26/3/08

Ο ολέθριος αττικισμός

Τα Νέα, 7 Ιανουαρίου 2006

Αν ήταν ολέθριος για τη γλώσσα και το έθνος, κατά τον συντηρητικό Γεώργιο Χατζιδάκι λ.χ., ο ρόλος του αττικισμού, άλλο τόσο ολέθριος υπήρξε συνακόλουθα και ο ρόλος της Εκκλησίας

το πλήρες κείμενο:

«Βάρβαρη» και «αηδή» την είπαμε τη γλώσσα των Ευαγγελίων, με βάση τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί για λέξεις της ο αττικιστής Φρύνιχος τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Και όχι για να σκανδαλιστούν, μακάρι, οι πιστοί. Αλλά επειδή έτσι την είπαν, με τη στάση τους καταρχήν, οι ίδιοι οι χριστιανοί, οι κεφαλές, ο ανώτερος κλήρος, όταν συντάχτηκαν με τον αττικισμό που πολεμούσε την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, αυτή στην οποία είχαν γραφτεί τα βιβλία της Καινής Διαθήκης!

Αλλά «βάρβαρη» και «αηδή» χαρακτηρίζουν έκτοτε, ανά τους αιώνες, την εκάστοτε ομιλούμενη γλώσσα, τη φυσική δηλαδή συνέχεια της γλώσσας, οι ίδιοι, η Εκκλησία, και οι όποιοι άλλοι θεράποντες ή νοσταλγοί τής εκάστοτε –και νόμω και ροπάλω επιβεβλημένης– γραπτής, αρχαΐζουσας έως απλής καθαρεύουσας.

Αυτά έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, σαν σχόλιο στον γλωσσοσωτήριο τάχα ρόλο της Εκκλησίας, όπως τον χαλκεύει και τον προβάλλει η ίδια, παράλληλα με την άλλη φενάκη, τον εθνοσωτήριο, και πάλι τάχα, ρόλο της.

Θα μείνω στον αττικισμό, όπως υποσχέθηκα, και για τις ανάγκες αυτής της σειράς επιφυλλίδων αλλά και επειδή ανάλογα φαινόμενα, και δυστυχώς όχι μόνο στο επίπεδο φάρσας, όπως κατά τη γνωστή ρήση επαναλαμβάνεται η Ιστορία, ευδοκιμούν σε κάθε εποχή, βεβαίως και στις μέρες μας: αναφέρομαι στην ανιστόρητη «δικαίωση» αλλά και νοσταλγία της καθαρεύουσας, στην υποτίμηση της σημερινής γλώσσας κτλ.

Ήταν λοιπόν τόσο αρνητικός αν όχι ολέθριος για τη γλώσσα ο ρόλος του αττικισμού, άρα και ο ρόλος της Εκκλησίας, η οποία σύντομα ακολούθησε την κίνηση αυτή, για να πρωτοστατήσει του λοιπού: και στον νόμο και στο ρόπαλο;

Σκόπιμα προσφεύγω στον συντηρητικό Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι, πατέρα της γλωσσολογίας στην Ελλάδα. Από το έργο του Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης, 1915, μεταφέρω (και για τις ανάγκες της εφημερίδας μεταφράζω) εκτενή αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Ο αττικισμός» (σ. 71-77). Γράφει λοιπόν ο Χατζιδάκις, αφού έχει αναφερθεί στις πάσης φύσεως αλλαγές που επήλθαν στη γλώσσα, ιδιαίτερα μετά την εξάπλωση της αττικής διαλέκτου σε Έλληνες και «βαρβάρους», ώσπου διαμορφώθηκε η λεγόμενη Κοινή των ελληνιστικών χρόνων:

«Οι μεταβολές για τις οποίες έγινε λόγος στα προηγούμενα κεφάλαια σημειώθηκαν μεν, όπως ήταν φυσικό, στην ομιλούμενη από τους πολλούς γλώσσα, αντανακλώνταν δε λίγο πολύ και στα γραπτά μνημεία των χρόνων αυτών, και γενικά δεν ήταν επιβλαβείς. Διότι για να γίνει σχεδόν παγκόσμια μια γλώσσα, όπως τότε η ελληνική, και επιπλέον για να διατηρηθεί τέτοια, παγκόσμια, ώσπου να την εκτοπίσουν από την υψηλή αυτή θέση μεγάλα ιστορικά γεγονότα, χρειάζεται να είναι απλή και ευμεταχείριστη, απαλλαγμένη κατά το δυνατόν από ανωμαλίες, πολυτυπίες, πολύπλοκη σύνταξη κτλ. (βλ. την αγγλική γλώσσα). Όντως λοιπόν η ελληνική γλώσσα, αφού μεταβλήθηκε και απλοποιήθηκε, όπως είδαμε παραπάνω, έγινε καταλληλότερη για τη μεγάλη της αποστολή, τη γενική της χρήση. [Μάλιστα, στους χριστιανικούς χρόνους], στη μορφή ακριβώς που είχε, ήταν εξαίρετο όργανο απλής και μαζί ισχυρής και σαφούς έκφρασης· μάρτυς αυτού του στοιχείου μεγαλόφωνος είναι η Καινή Διαθήκη, που τα υψηλά ηθικά διδάγματά της εκφράστηκαν με αυτή την εξομαλισμένη και απλή γλώσσα.

»Άλλη όμως γνώμη για την αξία της γλώσσας αυτής είχαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι Έλληνες. Οι οποίοι, παραβάλλοντας τα φιλολογικά έργα που παράγονταν εκείνα τα χρόνια με τα έργα των αρχαιότερων δόκιμων συγγραφέων, τα έβλεπαν προφανώς να υπολείπονται κατά πολύ, και νόμισαν, εσφαλμένα, ότι αιτία ήταν η αλλοίωση της γλώσσας που είχε επέλθει. [...]

»Επειδή όμως ήδη από τους προχριστιανικούς χρόνους οι Ρωμαίοι μιμήθηκαν τους Έλληνες συγγραφείς και έτσι παρήγαγαν δόκιμη φιλολογία (Κικέρων, Οράτιος, Βιργίλιος κτλ.), [...] οι δικοί μας νόμισαν ότι θα μπορούσαν κι αυτοί να πλάσουν δόκιμα έργα μιμούμενοι τους αρχαίους. Καταρχήν βεβαίως η σκέψη αυτή δεν ήταν εσφαλμένη, το κακό όμως είναι ότι οι δικοί μας δεν περιορίστηκαν, όπως οι Ρωμαίοι και όπως σκόπευαν αρχικά, σ’ αυτήν τη μίμηση μέσα στα επιτρεπτά όρια, δεν αρκέστηκαν δηλαδή να μιμηθούν το πνεύμα των δοκίμων, τη μέθοδό τους, την ορθή σύνθεση του λόγου, το απλό και καθαρό ύφος, [...] αλλά σύντομα προχώρησαν ώς το σημείο να αντιγράφουν τους αρχαίους, δηλαδή να παραλαμβάνουν τους γραμματικούς τύπους, τις λέξεις, τη σύνταξη των Αττικών. Προχώρησαν μάλιστα και παραπέρα, δηλαδή αποκήρυξαν καθετί που αγνοούνταν από τους δοκίμους. Κείται ή ου κείται; (δηλαδή στους Αττικούς), αυτό ήταν το ερώτημα και ο κανόνας για να κριθεί το ορθό ή το εσφαλμένο, το ευγενές ή το χυδαίο, το μεταχειριστέο ή το απορριπτέο. [...]

»Ο αττικισμός έγινε αίτιος [...] κακών [...]. Πρώτον, τα πονήματα που συντάσσονταν κατ’ αυτό τον τρόπο επί πολλούς αιώνες έγιναν γρήγορα κτήμα των λογιότερων μόνο τάξεων του έθνους, ξένα όμως για τον πολύ λαό, που εγκαταλείφθηκε στο σκότος της αμάθειας και επί πολλούς αιώνες αναγκαζόταν να τρέφεται με άθλια πνευματική τροφή, να διαβάζει δηλαδή ευτελή, αμαθή και άτεχνα έργα αμαθέστερων συγγραφέων. Βέβαια ο καθένας μας θεωρεί σήμερα σωστό, όπως μας συμβούλευε πριν από εκατό περίπου χρόνια ο αείμνηστος Κοραής [μεταφράζω και πάλι], “να ελληνίζωμεν τον λόγο όσο επιτρέπει η συνήθεια (το έθος), η οποία επιτρέπει μόνο όσα δεν απομακρύνονται πολύ από το κοινό άκουσμα και τη σαφήνεια, δηλαδή να μιλούμε όχι μόνο σοφώς αλλά και σαφώς”· τότε όμως εκείνοι δεν υπολόγιζαν καθόλου αυτή τη συνήθεια, αυτή την αξίωση για σαφήνεια, κοινό άκουσμα κττ., παρά τους ήταν αρκετό ότι το άλφα ή το βήτα έκειτο στους δοκίμους, οπότε και ήταν δόκιμο· όσο για τον χύδην όχλο των πολλών και αμαθών, για τον συρφετό, όπως αποκαλούσαν τους πολλούς, στα παλιά τους τα παπούτσια· κι αυτό υπήρξε αληθινά ολέθριο για το έθνος μας. [...]

»Άλλο κακό του αττικισμού ήταν ότι όσο περισσότερο προσπαθούσαν και κατόρθωναν εκείνοι να μιμούνται ακριβέστατα τους αρχαίους και να αποφεύγουν κάθε νεότερο, αδόκιμο, όπως έλεγαν, γλωσσικό φαινόμενο, τόσο περισσότερο συγκάλυπταν έτσι και έκρυβαν από εμάς την ανέλιξη της γλώσσας, και μάλιστα τόσο περισσότερο ανακριβή εικόνα μάς παρέχουν ως προς τις αδιάκοπες γλωσσικές μεταβολές που γίνονταν παράλληλα. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, αν είχαν κατορθώσει να μιμηθούν κατά πάντα τους δοκίμους και αν δεν είχαμε ορισμένες άλλες, δευτερεύουσες πηγές, η ιστορία της ελληνικής γλώσσας από την εμφάνιση και επικράτηση του αττικισμού και εξής θα μας ήταν βιβλίον εσφραγισμένον σφραγίσιν επτά».

Και ο θλιβερός «νεοαττικισμός» των ημερών

Αν λοιπόν υπήρξε ολέθριος για τη γλώσσα και το έθνος ο ρόλος του αττικισμού, άλλο τόσο ολέθριος υπήρξε συνακόλουθα και ο ρόλος της Εκκλησίας. Το ίδιο ολέθριος, έστω δυνάμει, αφού οι συγκυρίες είναι οπωσδήποτε διαφορετικές, έπειτα και από την επίσημη αναγνώριση της δημοτικής, το ίδιο ολέθριος λέω είναι δυνάμει και σήμερα ο ρόλος της, ή οπωσδήποτε οι προθέσεις της, καθώς και ο ρόλος των όποιων νοσταλγών της όποιας παλαιότερης, καθαρότερης και «υψηλότερης» γλωσσικής μορφής. Το ίδιο, ή κι ακόμα περισσότερο, με τόση γνώση και Ιστορία εντωμεταξύ.

Καθυστέρησα στα ιστορικά της γλώσσας, για να δούμε καθαρότερα και την πορεία και τις αλλαγές της, και για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα γενικότερα θέματα, π.χ. τη στάση της Εκκλησίας στην εξέλιξη της γλώσσας, μια και ξεκινήσαμε από την παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου υπέρ του πολυτονικού.

Πρόσθετος λόγος, η θλιβερή επικαιρότητα κινημάτων ή έστω τάσεων ανάλογων με τον αττικισμό. Παράδειγμα, με αφορμή τον Χατζιδάκι, που είχε τον κύριο λόγο σήμερα: στο πριν από τον «Αττικισμό» κεφάλαιο, όπου περιγράφει τις αλλαγές ώς την Κοινή, διαβάζω –και τώρα δεν μεταφράζω:

«Τον 1ον μ.Χ. αιώνα [...] τα θηλυκά εις ώ - ούς κλίνονται ομοίως τοις πρωτοκλίτοις, ήτοι μετά του αυτού φωνήεντος και εν τη γενική, της Κλειώς, της Σαπφώς».

Τον 1ο λοιπόν αιώνα, όπως και μέχρι χτες εξάλλου, της Κλειώς, της Σαπφώς. Τον 21ο αιώνα, της Κλειούς, της Σαπφούς, αλλά και της Γωγούς. Ασχολίαστο, πια.

Θα συνεχίσω.

buzz it!