28/9/11

Τα δικαιώματα του επιμελητή

[εισήγηση σε εκδήλωση του Συλλόγου Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών, 16.12.10, που τώρα αξιώθηκα να τη σουλουπώσω κάπως, για μια έκδοση που ετοιμάζει ο Σύλλογος]


«Τα δικαιώματα του επιμελητή» είναι το θέμα μου. Αρχική μου σκέψη ήταν να το διατυπώσω σαν ερώτηση: «Έχει δικαιώματα ο επιμελητής;», μ’ ένα ερωτηματικό που υποβάλλει ενδεχομένως την αρνητική απάντηση· αλλά είπα να μη σας τρομοκρατήσω. Και το ’βγαλα το ερωτηματικό. Τώρα όμως, διά ζώσης, θα έλεγα, αρχή αρχή κιόλας, πως δεν έχει. Είμαστε εδώ μεταξύ μας, δεν χρειάζεται να υπερασπίσουμε στα δικά μας μάτια την αξία της επιμέλειας, μπορώ έτσι να πω δυο πράγματα φαινομενικά πιο στενάχωρα.*

Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε έτσι το θέμα, αυτόματα σχεδόν, καθώς μιλούσα με τη Βενετία στο τηλέφωνο, όταν μου μετέφερε την πρόσκληση για την εκδήλωση αυτή· ήταν προφανώς μια ιδέα-διέξοδος στο τι στο καλό θα πω, αφού έχω γράψει άλλοτε διεξοδικά για την επιμέλεια· μπορεί όμως να είναι και η απόσταση από το ίδιο το αντικείμενο, μια και το επάγγελμα το έχω χρόνια τώρα αφήσει... Ίσως πάλι είναι κάποια συντηρητικοποίηση, με την ηλικία, μια κάποια, επίσης της ηλικίας, παραίτηση, και μαζί, όπως είπα, η απόσταση, στην περίπτωσή μου σίγουρα και η απώθηση.

Έχω γράψει πέντε επιφυλλίδες στα Νέα για την επιμέλεια, πέντε σελίδες εφημερίδας για την αναγκαιότητα της επιμέλειας,** θα μπορούσα να γράψω άλλες τόσες, κι έρχομαι τώρα και λέω ότι δεν έχει δικαιώματα ο επιμελητής! Τι εννοώ;

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά καλύτερα να το πιάσω αλλιώς: όταν μιλάμε για επιμελητή, ξέρουμε πως δεν υπάρχει επιμελητής αυτοφυής, παρθενογεννημένος· ο επιμελητής προϋποθέτει ένα κείμενο, και το κείμενο έναν συγγραφέα ή μεταφραστή. Τώρα, ο συγγραφέας και ο μεταφραστής με το κείμενο μαζί δεν προϋποθέτουν ακριβώς, πάντως χρειάζονται έναν αναγνώστη, σίγουρα απευθύνονται σ’ έναν αναγνώστη. Κι εκεί, στη μέση, στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στο κείμενο-με-τον-συγγραφέα-του και στον αναγνώστη υπάρχει, φύεται, επινοείται, ή όποιο άλλο ρήμα θέλετε, ο επιμελητής. Διαμεσολαβητής, όπως προκύπτει. Πρεσβευτής κτλ.

Τώρα, και αφού περί δικαιωμάτων ο λόγος, υπάρχει αυτονόητα το δικαίωμα του συγγραφέα ή μεταφραστή και κατ’ επέκταση του κειμένου, κι απ’ την άλλη υπάρχει το δικαίωμα του αναγνώστη. Ο επιμελητής, όμως, τι σόι δικαιώματα να έχει; Ως προς τι; Απέναντι σε τι; Ή σε ποιον; Δεν υπάρχει προφανής απάντηση. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι δεν έχει δικαιώματα ο επιμελητής, ο επιμελητής, όπως είπαμε, μεσολαβητής. Για την ακρίβεια, δεν τίθεται θέμα δικαιωμάτων. (Δικαιώματα θα μπορούσε να έχει, και έχει, σε μια πιο ειδική εργασία, σε φιλολογική επιμέλεια, κάπως σαν τα μεταφραστικά ή τα συγγραφικά δικαιώματα, και με οικονομικό δηλαδή αντίκρισμα. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία.)

Στην τρέχουσα εργασία του επιμελητή δεν τίθεται θέμα δικαιωμάτων. Απλώς, και επειδή μίλησα για δικαίωμα του αναγνώστη, εδώ ακριβώς, απέναντι δηλαδή στο δικαίωμα του αναγνώστη, που είναι από μιαν άλλη άποψη «ιερό», γεννιέται η ανάγκη του επιμελητή, η ανάγκη για επιμελητή, και πια η υποχρέωση του επιμελητή, το έργο του, πιο απλά: το επάγγελμα του επιμελητή.

Αν όμως έχει υποχρέωση, υποχρεώσεις, ο επιμελητής, σαν μεσολαβητής ακριβώς, ή σαν «προασπιστής» του δικαιώματος του αναγνώστη, δεν έχει και δικαιώματα; Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το σημείο, είπα το όχι. Δηλαδή, και όσο πιο απλά γίνεται και πάλι, ο επιμελητής θα κάνει ό,τι μπορεί για να στρώσει ό,τι μπορεί, να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί, αλλά πάντοτε, όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, σε συνεργασία με τον μεταφραστή: το περιορίζω τώρα το θέμα στον μεταφραστή, γιατί εννοείται πως το δικαίωμα του συγγραφέα είναι απόλυτο και απαραβίαστο, σχετικοποιείται όμως απολύτως στην περίπτωση του μεταφραστή.

Σε συνεργασία λοιπόν με τον μεταφραστή οφείλει να πορεύεται ο επιμελητής. Αν τον πείσει, τόσο το καλύτερο· αν όχι, πάσο. Εξαντλεί όποιο περιθώριο μπορεί να έχει, απευθύνεται δηλαδή στον εκδότη και εργοδότη του, κι από κει και πέρα, πάλι πάσο.

Προσοχή: αναφέρομαι στη διόρθωση ασυνταξιών ή «πραγματολογικών» λαθών, ή και στη βελτίωση εκφραστικών αδεξιοτήτων κτλ. Γιατί αν πρόκειται για θέματα ορθογραφίας, εκεί δε χωράει συζήτηση καμία. Πρέπει να υπάρχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς, και αυτό –για πρακτικούς αν μη τι άλλο λόγους– δεν μπορεί να είναι άλλο από το εκάστοτε ισχύον, «σχολικό» ορθογραφικό σύστημα, και κατ’ επέκταση λεξικό. Αλλιώς είναι αδύνατον να δουλέψει κανείς, αν έχει κάθε φορά να κάνει με το ορθογραφικό σύστημα ή τις επιμέρους παρεκκλίσεις, ακόμα και βελτιώσεις, του κάθε μεταφραστή ή συγγραφέα.

Πέρα λοιπόν από ορθογραφικά θέματα, όλα τα άλλα πρέπει να είναι σε συνεργασία με τον μεταφραστή. Προφανώς εννοώ ότι γίνεται εξαρχής μια συζήτηση, πας με δυο-τρεις επισημάνσεις στον μεταφραστή, κερδίζεις τρόπον τινά την εμπιστοσύνη του, και έτσι προχωρείς. Σε ακραία περίπτωση ο μεταφραστής βλέπει μια ολοκληρωμένη διόρθωση, αυτό είναι σωτήριο, μπορεί όμως και να είναι σκέτη καταστροφή, πανωλεθρία. Γίνονται όλα αυτά, θα μου πείτε; Δεν ξέρω, κατά κανόνα όχι· πρέπει όμως, θα ’πρεπε να γίνονται.

Μοιάζει να ηθικολογώ, μπορεί εδώ να μιλάει από κάτω ο μεταφραστής, εγώ δηλαδή σαν μεταφραστής, ή γραφιάς σε εφημερίδα, με ιδιότητες δηλαδή που κοντράρουν από παράδοση, για να μην πω εκ προοιμίου, την επέμβαση, την ύπαρξη καν, του επιμελητή.

Ακούγεται σαν κουβέντα «καβαλημένου» κάτι τέτοιο, π.χ. καβαλημένου μεταφραστή. Όμως, σε ό,τι με αφορά προσωπικά, δεν έχω γράψει, σας διαβεβαιώνω, μισό σκατό στη ζωή μου που να μην έχει περάσει από σαράντα κύματα, δεν εννοώ τα δικά μου, εννοώ τουλάχιστον τέσσερις με πέντε φίλους που διαβάζουν τα πάντα, μερικοί και πάνω από μία φορά, όπως κι εγώ εξάλλου τα δικά τους.

Αλλά και άλλων υποδείξεις, σε λίγες εκ των πραγμάτων φορές, μια και στις περισσότερες μεταφράσεις μου κάνω μόνος και τις διορθώσεις, όποτε πάντως είχα την τύχη να δει τη δουλειά μου κι άλλο μάτι, πέρα απ’ το όσο να ’ναι υποκειμενικό των φίλων, με χαρά μου δέχτηκα υποδείξεις και διορθώσεις.

Όμως, να γράφω άρθρα ολόκληρα για το σαν και το ως, και το δικό μου σαν να μου το κάνει η διόρθωση της εφημερίδας ως, με φέρνει στα πρόθυρα εγκεφαλικού. Να γράφω ειδικό άρθρο κόντρα στον βλακώδη, αντιγραμματικό κανόνα πως δεν μπαίνει κόμμα πριν από το και, και να μου βγάζουν ακριβώς το κόμμα πριν από το και· να γράφω κατά των λογιότροπων υβριδίων «αποτελούντο», και να μου διορθώνουν το αποτελούνταν ακριβώς σε «αποτελούντο», και πλήθος άλλα, εκεί θα ’θελα να κρατάω μαχαίρι.

Ακραίο ίσως το παράδειγμα, ακραία οπωσδήποτε και η περίπτωση της διόρθωσης σε εφημερίδα: είναι προφανές ότι δε θα ’βγαινε ποτέ εφημερίδα, αν έπιανε να ρωτάει ο διορθωτής ή η διορθώτρια τον κάθε συντάκτη για το καθετί.

Όμως δεν μπορεί να εξαιρούμε πάντα τον εαυτό μας. Πως τα ’χουμε δηλαδή όλα τόσο μελετημένα, και άρα είμαστε υπεράνω διορθώσεων. Δηλαδή «εγώ που το σκέφτηκα αυτό» και «εγώ που το πρόσεξα το άλλο», εν προκειμένω «εγώ με τα ειδικά μου άρθρα για τη γλώσσα», κτλ. Όλοι μπορεί να το σκέφτηκαν το ένα και το άλλο και να ’χουν τις απόψεις και τις θεωρίες τους, τα γούστα τους, επιτέλους, τις προτιμήσεις τους. Αν ο άλλος θέλει, για να σταθώ στο απλούστατο, αν λέω θέλει τον τύπο «ακόμη», γιατί να του τον κάνω εγώ «ακόμα»; Και τούμπαλιν.

Πόσο μάλλον όταν πάμε σε συνθετότερα θέματα, συντακτικά, εκφραστικά κτλ.

Υπάρχει όμως κι άλλος ένας, σημαντικότατος λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να διορθώνουμε σιωπηρά, παρά να δείχνουμε, με τρόπο εννοείται, στον μεταφραστή τα έργα των χειρών του –αφού τα δείξουμε βεβαίως, για άλλους, προφανείς λόγους, και στον εκδότη-εργοδότη μας. Αν λόγου χάρη δείξουμε στον μεταφραστή πως η «φιλήδονη Πούτιφαρ» είναι η φιλήδονη γυναίκα του Πετεφρή, η «κόρη του Χάιρους» την οποία θεράπευσε ο Ιησούς είναι η θυγατέρα του Ιαείρου, ο «Άμπσαλον» ο Αβεσσαλώμ, στο ίδιο κείμενο όλα αυτά, ή πως οι «ιδέες των Λυμιέρ» είναι οι ιδέες του Διαφωτισμού και όχι των αδελφών Λυμιέρ του κινηματογράφου, και… και… και…, όλοι μας έχουμε πλήθος τέτοια παραδείγματα, αν λοιπόν του τα υποδείξουμε αυτά του μεταφραστή και δεν τα διορθώσουμε σιωπηρά, πρώτον θα ’ναι προσεχτικότερος στο μέλλον, έπειτα δε θα βγαίνει να ξιφουλκεί κατά της επιμέλειας: η εκδίκησή μας λοιπόν, ή (συναιρώ πολλά παραδείγματα, πολλά πρόσωπα εδώ, μην ψάχνετε έναν δολοφόνο) δε θα βγει φερειπείν να πει σε συνέντευξη πως δεν του ξεφεύγουν λάθη, επειδή είναι πολύ σχολαστικός.

Αλλά και οι ίδιοι αποφεύγουμε κακοτοπιές. Παράδειγμα θα φέρω σκόπιμα από τον εαυτό μου, με δύο παροιμιώδεις πατάτες μου:

Το πρώτο η Κοινωνιολογική φαντασία του Ράιτ Μιλς, έκδοση του 1974, «Μάρτη του 1974» είδα στον κολοφώνα, άρα η δουλειά γίνεται το ’73.

Έχει σημασία η εποχή: 1973, χούντα ακόμα, εγώ στα 20, ας το πω σαν ένα τόσο δα ελαφρυντικό, αλλά το κυριότερο: δικτατορία, σημαντικό όχι για πολιτικούς λόγους, αλλά για ιστορικούς, και αναφέρομαι στην ιστορία του γλωσσικού: είμαστε ακόμα στην αυτοκρατορία της καθαρεύουσας, έχει προηγηθεί μόνο ένα συντομότατο διάλειμμα με ολίγη από δημοτική στα χρόνια του Γεωργίου Παπανδρέου, η δημοτική κατά κάποιον τρόπο ψάχνεται, όλοι ψαχνόμαστε, πολλά είναι υπό συνεχή δοκιμή, θέματα ορθογραφικά, μορφοφωνολογικά, λεξιλογικά κτλ.

Η έκδοση είναι από τις πρώτες του Ολκού, του παλιού Ολκού του Αντώνη Καρκαγιάννη, η μετάφραση υπογράφεται από την Αικατερίνη Μακρυνικόλα και τον Σπύρο Τσακνιά. Ο Σπύρος Τσακνιάς είναι ο γνωστός ποιητής και μεταφραστής, εν μακαριστοίς τώρα, όπως και ο Αντώνης άλλωστε, η Αικατερίνη Μακρυνικόλα είναι η Νινέτα, η ψυχή του παλιού Κέδρου, που έχει κάνει και αυτή την επιβλητική βιβλιογραφία του Ρίτσου, ήταν και στενή φίλη του ποιητή.

Εγώ έχω αναλάβει την επιμέλεια, και, θυμάμαι καλά, όλη την εργασία μου τη συζητήσαμε σημείο προς σημείο με τους δύο μεταφραστές, σε αλλεπάλληλες πολύωρες συναντήσεις, στο σπίτι του ενός ή της άλλης, ή στα γραφεία του Ολκού. Άρα, ό,τι τυπώνεται, έχει την απόλυτη έγκριση και των δύο μεταφραστών.

Και τι τυπώνεται; Το τερατώδες, ιδίως σήμερα, ρήμα «απολευτερώνω»! Ή άλλα, καθαρώς ορθογραφικά, όπως «τέτιος», «είταν» κ.ά. Προσοχή, δεν ήταν εφεύρημα, κατασκευή δική μου το «απολευτερώνω», κυκλοφορούσε, περιορισμένα ίσως, πάντως κυκλοφορούσε, κι εγώ το ψώνισα από την αγορά –και έπεισα και τους μεταφραστές. Αρκετά ή πολύ διαδεδομένο ήταν το «τέτιος», με γιώτα, ενώ το «είταν» το είχε π.χ. και ο Σεφέρης, ώς την 7η έκδοση των Ποιημάτων του, αν δε γελιέμαι, πριν κάνει την ορθογραφική ενοποίηση ο Σαββίδης με βάση τον Τριανταφυλλίδη, το έγραφε κι ο Ρίτσος και πολλοί ακόμα. Μη νομίσετε πάντως πως το αποτέλεσμα ήταν κάνα ψυχαρικό κείμενο. Βλέπω μάλιστα τώρα, σχεδόν με κάποια κατάπληξη, τους τύπους τρομαΚτικά, σκεΠτόμενους, κατάΚτηση κ.ά. Και λέω «κατάπληξη», γιατί οι τύποι κατάχτηση και σκεφτόμενος δεν ήταν σπάνιοι τότε, ενώ ειδικά ο τύπος τρομαχτικά κάθε άλλο παρά μαλλιαρός θεωρείται και σήμερα, χρησιμοποιείται ομαλότατα και ευρύτατα, αυτόν χρησιμοποιώ και εγώ.

Αλλά αυτό το «απολευτερώνω» δεν περπάτησε με τίποτα. Ήδη από χρόνια αναστενάζαμε από κοινού με τη φίλη τη Νινέτα, που μου έλεγε: «Καλά, εμένα με έπεισες· τον Σπύρο πώς τον έπεισες;» Δεν ξέρω πώς τους έπεισα, ευτυχώς όμως που τους έπεισα· σκεφτείτε τώρα οι επεμβάσεις μου, τέτοιες επεμβάσεις, να είχαν γίνει ερήμην των μεταφραστών!

Μια παρένθεση εδώ, για τα δικά μας, τα συνδικαλιστικά: η μετάφραση εξακολουθεί να ανατυπώνεται, στις εκδόσεις Παπαζήση πια, από χρόνια, δεν ξέρω αν μοσχοπουλάει ακόμα, αν δίνεται δηλαδή ακόμα σε πανεπιστήμια, όπως παλιά, πάντως κυκλοφορεί, σε μορφή που δεν εκφράζει κανέναν από τους συντελεστές, στον πάλαι ποτέ αριστερό εκδοτικό οίκο Παπαζήση που εκδίδει τώρα τα ελληναράδικα αγλωσσολόγητα χλου-χλου του Φίλια –θα το ’χετε δει, το τελευταίο πόνημά του, όπου το χλ χλ που κάνει, λέει, το κύμα στα χαλίκια έδωσε τον μοχλό κ.ά. Είναι ένας ογκώδης τόμος, Τα ημαρτημένα του Λεξικού Μπαμπινιώτη, όπου βγαίνει στον Μπαμπινιώτη από (ακρο)δεξιά, αντικρούει τάχα τη θεωρία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και δηλώνει ότι ο μόνος ονοματοθέτης είναι η –ελληνική, εννοείται– φύση, έτσι βγήκε απ’ το χλ χλ ο μοχλός, σαν συμπλήρωμα, προφανώς, στο πλ πλ που κάνει, κατά τον Άδωνη τώρα, η θάλασσα, κι από κει βγήκε η λέξη πέλαγος! Ας γυρίσω όμως στα συνδικαλιστικά που έλεγα: Ο τελευταίος λοιπόν νόμος δίνει στον μεταφραστή τη δυνατότητα να αναδιαπραγματευτεί παλιό συμβόλαιό του: και προς αυτή την κατεύθυνση θα ’πρεπε να κινηθεί ο Σύλλογός μας. Κλείνει η παρένθεση.

Το άλλο παράδειγμα που είπα:

Μεταπολίτευση, έτος 1976, περιοδικό Ο πολίτης, σ’ ένα από τα πρώτα τεύχη ο Γρηγόρης Σηφάκης, καθηγητής ήδη τότε, αν δε γελιέμαι, στο Αριστοτέλειο, στη Θεσσαλονίκη, έχει μια εκτενή, εξαιρετική μελέτη για τον Καραγκιόζη. Η δημοτική έχει βγει πια από την παρανομία, έχει πάρει το δρόμο της, υπάρχει μεγάλο βοήθημα η γραμματική και η ορθογραφία Τριανταφυλλίδη, υπάρχει ένας μπούσουλας για τη δουλειά μας, ακολουθώ φυσικά αυτό το ορθογραφικό σύστημα, με μία παρέκκλιση που δεν κατάλαβα ποτέ από πού την εμπνεύστηκα, πού στο καλό την ψώνισα. Ήταν μια θεωρία που νόμιζα, που πίστευα ατράνταχτα πως μου την είχε πει ο E. X. Κάσδαγλης, άλλος εν μακαριστοίς: Έχει να κάνει με το τελικό ν. Που κατά τον γνωστό κανόνα διατηρείται πριν από τα στιγμιαία κ, π, τ, και τα «σύνθετά» τους γκ, μπ, ντ κτλ., επειδή συμπροφέρεται, και έτσι έχουμε: τον πατέρα= τομ μπατέρα κ.ο.κ. Κάποιο αντίστοιχο λοιπόν φαινόμενο υπάρχει τάχα και με το ν πριν από το μ, που διπλασιάζει κατά κάποιον τρόπο το μ, και έτσι λέμε, ή ακούγεται: τημ Μαρία, τομ μύλο κτλ. Άρα διατηρείται και εδώ το τελικό ν! Το ’βαζα λοιπόν κι εγώ το ν πριν από το μ, το ’βαλα και στου Σηφάκη το κείμενο, τηλεφωνάει αυτός στον Άγγελο Ελεφάντη, υπεύθυνο του περιοδικού, και διαμαρτύρεται: «Δεν είναι δυνατόν» λέει «άλλα να εισηγούμαι» (γιατί τότε ετοίμαζαν την Αναπροσαρμογή της Μικρής Γραμματικής Τριανταφυλλίδη) «και άλλα να φέρεται ότι ακολουθώ στα κείμενά μου!»

Φυσικά συμμορφώθηκα αμέσως, θέλησα ωστόσο να επαληθεύσω τη θεωρία μου, να στηρίξω την επιχειρηματολογία μου. Τρέχω στον Κάσδαγλη και του λέω: «Μου ’χατε πει κάποτε ότι…» κτλ. «Εγώ;» μου λέει, «πρώτη φορά τ’ ακούω αυτό»!

Έμεινα με την απορία, δεν το έλυσα ποτέ το μυστήριο. Σας το λέω τώρα για την ιστορία, τι μπορεί να κάνει ή να πάθει κανείς, σε τι περιπέτειες μπορεί να σύρει τον συγγραφέα ή και τον μεταφραστή…

Τώρα γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να συμφιλιώσω τον μεταφραστή με τον επιμελητή μέσα μου;
Ακόμα πιο κοινότοπα, θα έλεγα πως είναι μια βασική συμβουλή, ας την πω έτσι, ενός απόστρατου σε νεοτέρους, όσους δεν μπορώ να πείσω να μην ακολουθήσουν το επάγγελμα αυτό, όση γοητεία κι αν διαθέτει, από μια, αλλά μόνο από μια σκοπιά. Μη με ρωτήσετε ποια –χρειάζεται άλλη εισήγηση...

Σας ευχαριστώ.


* Το κείμενο αυτό νοείται σαν καθαρά εσωτερικό, ετοιμασμένο για μια εκδήλωση των επιμελητών, κι απ’ αυτή την άποψη ευχής έργο θα ήταν να διαβάζεται σε συνδυασμό με τις επιφυλλίδες μου στις οποίες παραπέμπω παρακάτω (βλ. επόμενη σημ.), σχετικά με την επιμέλεια και τον σωτήριο ρόλο της.

** Τα Νέα, «Ο επιμελητής εκδόσεων και η θεά Τζούνο», 17.5.2003· «Τα “ανεύστοχα” και το δικαίωμα του αναγνώστη», 31.5.03· «Ο Βενέδικτος, το Πάρκο και η Τρέμπιτζοντ», 14.6.03· «Η γενναιοδωρία των σοφών (α΄)», 28.6.03· «Η γενναιοδωρία των σοφών (β΄)», 12.7.03· αναδημοσιεύονται με προσθήκες στο βιβλίο μου Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, β΄ τόμ., εκδ. Πόλις, 2008, σ. 31-58.

buzz it!