2. Τα μπαρ της Νταϊάνας ή τα μπαρς της Νταϊάνα;
Τα Νέα, 9 Απριλίου 1999
Θέμα του προηγούμενου ήταν η εξάπλωση της γενικής σε -ούς: της Σαπφούς και της Λητούς. Στους αντίποδες βρίσκεται η τάση να διατηρούνται άκλιτα τα ξένα ή ξενικά ουσιαστικά και ονόματα που είναι ήδη συμμορφωμένα ή απολύτως συμμορφώσιμα με τις ελληνικές κλίσεις: «της Ατλάντα», «του Βατικανό», «της ιταλικής μαφία», και παράλληλα να μεταφέρονται στον πληθυντικό οι απροσάρμοστες ξένες λέξεις: «το μπαρ - τα μπαρς».
διαβάστε τη συνέχεια...
Πρόκειται ίσως για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, άσχετο αν το ονομάσουμε σχολαστικισμό ή ξιπασιά. Που, αν δεν αποτελεί τον κανόνα στο «η Σαπφώ - της Σαπφούς», είναι αδιαμφισβήτητη στη δεύτερη περίπτωση. Μία, η πλέον ανώδυνη, εκδοχή της είναι το bleu, που προφέρεται στα ελληνικά γαλλιστί, με κλειστό έψιλον, και η ζακέτα, με παχύ ζήτα, ή ο «Μπέετόβεν» και ο «Γκρέιαμ Σουίφτ».
Το φαινόμενο δεν σχετίζεται οπωσδήποτε με τη χρήση ξένων δανείων, ακόμη και με την άκριτη, όπως λέγεται συχνά, εισδοχή ξένων όρων και λέξεων: Άλλο είναι η ανάγκη, έστω η υποκειμενική ανάγκη, να προσφύγει κανείς σε ξένες λέξεις και άλλο η χρήση τους με την επιδεικτική προβολή της ξενικής ταυτότητάς τους.
Αρχή έγινε με ουσιαστικά που χρησιμοποιούνταν ευρύτατα από μακρού και απολύτως ομαλά, μολονότι απροσάρμοστα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα: το κλαμπ, το γκολ, το όσκαρ, και ξαφνικά: «τα κλαμπς», «τα γκολς», «τα όσκαρς». Από κοντά και ο μπάρμαν - «οι μπάρμεν». Κι όλα αυτά, όχι πια μόνο στα λεγόμενα «λάιφστάιλ» περιοδικά ή στο χώρο της ξένης μουσικής και των σπορ («των σπορτς»!). Στα λημέρια λ.χ. της κλασικής μουσικής ακούμε και διαβάζουμε για τις «σοπράνι» και τις «άλτι», αλλά και για τα «κοντραμπάσι», τα «τρομπόνι» και τα «τύμπανι», ναι, τα «τύμπανι»! Για πλήθος lapsus calami, πάλι, θέλησε να γράψει κάποιος, και τα ’κανε «lapsi»: αλλά ο καθαριστικός ζήλος του είχε την ατυχία να πέσει πάνω στο lapsus, το οποίο μένει lapsus και στον πληθυντικό· αντίθετα από το forum, πληθ. fora, όπως επιμένουν να το μεταφέρουν συχνά και στα ελληνικά: «τα διεθνή φόρα».
Το ακριβώς αντίστοιχο φαινόμενο είναι ο άκλιτος τύπος κυρίων, κατά κανόνα, ονομάτων, που είναι ή εμφανίζονται απολύτως προσαρμοσμένα στο ελληνικό κλιτικό σύστημα: η Νταϊάνα, η Νικαράγουα κτλ. Η αλήθεια είναι ότι δεν ισχύει κάποιος γενικός κανόνας, να κλίνονται λ.χ. όλα τα θηλυκά σε -α, και ακόμη περισσότερο τα ουδέτερα σε -ο: είπαμε και λέμε το Μαρόκο - του Μαρόκου, και το Μιλάνο - του Μιλάνου, αλλά δεν είπαμε, ακόμα και σε εποχή που η υποδοχή και η προσαρμογή γινόταν όντως ευκολότερα,* το Μονακό - «του Μονακού», ή το Κογκό - «του Κογκού».
Τα όρια είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα, αλλά οπωσδήποτε όχι ανύπαρκτα. Και, πάντως, επειδή παρουσιάζουν δυσκολίες ορισμένα ονόματα, δεν σημαίνει ότι θα γίνουν τώρα άκλιτα τα πάντα. Γιατί τάχα η Καμεράτα - «της Καμεράτα»; Και η λαίδη Νταϊάνα - «της λαίδης Νταϊάνα», όπως χορτάσαμε πρόσφατα να ακούμε; Που θα συμπαρασύρει ίσως την Ελληνίδα Ντιάνα, ή την Νταϊάνα (δόξα τω Θεώ, «της Νταϊάνας Κόχυλα» διαβάζω σε τούτη την εφημερίδα). Ή θα μένει άκλιτη η ξένη και θα κλίνεται η δική μας; Ή θα βαρύνει ο τίτλος; Τότε, θα πούμε τάχα «της Άντζελα Δημητρίου», καθότι λαίδη, ή επειδή το Άντζελα είναι ξενικό; Ή δεν ισχύουν αυτά για Ελληνίδα; Και θα γλιτώσει έτσι τη γενική «της Μικέλα» η φίλη και οικοδέσποινα στο περιοδικό αυτό; Και άλλο τάχα η σκάλα του σπιτιού μας, άλλο κοτζάμ Σκάλα του Μιλάνου («του Μιλάνο» μήπως;), και γι’ αυτό ακούμε από το Τρίτο Πρόγραμμα συχνά τη γενική «της Σκάλα»; Και πώς φτάσαμε στον τύπο «της Μαρία Κάλλας»;**
Το περίεργο είναι ότι η τάση αυτή βρήκε εντελώς απρόσμενα τον θεωρητικό της στο πρόσωπο του Γιάννη Π. Τζαννετάκου. Λέω «απρόσμενα», γιατί ο Γιάννης Τζαννετάκος είναι γνωστός για τις κατά κανόνα συντηρητικές γλωσσικές επιλογές και προτάσεις του. Στο φιλόδοξο έργο του Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία (εκδ. Λύχνος, χ.χ., σ. 26) διαβάζουμε ότι κλίνονται τα εξελληνισμένα ονόματα: ο Λουδοβίκος - του Λουδοβίκου κτλ., όχι όμως όσα «δίνουν την ψευδή εντύπωση ότι πρόκειται για πρωτόκλιτα ονόματα τα οποία ακολουθούν το ελληνικό τυπικό της γραμματικής. Π.χ. Νικαράγουα, Γουατεμάλα, Βενεζουέλα, Χοντούρα.*** Έτσι προφέρονται μεν, αλλά δεν παύουν να είναι στην ισπανική γλώσσα»!
Μα εδώ προσθέσαμε ένα γιώτα ή ένα ήτα, για να μπορούμε να λέμε το Παρίσι - του Παρισιού, η Στοκχόλμη - της Στοκχόλμης, και τη Νικαράγουα, που μας έρχεται πανέτοιμη, την καταδικάζουμε «επί ψευδεί εντυπώσει»; Θα κυκλοφορούν δηλαδή οι λέξεις με διαβατήριο, και αναλόγως θα αποφασίζουμε πώς θα τους συμπεριφερθούμε; Αίφνης, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, που κλίνονται ομαλά, είναι πρωτόκλιτα ελληνικά; Ενώ δεν είναι η Μέκκα, και την ακούγαμε όλες αυτές τις μέρες άκλιτη («το προσκύνημα της Μέκκα»); Ή η επίκαιρη Κένυα, που πολλές φορές έμεινε «της Κένυα»;
Σε εφημερίδες πάλι διαβάζουμε: «της Βίκυ», «της Πέγκυ» και «της Σάντυ», μα και «της Λίλυ», πλάι βεβαίως στο η Λίλη - της Λίλης: εδώ πια ο χρήστης κάνει τάχα τη διάκριση ύψιλον και ήτα –που θα την κάνει, φαίνεται, κι όταν μιλά, γνήσιος κληρονόμος της αρχαίας προσωδίας!
Είπαμε ότι τα όρια είναι κάποτε ασαφή. Γι’ αυτό και είναι ίσως κατανοητό να προβληματιστεί κανείς μ’ ένα άγνωστο έως πρόσφατα όνομα, που αρχίζει να κοινολεκτείται: της Πρίστινα ή της Πρίστινας, του Κόσοβο ή του Κόσοβου. Αλλά τόσο μόνο. Το γλωσσικό επιτέλους ένστικτο είναι οδηγός κατά κανόνα ασφαλής. Αρκεί βεβαίως να μας οδηγεί αυτό, και όχι ανάγκες άλλες.
* Για τον διαφορετικό ρυθμό προσαρμογής και τις πιθανές αιτίες του βλ. κεφ. 88.
** Βλ. και παρακάτω, άκλιτα ελληνικά ονόματα, κεφ. 64, 91 κ.ά.
*** Δεν έτυχε να το ξανακούσω το «Χοντούρα» αυτό: αν όχι Ονδούρα, όπως λέγαμε πάντα, οπωσδήποτε Οντούρα.