35. Οι αναθυμιάσεις των ημερών και το οστεοφυλάκιο της γλώσσας
Τα Νέα, 1 Ιουλίου 2000
Διάλειμμα, υποχρεωτικό. Σε μαύρες ώρες ανορθολογιστικής κατρακύλας,* τα συντακτικά παραπατήματα ας περιμένουν. Δεν καίγονται βέβαια τα σπίτια μας, σίγουρα όμως εμπαίζεται η κοινή λογική και το δημόσιο ήθος. Γιατί σε ήθος, αλήθεια, εξαλλάσσεται τελικά αυτό που μοιάζει γραφικό· σε έλλειμμα ήθους –να το πω αλλιώς– μεταφράζεται αντικειμενικά αυτό που φαίνεται φαιδρό, μα είναι άκρως επικίνδυνο. Λέω «ήθος», επειδή πίσω από τη φανταχτερή κουρτίνα, την υφασμένη με τους λογής γραφικούς αλλά και τους άλλους, από την κυρία Λουκά ώς τη Λιάνα Κανέλλη, όταν παραμερίσουμε το όποιο ποσοστό ολιγοφρενίας ή άλλων, ψυχοπαθολογικών κατηγοριών, έχουμε οπωσδήποτε λόγο μετά γνώσεως πλήρους, άρα φενακισμό συνειδήσεων, εκμαυλισμό ψυχών, κοινώς εξαπάτηση, απάτη.
διαβάστε τη συνέχεια...
Το σκηνικό μέσα στο οποίο κινούμαστε κατανάγκην όλοι, όποιο τηλεοπτικό κανάλι ή ραδιοφωνικό σταθμό κι αν ανοίξουμε, και πια στο κέντρο της πόλης όπου ζούμε, μοιάζει να στήθηκε για να γυριστούν ταινία, βιντεοταινία, οι αρχικά ανομολόγητες φιλοδοξίες ενός και μόνο προσώπου. Tίτλος: «Το πονηρό χαμόγελο “θα σας δείξω εγώ”». Κι αυτό ακριβώς ήθελα τώρα να επισημάνω, το ανοίκειο για ποιμενάρχη μισογελάκι, το «θα σας δείξω εγώ», το «τώρα θα δείτε», που το προσέξαμε πρώτη φορά τη μέρα της ενθρόνισης του Αθηνών και πάσης Ελλάδος –κι από τότε όντως μας δείχνει αυτός και βλέπουμε εμείς.
Τι βλέπουμε; Καταγράφω απλώς όσα έχουν μαρτυρηθεί και σχολιαστεί, ακόμη και μέσα από τον εκκλησιαστικό χώρο: βλέπουμε λοιπόν έναν χριστιανό, και μάλιστα ιερωμένο, και μάλιστα αρχιεπίσκοπο, μισαλλόδοξο και εμπαθή, ματαιόδοξο και ματαιόσπουδο, αμετροεπή, που αλλάζει άποψη και εγκύκλιο τρεις φορές τη μέρα, λαϊκιστή, δημαγωγό, που όταν ξεφύγει στο ελάχιστο από τον σκανδαλωδώς κενό λόγο, από την απόλυτη κοινοτοπία, βρίσκεται αμέσως στα βαθιά του ρατσιστικού και του εθνικιστικού λόγου –αυτός, άλλωστε, ο επιστολογράφος του ακροδεξιού Στόχου. Κι όλα αυτά με το ίδιο αυτάρεσκο, μισοειρωνικό χαμόγελο, το υψωμένο φρύδι, αποξεχασμένος και αυτοηδονιζόμενος στη γοητεία της κάμερας και του μικροφώνου, εκεί που –μόνο εκεί– λογοδοτεί αυτός, ο λειτουργός του Υψίστου. Το τονίζω το τελευταίο, γιατί θα επέμενα ότι τα πάντα, ας πούμε, μπορεί να είναι κανείς, όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα. Γιατί μπορεί, ας πούμε πάλι, ένας χριστιανός να είναι και ρατσιστής και εθνικιστής, και ό,τι άλλο νομίζει ο ίδιος πως εκφράζει ή υπηρετεί την πίστη και την ιδεολογία του. Επηρμένος όμως, αλαζόνας, όχι, δεν μπορεί. Γιατί η έπαρση (το πρώτο, μάλιστα, σε σειρά βαρύτητας από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα!) είναι δείκτης άλλου ήθους, για την ακρίβεια μη ήθους.
Πορεύεται όμως μακάριος ο μακαριότατος («καμεριότατος», μου ’ρχεται να πω), μακάριος πάνω στα υψηλά ποσοστά των δημοσκοπήσεων, μακάριος αυτοδιορισμένος διαχειριστής της πλειοψηφίας, λέει, του ελληνικού λαού –όπως θα το ’δειχνε, λέει, κι ένα δημοψήφισμα. Απέναντι στο λαϊκισμό και τη φενάκη της «πλειοψηφίας» και του δημοψηφίσματος, ας τελειώνουμε επιτέλους με τον ίδιο λόγο, με το δικό του νόμισμα: υψηλά ποσοστά έχει και ο Λε Πα, αυτόν ακολουθεί η πλειοψηφία κι όχι τον Χατζιδάκι, πλειοψηφία ακολούθησε επίσης τον Χίτλερ, αλλά και πλειοψηφία επίσης θα αποφάσιζε λόγου χάρη τη διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας στους ακτήμονες –εμπρός λοιπόν για ένα τέτοιο δημοψήφισμα!
Από το ίδιο φενακιστικό ρεπερτόριο, από το ίδιο μυθολόγιο, είναι και η αφορμή για τη σημερινή επιφυλλίδα –για να μην ξεφύγουμε απ’ τα χωράφια τα δικά μας–, κάτι που συχνά ακούστηκε απ’ τα τηλεοπτικά παράθυρα των ημερών, ότι η Εκκλησία έσωσε ή πάντως διαφύλαξε τη γλώσσα, έτσι γενικά και μαξιμαλιστικά, ή, μετριοπαθέστερα, μέσα απ’ το Κρυφό Σχολειό. Όσο για το Κρυφό Σχολειό, η Ιστορία έχει μιλήσει αρμοδίως και επανειλημμένα: από όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν διαθέτουμε καμία ιστορική μαρτυρία, κανένας επίσημος ιστορικός δεν κάνει την παραμικρή μνεία, ούτε τότε ούτε μετά –χωρίς βεβαίως αυτό να πτοεί τους επαγγελματίες μυθογράφους και μεταπωλητές των μύθων. Οι όποιες αναφορές αρχίζουν μόνο μετά τον Αγώνα, και κυρίως στο τέλος του 19ου αιώνα, οπότε και σφραγίζεται ο μύθος, με τον περίφημο πίνακα του Νικολάου Γύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι την ανυπαρξία του Κρυφού Σχολειού, πέρα από έγκυρους μελετητές όπως ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Άλκης Αγγέλου, ο Αλέξης Πολίτης, παλαιότερα ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, ο Γιάννης Βλαχογιάννης κ.ά., την τεκμηριώνουν ακόμα και γνωστοί πρόμαχοι της ορθοδοξίας και αντίπαλοι των νεοτεριστών, όπως ο Μανουήλ Γεδεών και ο Π. Πουλίτσας.
Γενικότερα όμως για τη διάσωση της γλώσσας, πρέπει να δούμε άλλη μια φορά πόσους αιώνες πίσω την πήγε ή μάλλον την καθήλωσε τη γλώσσα, ακριβώς η Εκκλησία.
Η γέννηση του χριστιανισμού συμπίπτει περίπου με τη γέννηση του αττικισμού, του κινήματος που πολεμάει λυσσαλέα τη γλώσσα της εποχής, την Κοινή, επιχειρώντας να αναβιώσει την περικλεή αττική γλώσσα. Ο χριστιανισμός, στον αγώνα για την εξάπλωσή του, χρησιμοποιεί τη ζωντανή γλώσσα του λαού, γεγονός που δυναμώνει την αντίδραση των αττικιστών, οι οποίοι, με την εμφάνιση μιας κοσμοθεωρίας ριζικά αντίθετης με τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο, βλέπουν να απειλούνται τα ιερά και τα όσιά τους. Έχω ξαναγράψει για τους αφορισμούς του Φρύνιχου: «σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος», σε αντιπαραβολή με το ευαγγελικό «άρον τον κράββατόν σου», και άλλα πολλά «μη», συνοδευμένα με τους χαρακτηρισμούς αηδής η λέξις, βάρβαρον, έκφυλον πάνυ, που δείχνουν την αντίθεση των λογίων της εποχής στην καθομιλουμένη, στη γλώσσα που προτίμησαν τα Ευαγγέλια, οι απόστολοι και οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας.**
Αλλά η ελληνική παιδεία, κυρίως με τους τρεις ιεράρχες, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο και τον Ιωάννη, θα κερδίσει τελικά τον χριστιανικό κόσμο: από τις αρνητικές συνέπειες της γόνιμης αυτής συνάντησης ήταν η εγκατάλειψη της λαϊκής γλώσσας. Ο Νικόλαος Π. Ανδριώτης μεταφέρει τη μαρτυρία πως, όταν κήρυσσε στην Αντιόχεια ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «η εκκλησία βούιζε σαν κυψέλη από το κουβεντολόι του εκκλησιάσματος, που δεν εννοούσε τη γλώσσα του κηρύγματος». Και σημειώνει χαρακτηριστικά: «Από τότε η Εκκλησία γίνεται λογιότερη και αποστομώνει τους λίγους πια ειδωλολάτρες αρχαϊστές, αλλά τη νίκη αυτή την πληρώνει ακριβά με την οριστική αποξένωσή της από το γλωσσικό αίσθημα και την κατανοητική ικανότητα του λαού».***
Από τότε λοιπόν η Εκκλησία παραμένει ταυτισμένη με τον αττικισμό, αργότερα με τον λογιοτατισμό, αμετακίνητη στη γλώσσα αυτή, πάντα σε διαρκή αντιπαλότητα, κάποτε και σε πόλεμο ανοιχτό, με τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα που προχωρούσε μέσα στους αιώνες –που προχωρούσε, παρ’ όλα τα εμπόδια, αποκλεισμένη όμως από το χώρο της επιστήμης, της διανόησης, της εξουσίας, χωρίς δηλαδή τη δυνατότητα να εξελιχθεί ομαλά, να αναπτυχθεί και να καλλιεργηθεί ευρύτερα, όπως κάθε φυσική γλώσσα. Σ’ αυτόν το λυσσαλέο αγώνα καταστολής η Εκκλησία, ταυτισμένη πάντοτε με την εξουσία, δεν έλειψε ποτέ από την πρώτη γραμμή, διαθέτοντας όλες της τις δυνάμεις, εκμεταλλευόμενη την απήχησή της σε ευρύτερες λαϊκές μάζες –καλή ώρα. Η τελευταία δυναμική εμφάνισή της «στον αγώνα τον καλό» είναι τα Ευαγγελικά στις αρχές του 20ού αιώνα, που σημάδεψαν την ιστορία του Γλωσσικού με νεκρούς.
Δεν ξέρω αν είναι παρακινδυνευμένο να σκεφτεί κανείς ότι η νέα θρησκεία, από τη στιγμή που κερδίζει τη μάχη της επιβίωσης, δεν τα χρειάζεται πια τα όπλα που τη βοήθησαν, τη γλώσσα τη λαϊκή εν προκειμένω· κι ότι, απ’ τη στιγμή που η νέα θρησκεία εδραιώνεται και γίνεται κατεστημένο, σκόπιμα κρατά, όπως κάθε εξουσία, τον λαό αποκομμένο, να αποθαυμάζει από μακριά το μεγαλείο του ιερατείου. Το γνωστό αυτό παιχνίδι παίχτηκε και στη χώρα μας, με πρόσθετο, καθοριστικό στοιχείο τη γλώσσα, μέσα από τη διγλωσσία, τη διμορφία, ή όπως αλλιώς ονομάζεται. Την αποξένωση του λαού από τους θεσμούς με μέσο ακριβώς τη γλώσσα τη ζήσαμε και την ξέρουμε όλοι από πρώτο χέρι. Την αποξένωση του λαού από την εκκλησιαστική γλώσσα τη βλέπουμε ακόμα, τη ζούμε εμείς οι ίδιοι, όσοι τολμούμε επιτέλους να ομολογήσουμε πως μέσα από μετάφραση και μόνο καταλαβαίνουμε τα όσα καταλαβαίνουμε στις τελετές και τις ακολουθίες: και εννοώ τουλάχιστον μια «έμμεση» μετάφραση, μέσα από την εξοικείωση, την επανάληψη, το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, τον εκκλησιασμό, το κατηχητικό... Διαφορετικά, κάποια κατά προσέγγιση νοήματα φτάνουν στ’ αφτιά, ακόμα και των μορφωμένων.
Οι άλλοι, οι πολλοί, περιμένουν το κήρυγμα, όταν γίνεται σε γλώσσα κοινή, να τους εξηγήσει αυτά που θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να τα προσπελάσουν μόνοι. Κι ώσπου να ’ρθει το κήρυγμα, τα πνιχτά γελάκια και, βεβαίως, ο σκανδαλισμός απαντούν στον «βωμολόχο» λόγο του Ευαγγελίου: Ήσαν δε παρ’ ημίν επτά αδελφοί, και ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε...· εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται...· ή το ευρύτερα γνωστό: θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν... Εδώ, άλαλα τα χείλη των ευσεβών! (βλ. και κεφ. 18)
Υπάρχουν όμως ηπιότερα: λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς... Εδώ, η ανταπόκριση είναι γνωστή πανελληνίως· κρατώ μία από τις πολλές παραλλαγές, από τη Χίο, όπως την αναδημοσιεύει ο καθηγητής Δημ. Σ. Λουκάτος: «Μια Αηγιωργούσαινα τη μεγάλη Πέφτη, [...] έκαμε το σταυρό της κι έλεγε κιόλας: “Μυρισμένο (ή μόσκος) το πορδάκι σου, Χριστέ μου!”».****
Άλλο: Σύμφωνα με μαρτυρία της φίλης και δασκάλας μου στη βυζαντινή μουσική, της Δώρας Βάρσου, στην αναστάσιμη λειτουργία, όταν ο ιερέας διαβάζει τον «Κατηχητικό λόγο» του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όπου το εκκλησίασμα επαναλαμβάνει με βροντερή φωνή κάποιες λέξεις που επανέρχονται (ο Άδης [...] επικράνθη· και γαρ κατηργήθη –«Επικράνθη!», απαντά το εκκλησίασμα· Επικράνθη· και γαρ ενεπαίχθη –«Επικράνθη!», κ.ο.κ.· και παρακάτω: Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι –«Ανέστη!» κ.ο.κ.), κάποιες γερόντισσες, συνεπαρμένες προφανώς από αυτού του είδους τη συμμετοχή, στα λόγια: Πού σου, Άδη, το νείκος; απαντούν: «πού σου, Άδη!», με ένα παχύ -π στο «πού» και εκβάλλοντας αέρα από τα χείλη, με την έννοια «φτου», δηλαδή «φτου σου, Άδη!»
Το ρίξαμε στ’ ανέκδοτα... Μα πρώτος ο Πρώτος των ημερών θα μας έλεγε πόση αλήθεια κρύβουν πάντοτε και τι μαρτυρούν, μέσα και από την υπερβολή ή τον μονόπλευρο κάποτε χαρακτήρα τους. Κι ας διατρέχουμε τον κίνδυνο εμείς, σύμφωνα με τη –χριστιανικότατη– απειλή του, «να μας ξεραθεί το χέρι».
* Ήταν οι μέρες με τα συλλαλητήρια που οργάνωνε η επίσημη Εκκλησία υπό τον αρχιεπίσκοπο, απαιτώντας να αναγράφεται το θρήσκευμα και στις νέες αστυνομικές ταυτότητες.
** Για τον Φρύνιχο, βλ. παραπάνω, κεφ. 9.
*** Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 60 (υπογράμμιση δική μου).
**** «Γλωσσικές ευτράπελες διηγήσεις», στο Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 237.
Διάλειμμα, υποχρεωτικό. Σε μαύρες ώρες ανορθολογιστικής κατρακύλας,* τα συντακτικά παραπατήματα ας περιμένουν. Δεν καίγονται βέβαια τα σπίτια μας, σίγουρα όμως εμπαίζεται η κοινή λογική και το δημόσιο ήθος. Γιατί σε ήθος, αλήθεια, εξαλλάσσεται τελικά αυτό που μοιάζει γραφικό· σε έλλειμμα ήθους –να το πω αλλιώς– μεταφράζεται αντικειμενικά αυτό που φαίνεται φαιδρό, μα είναι άκρως επικίνδυνο. Λέω «ήθος», επειδή πίσω από τη φανταχτερή κουρτίνα, την υφασμένη με τους λογής γραφικούς αλλά και τους άλλους, από την κυρία Λουκά ώς τη Λιάνα Κανέλλη, όταν παραμερίσουμε το όποιο ποσοστό ολιγοφρενίας ή άλλων, ψυχοπαθολογικών κατηγοριών, έχουμε οπωσδήποτε λόγο μετά γνώσεως πλήρους, άρα φενακισμό συνειδήσεων, εκμαυλισμό ψυχών, κοινώς εξαπάτηση, απάτη.
διαβάστε τη συνέχεια...
Το σκηνικό μέσα στο οποίο κινούμαστε κατανάγκην όλοι, όποιο τηλεοπτικό κανάλι ή ραδιοφωνικό σταθμό κι αν ανοίξουμε, και πια στο κέντρο της πόλης όπου ζούμε, μοιάζει να στήθηκε για να γυριστούν ταινία, βιντεοταινία, οι αρχικά ανομολόγητες φιλοδοξίες ενός και μόνο προσώπου. Tίτλος: «Το πονηρό χαμόγελο “θα σας δείξω εγώ”». Κι αυτό ακριβώς ήθελα τώρα να επισημάνω, το ανοίκειο για ποιμενάρχη μισογελάκι, το «θα σας δείξω εγώ», το «τώρα θα δείτε», που το προσέξαμε πρώτη φορά τη μέρα της ενθρόνισης του Αθηνών και πάσης Ελλάδος –κι από τότε όντως μας δείχνει αυτός και βλέπουμε εμείς.
Τι βλέπουμε; Καταγράφω απλώς όσα έχουν μαρτυρηθεί και σχολιαστεί, ακόμη και μέσα από τον εκκλησιαστικό χώρο: βλέπουμε λοιπόν έναν χριστιανό, και μάλιστα ιερωμένο, και μάλιστα αρχιεπίσκοπο, μισαλλόδοξο και εμπαθή, ματαιόδοξο και ματαιόσπουδο, αμετροεπή, που αλλάζει άποψη και εγκύκλιο τρεις φορές τη μέρα, λαϊκιστή, δημαγωγό, που όταν ξεφύγει στο ελάχιστο από τον σκανδαλωδώς κενό λόγο, από την απόλυτη κοινοτοπία, βρίσκεται αμέσως στα βαθιά του ρατσιστικού και του εθνικιστικού λόγου –αυτός, άλλωστε, ο επιστολογράφος του ακροδεξιού Στόχου. Κι όλα αυτά με το ίδιο αυτάρεσκο, μισοειρωνικό χαμόγελο, το υψωμένο φρύδι, αποξεχασμένος και αυτοηδονιζόμενος στη γοητεία της κάμερας και του μικροφώνου, εκεί που –μόνο εκεί– λογοδοτεί αυτός, ο λειτουργός του Υψίστου. Το τονίζω το τελευταίο, γιατί θα επέμενα ότι τα πάντα, ας πούμε, μπορεί να είναι κανείς, όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα. Γιατί μπορεί, ας πούμε πάλι, ένας χριστιανός να είναι και ρατσιστής και εθνικιστής, και ό,τι άλλο νομίζει ο ίδιος πως εκφράζει ή υπηρετεί την πίστη και την ιδεολογία του. Επηρμένος όμως, αλαζόνας, όχι, δεν μπορεί. Γιατί η έπαρση (το πρώτο, μάλιστα, σε σειρά βαρύτητας από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα!) είναι δείκτης άλλου ήθους, για την ακρίβεια μη ήθους.
Πορεύεται όμως μακάριος ο μακαριότατος («καμεριότατος», μου ’ρχεται να πω), μακάριος πάνω στα υψηλά ποσοστά των δημοσκοπήσεων, μακάριος αυτοδιορισμένος διαχειριστής της πλειοψηφίας, λέει, του ελληνικού λαού –όπως θα το ’δειχνε, λέει, κι ένα δημοψήφισμα. Απέναντι στο λαϊκισμό και τη φενάκη της «πλειοψηφίας» και του δημοψηφίσματος, ας τελειώνουμε επιτέλους με τον ίδιο λόγο, με το δικό του νόμισμα: υψηλά ποσοστά έχει και ο Λε Πα, αυτόν ακολουθεί η πλειοψηφία κι όχι τον Χατζιδάκι, πλειοψηφία ακολούθησε επίσης τον Χίτλερ, αλλά και πλειοψηφία επίσης θα αποφάσιζε λόγου χάρη τη διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας στους ακτήμονες –εμπρός λοιπόν για ένα τέτοιο δημοψήφισμα!
Από το ίδιο φενακιστικό ρεπερτόριο, από το ίδιο μυθολόγιο, είναι και η αφορμή για τη σημερινή επιφυλλίδα –για να μην ξεφύγουμε απ’ τα χωράφια τα δικά μας–, κάτι που συχνά ακούστηκε απ’ τα τηλεοπτικά παράθυρα των ημερών, ότι η Εκκλησία έσωσε ή πάντως διαφύλαξε τη γλώσσα, έτσι γενικά και μαξιμαλιστικά, ή, μετριοπαθέστερα, μέσα απ’ το Κρυφό Σχολειό. Όσο για το Κρυφό Σχολειό, η Ιστορία έχει μιλήσει αρμοδίως και επανειλημμένα: από όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν διαθέτουμε καμία ιστορική μαρτυρία, κανένας επίσημος ιστορικός δεν κάνει την παραμικρή μνεία, ούτε τότε ούτε μετά –χωρίς βεβαίως αυτό να πτοεί τους επαγγελματίες μυθογράφους και μεταπωλητές των μύθων. Οι όποιες αναφορές αρχίζουν μόνο μετά τον Αγώνα, και κυρίως στο τέλος του 19ου αιώνα, οπότε και σφραγίζεται ο μύθος, με τον περίφημο πίνακα του Νικολάου Γύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι την ανυπαρξία του Κρυφού Σχολειού, πέρα από έγκυρους μελετητές όπως ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Άλκης Αγγέλου, ο Αλέξης Πολίτης, παλαιότερα ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, ο Γιάννης Βλαχογιάννης κ.ά., την τεκμηριώνουν ακόμα και γνωστοί πρόμαχοι της ορθοδοξίας και αντίπαλοι των νεοτεριστών, όπως ο Μανουήλ Γεδεών και ο Π. Πουλίτσας.
Γενικότερα όμως για τη διάσωση της γλώσσας, πρέπει να δούμε άλλη μια φορά πόσους αιώνες πίσω την πήγε ή μάλλον την καθήλωσε τη γλώσσα, ακριβώς η Εκκλησία.
Η γέννηση του χριστιανισμού συμπίπτει περίπου με τη γέννηση του αττικισμού, του κινήματος που πολεμάει λυσσαλέα τη γλώσσα της εποχής, την Κοινή, επιχειρώντας να αναβιώσει την περικλεή αττική γλώσσα. Ο χριστιανισμός, στον αγώνα για την εξάπλωσή του, χρησιμοποιεί τη ζωντανή γλώσσα του λαού, γεγονός που δυναμώνει την αντίδραση των αττικιστών, οι οποίοι, με την εμφάνιση μιας κοσμοθεωρίας ριζικά αντίθετης με τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο, βλέπουν να απειλούνται τα ιερά και τα όσιά τους. Έχω ξαναγράψει για τους αφορισμούς του Φρύνιχου: «σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος», σε αντιπαραβολή με το ευαγγελικό «άρον τον κράββατόν σου», και άλλα πολλά «μη», συνοδευμένα με τους χαρακτηρισμούς αηδής η λέξις, βάρβαρον, έκφυλον πάνυ, που δείχνουν την αντίθεση των λογίων της εποχής στην καθομιλουμένη, στη γλώσσα που προτίμησαν τα Ευαγγέλια, οι απόστολοι και οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας.**
Αλλά η ελληνική παιδεία, κυρίως με τους τρεις ιεράρχες, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο και τον Ιωάννη, θα κερδίσει τελικά τον χριστιανικό κόσμο: από τις αρνητικές συνέπειες της γόνιμης αυτής συνάντησης ήταν η εγκατάλειψη της λαϊκής γλώσσας. Ο Νικόλαος Π. Ανδριώτης μεταφέρει τη μαρτυρία πως, όταν κήρυσσε στην Αντιόχεια ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «η εκκλησία βούιζε σαν κυψέλη από το κουβεντολόι του εκκλησιάσματος, που δεν εννοούσε τη γλώσσα του κηρύγματος». Και σημειώνει χαρακτηριστικά: «Από τότε η Εκκλησία γίνεται λογιότερη και αποστομώνει τους λίγους πια ειδωλολάτρες αρχαϊστές, αλλά τη νίκη αυτή την πληρώνει ακριβά με την οριστική αποξένωσή της από το γλωσσικό αίσθημα και την κατανοητική ικανότητα του λαού».***
Από τότε λοιπόν η Εκκλησία παραμένει ταυτισμένη με τον αττικισμό, αργότερα με τον λογιοτατισμό, αμετακίνητη στη γλώσσα αυτή, πάντα σε διαρκή αντιπαλότητα, κάποτε και σε πόλεμο ανοιχτό, με τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα που προχωρούσε μέσα στους αιώνες –που προχωρούσε, παρ’ όλα τα εμπόδια, αποκλεισμένη όμως από το χώρο της επιστήμης, της διανόησης, της εξουσίας, χωρίς δηλαδή τη δυνατότητα να εξελιχθεί ομαλά, να αναπτυχθεί και να καλλιεργηθεί ευρύτερα, όπως κάθε φυσική γλώσσα. Σ’ αυτόν το λυσσαλέο αγώνα καταστολής η Εκκλησία, ταυτισμένη πάντοτε με την εξουσία, δεν έλειψε ποτέ από την πρώτη γραμμή, διαθέτοντας όλες της τις δυνάμεις, εκμεταλλευόμενη την απήχησή της σε ευρύτερες λαϊκές μάζες –καλή ώρα. Η τελευταία δυναμική εμφάνισή της «στον αγώνα τον καλό» είναι τα Ευαγγελικά στις αρχές του 20ού αιώνα, που σημάδεψαν την ιστορία του Γλωσσικού με νεκρούς.
Δεν ξέρω αν είναι παρακινδυνευμένο να σκεφτεί κανείς ότι η νέα θρησκεία, από τη στιγμή που κερδίζει τη μάχη της επιβίωσης, δεν τα χρειάζεται πια τα όπλα που τη βοήθησαν, τη γλώσσα τη λαϊκή εν προκειμένω· κι ότι, απ’ τη στιγμή που η νέα θρησκεία εδραιώνεται και γίνεται κατεστημένο, σκόπιμα κρατά, όπως κάθε εξουσία, τον λαό αποκομμένο, να αποθαυμάζει από μακριά το μεγαλείο του ιερατείου. Το γνωστό αυτό παιχνίδι παίχτηκε και στη χώρα μας, με πρόσθετο, καθοριστικό στοιχείο τη γλώσσα, μέσα από τη διγλωσσία, τη διμορφία, ή όπως αλλιώς ονομάζεται. Την αποξένωση του λαού από τους θεσμούς με μέσο ακριβώς τη γλώσσα τη ζήσαμε και την ξέρουμε όλοι από πρώτο χέρι. Την αποξένωση του λαού από την εκκλησιαστική γλώσσα τη βλέπουμε ακόμα, τη ζούμε εμείς οι ίδιοι, όσοι τολμούμε επιτέλους να ομολογήσουμε πως μέσα από μετάφραση και μόνο καταλαβαίνουμε τα όσα καταλαβαίνουμε στις τελετές και τις ακολουθίες: και εννοώ τουλάχιστον μια «έμμεση» μετάφραση, μέσα από την εξοικείωση, την επανάληψη, το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, τον εκκλησιασμό, το κατηχητικό... Διαφορετικά, κάποια κατά προσέγγιση νοήματα φτάνουν στ’ αφτιά, ακόμα και των μορφωμένων.
Οι άλλοι, οι πολλοί, περιμένουν το κήρυγμα, όταν γίνεται σε γλώσσα κοινή, να τους εξηγήσει αυτά που θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να τα προσπελάσουν μόνοι. Κι ώσπου να ’ρθει το κήρυγμα, τα πνιχτά γελάκια και, βεβαίως, ο σκανδαλισμός απαντούν στον «βωμολόχο» λόγο του Ευαγγελίου: Ήσαν δε παρ’ ημίν επτά αδελφοί, και ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε...· εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται...· ή το ευρύτερα γνωστό: θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν... Εδώ, άλαλα τα χείλη των ευσεβών! (βλ. και κεφ. 18)
Υπάρχουν όμως ηπιότερα: λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς... Εδώ, η ανταπόκριση είναι γνωστή πανελληνίως· κρατώ μία από τις πολλές παραλλαγές, από τη Χίο, όπως την αναδημοσιεύει ο καθηγητής Δημ. Σ. Λουκάτος: «Μια Αηγιωργούσαινα τη μεγάλη Πέφτη, [...] έκαμε το σταυρό της κι έλεγε κιόλας: “Μυρισμένο (ή μόσκος) το πορδάκι σου, Χριστέ μου!”».****
Άλλο: Σύμφωνα με μαρτυρία της φίλης και δασκάλας μου στη βυζαντινή μουσική, της Δώρας Βάρσου, στην αναστάσιμη λειτουργία, όταν ο ιερέας διαβάζει τον «Κατηχητικό λόγο» του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όπου το εκκλησίασμα επαναλαμβάνει με βροντερή φωνή κάποιες λέξεις που επανέρχονται (ο Άδης [...] επικράνθη· και γαρ κατηργήθη –«Επικράνθη!», απαντά το εκκλησίασμα· Επικράνθη· και γαρ ενεπαίχθη –«Επικράνθη!», κ.ο.κ.· και παρακάτω: Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι –«Ανέστη!» κ.ο.κ.), κάποιες γερόντισσες, συνεπαρμένες προφανώς από αυτού του είδους τη συμμετοχή, στα λόγια: Πού σου, Άδη, το νείκος; απαντούν: «πού σου, Άδη!», με ένα παχύ -π στο «πού» και εκβάλλοντας αέρα από τα χείλη, με την έννοια «φτου», δηλαδή «φτου σου, Άδη!»
Το ρίξαμε στ’ ανέκδοτα... Μα πρώτος ο Πρώτος των ημερών θα μας έλεγε πόση αλήθεια κρύβουν πάντοτε και τι μαρτυρούν, μέσα και από την υπερβολή ή τον μονόπλευρο κάποτε χαρακτήρα τους. Κι ας διατρέχουμε τον κίνδυνο εμείς, σύμφωνα με τη –χριστιανικότατη– απειλή του, «να μας ξεραθεί το χέρι».
* Ήταν οι μέρες με τα συλλαλητήρια που οργάνωνε η επίσημη Εκκλησία υπό τον αρχιεπίσκοπο, απαιτώντας να αναγράφεται το θρήσκευμα και στις νέες αστυνομικές ταυτότητες.
** Για τον Φρύνιχο, βλ. παραπάνω, κεφ. 9.
*** Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 60 (υπογράμμιση δική μου).
**** «Γλωσσικές ευτράπελες διηγήσεις», στο Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 237.