28/3/08

Η μεγάλη παρανόηση: η ταύτιση γλώσσας και γραφής

Τα Νέα, 21 Ιανουαρίου 2006

Γλώσσα, μας λένε οι γλωσσολόγοι, είναι ο έναρθρος λόγος, αυτός με τον οποίο ανακοινώνουμε στους συνανθρώπους μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, ενώ η γραφή αποτελεί ισχνή αποτύπωσή της

το πλήρες κείμενο:

Ολέθριος ο αττικισμός για το έθνος, όπως έγραφε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο συντηρητικός Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, ολέθριος άρα και ο ρόλος της Εκκλησίας, που ταυτίστηκε με τον αττικισμό και στάθηκε έκτοτε απηνής διώκτης της ζωντανής γλώσσας –όπως και κάθε ζωντανής ιδέας, εξάλλου.

Κι όμως, τα ιδρυτικά, ιερά της κείμενα, της Καινής Διαθήκης, ήταν γραμμένα στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, εναντίον της οποίας στράφηκε η ίδια η Εκκλησία, όπως έγραφα στο προηγούμενο, για να την αναγορεύσει αργότερα, με την πάροδο των αιώνων, γλώσσα πρότυπο, και πάλι για να αντιταχτεί στη ζωντανή γλώσσα.

Είδαμε έτσι ώς τώρα τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η γλώσσα και τον τρόπο με τον οποίο την αντιστρατεύονται σε κάθε εποχή οι δυνάμεις της συντήρησης, με προεξάρχουσα την Εκκλησία. Ήταν αναγκαία αυτή η περιπλάνηση, για να έχουμε μια καθαρή εικόνα του ρόλου ειδικά της Εκκλησίας, που είναι άκρως αντίθετος από αυτόν τον οποίο παγίως και ψευδώς προβάλλει, κυρίως σήμερα, η ίδια. Της Εκκλησίας που θέλησε και τώρα να έχει βασικό λόγο στα γλωσσικά πράγματα, ζητώντας την επαναφορά του πολυτονικού.

Από εδώ ξεκινήσαμε, πάνε τώρα τέσσερις επιφυλλίδες, όταν δύο βουλευτές της ΝΔ και η Ιερά Σύνοδος ανακίνησαν το θέμα του πολυτονικού, σαν θεραπεία και της δυσλεξίας, την οποία προκαλεί το μονοτονικό στους μαθητές, σύμφωνα, λέει, με κάποιους ψυχοθεραπευτές!

Προτού φτάσουμε στο πολυτονικό και το καινούριο «όπλο» κατά του μονοτονικού, χρειάζεται να σταθούμε σε δύο γενικότερες και ευρύτατα διαδεδομένες παρανοήσεις, στις οποίες έχει δώσει απάντηση προ πολλού η επιστήμη της γλωσσολογίας αλλά και –ειδικά στη δεύτερη– η Ιστορία, η στοιχειώδης ιστορική παρατήρηση: (α) την ταύτιση γλώσσας και γραφής και (β) την απαρασάλευτη, υποτίθεται, ιστορική ορθογραφία.

Έτσι μπορεί να δοθεί αυτομάτως απάντηση σε καλοπροαίρετες συχνά ανησυχίες, ότι με τις ορθογραφικές αλλαγές, πολύ περισσότερο με την ανατροπή, όπως λέγεται, ή την κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας κινδυνεύει με αφανισμό η ίδια η γλώσσα. Έτσι θα κατανοήσουμε γενικότερα το μέγεθος της αντίδρασης απέναντι σε επιμέρους ορθογραφικές αλλαγές. Ή, ακόμα πιο γενικά, γιατί η αλλαγή στην ορθογραφία ακολουθεί με καθυστέρηση δεκαετιών και αιώνων πολύ πιο ουσιαστικές αλλαγές στη γλώσσα, που πολλές, πάμπολλες, δεν γίνονται καν αντιληπτές –και αναφέρομαι κυρίως σε αλλαγές συντακτικές, που επηρεάζουν δηλαδή τη δομή καθαυτήν της γλώσσας. Μάρτυς αψευδής η κλιμάκωση της ανησυχίας-αντίδρασης, όπως καθρεφτίζεται π.χ. σε επιστολές αναγνωστών στον Τύπο, σε τακτικά σχόλια και άρθρα πάλι στον Τύπο, αλλά και σε σχετικές μελέτες ειδικών, εντός ή εκτός εισαγωγικών: εκεί βλέπουμε την ανησυχία που εστιάζεται κατά κανόνα σε ορθογραφικά θέματα, δευτερευόντως σε θέματα λεξιλογίου (λέξεις που χάνονται, ξένες λέξεις που εισβάλλουν και απειλούν, υποτίθεται, τη γλώσσα) και σπανιότατα σε δομικές αλλαγές, από ξενικά συντακτικά σχήματα κτλ.

Δεν υπάρχει σήμερα καμιά ουσιαστικά διαφωνία στους κόλπους των γλωσσολόγων ότι γλώσσα είναι ο έναρθρος λόγος, αυτός με τον οποίο καταρχήν επικοινωνούμε με τους συνανθρώπους μας, ανακοινώνοντάς τους τις ιδέες, τις σκέψεις, τις επιθυμίες μας, τα συναισθήματά μας. Αποτύπωση, μάλλον ισχνή, της γλώσσας είναι η γραφή, εικόνα της, όχι κατανάγκην πιστή. Όμως η οπτική εικόνα την οποία προσφέρει η γραφή είναι κατά πολύ ισχυρότερη, καθότι και μονιμότερη, από την ακουστική, αυτήν που δημιουργείται από τον προφορικό λόγο.

«Το γραπτό μένει μέσα στο χρόνο, ο ήχος φεύγει και, παρόλο που μόνο ο ήχος είναι δεμένος με τη γλώσσα, επικρατεί ο στερεός δεσμός γλώσσας-γραφής, δεσμός ωστόσο επιφανειακός, που δημιουργεί πλαστή ενότητα»: έτσι συνοψίζει έξοχα ο Β. Δ. Φόρης (Καθημερινή 31.10.1980) τις απόψεις του μεγάλου πρωτοπόρου της γλωσσολογίας Φερντινάν ντε Σωσσύρ· και συνεχίζει: «τα πιο πολλά άτομα είναι οπτικοί τύποι· η “φιλολογία” (γενικά) και η εκπαίδευση κινούνται με βιβλία, αυτά υποτάσσονται σε κάποια ορθογραφία, και αυτή θεωρείται πια πρωταρχική, αποκτώντας σημασία που δεν της αξίζει…»

Υπάρχει πάντως και μια άλλη αλήθεια πίσω από την ταύτιση. Όταν πρωτοπηγαίνει σχολείο το παιδί, εντελής, από μιαν άποψη, φυσικός ομιλητής και κάτοχος της γλώσσας του, καλείται να αναγνωρίσει –και έπειτα να αποτυπώσει– με έναν άλλο πλέον τρόπο λέξεις-έννοιες που τις γνωρίζει ήδη. Μαθαίνει δηλαδή ανάγνωση και γραφή, όπου επαναδιαπραγματεύεται, ουσιαστικά, ανατρέπει και επανα-κατακτά βασικά του κεκτημένα. Η πιο οικεία του φερειπείν παράσταση, η μάνα του, από ζωντανή εικόνα-βίωμα, με μόνη ώς τότε πιθανή αποτύπωσή της κάποια φωτογραφία, γίνεται τώρα μια εντελώς διαφορετική εικόνα, άλλου τύπου, σχήματα περίεργα, γράμματα στη σειρά, στα οποία καλείται να μεταφέρει, να μεταγγίσει κατά κάποιον τρόπο το παιδί το βίωμά του, ώστε να τα «γεμίσει» και να του θυμίζουν εφεξής αυτό που ήξερε και εξέφραζε ώς τότε με λόγια μόνο. Η διαδικασία είναι από μιαν άποψη κοσμογονική, αλλά επίπονη από την άλλη, κάποτε οδυνηρή έως τραυματική: η εικόνα που θα προέλθει από αυτήν δεν θα το αφήσει πια ποτέ και στην ενήλικη ζωή του. Αν μάλιστα φύγουμε, καλύτερα, από τη μάνα-που-είναι-μόνο-μία και πάμε λόγου χάρη στη λέξη-έννοια δέντρο, πέτρα, αυτοκίνητο: απ’ όλα τα διαφορετικά δέντρα, απ’ όλες τις διαφορετικές πέτρες, απ’ όλα τα διαφορετικά αυτοκίνητα που ξέρει, που έχει δει ώς τότε το παιδί, η καινούρια εικόνα, η λέξη η γραπτή, αν δεν θα έχει εντέλει ρόλο προεξάρχοντα, θα μπει οπωσδήποτε πλάι σ’ όλες τις άλλες, και εύλογα θα τις συνοψίσει, θα τις επιγράψει (για να μην επεκταθώ και σε αφηρημένες έννοιες, π.χ. αγάπη, υγρασία, κράτος, δημοκρατία, που εικόνα τους [θα] έχει αποκλειστικά και μόνο τη γραπτή). Όλα τα δέντρα δηλαδή θα είναι πλέον πολλά και μαζί –από μια άποψη– ένα. Κι αν κάποτε απειληθεί αυτό το ένα, το στερεοτυπικό δηλαδή, μάλλον το αρχέτυπο, και πουν, για παράδειγμα, στο παιδί και πιο πολύ στον ενήλικο να το γράψει με -αι («δαίντρο»), θα νιώσει να απειλούνται αυτόματα και όλα τα άλλα, η έννοια η ίδια. Η ζωή.

Ένα ωμέγα, ένα όμικρον, ο κόσμος μου όλος

Έτσι, έπειτα και από την εμπειρία του σχολείου, καθώς μάλιστα εκεί λατρεύεται κατεξοχήν ο θεός της γραφής, και αναπόφευκτα πλέον της «ορθής», η αυτοματική αξιολόγηση που τοποθετεί την οπτική εικόνα πάνω από την προφορική ανταμώνει μιαν άλλη βασική πριμοδότηση του γραπτού λόγου, αφού ο γραπτός λόγος προϋποθέτει ειδική μάθηση, εκπαίδευση, σπουδή: γίνεται πια αυτονόητο ότι αυτό που απαιτεί ειδικό κόπο για να αποκτηθεί θα είναι και το πολυτιμότερο. Αυτό άλλωστε με διαφοροποιεί από τον απαίδευτο, με όλες τις επίσης αυτοματικές κοινωνικές και ταξικές ιεραρχήσεις που εμπεριέχει. Και αυτό που μόνο εγώ ή περισσότερο εγώ αναγνωρίζω και κατέχω, δηλαδή η γραφή, και κάτι τώρα παραπάνω, η ορθή γραφή, η ορθογραφία, αυτό λοιπόν που μόνο εγώ κατέχω θα με οδηγήσει εύλογα στην προάσπισή του, μόλις νιώσω ότι χάνεται –και άρα το χάνω.

Έτσι μπορεί να καταναλώνουμε ασυνείδητα ή και να καλοδεχόμαστε αλλαγές στη δομή, όπως είπα παραπάνω, αλλαγές που κάποτε παγιώνονται σε λίγα μόλις χρόνια, ξενισμούς λόγου χάρη, ενώ εξήντα τόσα χρόνια τώρα, λόγου χάρη από τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, μας στενοχωρεί το δεύτερο -μ που έλειψε από το καμιά ή από το ψέμα, το -ι αντί για το -υ του αντικρίζω, το -ε αντί για το -αι στο τρένο.

Κι όμως, η Ιστορία έδειξε ότι δεν χάθηκαν γλώσσες που άλλαξαν όχι απλώς τη γραφή κάποιων λέξεων αλλά το ίδιο το αλφάβητό τους: ούτε η τουρκική χάθηκε, ούτε η ρουμανική ούτε η αλβανική, που υιοθέτησαν το λατινικό αλφάβητο (και σπεύδω να σημειώσω ότι για λόγους πάντως άλλους αλλά σοβαρούς δεν πρεσβεύω επ’ ουδενί την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου για τη δική μας γλώσσα). Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κινδυνεύει μια γλώσσα από ένα γιώτα, ένα όμικρον, ή μια περισπωμένη.

Θα δούμε όμως στο επόμενο: κινδύνεψε τάχα από πλήθος ήδη επιμέρους αλλαγές της ιστορικής ορθογραφίας;

buzz it!