Ρώθων και Σολίτσα
Τα Νέα, 22 Μαρτίου 2008
Μετά τον Ροϊχλίνειο και τη Σοσάρα, κι ας πέρασαν οι Απόκριες, ας καλωσορίσουμε τον Ρώθωνα και τη Σολίτσα, έτσι όπως παρελαύνουν στο ασαράντιστο ακόμα Ορθογραφικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη.
διαβάστε περισσότερα...
Τον Ροϊχλίνειο και τη Σοσάρα τούς είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα: ροϊχλίνειος, υπενθυμίζω, είναι ο αναφερόμενος στον Γερμανό ελληνιστή Ρόυχλιν του 15ου-16ου αιώνα, λέξη που δύσκολα βρίσκει θέση σε ερμηνευτικό λεξικό, πόσο μάλλον σε καθαρά ορθογραφικό: χαρακτηριστικά, ακόμα και ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης δεν την είχε στην πρώτη έκδοση του μεγάλου του λεξικού –καλώς, κατά την άποψή μου–, την πρόσθεσε όμως στην τελευταία, κι από κει βρέθηκε τώρα στο ορθογραφικό, όπου, κατά τα φαινόμενα, μεταφέρθηκε ολόκληρο το λημματολόγιο του μεγάλου, μάλλον η πάσα λέξη αδιακρίτως. Και σοσάρα είναι το κατεξοχήν θέμα σος, λέξη της μαθητικής αργκό, που επίσης εμφανίζεται μόνο στην τελευταία έκδοση του μεγάλου λεξικού, και πάλι όχι αυτόνομο λήμμα, αλλά σαν μεγεθυντικό τού θέματος σος· παραταύτα βρήκε θέση τώρα στο σημαντικά μικρότερο Ορθογραφικό, μόνη της, ακατάληπτη, καθώς μπαίνει κάτω από το σος που αναφέρεται αποκλειστικά στη σάλτσα (και έχει μάλιστα και ολόκληρο σχόλιο: «σος ή σως;»).
Απ’ όλα έχει δηλαδή, ακόμα κι ένα μικρού σχήματος Ορθογραφικό; Δικό του είναι, του Μπαμπινιώτη, ό,τι θέλει αυτός βεβαίως θα ’χει. Ας το ξεφυλλίσουμε τότε, να δούμε αν αυτό το «απ’ όλα» διέπεται από κάποιες, οποιεσδήποτε, αρχές, ή είναι ένα τυχαίο άθροισμα, που προκύπτει πάλι από τη λημματογραφική βουλιμία και από μιαν άκριτη, ασύνδετη παράθεση διπλών, τριπλών κτλ. τύπων της ίδιας λέξης, ίσα για να δώσει έναν εντυπωσιακό αριθμό: 80.000 λέξεις!
Κι ας ξεκινήσουμε από το καινούριο ζευγάρι μας, τον Ρώθωνα και τη Σολίτσα. Εδώ, αντίθετα από το πρώτο ζεύγος, που εικονογραφούσε τη λεξικογραφική βουλιμία, όπως είπαμε, με δύο –διαφορετικής τάξεως– εξεζητημένες λέξεις, ο Ρώθων και η Σολίτσα υποδεικνύουν άλλες, βασικές αδυναμίες του λεξικού: Ρώθων, καιρός να ξεμασκαρευτεί, είναι το ρουθούνι: αλλά ρώθων σε λεξικό της «νεοελληνικής γλώσσας»; Κι από κοντά και ρήμα ρωθωνίζω; Καλά κρατούν οι απόκριες, νομίζω!
Και η Σολίτσα; Α, αυτή είναι το υποκοριστικό της σόλας, η μικρή σόλα! Αν όμως ο ροϊχλίνειος είναι λέξη σπανιότατη, η σοσάρα περιορισμένης, ειδικής χρήσης, και ο ρώθων (με το ρωθωνίζω του) λέξη της καθαρεύουσας, που δεν έχει θέση στη νεοελληνική, η σολίτσα, μια λέξη που ξεπερνά κατά πολύ την ιλαρότητα των υποκοριστικών, που θα τα δούμε παρακάτω, είναι απλώς ανύπαρκτη, μπαμπινιώτειας κοπής και μόνο. Σαν τι θα έλεγε τάχα κανείς, και τάχα ποιος; ένας φρέσκος χαζομπαμπάς λ.χ.; Θα ’λεγε δηλαδή: «αχ, δείτε τα παπουτσάκια του μωρού μου, και τι ωραίες σολίτσες που έχουν»; Ή: «γυναίκα, κοίτα, τρύπησε η σολίτσα, και φαίνεται η πατουσούλα του μωρού μας»;
Και εννοείται πλέον ότι στο λεξικό υπάρχει και πατουσούλα και πατουσίτσα, και μάλιστα σαν χωριστά λήμματα, σύμφωνα με άλλη, παράδοξη «αρχή» του λεξικού, που όμως έτσι φτιάχνει τον εντυπωσιακό αριθμό των 80.000 λέξεων, έτσι γεμίζει 967 σελίδες, έτσι δικαιολογεί και την τιμή των 42 ευρώ.
Ίτσες, ούλες και άκια
Και μια και βρεθήκαμε στα υποκοριστικά, έχει αποδελτιωθεί όλος ο συμπαθής Μαμαλάκης: σοδίτσα, πατατούλα, χαρτοπετσετούλα, τουρτίτσα, σαλτσίτσα και σαλτσούλα: χωριστά λήμματα, είπαμε· λείπει η «σαλτσουλίτσα», ή η «μαγιονεζούλα», η «μουσταρδίτσα», ο «κιμαδούλης»…
Αλλά υπάρχει, κάπως σαν τη σολίτσα, η σαμπρελίτσα –φαντάζομαι αυτή που μπαίνει στο ποδηλατουλάκι του μικρουλάκη Λάκη.
Αλλά, με εξαίρεση τα ανύπαρκτα υποκοριστικά, ας πούμε και πάλι πως δικό του είναι το λεξικό, ό,τι θέλει βάζει, ενώ δεν θα λείψουν σίγουρα και χρήστες-αγοραστές που θα εκτιμήσουν αυτόν ακριβώς τον «πλούτο»: γιατί όχι; Γιατί όχι δηλαδή ένα λεξικό με όλες, ει δυνατόν, τις λέξεις μέσα;
Το «όχι» αφορά πια την έλλειψη συσχετισμού των λέξεων, των λημμάτων. Και το στοιχείο αυτό (πέρα από τη χαοτική εικόνα που δίνει, λέξεις αλφαβητισμένες στη σειρά, όπως τις έβγαλε ο υπολογιστής) ας πούμε και πάλι πως δεν έχει σημασία, όταν εμφανίζεται πρώτο το υποκοριστικό κουτάκι, και μεσολαβούν 12 λήμματα ώς το κουτί· ή όταν έχουμε την πίτα, από κάτω, συμπτωματικά, το πιτάκι, αλλά μεσολαβεί η –επίσης συμπτωματική– ακολουθία: πιτζάμα, πιτζαμάκι, πιτζαμούλα, ξεφυτρώνει και το (εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα) πίτζιν, και μόνο τότε εμφανίζεται η πιτούλα· ούτε πάλι πολυέχει, ας πούμε, σημασία, όταν ανακατεύονται διαφορετικές λέξεις, έτσι όπως αλφαβητίστηκαν μηχανικά: πισινά, πισίνα, πισινός, πισινούλα, πισινούλης.
Έχει όμως σημασία αυτή η μηχανιστική παράθεση όταν δίνονται σαν χωριστά λήμματα διπλοί τύποι μιας λέξης, π.χ. καλεντούλα, καλέντουλα, όπου η διαφορά είναι απλώς και μόνο η θέση του τόνου: εδώ, αν τάχα υπάρχουν σε κοινή χρήση και οι δύο τύποι, ακόμα και ένα σκέτα ορθογραφικό λεξικό δεν θα ’πρεπε να δίνει τον «ορθότερο» ή επικρατέστερο τύπο;
Και τι γίνεται όταν πια η διαφορά είναι σαφέστερα μορφοφωνολογική; Τι να διαλέξει κανείς όταν δει, πάλι χωριστά λήμματα, όντως διπλούς ή τάχα «διπλούς» τύπους, και με μεγάλη απόσταση τον ένα από τον άλλο; Παράδειγμα η (άχρηστη, κατά τη γνώμη μου, εδώ) λέξη κολαντρίζω, σπανιότερος τύπος τού κουλαντρίζω, το οποίο εμφανίζεται (δεν μετράω πια λήμματα) έπειτα από 28 στήλες, χωρίς παραπομπή από τον ένα τύπο στον άλλο, χωρίς κανένα συσχετισμό, όπως π.χ. γίνεται στο μεγάλο λεξικό: εκεί το κολαντρίζω παραπέμπει στο κουλαντρίζω, όπου και αναπτύσσεται κανονικά το λήμμα.
Αποθήκη λέξεων
Τα παραδείγματα, πλήθος: και σομιέ και σομιές και (αλλού πια, μοιραία) σουμιέ και σουμιές –τέσσερα χωριστά λήμματα. Και ενώ για τη μόνη γνωστή σουρντίνα, Κύριος οίδε από ποια αζήτητα ή οπωσδήποτε από καιρό ανύπαρκτα πήγε και μάζωξε ο λεξικογράφος τη σορντίνα, λέει, και τη σουρδίνα και τη σουρτίνα –τέσσερις διαφορετικοί τύποι, σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλο, και ασυσχέτιστοι, «εννοείται»!
Μα αποθήκη λέξεων είναι ένα ορθογραφικό λεξικό, λέξεις χωμένες από δω κι από κει, λέξεις παλιές και ανεύρετες, λέξεις άπαξ, λέξεις λανθασμένες, ίσα για να δοθεί η παντού άχρηστη πια γραφή τους και μόνο; Και το έχει τάχα αυτό πάντοτε υπόψη του ο χρήστης, ιδίως ένας μαθητής, ή θα θέλει να ξέρει και ποιος είναι ο «ορθότερος», πάντως ο επικρατέστερος τύπος; Ή τάχα θα συναντήσει (αλλά πού;) τη λέξη σουρδίνα και θα πάει να δει πώς γράφεται;
Αλλά την απάντηση την υποψιάζομαι, από άλλη, ανάλογη, που δόθηκε άλλη φορά: ας προσφύγει τότε στο Μεγάλο! Διότι ένα ίσον κανένα· σετ πάνε τα λεξικά, τέσσερα για την ώρα.
Η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται
Και τι θα κάνει με τον ρώθωνα; Στο μεγάλο λεξικό ο ρώθων παραπέμπει κατευθείαν στο ρουθούνι, και εκεί πια δίνεται στο τέλος του λήμματος, με την ένδειξη «αρχαιοπρ[επές]». Τα ίδια και με το ρωθωνίζω. Τώρα, στο Ορθογραφικό, οι δύο τύποι: ρώθων και ρουθούνι, ρωθωνίζω και ρουθουνίζω, εμφανίζονται ισότιμοι; Αλλά έτσι κι αλλιώς τι γυρεύει ένας «αρχαιοπρ.» τύπος σε Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας;
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι στη Γραμματική Μπαμπινιώτη δεν υπάρχει ο μυς - οι μύες, όχι η λόγια λέξη για το ζωάκι το ποντίκι, αλλά η μοναδική λέξη γι’ αυτά τα πολύτιμα νήματα που κινούν το σώμα μας, και δεν υπάρχει επειδή είναι καθαρεύουσα, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης. Έχουν όμως, φαίνεται τώρα, θέση σε Λεξικό της Νεοελληνικής λέξεις όπως ρις, χειρ, ωόν, γένεσις (χώρια από τη γένεση), ζάχαρις (χώρια από τη ζάχαρη), ακόμα και σάκχαρις, λήμματα όπως νυκτί (!), πατρί (!), Πατρεύς (πόσα θαυμαστικά να βάλω πια εδώ;), συνωδά, και γεγωνυία τη φωνή (χωρίς πάντως να έχει αποφασίσει ακόμα ο λεξικογράφος αν είναι γεγωνυία ή γεγωνυΐα), και αποσμήχω, που, όπως πολλά άλλα, δεν υπάρχει στο Μεγάλο, παρά μέσα στο απόσμηξη: ε, τώρα ξέρουμε, μπήκε λέξη χύμα στη χαβούζα του υπολογιστή και βγήκε λήμμα αυτόνομο.
Όμως δεν κάνουνε για όλα οι κομπιούτορες, όσο κι αν αποδεικνύονται συχνά σοφότεροί μας· χρειάζεται λιγάκι και ανθρώπινος νους, ο κοινός, επιτέλους, που ξέρει ότι μπορεί να λέμε κάπου κάπου «μια σοδίτσα» –για να γυρίσουμε στα υποκοριστικά με τα οποία ξεκινήσαμε– αλλά δεν είπαμε ποτέ «μία σολίτσα».
Πέρα όμως από τις αστοχίες, υπάρχουν και οι ασύγγνωστες –ιδίως για τέταρτη πια εκδοχή λεξικού– προχειρότητες και ασυνέπειες: θα συνεχίσουμε.