι με το οποίο πατά γερά στην Ιστορία ο Εμμ. Κριαράς είναι το έργο για την ανάδειξη, την καθιέρωση και την προάσπιση, όπως είπα παραπάνω, της δημοτικής –το έργο, και ίσως ίσως, θα τολμήσω να πω, πιο πολύ η παρουσία, η παρουσία στις επάλξεις, με συνεχείς παρεμβάσεις, ιδίως από τη μεταπολίτευση και δώθε, και μάλιστα στην τελευταία μάχη του γλωσσικού, αυτήν που ξέσπασε μετά τη μεταρρύθμιση Ράλλη τού 1976 και την καθιέρωση της δημοτικής, και πιο πολύ μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την καθιέρωση του μονοτονικού.
Δοσμένος σ’ αυτή την υπόθεση ζωής, με τις μελέτες του για τους πατέρες του δημοτικισμού «θέλησε να μνημειώσει το έργο τους, να κρατήσει ζωντανή την παράδοση, σε μια εποχή που, απ’ ό,τι φαίνεται, χρειαζόταν μνήμες», όπως είπε ο επίκουρος καθηγητής γλωσσολογίας Σπύρος Μοσχονάς κατά την αναγόρευση του Κριαρά σε επίτιμο διδάκτορα, υπογραμμίζοντας τον «αφιερωματικό χαρακτήρα που έχει συχνά το έργο του»: «έργο για το έργο άλλων». Η ίδια αφοσίωση τον κράτησε εγρήγορο μαχητή στα καθημερινά πια δρώμενα γύρω από τη γλώσσα, με συνεχή άρθρα, σημειώματα, επιστολές, την επομένη κιόλας μιας δημοσίευσης!
Αυτή την παρουσία θα ’θελα να τονίσω προσωπικά, με όλο μου τον υποκειμενισμό εννοώ. Αυτήν που αφήνει προς στιγμήν το μείζον έργο, τα λεξικά και τις ειδικές μελέτες, για να καταπιαστεί με τα μικρά, με τα μικρά των μικρών ανθρώπων, που μπορεί όμως να κάνουν κακό μεγάλο, καθώς μιλούν τη γλώσσα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, και κολακεύουν το κοινό και τα πιο ταπεινά του ένστικτα, εθνοφυλετικά, διάβαζε ρατσιστικά, κ.ά., υποθάλποντας φόβους για την τύχη της γλώσσας και του περιούσιου γένους. Αυτή την παρουσία θεωρώ ύψιστη γενναιοδωρία και διδαχή.
Γιατί ο Κριαράς δίδαξε γράμματα και ήθος τον αιώνα και το γένος, δίδαξε γενεές μαθητών, ίσως όχι τόσο από την έδρα του στο πανεπιστήμιο όσο μέσα από το εργαστήρι του Λεξικού του. Και πιο πολύ ακόμα με το ήθος και τη στάση του απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους: αμείλικτος με τα πράγματα, πράος με τους ανθρώπους. Και αφάνταστα γενναιόδωρος στον έπαινο και τον καλό το λόγο, ακόμα και σε μη οικείους του, τόσο που να σε φέρνει σε δεινή αμηχανία. Πώς να του ανταποδώσεις τη δωρεά, του έργου και της στάσης;
Παλαιάς κοπής καθαρευουσιάνοι και μεταμοντέρνοι αριστερογενείς «υπεργλωσσικοί» τον χαρακτήρισαν συχνά, όπως συλλήβδην πια τους δημοτικιστές, «παλαιοδημοτικιστή» και «ρυθμιστή», εννοώντας τη ρύθμιση σαν ύβρη, βλέποντας δηλαδή στο τεράστιο παιδευτικό του έργο ό,τι έφταναν να δουν, μια δασκαλίστικη βέργα. Αλλά και έτσι, τάχα, απέναντι στον ανιστόρητο χαρακτηρισμό του «παλαιοδημοτικιστή» θα ξαναπώ ότι ο «παλαιοδημοτικισμός», και ο μαλλιαρισμός ακόμα, κοιτούσε πάντως μπροστά: ίσως πήγαινε πιο μπροστά από την ίδια τη γλώσσα (έχει και ρίσκο η πρωτοπορία!), βάδιζε όμως πάντοτε σε δρόμους τους οποίους έδειχνε ήδη η γλώσσα, προς την κατεύθυνση εννοώ της εξομάλυνσης, αυτής που ανέκαθεν καθοδηγεί τη γλώσσα (κάθε γλώσσα). Υπηρετούσε δηλαδή τη συνέχεια, αντίθετα από τον λογιοτατισμό που, σταθμεύοντας στα παλαιά, αρνιόταν στην πράξη τη συνέχεια ακριβώς της γλώσσας!
Απέναντι σ’ αυτούς δεν χαρίστηκε ποτέ ο Κριαράς, δεν τσιγκουνεύτηκε ποτέ τον πολύτιμο χρόνο του, δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω: είτε απέναντι στους παλαιότερους και απροκάλυπτους εχθρούς της γλώσσας είτε απέναντι στους νεότερους, τους «τάχα αντικειμενικούς μελετητές (“πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής”)», σε κείμενο π.χ. του 1976, όπου φωτογραφίζεται στην παρένθεση, με τον τίτλο έργου του, ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος «ανήκει στους χτεσινούς οπαδούς της καθαρεύουσας που εγκατέλειψαν το στρατόπεδο χωρίς όμως και να προσέλθουν στο αντίθετο» (1979, τώρα στο Η σημερινή μας γλώσσα, σ. 160).
Ποτέ δεν χαρίστηκε ο Κριαράς. Πάντοτε όμως χάριζε. Και μας χαρίζει. Κόσμο ολόκληρο εντέλει, για να επιστρέψω στον Σπ. Μοσχονά, που η παρουσίασή του είχε τίτλο «Εμμανουήλ Κριαράς, “Ο αρχειοθέτης”»: «Αρχειοθέτης είναι εκείνος που αποκαλύπτει έναν κόσμο, που ενώνει με μία γραμμή σημεία απομακρυσμένα και ασύνδετα, είναι συνεπώς αυτός που δημιουργεί έναν κόσμο».
Σημείωση: ο μικρός και απρεπής
Στην τελετή αναγόρευσης του Εμμ. Κριαρά σε επίτιμο διδάκτορα από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Αθήνησι, στις 24 Ιανουαρίου, τη μέρα με τα χιόνια, η προσφώνηση έγινε από τον πρύτανη του πανεπιστημίου, τον Γ. Μπαμπινιώτη. Είχε έτσι πολλαπλό ενδιαφέρον η συνάντηση δύο κόσμων και δύο ιδεολογιών. Και ήταν αφειδώλευτος ο έπαινος του πρύτανη προς τον αιωνόβιο πλην θαλερότατο δάσκαλο, που «πάντα υπεράσπιζε τις ιδέες του» (κι ας μην είχαν όνομα οι ιδέες αυτές)· κατέληξε όμως σε μισή, άρα αν μη τι άλλο παραπλανητική, παραδοχή: «Με τον τιμώμενο, δεν θα το κρύψω, είχαμε και κάποιες διαφωνίες» παραθέτω από μνήμης τα λόγια του κ. Μπαμπινιώτη· «όμως ήταν ουσιαστικά διαφορές γλωσσολόγου με φιλόλογο»! Μπορεί άραγε να συρρικνωθεί, να μετατοπιστεί και να μετονομαστεί έτσι η διάσταση δύο κόσμων, όπως είπα, και δύο ιδεολογιών; Και με την ιταμή ισοπέδωση σε «διαφορές γλωσσολόγου με φιλόλογο», όπου έτσι υπονοείται ότι ο –καθ’ ύλην αρμόδιος– γλωσσολόγος φυσικά είχε το δίκιο!