8/2/07

95. Το στοίχημα ή τα μεταξωτά βρακιά

Τα Νέα, 9 Νοεμβρίου 2002

Σχέση επιδερμική, σχέση τουριστική με τη γλώσσα μαρτυρούν τα ανύπαρκτα «διαπλέομαι» και «συγκομίζομαι» που γεννά η εξεζητημένη γλώσσα: έτσι τέλειωνα την προηγούμενη επιφυλλίδα και εξηγούμαι, πιάνοντας τα πράγματα από λίγο πιο πριν.

Πριν φτάσουμε στα «διαπλέομαι» και «συγκομίζομαι», ας δούμε τη γενικότερη και οπωσδήποτε εύλογη τάση που θέλει τον επίσημο λόγο, και ειδικότερα τον γραπτό, να ντύνεται και να στολίζεται στολίδια αχρείαστα, τις πιο πολλές φορές. Από τα πιο κοινόχρηστα: «κυκλοφορεί μια φημολογία…», αντί για φήμη· «είχαμε την εξής πληροφόρηση…», αντί για πληροφορία· «εντατικοποιούνται οι έλεγχοι», αντί εντείνονται· «δημοσιοποιήθηκε η απόφαση της επιτροπής», αδιακρίτως στη θέση τού δημοσιεύτηκε ή γνωστοποιήθηκε –ή δόθηκε στη δημοσιότητα (όπου και μόνο αποτελεί εύστοχη μονολεκτική απόδοση).

διαβάστε τη συνέχεια...

Και αφού φτάσαμε στην παλιά γνώριμή μας -ποίηση: λίγο και φτωχό μάς πέφτει πια το στρογγύλεμα και όλοι μιλούμε για στρογγυλοποίηση των τιμών, τώρα με το ευρώ. (Αλλά τι σημαίνει τάχα ότι οι αδελφοί Ξηροί «πρόκειται εντός των προσεχών ημερών να προβούν σε στρογγυλοποιήσεις των καταθέσεών τους»;) Και η τελευταίας εσοδείας ταυτοποίηση, αντί για ταύτιση ή αναγνώριση, που υιοθετήθηκε αμέσως από όλα τα ΜΜΕ, κι έτσι όλο «ταυτοποίηση αποτυπωμάτων» έχουμε, ενώ «έκανα μια ταυτοποίηση της φωνής του δράστη» μας πληροφόρησε κάποιος δημοσιογράφος σε δελτίο ειδήσεων.

Αν θυμηθούμε τις τελευταίες εκλογές στις ΗΠΑ, που μας χάρισαν τον Μπους, «θα ζητηθεί η επανακαταμέτρηση των ψήφων» διαβάζαμε και ακούγαμε σε όλες τις δυνατές παραλλαγές, έτσι με αφηρημένο ουσιαστικό και με «επανα-» και «κατά» μαζί· κανείς δεν τόλμησε να λεκιάσει το κουστούμι του δελτίου με το απλούστατο «θα ζητηθεί να ξαναμετρηθούν οι ψήφοι».

Ενώ στις πρόσφατες πλημμύρες, πάλι πλουσιότερα τα θέλαμε όλα: όλο υπερχείλιζε το ποτάμι· ούτε μία φορά δεν ξεχείλισε! Και έβαζαν και σακιά με άμμο, «για να συγκρατηθούν τα νερά– τα ύδατα» διόρθωσε αμέσως τον εαυτό του ο ρεπόρτερ.

Και η πιο χαρακτηριστική για το θέμα μας αυτοδιόρθωση: «Ο τάδε μετεφέρθη, με συγχωρείτε, διεκομίσθη στο νοσοκομείο»: το «λαϊκό» μεταφέρθηκε; άπαπα· ούτε καν «μετεφέρθη», παρά «διεκομίσθη». Έτσι και συνοδεύοντο, διεμαρτύρετο, προσήρχετο, προωθείτο, θα εμπλέκετο, εθίγημεν, ησκείτο, εφοβείτο, υπαινίχθη, συζητείτο και επικαλείτο, μαγειρεμένα τα περισσότερα (ενεπλέκετο, συνεζητείτο, επεκαλείτο κτλ. είναι τα σωστά!), και πλήθος άλλα, σχεδόν όλα αλιευμένα από στήλες πολιτικού κουτσομπολιού και όχι μέσα από λόγια συμφραζόμενα. Ωραία, η γλώσσα των εφημερίδων πάντα ακολουθούσε από κάποια απόσταση τη γλωσσική εξέλιξη, και ωραία, ο γραπτός λόγος πάντα ήταν, πάντα είναι περισσότερο φροντισμένος από τον προφορικό. Τι γλώσσα είναι όμως επιτέλους το ησκείτο και το συνεπήγετο και το ενεθυμείτο;

Και καλά τα προβληματικά ρήματα σε -ούμαι (χρησιμοποιούμαι, ωφελούμαι), που δικαιολογημένα αντιστέκονται ακόμα στον παρατατικό. Αλλά και τα ομαλότατα σε -ομαι (συνεπάγομαι, διαμαρτύρομαι); Και όσα εξομαλύνθηκαν ήδη από καιρό σε -ιέμαι (αρνιέμαι); Έστω ότι στη «γλώσσα των εφημερίδων» στέκει ακόμα το «χρησιμοποιείτο»· αλλά και «ηρνείτο»; Και τότε «εχτυπείτο» κι «εμαδείτο», ή «χτυπάτο» και «μαδάτο» κι «εσουρομαδάτο»;

Ας σταθούμε όμως στα ομολογουμένως προβληματικά, τα ρήματα σε -ούμαι. «Ωφελιόμουν, ωφελιόσουν, ωφελιόταν…», έκλινε η δεκάχρονη φίλη μου στην άσκηση γραμματικής, και ωφελούμουν, ωφελούσουν, ωφελούνταν, διόρθωσε η δασκάλα της. «Ωφελούσουν;» απόρησε με το δίκιο του ο πατέρας του παιδιού. Γιά να δούμε, τι συμβαίνει εδώ, που βιάστηκαν ίσως να μειδιάσουν χλευαστικά οι λάτρες τού «ωφελείτο». Συμβαίνει πρώτον ότι το γλωσσικό αίσθημα του παιδιού, που ούτε Μιστριώτη ούτε Ψυχάρη έχει ακουστά, προσαρμόζει αβίαστα και ομαλά, με οδηγό τα λαϊκότερα χτυπιέμαι και μαδιέμαι αλλά και τα λογιότερα αρνιέμαι και συζητιέμαι, που είδαμε πιο πριν. Όμως ο δρόμος είναι μακρύς, και άγνωστο αν και πότε θα προσαρμοστούν όλα τα σχετικά ρήματα. Τώρα πάντως οι γραμματικές, όλες οι γραμματικές ανεξαιρέτως, και του Μπαμπινιώτη, αποτολμούν το -ούμουν, -ούσουν, -ούνταν.

Κατασκευασμένο, όντως, ψεύτικο δηλαδή, όσο όμως ψεύτικο και το -ούμην, -είσο, -είτο. Γιά πείτε το: «Ωφελείσο πάντοτε από τις συμβουλές του»! Μα μήπως «ωφελούσουν»; Και πάλι όχι. Τότε; Έτσι κι αλλιώς, το τρίτο πρόσωπο κυρίως χρησιμοποιούμε· και τότε το ωφελ-ούνταν είναι πολύ κοντύτερα στη γλώσσα τη σημερινή, πλάι στα -όταν, -ιόταν, -ιόνταν, απ’ ό,τι το ωφελ-είτο, μ’ αυτό το -είτο που μόνο σε συμφραζόμενα αρχαία ζει και αναπνέει. Στο μεταξύ, οι γραμματικές θα κάνουν αυτό που πρέπει, δηλαδή αυτό που κάνουν ήδη, απόπειρα συμμόρφωσης –αλλά θα έπρεπε παράλληλα να εξηγούν το πρόβλημα (μόνο ο Μπαμπινιώτης αναφέρει σε υποσημείωση ότι πολλοί προτιμούν τον λόγιο τύπο)· οι γραμματικές λοιπόν θα κάνουν αυτό που πρέπει, κι εμείς απ’ τη δική μας τη μεριά αυτό που επίσης πρέπει. Δηλαδή, θα αποφεύγουμε οπωσδήποτε και το ωφελούσουν και το ωφελείσο. Πύρινες ρομφαίες νιώθω να υψώνονται εδώ, τσεκούρια να μου πάρουν το κεφάλι.

Γιατί εδώ, στα «ωφελείσο» ή στις γενικές «των μποτών» που είδαμε πρόσφατα, είναι στρωμένη από κάτω η αλυσιδωτή παρανόηση ότι η γλώσσα, πρώτον, πρέπει όλα να τα λέει, όλα να μπορεί να τα λέει, και για το λόγο αυτόν μπορούμε, δεύτερον, ή και οφείλουμε να κατασκευάζουμε τύπους με βάση τα «παλιότερα ελληνικά μας», και προπαντός να μεταφέρουμε άλλους, αυτούσιους, από όλα τα στρώματα της ενιαίας γλώσσας μας.

Σπεύδω να επικαλεστώ πράγματα κοινότοπα, προπάντων για τους επιστήμονες, όσο κι αν δεν τονίζονται συχνά, για λόγους πιο πολύ ιδεολογικούς.

Πρώτον η γλώσσα, κάθε γλώσσα, όχι, δεν τα λέει σώνει και καλά όλα. Όλες οι γλώσσες έχουν τα «κενά», τα προβληματικά σημεία τους, και γλώσσα –ύφος πια και όχι σκέτες λέξεις και γραμματικοί τύποι συγκολλημένοι στη σειρά– είναι ακριβώς αυτό, ο επίπονος μα και απείρως γοητευτικός αγώνας να υποταχτούμε στο πολύπλοκο σύστημα κανόνων, και μέσα από αυτή την υποταγή να εκφραστούμε καταρχήν και έπειτα να δημιουργήσουμε. Ύφος και γλώσσα είναι ακριβώς το να ξεδιαλέξουμε, το να απαρνηθούμε, το να αποφύγουμε, είναι να βρούμε την άλλη λέξη, τον διαφορετικό τρόπο σύνταξης. Αυτό είναι το στοίχημα, αυτή είναι η «μαγκιά».

Και δεύτερον, ναι, μία και ενιαία γλώσσα η γλώσσα μας, και «όλα δικά μας, κι αυτά κι εκείνα», αλλά… Αλλά δεν συγκολλούμε, πάλι, τεχνητά και βίαια τύπους και στοιχεία από σαφώς διακριτά συστήματα. Όπως δεν φοράμε παντόφλες μαζί με γραβάτα. Γιατί αυτό είναι η γλώσσα, το ύφος, το στοίχημα πάλι. Και περισσότερο, δεν φοράμε το δικό μας, ναι, το ιδιοκτησία μας και πολύτιμό μας θησαυρό, το δαντελένιο νυφικό λόγου χάρη της γιαγιάς, που το κρατούμε φυλαγμένο στο μπαούλο, δεν το φοράμε να βγούμε μ’ αυτό στο δρόμο. Ούτε τη φουστανέλα του ήρωα πολεμιστή προπάππου.

Άσε που δεν μιλάμε καν για φουστανέλα παρά για χλαμύδα!

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: