Ο φετιχισμός της ορθογραφίας
Τα Νέα, 30 Απριλίου 2004 [εδώ με ελάχιστες προσθήκες]
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η γραφή, άρα και η ορθή γραφή, η ορθογραφία, για τη γλώσσα; Όχι. Για την επικοινωνία; Ναι. Αυτή είναι μια βασική θέση της γλωσσολογίας, που συναντά στο πρώτο της σκέλος σθεναρότατη αντίδραση, κυρίως σε κύκλους εξωεπιστημονικούς ή στη λεγόμενη κοινή γνώμη, ενώ το δεύτερο σκέλος έχει την ομόφωνη αποδοχή, επιστημονικής και μη κοινότητας.
διαβάστε τη συνέχεια...
Όντως, η γραφή δεν επηρεάζει τη γλώσσα, απόδειξη η αλλαγή ακόμη και αλφαβήτου (Τουρκία, Ρουμανία, Αλβανία κ.ά.), ενώ –σαν σύμβαση ακριβώς που είναι– μπορεί να είναι καθοριστική για τη συνεννόησή μας, «για να καταλαβαινόμαστε». Γι’ αυτόν άλλωστε τον πρακτικό λόγο, για να καταλαβαινόμαστε, μπορεί σε άλλες περιπτώσεις η αλλαγή αλφαβήτου να αντενδείκνυται, όπως, κατά τη γνώμη μου, στην ελληνική περίπτωση, με την ιστορική ορθογραφία κτλ. –για να μην ξαναρχίσουμε να αλλοφρονούμε με το λατινικό αλφάβητο.
Με αφορμή το λατινικό αλφάβητο συνεχίζω από την προηγούμενη, καθαρά γλωσσική επιφυλλίδα, με παραβάσεις και θέματα ορθογραφικά, που προέρχονται κατά κύριο λόγο, ή και δημιουργούνται, από εκεί όπου αποδίδεται ίσα ίσα πρωταρχική σημασία στην ορθογραφία. Δεν ενδιαφέρουν δηλαδή ανορθογραφίες από άγνοια, αυτές που όλοι διαπράττουμε, αλλά ανορθογραφίες που εκφράζουν ενδιάθετες τάσεις, αν όχι και συνειδητές στάσεις απέναντι στην ορθογραφία και τη γλώσσα, στο σημείο ακριβώς όπου κατά τη γνωστή σύγχυση θεωρείται ότι συμπίπτουν, ακόμα περισσότερο ότι ταυτίζονται.
Δεν θα μείνω εδώ στα θεωρητικά. Αλλά προτού ασχοληθώ με τα επιμέρους συμπτώματα που επέλεξα, θα αναφερθώ στο γενικό πλαίσιο που τα φιλοξενεί, στην ανορθογραφία που προκύπτει από τη φετιχιστική αντιμετώπιση της ορθογραφίας: εννοώ τη σιωπηρή ή και ρητή απόρριψη της ισχύουσας (ορθογραφικής) σύμβασης και την προβολή στοιχείων από διαφορετικά ορθογραφικά συστήματα, κάποτε και μια αυστηρά προσωπική ορθογραφία. Βλέπουμε έτσι να επιλέγει και να προωθεί ή να επιβάλλει ο καθένας, συγγραφέας, δημοσιογράφος, διορθωτής, ανάλογα με τη θέση του και την ισχύ του, επιμέρους τύπους, κατά βούληση και κατά περίπτωση, αντλώντας επιλεκτικά από διαφορετικά λεξικά ή άλλα επιστημονικά έργα.
Αρνούνται δηλαδή ότι η ορθογραφία είναι σύμβαση, και ότι στην πράξη –ιδιαίτερα όσον αφορά τα μέσα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, τις εφημερίδες δηλαδή– δεν νοείται να υπάρχουν παρεκκλίσεις από το καθιερωμένο ορθογραφικό σύστημα, αυτό που διδάσκεται στο σχολείο. Τότε, έχουμε απλώς σύγχυση, εντέλει ανορθογραφία –γιατί ανορθογραφία είναι η «προσωπική», οσοδήποτε τεκμηριωμένη ορθογραφία. Ανορθογραφία, πιο συγκεκριμένα, προάγει ειδικά το Λεξικό Μπαμπινιώτη, όπως έχω ξαναγράψει, με το «αγώρι», το «τσηρώτο» και την «καλοιακούδα», καθώς προτείνει διαφορετική σε μεγάλη έκταση ορθογραφία, όσο αιτιολογημένη κι αν ίσως είναι· ή, αλλιώς, όσο σοφό κι αν ίσως είναι, είναι πάντως ένα «ανορθόγραφο» λεξικό, έτσι και το ανοίξει λ.χ. και το συμβουλευτεί μαθητής σχολείου. Παραταύτα, το λεξικό αυτό προτείνει ένα δικό του, ολοκληρωμένο (αν και όχι πάντα συνεπές) σύστημα: ανορθογραφία είναι όμως αν το υιοθετήσει μια εφημερίδα, κι όχι τόσο ένα λογοτεχνικό έργο, μια μεμονωμένη έκδοση· και, πολύ περισσότερο, ανορθογραφία είναι –και τότε πια όχι μόνο σε εφημερίδα– το περιστασιακό κορφολόγημά του. Ανορθογραφία είναι η προσωπική, όπως είπα, ορθογραφία, την οποία επιβάλλει ένας συνεργάτης μιας εφημερίδας, μ’ ένα ιδιότυπο, ακατάληπτο στον αναγνώστη τονικό σύστημα και υποτακτική με -η ο ένας, με την ίδια υποτακτική και με τα παλιά τριτόκλιτα με -ι ο άλλος (η παράδοσι κτλ.). Ανορθογραφία είναι ακόμη και άλλα, εξίσου ασήμαντα, π.χ., σ’ εμάς εδώ, στα Νέα, η εμμονή στη γραφή των παραθετικών αποκλειστικά του επιθέτου νέος με -ω (νεώτερος) κ.ά. –που όσο πιο ασήμαντα είναι τόσο περισσότερο ματαιόσπουδο μου φαίνεται το εγχείρημα. Και η ακαταστασία και η σύγχυση επιτείνεται ειδικά στις εφημερίδες, με τους πολλούς συντάκτες και τους πολλούς επίσης διορθωτές, όπου κατά κανόνα δεν υπάρχει συντονισμός και σύμπτωση των επιμέρους επιλογών, κι έτσι η ίδια λέξη γράφεται διαφορετικά από άρθρο σε άρθρο, κάποιες φορές και από τίτλο σε άρθρο!
Έπειτα από αυτά τα εισαγωγικά, περνάω από τα γλωσσικά της προηγούμενης επιφυλλίδας στα ορθογραφικά, και θα φανεί, ελπίζω, στο τέλος το νήμα που τα συνδέει. Και πρωτίστως ορθογραφικό θέμα είναι το αλφάβητο. Με αφορμή το e τού electronic στα e-ψήφος, e-συνέδριο κτλ., έλεγα πως θα ’πρεπε να γλιτώσουμε το ταχύτερο δυνατόν από τον συμφυρμό των δύο αλφαβήτων. Ώς τώρα είχαμε την αναπόφευκτη πολλές φορές συνάντηση των δύο αλφαβήτων στο ίδιο κείμενο, κυρίως με τα ξένα ονόματα. Είναι πολυσυζητημένο το θέμα, και δεν θα επιμείνω. Ας μου επιτραπεί όμως να υπενθυμίσω τη θέση μου, ότι προέχει το δικαίωμα του μέσου (και όχι μόνο!) αναγνώστη να διαβάσει και να είναι έπειτα σε θέση να αναπαραγάγει το στοιχειώδες: το όνομα του προσώπου για το οποίο διαβάζει. Όμως η λατινογράμματη γραφή, πέρα από τα ειδικά, επιστημονικά συγγράμματα (που και εκεί θα ’πρεπε να υπάρχει, έστω σε παρένθεση, η απόδοση του ονόματος), κερδίζει έδαφος και στις εφημερίδες, όπου κατά πάγια τακτική προσωπωνύμια, τοπωνύμια κτλ. γράφονταν πάντοτε στα ελληνικά, και είδα και τον Aznar και τον Zapatero* έτσι γραμμένους. Άντε να γράψουν, στη γλώσσα του, Carembeu τον Καρεμπέ, ή να «διορθώσουν» σε ΚαρΑμπέ, και να το προφέρουν «Καγαμ-μπέ», και με κλειστό -ε, και να αναγνωρίσουμε τον δημοφιλή ποδοσφαιριστή –που όμως τη γλίτωσε, επειδή ακριβώς είναι ποδοσφαιριστής και όχι ο "Μπέετόβεν". Και πληθαίνουν και οι κοινές λέξεις με λατινικά: «κάνει baby-sitting», «μικρές λιχουδιές σαν bijoux», «μοδάτα restaurants» και «ο mini καύσων»! Και όλα αυτά στις δικές μας εφημερίδες κι όχι στα λάιφστάιλ, στα εκ-φύσεως-και-δεν-πειράζει ξενομανή περιοδικά.
Είμαστε δηλαδή μακριά από την ξενογράμματη γραφή ενός ονόματος ή κάποιου όρου ή καθιερωμένης έκφρασης (ex cathedra, a posteriori κτλ.). Και πλέον η μείξη των αλφαβήτων γίνεται μέσα στην ίδια λέξη. Και δεν αναφέρομαι βεβαίως στο νεοεισαχθέν e-μήνυμα, που δοκιμάζεται ακόμα. Όλα (;) ξεκινούν από ένα παιχνίδι, από μια διάθεση παιχνιδιού, με τη γλώσσα, με τις λέξεις, με τον ήχο τους και την εικόνα τους: ΒΗΜΑgazino ονομάστηκε το περιοδικό του κυριακάτικου Βήματος, ένας αμέσως και άμεσα κατανοητός συνδυασμός της ονομασίας της εφημερίδας και του νεότερου όρου μαγκαζίνο.** Παιχνίδι, είπαμε, είναι, και έτσι θα κριθεί. Προσωπικά δεν μου λέει τίποτα, έτσι σκέτα φορμαλιστικό που βγαίνει. Αντίθετα, βρίσκω προσφυέστερη την ονομασία σταθερής σελίδας στο ίδιο έντυπο, τις Oddότητες, μολονότι και αυτή δεν σημαίνει τίποτα: είναι η ονομασία μιας πετυχημένης σελίδας που ασχολείται με «μικρά και μεγάλα περίεργα του καθημερινού μας σύμπαντος», και αυτά τα αλλόκοτα τα βρήκε σαν ήχο, μέσα από τα αγγλικά odd, oddities, στις ελληνικές «οντότητες», οι οποίες δεν έχουν φυσικά καμία σχέση με το περιεχόμενο της σελίδας. Έστω όμως και ο τίτλος ένα παράδοξο, ένα αλλόκοτο, ένα εμπνευσμένο εντέλει παιχνίδι.
Πόσο παιχνίδι όμως είναι το αδιανόητο κατασκεύασμα «mediaκός», στη φράση «θύμα των mediaκών μοδών», η αιτιατική «τον ημιstar-ako» (που συμπαρέσυρε και την ελληνική κατάληξη -άκος με λατινικά), ο «καρα-straight», τα «realitοπαίχνιδα» και τα «καραrealitοπαίχνιδα»; Όλα νόμιμες παραγωγές, αλλά και εμπνευσμένες, ειδικά στην καθημερινή γλώσσα ο «καραστρέιτ» και ο «ημισταράκος», που η γραφή τους όμως, το θέμα μας εδώ, δεν είναι διόλου άμοιρη γλωσσικής ιδεολογίας. Όσο για τα «realitοπαίχνιδα», όταν τα πρωτόδα, αναρωτήθηκα σε ποιο αλφάβητο ανήκει το -ο στη μέση. Και όταν πια τα είδα με ενωτικό: «realitο-παίχνιδα», με το -ο πια χρεωμένο στα αγγλικά, όπου δεν έχει θέση, και με την εξίσου ανύπαρκτη ελληνική λέξη «παίχνιδο», σκέφτηκα ότι αξίζει εκτενέστερη αναφορά στο επιδημικό αυτό ενωτικό, μαζί με την ιδεολογία η οποία διέπει όλα αυτά τα φαινόμενα –φαινόμενα δευτερεύουσας, τριτεύουσας σημασίας, επιμένω, για τη γλώσσα και τον χρήστη της, εδώ τον αναγνώστη, όχι όμως και για όσους τα διακονούν ή τα παράγουν. Αφού γι’ αυτό ακριβώς τα παράγουν.
Έτσι, θα συνεχίσω.
* Αν έγραφαν όλοι Zapatero, κανένας δε θα ’ξερε αν ο καινούριος Ισπανός πρωθυπουργός λέγεται Θαπατέρο, Ζαπατέρο, Σαπατέρο ή Τσαπατέρο. Ακόμα και ο φαινομενικά απλούστατος Aznar, θα μπορούσε να είναι: Άθναρ/Αθνάρ, Άζναρ/Αζνάρ, Ασνάρ, Ατσνάρ κτλ.
** Δεν είναι άσχετο με το θέμα μας ότι το μαγκαζίνο, από το ιταλικό magazzino, διαδόθηκε με την ελληνική γραπτή εικόνα του, ενώ τώρα, για το παιχνίδι έστω, λατινογραφείται, και άνευ λόγου ανορθόγραφο, με ένα z.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου