28/4/07

Η «απέξω» δίκη της 17 Νοέμβρη [β΄]

Τα Νέα, 24 Ιανουαρίου 2004

«Η Δικαιοσύνη δεν εξομοιώνεται με τον ρεβανσισμό. Εάν εξομοιωθεί με τον ρεβανσισμό, θα εξομοιωθεί και με την τρομοκρατία.»

Έτσι έκλεινε ένα από τα άρθρα του για τη δίκη της 17Ν ο Πέτρος Τατσόπουλος (Τα Νέα 9.12.03). Κι όμως, στη λογική του ρεβανσισμού κινήθηκε η δίκη, και εννοώ τη δίκη που έγινε μέσα από τα ΜΜΕ, δηλαδή τη δίκη έτσι όπως την παρακολούθησε –όσο την παρακολούθησε– η ελληνική κοινωνία. Γιατί ακριβώς η απέξω δίκη μάς ενδιαφέρει εδώ, η απέξω δίκη μάς ενδιαφέρει αν όντως θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά, δηλαδή πολιτικά, το θέμα της τρομοκρατίας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Γιατί πολιτική θεωρεί τη 17Ν η κοινωνία, είτε τη στηρίζει είτε την ανέχεται είτε την καταδικάζει απερίφραστα. Και αναφέρομαι, με όση αυθαιρεσία συνεπάγεται κάθε τέτοια προσέγγιση, σε ό,τι ονομάζεται αόριστα «κοινή γνώμη», με τον εαυτό μου πρώτον μέσα, με ομολογημένο δηλαδή τον υποκειμενισμό μου. Πολιτική λοιπόν θεωρείται ευρύτερα η 17Ν, και ελάχιστα έκαναν για να ανασκευάσουν αυτή την πεποίθηση οι εξουθενωτικές νομικές και νομικίστικες συζητήσεις για τον χαρακτήρα της οργάνωσης.

Ρεβανσιστικού τύπου έμοιαζε και εδώ να είναι η άρνηση του πολιτικού χαρακτήρα των εγκλημάτων της 17Ν, όταν δεν ήταν περισσότερο ηθικολογική, ή με κύρια έγνοια της μην τυχόν και η αποδοχή του πολιτικού χαρακτήρα συνεπάγεται ελαφρυντικά στη δίκη. Ακόμα χειρότερα, δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί η υποψία ότι η «απολιτικοποίηση» της δίκης υπηρετούσε συγκεκριμένες σκοπιμότητες, να αποφευχθεί δηλαδή η εκδίκαση από το μεικτό ορκωτό δικαστήριο, μια και οι ένορκοι –γράφτηκε κατά κόρον– είναι δυνάμει ενδοτικοί σε πιέσεις, άρα δυνάμει επιεικείς. Σ’ όλες τις περιπτώσεις, πατερναλιστική έμοιαζε η αντιμετώπιση του πολίτη, που επειδή «δεν τα έπαιρνε» τα νομικά γράμματα με τις λεπτές αποχρώσεις τους, έπρεπε να του καλύψουν αυτό το εκπαιδευτικό κενό με ηθοπλαστικούς αφορισμούς για την ιερότητα της ζωής κτλ.

Έτσι δεν έπεισαν, κι ας ήταν έγκυροι νομικοί, και του προοδευτικού χώρου οι περισσότεροι. Έτσι ενίσχυσαν το έμφυτο –και όχι εντελώς αδικαιολόγητο από την Ιστορία μας– συνωμοσιολογικό σύνδρομο. Έτσι υποβοήθησαν, σε άλλες περιπτώσεις, ό,τι ακριβώς επιθυμούσαν να αποτρέψουν: την «ταύτιση» με τους τρομοκράτες. Γιατί, κατά τον εύστοχο συλλογισμό που παρέθεσα εισαγωγικά, όταν η δικαιοσύνη εξομοιώνεται –με μιαν ευρύτερη έννοια– με την τρομοκρατία, την ενισχύει, της προμηθεύει και νέους πιστούς, και την ανακυκλώνει.

Και πάντως, απέναντι στην οσοδήποτε λαθεμένη κοινή αίσθηση περί πολιτικού χαρακτήρα της 17Ν και της δράσης της, οφείλουμε να απαντούμε πολιτικά και όχι ηθικολογικά. Ακόμα περισσότερο, πολιτικά οφείλουμε να απαντούμε στους ελάχιστους έστω συνειδητούς οπαδούς της 17Ν και της δράσης της: όσο θεωρούν αυτοί τον μπάτσο γουρούνι δολοφόνο, δεν λέμε εμείς «ιερή η ζωή» κτλ. Η συζήτηση για την τρομοκρατία δεν κλείνει, μάλλον ούτε καν ανοίγει με την ηθικολογία, με την απολιτικοποίηση, και κυρίως με τον κατεξευτελισμό των τρομοκρατών.

«Εγκλήματα πολιτικά, βεβαίως, αλλά πάντως εγκλήματα» ήταν ο εύγλωττος τίτλος και η ευκρινέστατη θέση του Άγγελου Ελεφάντη (Αυγή 16.3.03, και Πολίτης 109, Μάρτ. 2003). Αυτή έπρεπε να είναι η ξεκάθαρη θέση μας. Και από αυτή την άποψη τίποτα δε θα ’πρεπε να απαλλάσσει στη συνείδησή μας τον πολιτικό εγκληματία, ούτε καν να ελαφρύνει τη θέση του: ίσα ίσα, μπορεί να θεωρηθεί διπλά εγκληματίας αυτός που στρέφεται εναντίον της ανθρώπινης ζωής και εναντίον της δημοκρατίας. Από την πλευρά τώρα της αριστεράς, όπως την ενδιαφέρει ειδικότερα και όπως με ενδιαφέρει ειδικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τρομοκράτης είναι τριπλά εγκληματίας, αφού στρέφεται και εναντίον αυτής, και όχι τόσο επειδή καπηλεύεται τις αξίες της όσο επειδή επιζητεί να την υποκαταστήσει, και πλαστογραφώντας την να την ενοχοποιήσει –στα μάτια των Ανδριανόπουλων, στην καλύτερη περίπτωση.

Αλλά εδώ ακριβώς, όπως έλεγα κλείνοντας την προηγούμενη επιφυλλίδα, έλειψε από την αριστερά η πολιτική γενναιότητα να αναγνωρίσει τη 17Ν σαν αριστερή πολιτική οργάνωση, και σ’ αυτήν τη βάση να προσπαθήσει να την αποδυναμώσει, να την εξουδετερώσει ιδεολογικά. Σπεύσαμε να αποκηρύξουμε το μίασμα, να τινάξουμε από πάνω μας τη λάσπη, με τρόμο θαρρείς απέναντι στους πάγιους ιδεολογικούς μας εχθρούς, που βρήκαν απρόσμενες ενισχύσεις και στον προοδευτικό χώρο τα τελευταία χρόνια: αναφέρομαι στην εκτενή συζήτηση που είχε ανοίξει με έναυσμα ένα γενικά αποκαθηλωτικών προθέσεων άρθρο του «προοδευτικότερου» Α. Ανδριανόπουλου (δεν χρησιμοποίησα τυχαία το όνομά του πιο πριν), ο οποίος έβγαζε βαθύ και οργισμένο αναστεναγμό, νισάφι πια με την αριστερά που ηρωοποιημένη και με το φωτοστέφανο του μάρτυρα καταδυναστεύει, λέει, την πολιτική και πολιτιστική ζωή από εμφύλιο και δώθε, κι έδωσε έτσι ο κ. Ανδριανόπουλος ανάσα σ’ όλους της γης τους πικραμένους και καταδυναστευμένους τάχα από την αριστερά, η οποία αξιώνει να έχει λόγο, η αναιδεστάτη τού ελάχιστα-τοις-εκατό. Γράφτηκαν έτσι σελίδες επί σελίδων για να εμπεδώσουμε ότι η αριστερά δεν έχει σχέση με την τρομοκρατία, άρα δεν έχει σχέση και με τη 17Ν, άρα η 17Ν δεν είναι οργάνωση αριστερή.

Κι όμως, οφείλαμε, όφειλε τουλάχιστον η εκτός ΚΚΕ αριστερά –που βρέθηκε κι αυτή στο στόχαστρο της παραδίκης των τηλεπαραθύρων– να αναλάβει το κόστος της 17 Νοέμβρη, έτσι όπως ανέλαβε το κόστος και του Στάλιν και των Ερυθρών Χμερ, χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν Ανδριανόπουλο ή άλλον για όλα αυτά, για τα εγκληματικά παραβλαστήματα του σώματός της –έτσι όπως ορθώς δεν καλείται να λογοδοτήσει λ.χ. ο Καραμανλής για τον Χίτλερ και τον Πινοσέτ, ή για τις δικές μας δικτατορίες. Άβυσσος, όπως γράφτηκε σ’ όλους τους τόνους, μας χωρίζει από την τρομοκρατία. Φυσικά. Αλλά άβυσσος μας χωρίζει και από τον Στάλιν και από τους Ερυθρούς Χμερ. Όπως άβυσσος με χωρίζει –για να το πω ευθέως προσωπικά– και από την Παπαρήγα. Κι αν όχι άβυσσος, πάντως βαθύ χαντάκι, όπου πάλι τσακίζεται και σπάει κανείς τα κόκαλά του, νιώθω να με χωρίζει, σε πιο οικείο μου χώρο, π.χ. από τον Κουναλάκη. Άβυσσος μπορεί να χωρίζει όχι μόνο συγγενείς αλλά και ομογάλακτους αδερφούς. Γιατί τάχα θα ήταν διαφορετικά εδώ;

Γιά σκεφτείτε, για να το δούμε αλλιώς: χίλιοι λόγοι συντρέχουν για να πούμε αίφνης ότι δεν είναι καλός χριστιανός, άρα δεν είναι χριστιανός, κάποιος που διακρίνεται από έπαρση (το πρώτο από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, θυμίζω), κάποιος που ψεύδεται, που είναι μνησίκακος, και προπάντων μισαλλόδοξος, κάποιος που ταπεινώνει δημοσία ένα μικρό παιδάκι, κάποιος με εθνικιστικές, άρα αθεολόγητες έως αιρετικές θέσεις, λόγου χάρη ο Μακαριότατος. Αλλά, για τ’ όνομα του Θεού, θα ήταν σοβαρό να δικαζόταν ο Μακαριότατος σαν μη χριστιανός;

Μα, θα αντιτείνει ο αναγνώστης, όσο λέμε ότι δεν είναι χριστιανός ο Μακαριότατος άλλο τόσο λέμε ότι δεν είναι αριστερή η 17Ν. Πρόκειται όμως για τον σεβασμό στο δικαίωμα του άλλου να αυτοπροσδιορίζεται, μια βασική πολιτισμική αξία για την οποία έχει δώσει μάχες προπάντων η αριστερά. Και δεν είναι θέμα απλώς ηθικό. Είναι και θέμα στρατηγικής: μόνο με αφετηρία αυτόν το σεβασμό θα είναι έγκυρος ο αντίλογος και αποτελεσματική εντέλει η πολεμική απέναντι στη συγκεκριμένη οργάνωση και σε ό,τι εκφράζει γενικότερα, την τρομοκρατία.

Θα τελειώσω στο επόμενο.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: