25/10/07

37. Ο νοικοκύρης του σπιτιού

Τα Νέα, 29 Ιουλίου 2000

Στο προηγούμενο αναφέρθηκα στη νοσταλγική αντιμετώπιση της καθαρεύουσας, μια αντιμετώπιση που αγνοεί την Ιστορία, μέσα από μια «ανεξίθρησκη» στάση ίσων αποστάσεων. Η ψευδοεπιστημονική στήριξη της στάσης αυτής μιλά για συγκερασμό καθαρεύουσας και δημοτικής, και προϋποθέτει ένα πλέγμα –σκόπιμων ή μη– συγχύσεων:

διαβάστε τη συνέχεια...

Πρώτα η σύγχυση ότι η δημοτική είναι περίπου η γλώσσα του Ψυχάρη ή αυτή που κατά την τότε προβοκατόρικη άποψη μεταφράζει τον Παλαιολόγο σε «Παλιοκουβέντα», μια γλώσσα «βουκολική» η οποία απορρίπτει κάθε λόγια λέξη.*

Άλλη σύγχυση αφορά τον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας: αυτή τονίζει τις (ελάχιστες) κοινές πλευρές και αγνοεί ή αποσιωπά τις (πολύ περισσότερες και απολύτως καθοριστικές) διαφορές, υποβάλλοντας έτσι την άποψη ότι μπορεί να υπάρξει ελεύθερη διακίνηση ανάμεσα στις φάσεις της μιας και ενιαίας γλώσσας. Εδώ η ιδεολογική χρήση της επιστήμης έχει δράσει αποφασιστικά: σκόπιμη επιλογή λέξεων –σχεδόν αποκλειστικά, να τονιστεί αυτό– ή σύντομων φράσεων «τεκμηριώνει» την «αδιάσπαστη συνέχεια» κτλ., κολακεύοντας τον αναγνώστη και τον χρήστη της γλώσσας ότι μπορεί να διαπλέει το απέραντο πέλαγος της ελληνικής, όλα τα «παλιότερα» –όπως λένε– ελληνικά, με κύριο εφόδιο ένα άθροισμα λέξεων, «αναλλοίωτων από την εποχή του Ομήρου».

Η επιλογή λέξεων βασίζεται με τη σειρά της στη σύγχυση ως προς τη φύση της γλώσσας: υποβάλλει δηλαδή την απλοϊκή άποψη φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ότι η γλώσσα είναι συλλογή λέξεων, κάτι σαν τα βιβλιαράκια με λέξεις και φράσεις πρώτης ανάγκης για τουρίστες, και όχι το σύστημα, η δομή, η γραμματική δηλαδή και το συντακτικό. Λέξεις όμως χωρίς δομή να τις ενσωματώνει δεν απαρτίζουν γλώσσα, δεν φτιάχνουν κώδικα.** Ή, αλλιώς: οι λέξεις μόνες τους δεν αποκαθιστούν επικοινωνία με το γλωσσικό σύστημα στο οποίο ανήκουν. Κι όμως, πιστεύουμε ότι αρκεί να βάλουμε το χέρι μας στην τσέπη, και ανασύρουμε Όμηρο λόγου χάρη: Άνδρα μοι έννεπε..., ιδού: άνδρα=η ίδια λέξη και σήμερα, έννεπε=νά, εδώ το ’χω, θα το θυμηθώ..., μούσα, πολύτροπον..., νά κι η μούσα, ίδια κι αυτή, πολύτροπον=με πολλούς τρόπους, ο πολυμήχανος δηλαδή, ος μάλα πολλά πλάγχθη, επεί Τροίης..., ος=ο οποίος, μάλα πολλά=το πολλά πάντως είναι το ίδιο, επεί Τροίης=νά κι η Τροία, έμεινε το πλάγχθη, κάποιον θα ρωτήσω...

Εδώ είναι αυτό το άκακο οπωσδήποτε ψέμα, απέναντι στον εαυτό μας πρώτα, ένα ψέμα που βαδίζει χέρι χέρι με τη νοσταλγία από την οποία ξεκινήσαμε: έτσι όπως γενικά εξωραΐζουμε το παρελθόν, με την επιλεκτική και παραμορφωτική μνήμη μας, έτσι ξεχνούμε και τον γλωσσικό εξανδραποδισμό του σχολείου πρώτα, του δημόσιου βίου έπειτα· κι ό,τι μας βάραινε τότε αφόρητα, τώρα το νοσταλγούμε, και προπαντός θεωρούμε πως το κατέχουμε. Ρωτήστε τώρα, και δύσκολα θα βρείτε κάποιον που να μη σας διαβεβαιώσει ότι αυτός πάντως έμαθε αρχαία ελληνικά, και φυσικά καθαρεύουσα, πάντα χάρη σ’ έναν φωτισμένο φιλόλογο κτλ. Από τις επαίσχυντες εξαιρέσεις θα είναι η περίπτωση η δική μου, που ούτε τον Παπαδιαμάντη δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω χωρίς γλωσσάρι –κι είναι γνωστό πως λογοτεχνία με γλωσσάρι δεν διαβάζεται, κι ακόμα πως ο Παπαδιαμάντης είναι περισσότερο ιδιωματικός παρά καθαρευουσιάνος.

Κατά καιρούς έχω δώσει από τη σελίδα αυτή παραδείγματα που φανερώνουν ότι η επιβίωση λέξεων από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας δεν πρέπει και να μας αφήνει να σουλατσάρουμε ανέμελα και να κορφολογούμε κατά την κρίση μας. Θυμίζω την περιπέτεια του κρίματος=κρίση, τώρα όμως «αμαρτία»· του νεοελληνιστί άσεμνου γαμώ=νυμφεύομαι, κ.ά.*** Θα τελειώσω με δύο άλλα παραδείγματα, περισσότερο χαρακτηριστικά για τη διαδρομή της γλώσσας:

(α) Το ένα, για όσους γράφουν με μελάνι, και εκτός από το μαύρο χρησιμοποιούν κι άλλα χρώματα: κόκκινο, γαλάζιο κτλ. Εδώ οι καθαρολόγοι μύστες της ενιαίας θα έπρεπε να ανατριχιάσουν: Πώς γίνεται κόκκινο μελάνι; Πώς γίνεται δηλαδή να είναι κόκκινο το μαύρο; Πού πήγε ο μέλας ζωμός, πού το ρήμα μελανιάζω, πού το μελανούρι; Πώς δεν αναγνωρίζουμε τη λέξη μέλας=μαύρος, μέσα στο μελάνι, και έτσι το εξ ορισμού μαύρο το κάνουμε και κόκκινο μαζί ή γαλάζιο;****

(β) Το άλλο παράδειγμα, κλασικό στη γλωσσολογία, είναι η λέξη σπιτονοικοκύρης. Ρωτήστε πρώτα όλους αυτούς που σας ρωτούν αν «ομιλείτε ελληνικά», αν κανείς τους λέει αλλιώς αυτόν που μας νοικιάζει το σπίτι του: λέμε –και δεν θα τ’ αλλάξουμε βεβαίως πια– «έδωσα το νοίκι στον σπιτονοικοκύρη μου», «η σπιτονοικοκυρά μου στην Πάτμο» κτλ. Ή, σύμφωνα με τα κάλαντα: «ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει». Όμως ο νοικοκύρης, σκέτα, είναι ο κύρης του οίκου, δηλαδή του σπιτιού. Μπα, ωραία συνέχεια της γλώσσας, να μην αναγνωρίζουμε, ολόκληρος λαός, την έννοια της λέξης οίκος! Ούτε έννεπε ούτε πλάγχθη: ο οίκος είναι λέξη κοινότατη, που χρησιμοποιείται ακόμη: οίκος του Θεού, και οικογένεια, και οικοτροφείο –ή μήπως ούτε μ’ αυτά καταλαβαίνουμε τι λέμε;

Αν όλα αυτά ακούγονται ειρωνικά, παραλήπτες είναι, εννοείται, όσοι παράγουν ή διακινούν τον φενακιστικό λόγο περί απόλυτης εξάρτησης της νέας ελληνικής από την αρχαία, ότι χωρίς την αρχαία δεν υπάρχει καν η νέα, ότι χωρίς την κατανόηση της λέξης ύδωρ δεν θα μπορούμε τάχα να λέμε υδραγωγείο, χωρίς τον οίκο, καλή ώρα, θα μείνουμε στο δρόμο, χωρίς οικογένεια· παραλήπτες είναι όσοι παράγουν ή διακινούν τον ύποπτα δημαγωγικό λόγο περί γλωσσικής ισοτιμίας, καθαρεύουσας-δημοτικής εν προκειμένω, άλλοι για να κρατήσουν άσβεστη την ελπίδα πως «πάλι με χρόνους με καιρούς...», άλλοι, περισσότερο πραγματιστές, για να παραγράψουν ανομίες παλιές.

Το θέμα δεν είναι απλώς (!) θεωρητικό ή ιδεολογικό· είναι καταρχήν πρακτικό, και αφορά τις συνέπειες που έχει για τη σημερινή γλώσσα η ανιστόρητη αντιμετώπιση και αποτίμηση της καθαρεύουσας. Συνεχίζω στο επόμενο.


* Μοναδική απάντηση σ’ αυτά αποτελεί η λεγόμενη Μεγάλη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, έργο που είναι γραμμένο 60 ολόκληρα χρόνια πριν, την εποχή του μαχόμενου δημοτικισμού, κι ωστόσο διαπνέεται από εξαιρετικά ευρύ πνεύμα στην οροθέτηση της δημοτικής γλώσσας. Ο καθηγητής Μιχ. Σετάτος («Τα γλωσσικά λάθη και η αντιμετώπισή τους», στο περ. Φιλόλογος 63, 1991, 17-39) αποδελτιώνει ακριβώς τα σημεία που δίνουν την «εικόνα μιας (προδρομικής) γραμματικής ποικιλιών και λειτουργικών χρήσεών τους»: οι σχετικές παραπομπές καταλαμβάνουν σχεδόν τρεις σελίδες!

** Βλ. και παραπάνω, κεφ. 30: "Γλώσσα= λέξεις; και πόσες;"

*** Βλ. παραπάνω, κεφ. 18.

**** Σε όλα αυτά έχουμε να κάνουμε με μεταλλαγές αρχαίων λέξεων και με την αδιαφάνεια πια του ετύμου. Σχετική είναι π.χ. η περίπτωση με την αρχαία υποκοριστική κατάληξη -ιον, που έκανε το ρύαξ - ρυάκ-ιον, το παις - παιδ-ίον και το νήσος - νησ-ίον, απ’ όπου χάθηκε στα νέα ελληνικά το -ον και έμεινε μόνο το γιώτα: ρυάκι, παιδί, νησί· όμως «οι λέξεις αυτές έχασαν την υποκοριστική τους σημασία κι έτσι χρειάστηκε να υποκορισθούν από την αρχή (αυτή τη φορά με την κατάληξη -άκι): ρυακάκι, παιδάκι, νησάκι» (Δημ. Λυπουρλής, Γλωσσικές παρατηρήσεις, όπ. παρ., τόμ. β΄, σ. 33).

buzz it!