0. Πρόλογος
από το βιβλίο Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, εκδ. Πόλις, Αθήνα α΄ έκδ. Οκτ. 2003, β΄ έκδ. Δεκ. 2003, γ΄ έκδ. 2008, που συγκεντρώνει τις επιφυλλίδες των Νέων, 1999-2003, με διορθώσεις και προσθήκες (εδώ κατηγορία "γλωσσικά Α")
σχεδόν ολόκληρος (απλώς χωρίς τα ιστορικά της έκδοσης, τις ευχαριστίες κτλ.) ο πρόλογος δημοσιεύτηκε εδώ, πρώτο ποστ του μπλογκ
το πλήρες κείμενο:
1. Κείμενα για τη γλώσσα, για τις στάσεις απέναντι στη σημερινή γλώσσα, και ιδιαίτερα στις παλαιότερες μορφές της· κείμενα για την εξελικτική πορεία της γλώσσας, για την εξέλιξη μέσα από τα λάθη· κείμενα για τα λάθη και τη συχνά ακαταμάχητη λογική τους, κείμενα που παρακολουθούν την εξελικτική πορεία του λάθους, τις αλλαγές στη γλώσσα γενικότερα, κείμενα που θα επιχειρήσουν να βαδίσουν μέσα από λάθη και περίπλοκα συντακτικά, κυρίως, φαινόμενα.
Έτσι σκέφτηκα να ανταποκριθώ στην ανοιχτή πρόταση των Νέων για συνεργασία, με μια σειρά που θα αξιοποιούσε σκόρπιες σημειώσεις από μια τριαντάχρονη επαγγελματική τριβή με κείμενα. Έτσι γεννήθηκαν τα Μικρά Γλωσσικά, οι επιφυλλίδες που αθροίζονται τώρα σ’ αυτό το βιβλίο· μικρά, επειδή δεν θέλησαν και δεν επιδίωξαν το ανέφικτο, να αποτελέσουν πλήρη γλωσσικό οδηγό και να καλύψουν όλα τα γραμματικοσυντακτικά φαινόμενα, αλλά ούτε και να κινηθούν με οργανωμένο σχέδιο και συγκεκριμένους άξονες.
Όχι οδηγός λοιπόν, αλλά ναι, σίγουρα οδηγίες, ή τουλάχιστον εξέταση ενός φαινομένου και ψηλάφηση του ενδεχόμενου αδιεξόδου σε πολυδαίδαλα θέματα, όπως λ.χ. το ως και το σαν, οδηγίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον απλό χρήστη, κάποιον συνάδελφο διορθωτή, τον επαγγελματία γραφιά γενικότερα.
2. Ώστε κείμενα για λάθη, βιβλίο ώς έναν μεγάλο βαθμό για λάθη, που όμως ελπίζει πως διαφοροποιείται διπλά από την πλούσια λαθοθηρική γραμματεία, και καταρχήν προγραμματικά: δεν πρόκειται για λάθη από γραπτά μαθητών και φοιτητών, από αυτά που παρουσιάζονται κάθε τόσο για να τεκμηριώσουν –κι εδώ είναι το δεύτερο σημείο διαφοροποίησης– τη «φτωχή» γλώσσα των νέων, και γενικότερα την παρακμή, το θάνατο κτλ. της γλώσσας· ούτε για λάθη ανθρώπων που τους αιφνιδιάζουν στο δρόμο μ’ ένα μικρόφωνο και μια κάμερα. Δεν είναι δηλαδή λάθη που προέρχονται από απαράσκευους ακόμη χρήστες ή από τρομοκρατημένους πολίτες, ολιγογράμματους ενδεχομένως, λάθη που γεννιούνται κατά κύριο λόγο σε εκβιασμένες, ψευδείς συνθήκες «γλωσσικής πραγμάτωσης», όπως λένε οι γλωσσολόγοι, και επικοινωνίας. Είναι λάθη δικά μου, δικά μας, λάθη από επαγγελματίες χρήστες, από δόκιμους δημοσιογράφους, μεταφραστές, συγγραφείς, αλλά συχνά επίσης λάθη από διαπρεπείς λαθολόγους, τιμητές ακριβώς της γλώσσας των νέων κτλ., επαγγελματίες θρηνωδούς της κατάντιας της ελληνικής γλώσσας γενικότερα και προφήτες του επικείμενου θανάτου της.
Και είναι έτσι σκόπιμα διαλεγμένα τα λάθη όχι για να δείξουν το φόρο που πληρώνουμε όλοι μας στην κοινή αγραμματοσύνη (όπως είπε ο Κοραής όταν τον διόρθωσαν για ένα «των νηών όντων», αντί ουσών) αλλά κυρίως για να φανεί αυτό που αποτελεί κοινό τόπο κι ωστόσο πάντα το ξεχνούμε: πως η εκμάθηση της γλώσσας είναι τεράστια υπόθεση, πως ο αγώνας για την κατάκτηση της γλώσσας είναι αγώνας ζωής.
Και τελικά, μέσα από την εξαντλητική ορισμένες φορές προσέγγιση διάφορων γλωσσικών φαινομένων, μέσα από τις εξαιρετικά λεπτές αποχρώσεις που διακυβεύονται σε μια μηχανική λ.χ. μεταφορά ξενικών συντακτικών τρόπων, μέσα λοιπόν από τα λάθη, να φανεί –όσο αφήνει και η δική μου, εμμανής πολλές φορές, αντιμετώπιση του λάθους– όχι η παρακμή αλλά ίσα ίσα η δυναμική της γλώσσας, που αξιοποιεί ακριβώς τα λάθη, τα αφομοιώνει δηλαδή και τα μετατρέπει σε πλούτο, και έτσι προχωρεί.
3. Εδώ, και όσο επιτρέπει τον προσωπικότερο τόνο ένας πρόλογος, θα ’θελα να πω πως, όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου, πριν από τριάντα κάτι χρόνια, με το κόκκινο στιλό του διορθωτή στο χέρι, διορθώνοντας ακόμα και τον κατάλογο του εστιατορίου (όπως με κορόιδευαν οι φίλοι μου, αλλά ήταν αλήθεια…), δεν μπορούσα βεβαίως να διανοηθώ πως, χωρίς να πάψω ποτέ να κυνηγάω τα λάθη, θα έφτανα μια μέρα και να τα υπερασπίζομαι. Μου πήρε χρόνια να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι αυτά που διόρθωνα σαν λάθη είχαν καταρχήν κάποια λογική, κάποτε άτεγκτη, που καμία γραμματική σοφία δεν μπορούσε να της παραβγεί, κι έπειτα πως αυτά τα λάθη θα ήταν πιθανότατα τα αυριανά σωστά.
Γιατί, μπροστά στο λάθος, κυρίαρχη είναι πάντοτε η συναισθηματική αντίδραση· έπειτα έρχονται τα διδάγματα της ιστορίας γενικότερα, και ειδικότερα της ιστορίας των γλωσσών, και μαζί τα πορίσματα της γλωσσολογίας, που δείχνουν πως η εξέλιξη μιας γλώσσας περνάει μέσα και από την αφομοίωση των λαθών της.
Γιατί, μπροστά στην παντοδυναμία του συναισθήματος και της άμεσης εποπτείας, αυτής που ανάβει αμέσως κόκκινο και σημαίνει συναγερμό με την εμφάνιση κάθε λάθους, η ψυχρή γνώση μοιάζει αδύναμη. Πάντα το λάθος έχει την πιο δυνατή φωνή. Και ο φόβος. Ο φόβος πως με το λάθος χάνω τη λέξη μου, χάνω τη γλώσσα μου, άρα την ταυτότητά μου. Και είναι απολύτως κατανοητός αυτός ο φόβος. Και μπροστά σ’ αυτόν το φόβο, δεν πά’ να λέει η επιστήμη!
4. Τι λέει όμως η επιστήμη; Που της το λέει δηλαδή η ιστορία; Ότι από το δείκνυμι στο δεικνύω, κι από κει στο δείχνω· από το ους - του ωτός στο (υποκοριστικό) ωτίον, κι από κει στο αφτί· από τα σπλάγχνα στα σπλάχνα κι από τους όρνιθες=όλα τα πουλιά, στις όρνιθες=οι κότες· από το όμνυμι και το ομνύω στο ορκίζομαι· από το όρημι της Σαπφώς, πλάι στο ορώ του Ομήρου, που είναι πια βλέπω στον Ελύτη, μέσα δηλαδή από κάθε λογής αλλαγές και με εξέλιξη ποτέ σχεδόν γραμμική αλλά πάντοτε δαιδαλώδη· με τύπους που μετεξελίσσονται ο ένας στον άλλο ή και συνυπάρχουν, αλλά δίνουν έπειτα τη θέση τους σε κάποιον τρίτο, επίσης παλαιό ή και νεότερο· μέσα από όλα αυτά, μαζί με όλα αυτά, η γλώσσα προχωρεί.
Και ότι τέτοιου τύπου αλλαγές δεν έγιναν ποτέ με την προτροπή ή την απόφαση κάποιου σοφού γραμματικού, αλλά ήταν κατά κανόνα μια μακρόχρονη διαδικασία διάδοσης και εδραίωσης κάποιου λάθους, ενός λάθους συχνότατα από άγνοια, που ανταποκρινόταν όμως σε τάσεις γενικότερες, συνήθως απλολογίας ή συμμόρφωσης προς άλλα, ισχυρότερα –φωνολογικά, μορφολογικά, γενικότερα λεξιλογικά και συντακτικά– πρότυπα (νόμος της έλξης και της αναλογίας).
Και λέει ακόμα η ιστορία ότι σε κάθε γλωσσική περίοδο κάθε δημιουργός δημιούργησε το έργο του με τον τύπο που «του βρέθηκε», με στοιχεία που θα αποτελούσαν ένδειξη «φθοράς» στα πρώτα τους βήματα, κι όμως κανένας δεν ένιωσε πως του λείπαν τα «σωστά» υλικά για τη δημιουργία του. Και όταν λόγου χάρη ο Ελύτης λέει: εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι β λ έ π ε ι ς; δεν του ’λειψε ούτε το όρημι της «μακρινής εξαδέλφης» του, όπως λέει για τη Σαπφώ, ούτε το κοινότερο κτήμα όλων μας ορώ· ούτε πολύ περισσότερο του έλειψε για το λέγε το δίχως απογόνους ενέπω, αυτό με το οποίο επικαλείται ο άλλος ποιητής τη μούσα του: άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον.
Έτσι λοιπόν η επιστήμη καταλήγει ότι, αυτό που φοβόμαστε ή και πιστεύουμε πως είναι φθορά της γλώσσας, στοιχειοθετεί ίσα ίσα την αφθαρσία της γλώσσας –και μάλιστα η επιστήμη δεν δέχεται καν αυτούς τους όρους, δεν δέχεται δηλαδή να ερμηνεύεται με όρους βιολογικούς μια «φυσική» διαδικασία, ούτε γενικότερα να προσεγγίζεται με όρους ανθρωπομορφικούς το φαινόμενο της γλώσσας, όταν λόγου χάρη λέμε πως μια γλώσσα ασθενεί ή είναι υγιής, πεθαίνει ή είναι ζωντανή κτλ.
5. Αλλά τι να ανατρέχουμε στους αρχαίους χρόνους και στο όρημι; Εδώ και τώρα ανοίγω μια μεγάλη παρένθεση και ξαναδιαβάζω μαζί με τον αναγνώστη όσα έγραψα λίγο πιο πάνω, π.χ. στην ενότητα 3. Και ξαναπαίρνω το παλιό κόκκινο στιλό και με «διορθώνω», έτσι, για να δούμε τις αλλαγές της γλώσσας, που συντελούνται σχεδόν ανεπαίσθητα μπροστά στα μάτια μας: «όταν ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου», έγραψα λοιπόν παραπάνω, και έχουμε όλοι ακούσει την κατακραυγή που ξεσηκώνει αυτή η νεότερη χρήση τού ξεκινώ, αντί για το αρχίζω· και έγραψα «υπερασπίζομαι», αντί για το σωστό υπερασπίζω· ή πως «μου πήρε χρόνια», υιοθετώντας δηλαδή το ξενικό it took me years· και προσπερνώ τρεχάτος και αμήχανος το «σαν λάθη», το σαν που μου καίει το χέρι όποτε το γράφω και με κάνει να νιώθω περίπου παλαιολιθικό ον, έτσι όπως έχει για την ώρα διαδοθεί το ως, ακόμα και εκεί όπου σύμφωνα με όλες τις γραμματικές είναι λάθος· κι έγραψα καταρχήν, αντί για καταρχάς, όχι μόνο επειδή στη συγκεκριμένη εδώ χρήση έχει και τις δύο έννοιες αλλά επειδή θεωρώ πως έχει χαθεί πια η διαφορά· έπειτα έγραψα «κάποτε άτεγκτη», υπερασπιζόμενος (υπερασπίζοντας!) αυτά τα εκφραστικότατα κάποιος, κάπου, κάποτε, που επίσης πολλοί τα καταδικάζουν· και χρησιμοποίησα την έκφραση ανάβει κόκκινο, που τη βρίσκω πολύ παραστατική· κι έγραψα «πάντα το λάθος…» κτλ., αντί για πάντοτε, εδώ· ή «φοβόμαστε», όπως έχει επικρατήσει, αντί φοβούμαστε, και άλλα, που ενδεχομένως δεν τα πήρα καν είδηση.
Και πού να δούμε, έπειτα, πώς μερικά από τα λάθη που σχολίαζα στις πρώτες επιφυλλίδες της σειράς, τώρα, έπειτα από τέσσερα-πέντε μόλις χρόνια, μοιάζει να χλευάζουν τη διορθωτική μου χείρα, ή πάντως να γεννούν στον αναγνώστη αμηχανία –τόσο που έχουν διαδοθεί στο μεταξύ! Και ούτε που να φανταστώ τις αντιδράσεις σε άλλα τόσα χρόνια, αν ξετρυπώσει κανείς πουθενά αυτό το βιβλίο και του αφιερώσει λίγο χρόνο… Αλλά μ’ αυτήν τη ματαιόδοξη φράση κλείνω την παρένθεση, που πιστεύω ωστόσο πως εικονογραφεί τα όσα λέγονται τώρα εδώ –και παρακάτω, μέσα στο βιβλίο.
6. Αν τώρα η στοιχειώδης ανάγνωση της ιστορίας, η ανάγνωση δηλαδή που μας δείχνει πως, ό,τι εμφανίζεται σαν φθορά κατά τη συγχρονική θεώρηση της γλώσσας, διαχρονικά τεκμηριώνει ουσιαστικά την αφθαρσία της γλώσσας· αν λοιπόν η ανάγνωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί αισιόδοξη άποψη για τη γλώσσα και την πορεία της, τόσο το καλύτερο. Αυτή την «αισιόδοξη» άποψη ευελπιστεί ότι υπηρετεί το βιβλίο, μέσα ακριβώς από την επισήμανση των λαθών· όχι όμως των λαθών των δόλιων των μαθητών, όπως είπα παραπάνω, αλλά των δικών μας λαθών, κάτι που θα βοηθούσε ίσως έμμεσα να αποενοχοποιηθεί ο κοινός χρήστης.
Αλλά έτσι κι αλλιώς, θα πει εύλογα κανείς, και πρέπει εγώ πρώτος να πω στον εαυτό μου, αν τα σημερινά λάθη είναι τα αυριανά σωστά, έτσι όπως τα σημερινά σωστά είναι τα χτεσινά λάθη, τι δουλειά κάνω τότε τριάντα τόσα χρόνια, με τι γεμίζω όλο αυτό το βιβλίο, και ποια υπεράσπιση του λάθους και αποενοχοποίηση του χρήστη, αφού όλο για λάθη γράφω εδώ μέσα; Το ερώτημα δηλαδή είναι γιατί τα διορθώνουμε τα λάθη και δεν αφήνουμε ελεύθερο τον χρήστη να εκφράζεται όπως θέλει.
Επειδή οι βασικοί κανόνες της επικοινωνίας, αν μη τι άλλο, απαιτούν να ακολουθούμε τις εκάστοτε συμβάσεις, για να συνεννοούμαστε δηλαδή. Έτσι, και ώσπου να αποφασίσει η ίδια η γλώσσα ποια από τα λάθη θα κρατήσει, ποια δηλαδή από τα λάθη θα γίνουν μια μέρα σωστά, τα λάθη θα είναι λάθη, οπότε και τα επισημαίνουμε και τα διορθώνουμε.
Έχει όμως, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, καθοριστική σημασία ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε το λάθος. Έχει καθοριστική σημασία η όλη στάση μας απέναντι στη γλώσσα γενικά, πέρα από τη μυθολόγηση και την υπερπροστασία, που οδηγούν εντέλει στην παραμορφωτική αντίληψη της γλώσσας, και από κει στην απαξίωση της σημερινής λόγου χάρη μορφής της, την ίδια στιγμή που τονίζουμε τη συνέχεια της γλώσσας.
Και η απαξίωση της γλώσσας από εμάς τους ίδιους τους προασπιστές της συνιστά, από μιαν άποψη, ασφαλή τρόπο για την υπονόμευσή της, για την υπονόμευση της θέσης της στη συνείδησή μας πρώτα, στη συνείδηση των παιδιών μας ιδιαίτερα, και έπειτα στον σημερινό κόσμο, πολύ περισσότερο από όσο η δαιμονολογημένη παγκοσμιοποίηση και η επέλαση της αγγλοαμερικανικής.
7. Και με τι είδους λάθη ασχολήθηκαν τα Μικρά Γλωσσικά; Κυρίως δύο τύποι λαθών αποτέλεσαν τις εμμονές της σειράς, αφού προηγουμένως αποκλείστηκαν λάθη που πρώτον επισημαίνονται κατά κόρον και δεύτερον είναι από εκείνα που κατεξοχήν γεννιούνται στα κενά του γλωσσικού συστήματος, από εκείνα που μάλλον σίγουρα θα επικρατήσουν· λάθη που ακολουθούν, όπως είπα, ενδιάθετες τάσεις και νόμους της γλώσσας, π.χ. το διαρρέω που το βλέπουμε να γίνεται μεταβατικό (όπως έγινε παλαιότερα το ανεβαίνω: ανεβαίνω τη σκάλα, ή γίνεται επίσης στις μέρες μας, αλλά χωρίς αντίδραση τώρα, το απαντώ: «απαντώ το ερώτημα»), όπως το «όλους όσους» αντί για το όλους όσοι, το «απ’ ανέκαθεν» κτλ.
Δόθηκε έτσι έμφαση –ο πρώτος τύπος– σε λάθη κυρίως συντακτικά, λάθη που σχετίζονται δηλαδή με τη δομή της γλώσσας, άρα εμποδίζουν την ασφαλή και αβίαστη μετάδοση του νοήματος πολύ περισσότερο απ’ όσο οι μεμονωμένες λέξεις –που επίσης και κατά κύριο, αν όχι αποκλειστικό, λόγο αποτελούν αντικείμενο κριτικής των λαθολόγων. Και τέτοια λάθη οφείλονται κατά κανόνα στην επίδραση ξένων γλωσσών, είναι οι περίφημοι ξενισμοί, που αρχίζουν τη σταδιοδρομία τους από τις μεταφράσεις, ευδοκιμούν περισσότερο στον γραπτό λόγο, και σπανιότερα ή πολύ αργότερα περνούν ενδεχομένως και στον προφορικό.
Εδώ θα παρατηρήσει κανείς πως είναι κι αυτός ένας βασικός τρόπος δανεισμού και εμπλουτισμού των γλωσσών, ή ότι μέσα και από αυτά τα λάθη θα προχωρήσει επίσης η γλώσσα. Σίγουρα: ισχύουν και εδώ όσα είπαμε γενικά για τα λάθη που γίνονται κάποια μέρα σωστά, όπως ισχύει γενικότερα ότι ούτε με τις αλλαγές στη δομή παρακμάζει, πεθαίνει κτλ. η γλώσσα –έτσι όπως φτάσαμε άλλωστε στην αναλυτική νεοελληνική γλώσσα από τη συνθετική αρχαία. Αλλά εξίσου ισχύει και το άλλο, πως δηλαδή τα λάθη, ώσπου να επικρατήσουν, τα επισημαίνουμε και τα διορθώνουμε. Και για τον πρόσθετο λόγο που ήδη ανέφερα, πως οι συντακτικές παραβάσεις είναι καθοριστικές για τη μετάδοση του νοήματος, για την επικοινωνία.
8. Ο δεύτερος τύπος λαθών με τον οποίο ασχολήθηκαν τα Μικρά Γλωσσικά, βγάζοντας τη φορά αυτή φωνή μεγάλη, χωρίς δηλαδή να καταφέρουν να επιδείξουν –αμαρτία εξομολογημένη– την ανοχή που προγραμματικά και καταστατικά υποστηρίζουν απέναντι στα λάθη, είναι αυτά που γεννιούνται από την παλαιότερη και κυρίως τη νεότερη, όλο και πιο ανθηρή «καθαρολογία». Και πάλι, όχι τα λάθη του τρομοκρατημένου απλού χρήστη, όπως τα «περισυνελέξω», «επενέβησα» κ.τ.ό., λάθη που οφείλονται κατά κανόνα σε αμυντική στάση ή πάντως ψυχαναγκαστική προσαρμογή σε επιθετικά προβαλλόμενα πρότυπα, αλλά τα λάθη αυτών που δεν βολεύονται με το βλέπω του παραδείγματός μας και διεκδικούν, πάντοτε επιθετικά, το ορώ, σήμερα μάλιστα και το σπανιότερο, διαλεκτικό όρημι.
9. Γενικότερα η καθαρολογία απασχόλησε τα Μικρά Γλωσσικά, σαν σύμπτωμα ιδεολογικό καθαυτό και στο βαθμό που επηρεάζει μορφολογικά αλλά και συντακτικά τη γλώσσα, με επιπτώσεις κυρίως στο ύφος: δεν αναφέρομαι τόσο –ή και δεν αναφέρομαι καθόλου– στην παλαιάς κοπής καθαρολογία, σε άτομα που διαμορφώθηκαν μέσα από τη λογιότερη γλώσσα και ρητά απορρίπτουν τη δημοτική, αλλά στη νεότερη, που καλλιεργεί εμπρόθετα, συνειδητά, και επιθετικά, το ξαναλέω, μια στάση αποδοχής και προβολής της καθαρεύουσας καταρχήν, και πιο πίσω ακόμα, στοιχείων μορφοφωνολογικών και λεξιλογικών, αλλά συχνά και συντακτικών, από την αρχαία.
Η στάση ή τάση αυτή προϋποθέτει, έστω ασύνειδα, την από αιώνων εσχατολογία, η οποία πρεσβεύει την παρακμή της εκάστοτε γλωσσικής μορφής, όπως διακήρυσσαν οι αττικιστές κατά τους ελληνιστικούς χρόνους για την τότε Κοινή και τώρα ιερή για μας γλώσσα των Ευαγγελίων.
Και όπως πάντα, έτσι και σήμερα, η εσχατολογία αυτή δεν υποβάλλει στον στοιχειωδέστερο λογικό ή και εμπειρικό έλεγχο τα «πορίσματά» της, σ’ έναν έλεγχο που θα έλεγε πως, αν η γλώσσα παρακμάζει σταθερά κατά τη χιλιόχρονη διαδρομή της, και ήδη στους ελληνιστικούς χρόνους θεωρείται έκφυλος πάνυ και αηδής, τι γλωσσικά ράκη έφτασαν και μεγαλύνθηκαν στον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Σικελιανό, στον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη;
Και όπως πάντα, έτσι και σήμερα, θεραπεία για την παρακμή της γλώσσας θεωρείται η προσφυγή στη λογιότερη μορφή της. Προσοχή, όχι η αποδοχή των στοιχείων που ακολούθησαν τη γλώσσα στην πορεία της, που επέζησαν αφομοιωμένα στη σημερινή μορφή και συν-αποτελούν τον εκφραστικό πλούτο της (μαζί με τα εξίσου πολύτιμα απολιθώματα, τις στερεότυπες εκφράσεις κτλ.), αλλά η ανάσυρση ανενεργών λέξεων και τύπων από τα λεξικά και η βίαιη εμφύτευσή τους στο σώμα της γλώσσας: όπου δεν μας αρκεί δηλαδή το απολιθωματικά σωσμένο έπεα πτερόεντα, αλλά θέλουμε και το έπεα σε πρώτη ζήτηση, ή και το Κύριος οίδε από πού αλιευμένο «ισχνέγχυλον του βίου μας» –κι όλα αυτά όχι σε λογοτεχνία, φερειπείν, αλλά στον καθημερινό μας λόγο, για τις καθημερινές επικοινωνιακές μας ανάγκες. Και, ανάλογα, επανέρχονται λόγια συντακτικά σχήματα, και με βάση αυτά, ή αναζητώντας έναν ολοένα και λογιότερο τρόπο έκφρασης, συντάσσουμε αίφνης με γενική ρήματα που ουδέποτε τη γνώρισαν στον μακρότατο βίο τους (μετέρχομαι, απάδω, διαφεύγω κ.ά.).
10. Έτσι κι αλλιώς, η τάση αυτή, μαζί με τη θεωρία περί ανεπάρκειας της σημερινής γλώσσας, και για να μπορέσει ακριβώς να θεραπεύσει την «πάσχουσα» γλώσσα, αρνείται κάτι που είναι αυτονόητο οπουδήποτε αλλού και σε οποιαδήποτε γλώσσα, την εφαρμογή του πλέγματος κανόνων το οποίο διέπει πάντοτε μια γλώσσα.
Εδώ όμως υπόκειται ένα δίδυμο παρανοήσεων: (α) πως όλα τα λέμε σε μια γλώσσα, δηλαδή τύπους κάπου και κάποτε ίσως υπαρκτούς αλλά και τύπους ανύπαρκτους, και (β) πως όλα δικά μας είναι. Έτσι, χωρίς να λογοδοτούμε σε κανέναν κανόνα και προπαντός σε κανένα γλωσσικό αίσθημα, λέμε απ’ τη μια «των κουλτούρων» και απ’ την άλλη αυτό το «ισχνέγχυλον». Αλλά (α) ποτέ καμία γλώσσα δεν τα λέει όλα, πάντα υπάρχουν δηλαδή ελλείψεις, ασάφειες και κενά (στο προκείμενο, μας αρέσει δε μας αρέσει, η γενική πτώση είναι προβληματική στη γλώσσα μας, και δεν φταίει γι’ αυτό κανένας γραμματικός και καμία γραμματική). Και η δημιουργία μέσα ακριβώς απ’ τις ελλείψεις, τις ασάφειες και τα κενά είναι το στοίχημα του ύφους, πάντα, σε κάθε γλώσσα. Και (β) παρόλο που είναι όλα δικά μας, δεν τα κρεμάμε πάνω μας να βγούμε έτσι στο δρόμο, δεν φοράμε το όντως δικό μας, κληρονομιά και ιστορία μας και πολύτιμο κειμήλιο, το νυφικό φουστάνι λ.χ. της γιαγιάς, για να πάμε στο γραφείο, στη λαϊκή, ή και σε δεξίωση ακόμη.
11. Γιατί κάθε γλώσσα είναι σύνολο συμβάσεων και κανόνων. Και κανόνας δεν είναι μόνο το με ποια πτώση συντάσσεται ένα ρήμα, που κι αυτός πάντως, όπως είπα, καταστρατηγείται. Κανόνας είναι επίσης, και μάλιστα βασικός, ότι στην εκάστοτε φάση της γλώσσας σωστό είναι το δείκνυμι, το δεικνύω ή το δείχνω (κι ας έχουμε παράλληλα το δεικνύω ατόφιο μέσα στο υποδεικνύω κ.α.)· το ους ή το αφτί· το όρημι, το ορώ ή το βλέπω. Όχι όλα μαζί, όσο κι αν είναι –όλα– κομμάτια της ίδιας γλώσσας. Και το τίμημα για το λάθος θα είναι κάθε φορά διαφορετικό: Αν αίφνης «διάβαζε» κάποιος διαφορετικά τον Ελύτη: «εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι όρεις;» το αποτέλεσμα θα ήταν απορία. Αν πάλι «διάβαζε»: «εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι οράς;» το αποτέλεσμα θα ήταν αν μη τι άλλο μειδίαμα.
Ασεβές το παράδειγμα; Ναι –ελπίζω ναι: ελπίζω δηλαδή να θεωρείται από όλους ασεβές. Κι όμως, η εν λόγω τάση δείχνει ότι δεν είναι τουλάχιστον εξωπραγματικό. Κι αν δεν φτάσαμε ακόμη να «διορθώσουμε» τον Ελύτη (που τον διορθώνουμε πάντως αλλού, όταν τον βάζουμε να έχει μεταφράσει ποίηση «της Σαπφούς», κι ενώ ο ίδιος έλεγε και έγραφε –όπως όλοι, λίγα μόλις χρόνια πριν– της Σαπφώς!), αν λοιπόν δεν φτάσαμε ακόμα ώς εκεί, διορθώνουμε ωστόσο τον Καβάφη, με το «ως έτοιμος από καιρό», και πολύ συχνότερα τον Εγγονόπουλο, με το «ωραίος ως Έλληνας»!
12. Αν όμως αποτελεί ευρύτερη τάση η σημερινή στροφή, σήμερα που είμαστε πια μακριά από τη βίαιη επιβολή της καθαρεύουσας και νοσταλγούμε είτε ρητά και απερίφραστα την ίδια είτε μια οπωσδήποτε πιο επίσημη, λογιότερη γλώσσα· και αν συνέπεια αυτής της ευρύτερης τάσης είναι και ορισμένα, έστω κραυγαλέα λάθη, γιατί τάχα εδώ δεν θα ισχύσουν τα περί ενσωμάτωσης των λαθών;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι αρνητική, πως δηλαδή δεν θα ισχύσουν ή δεν πρέπει να ισχύσουν. Απλώς, διορθώνουμε και εδώ, την ώρα που εμφανίζεται το λάθος με το άδηλο ακόμη μέλλον. Δεν νοείται όμως –και έτσι εννοείται ίσως και το πάθος– να μη σημειώσουμε ότι τα άλλα λάθη για τα οποία γίνεται συνήθως λόγος (διαρρέω κτλ.) είναι λάθη από άγνοια, που γεννιούνται μέσα σε κενά, σε προβληματικά σημεία του γλωσσικού συστήματος, εκεί όπου η γλώσσα προσπαθεί ακριβώς να εξομαλύνει, να προσαρμόσει. Εκεί δηλαδή όπου η γλώσσα κινείται προς τα εμπρός. Ενώ στα λογιόπληκτης καταγωγής η κίνηση είναι, συνειδητά τις περισσότερες φορές, προς τα πίσω.
Κι αυτή η κίνηση προς τα πίσω, η επιστροφή στην ασφαλή, αδιαμφισβήτητη και περικλεή μήτρα της αρχαίας, εξηγεί ίσως και το γιατί αυτού του είδους οι παρεκκλίσεις «προς τα δεξιά», με τα συνακόλουθα λάθη, από τα πιο απλά ώς τα πιο κραυγαλέα, δεν απασχολούν ποτέ τους άγρυπνους κατά τα άλλα φύλακες και τιμωρούς κάθε στραβοπατήματος «προς τα αριστερά»· ούτε επισημαίνονται ούτε και διορθώνονται ποτέ αυτά τα λάθη, από τις επιστολές που βομβαρδίζουν τις εφημερίδες ώς τα άρθρα που κυνηγούν π.χ. το λάθος σαν αλλά ποτέ το λάθος ως, και μέχρι τις ειδικές εκπομπές που κουνώντας το δάχτυλο μας ρωτούν αν «ομιλούμε» –μόνο: ούτε αν μιλάμε ούτε αν μιλούμε– ελληνικά.
13. Αυτές τις ομολογημένες εμμονές της υποστήριξε λοιπόν η σειρά των Μικρών Γλωσσικών, με το πάθος που χαρακτηρίζει πάντοτε τις κάθε λογής εμμονές –κι ας μην αναγνωρίζεται συνήθως αυτό το πάθος σαν πάθος για τη γλώσσα, έναν χαρακτηρισμό που τον διεκδικεί αποκλειστικά το πάθος για μια μυθολογημένη, άρα ψευδή εντέλει γλώσσα.
Όμως, και έτσι και αλλιώς η γλώσσα είναι εκεί, και θα είναι εκεί, πέρα, ή μάλλον όχι: μαζί με τα μικρά και τα μεγάλα πάθη και των μεν και των δε, όπως μαζί με τα μικρά και τα μεγάλα λάθη όλων μας.
* * *
Οι επιφυλλίδες που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν στα Νέα από τον Μάρτιο του 1999 ώς τον Φεβρουάριο του 2003: ξεκίνησαν μαζί σχεδόν με το σαββατιάτικο ένθετο Πρόσωπα, και, όταν σταμάτησε η έκδοσή του, ενσωματώθηκαν στις καινούριες ενότητες της εφημερίδας, πρώτα στο «Βιβλιοδρόμιο» και έπειτα στους «Ορίζοντες».
Εδώ αναδημοσιεύονται, οι περισσότερες με ελάχιστες αλλαγές, κάποιες άλλες με περισσότερες, και οι λιγότερες με πολλές. Κατά κανόνα προστέθηκαν σημειώσεις και παραδείγματα που είχαν μείνει έξω για λόγους χώρου ή που θεωρήθηκε ότι διευκολύνουν περισσότερο τον αναγνώστη.
Η δημοσίευση εδώ ακολουθεί υποχρεωτικά τη χρονολογική σειρά εμφάνισης στην εφημερίδα. Οποιαδήποτε αναδιάταξη, θεματική λόγου χάρη, που θα χώριζε τα θεωρητικά-ιδεολογικά κείμενα από τα πρακτικά, ήταν ανέφικτη, αφού συχνά τα δύο σκέλη συνυπάρχουν. Έπειτα, καθώς τις περισσότερες φορές το ένα θέμα εκβάλλει σε κάποιο άλλο, κι έπειτα διακόπτεται η σειρά με άλλα θέματα, γεννημένα από την επικαιρότητα, και όλα αυτά καθορίζουν π.χ. το εισαγωγικό και επιλογικό μέρος κάθε επιφυλλίδας, δεν θα ήταν εφικτό να διαταραχθεί η συγκεκριμένη ροή, εκτός κι αν ξαναγράφονταν εντέλει όλες απ’ την αρχή.
Έτσι, εγκαταλείφθηκαν και διάφορες σκέψεις που πολύ με έβαλαν σε πειρασμό κάποια στιγμή, π.χ. να προταχθούν τα επιλογικά κείμενα (κεφ. 90 κ.ε.), που συμπυκνώνουν κατά κάποιον τρόπο τον προβληματισμό όλης της σειράς· ή να αναδειχθούν άλλες ενότητες, όπως η μεγάλη για τον δανεισμό (κεφ. 78-89), ή οι μικρότερες, για τη σημερινή στάση απέναντι στη γλώσσα (κεφ. 16-20· ή 51-55, με αφορμή την έκκληση 40 ακαδημαϊκών για την προστασία του ελληνικού αλφαβήτου), για την άνθηση της παραδοσιακής μουσικής και γενικότερα για τη μουσική κουλτούρα των νέων (κεφ. 75-77) κτλ.
Προς αυτή την κατεύθυνση, για μια περιήγηση σ’ όλο το άτακτο υλικό, βοηθούν, πιστεύω, τα αναλυτικά ευρετήρια στο τέλος του βιβλίου. Ενώ εσωτερικές παραπομπές που τυπώνονται σε υποσημειώσεις υποδεικνύουν τώρα επαναλήψεις και επικαλύψεις, οι οποίες γίνονταν αναπόφευκτες από τη χρονική απόσταση και από το ίδιο το μέσο, την εφημερίδα –αλλά και πρόσθετα στοιχεία, διαφορετικά παραδείγματα ή και επιχειρήματα για κάποιο φαινόμενο που επανερχόταν χάρη στην επικαιρότητα ή τις δικές μου εμμονές.
* * *
Το βιβλίο αυτό χρωστά την ύπαρξή του στην επιμονή της Μικέλας Χαρτουλάρη, που κατανίκησε την τεμπελιά και τους δισταγμούς μου για μια συνεργασία στη σχεδιαζόμενη τότε έκδοση των Προσώπων των Νέων. Την ευχαριστώ και από εδώ. Ευχαριστώ επίσης θερμά τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, τότε διευθυντή της εφημερίδας, τον Παντελή Καψή, διευθυντή τότε των Προσώπων και τώρα της εφημερίδας, και τα άλλα μέλη της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού, την Κατερίνα Άτση, τον Βαγγέλη Λαλιούτη, τον Μιχάλη Μητσό και τη Νατάσα Μπαστέα, που περιέβαλαν με απόλυτη εμπιστοσύνη την προσπάθειά μου.
Αλλά πολλά, πάμπολλα οφείλω σε πολλούς φίλους, άλλους που σε διάφορες φάσεις βοήθησαν με το εγρήγορο μάτι και τις υποδείξεις τους, όπως η Μαρία Λαϊνά, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και η Τζένη Μαστοράκη, και άλλους που τους βασάνισα συστηματικά και μέχρι τέλους: τον Σεραφείμ Βελέντζα και τον Παντελή Μπουκάλα, τη Μάρω Κακριδή, την Εύα Καλπουρτζή και την Κοραλία Σωτηριάδου.
Αλλά και στους αναγνώστες της εφημερίδας οφείλω ευχαριστίες, ειδικά για μια εργασία όπως αυτή, που εκτέθηκε βήμα βήμα, και έτσι προχωρούσε, κάθε δεύτερο Σάββατο και επί τέσσερα χρόνια, στηριζόμενη στον ενθαρρυντικό αλλά και τον αντιρρητικό λόγο γνωστών και αγνώστων.
Σεπτέμβριος 2003