38. Φουστανέλα με γραβάτα
Τα Νέα, 12 Αυγούστου 2000
Η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται σαν σήμα κοινωνικής αναγνώρισης, κάτι σαν την «πόρτα» την οποία υφίσταται κανείς για να γίνει δεκτός στα κυριλέ μαγαζιά
το πλήρες κείμενο:
Συνεχίζουμε, με τις συνέπειες που έχει για τη σημερινή γλώσσα η ανιστόρητη αντιμετώπιση της καθαρεύουσας, η αναπόλησή της και η νοσταλγική χρήση της. Εννοώ προφανώς την αταξία που προκαλεί αυτή η χρήση στο τυπικό της γλώσσας, γιατί στο επίπεδο του λεξιλογίου τα πράγματα είναι μάλλον απλά: Λέξεις δανειζόμαστε από παντού, από οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, πολύ περισσότερο από την παλαιότερη δική μας, εφόσον προσαρμόζονται στο τυπικό της σημερινής γλώσσας· δεν μεταφέρουμε όμως έτσι απλά, κατά την κρίση μας, γραμματικούς τύπους ή συντακτικούς τρόπους από άλλο γλωσσικό σύστημα.
Βασική διευκρίνιση, ότι δεν γίνεται λόγος εδώ για εκείνους που χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα σαν σήμα κοινωνικής περισσότερο παρά ιδεολογικής πλέον αναγνώρισης, κάτι σαν την «πόρτα» την οποία ευφρόσυνα υφίσταται κανείς για να γίνει δεκτός στα κυριλέ μαγαζιά. Υπάρχουν, αντίθετα, πολλοί, με αγάπη για τη γλώσσα και μόνο, που νοσταλγικά, όπως έλεγα, επιστρέφουν στη νιότη τους, εν προκειμένω στην καθαρεύουσα, τη μοναδική στο κάτω κάτω γλωσσική μορφή με την οποία εξοικειώθηκαν στα σχολικά τους χρόνια. Λέω «εξοικειώθηκαν» και όχι «διδάχτηκαν», επειδή στο σχολείο ποτέ δεν διδάχτηκε συστηματικά η καθαρεύουσα, παρά μόνο γραμματική και συντακτικό της αρχαίας.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι αρχαία μπορεί να έμαθαν πολλοί, καθαρεύουσα όμως ουσιαστικά δεν έμαθε κανένας. Είναι παροιμιώδεις οι μάχες μεταξύ ακραιφνών καθαρευουσιάνων, που καταμετρούσαν οι μεν τα λάθη των δε. Δεν έφταιγε κανένα κύτταρο ζαβό, παρά ο τεχνητός χαρακτήρας της καθαρεύουσας, η οποία ανθολογούσε στοιχεία από διαφορετικές περιόδους της γλώσσας, χωρίς να δημιουργήσει σύστημα δικό της. Γι’ αυτό και ισχυρίστηκα ότι η καθαρεύουσα, καθώς επιπλέον δεν μιλήθηκε ποτέ, δεν μπορεί να θεωρείται στάδιο της ελληνικής γλώσσας. Σε αντίθεση λ.χ. με το πρότυπό της, την αττική γλώσσα, δεν επικράτησε ποτέ, σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίοδο, αλλά παρακολουθούσε πάντα από δίπλα (μάλλον, από πάνω) τη ζωντανή γλώσσα. Ακόμα και τις ελάχιστες φορές που έδωσε έργο υψηλό (Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαρρηγόπουλος), δεν ξέφυγε από την εγγενή αντίφασή της, να είναι γλώσσα νεκρή, ακόμα και στην ακμή της. Αυτή η αντίφαση δεν της επέτρεψε να αρτιωθεί σε σύστημα και προδίκασε τον αργό θάνατό της, παρ’ όλο τον γιγάντιο μηχανισμό που τη στήριζε και την επέβαλλε, συχνά και με τη βία.
Για την ανυπαρξία «συστήματος» της καθαρεύουσας, ο λόγος στον Ελισαίο Γιανίδη. Παραθέτω από την πάντα επίκαιρη μελέτη του Γλώσσα και ζωή (1908, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 74-77):
«Μια γλώσσα που δεν έχει κανόνες είναι η καθαρεύουσα. Μάλιστα! Επειδή δεν είναι μια γλώσσα, επειδή δεν είναι καμωμένη απάνω σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Λέει π.χ. τοις δίδω, σοι το δίδω, μοι το δίδεις, αλλά ποιος τολμά να πει τω το δίδω, θα ταις τας δώσω, δός τω το; Καταφεύγει τότε σε μιαν άλλη καθαρεύουσα λιγάκι πιο αρχαία και λέει θα τας δώσω εις αυτάς, δος αυτώ τούτο. Βλέπουσά με, βλέποντές τον, αλλά όχι βλέπων τον, βλέπουσαί τας. Γράφε το, αλλά όχι γράψον το. [...] Η παράστασις άρξεται..., αλλά όχι δεν άρξεται. Η τελετή γενήσεται..., αλλά όχι δεν γνωρίζω αν γενήσεται. [...]
»Υπάρχει μια καθαρεύουσα που λέει: η προθυμία μεθ’ ης εδέχθη, υπάρχει και μια άλλη, πιο συγκαταβατική καθαρεύουσα, που λέει: η προθυμία με την οποίαν εδέχθη· με άλλα λόγια, η μια έχει μετά και ος-η-ο, η άλλη με και ο οποίος. Δεν αμφιβάλλω ότι ώς τώρα είχατε την πεποίθηση ότι αυτά όλα τα στοιχεία ανήκουνε σε μια γλώσσα. Λυπούμαι. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσατε να τα συνδυάσετε μεταξύ τους αδιακρίτως και να πείτε: η προθυμία με ην εδέχθη. [...]
»Όποιος ξέρει τους κανόνες της καθαρεύουσας θα μας κάμει τη χάρη να μας πει πώς πρέπει να λέμε: Να ελαττούται ή να ελαττώται ή να ελαττώνηται ή να ελαττώνεται; Να στέκηται ή να ίσταται ή να ιστήται; [...] Πρέπει με πολλή προσοχή να κάμετε την εκλογή σας, ο καθένας ανάλογα με τη μόρφωσή του, και κατά το μέρος όπου μιλεί, και κατά το σύγγραμμα που γράφει, και προπάντων κατά τη βαθμίδα όπου βρίσκεται στη θεωρία της επιστροφής στην αρχαία γλώσσα».
Σήμερα πια δεν τίθεται από κανέναν θέμα επιστροφής, ούτε καν στην καθαρεύουσα. Επιστρέφουν ωστόσο, όλο και πιο συχνά θαρρώ, τύποι γραμματικοί, πλάι σε όσους μοιραία επιβιώνουν. Δεν πιστεύω ότι το φαινόμενο συνιστά ουσιαστικό κίνδυνο για τη γλώσσα, δεν παύει όμως να αποτελεί αταξία, κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητη. Υπάρχουν ρήματα αζύμωτα στον κοινό, καθημερινό λόγο, δύσκαμπτα λοιπόν μέσα στο τυπικό της γλώσσας: τα ρήματα σε -ούμαι λόγου χάρη, θεωρούμαι: εντάξει θεωρούνταν, αλλά θεωρούμουν; (βλ. εκτενέστερα, κεφ. 95) Άλυτο πρόβλημα, γιατί πλάι στο κοινολεκτούμενο τρίτο πρόσωπο: (ε)θεωρείτο, (ε)θεωρούντο (η παράλειψη του έψιλον είναι τυπικά λάθος), δεν μπορεί να θεωρείται λύση η διατήρηση αυτούσιου του λόγιου ρηματικού χρόνου. Θα πούμε τάχα: εθεωρούμην; «εσύ εθεωρείσο ο καλύτερος μαθητής»; εθεωρούμεθα; «εθεωρείσθε πρότυπο για τους μαθητές»; Δεν σας φαίνεται ότι τότε θα ακουγόταν «καλύτερα»: πρότυπον διά τους μαθητάς; Οπότε;
Ωστόσο, πλάι στα ούτως ή άλλως δύσκαμπτα, υπάρχουν και τα άλλα, τα πολλά, που επιστρέφουν, όπως είπα, ή στην καλύτερη περίπτωση επιμένουν. Αποδελτιώνω σκόπιμα από δόκιμους χρήστες της γλώσσας, έγκυρους δημοσιογράφους που μόνο για καθαρευουσιανισμό δεν μπορεί να κατηγορηθούν. Είναι όλα στο τρίτο ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο, το πρόσωπο που χαρακτηρίζει τον δημοσιογραφικό λόγο και άρα αμβλύνει τα ανακλαστικά μας: προορίζετο, απεστρέφετο, απεχθάνετο (το σωστό: απηχθάνετο), αντιμάχετο (=αντεμάχετο), κατεφέροντο, απεδεικνύοντο, αποπειρώντο (=απεπειρώντο). Πόσο «βάρβαρα» τάχα ηχούν τα: προοριζόταν, αποστρεφόταν, απεχθανόταν, αντιμαχόταν, καταφέρονταν, αποδεικνύονταν, αποπειρώνταν; Σκεφτείτε τώρα όλα τα λογιόμορφα, να κουβαλήσουν, όπως είναι λογικό, και το σόι τους: απεστρέφεσο, κατεφέρεσθε, απεδεικνυόμην κ.ο.κ. Οπότε: «πάντα, θυμάμαι, αντεμάχεσο τις απόψεις του και απηχθάνεσο τον τρόπο με τον οποίο τις διατύπωνε»! Αμέσως χρειαζόμαστε και το νοικοκυριό τους: ενθυμούμαι..., τας απόψεις..., τον τρόπον με τον οποίον τας διετύπωνε... Καθαρή καθαρεύουσα δηλαδή.
Περισσότερο κραυγαλέα γίνεται η ανάμειξη αυτή στη μεταφορά συντακτικών τρόπων. Σε βιβλίο που φιλοδοξεί να διδάξει ακριβώς «λόγο ελληνικό» σε δημοσιογράφους διαβάζω: «αν επιμεληθούμε κάπως της διατύπωσης...» Μονά ζυγά δικά μας, δεν γίνεται: επιμελούμαι+γενική και κατάληξη -ης είναι κακόγουστο αστείο. Το γνωστό: φουστανέλα με γραβάτα.
Με αυτή την ουσιαστική αλλοίωση του τυπικού θα τελειώσω στο επόμενο.