12/10/07

41. Ναι, το κάρο μπροστά απ’ τ’ άλογο [θέση του υποκειμένου, β΄]

Τα Νέα, 23 Σεπτεμβρίου 2000

Λέμε: «Παίζει ο Ολυμπιακός σήμερα και θα μείνω να δω τηλεόραση», και όχι: "Ο Ολυμπιακός παίζει σήμερα και θα μείνω να δω τηλεόραση"

Στην ιστορία των γλωσσών τα λάθη, που με τον καιρό επικρατούν, γίνονται από μια τάση για απλοποίηση και για βραχυλογία· εμείς, συχνά, βαδίζουμε ανάποδα

το πλήρες κείμενο:

Στο προηγούμενο είδαμε την ξενική σύνταξη που προτάσσει το υποκείμενο, αντί για το ρήμα, στις δευτερεύουσες προτάσεις: «διάβασα το βιβλίο που ο Νίκος έγραψε», αντί για το ομαλότερο: διάβασα το βιβλίο που έγραψε ο Νίκος. Πράγματι, στη γλώσσα τη δική μας, από την κοινότερη φράση ώς την πιο σύνθετη, από τον προφορικό, τον καθημερινό λόγο ώς τον γραπτό και περισσότερο «επίσημο», στις δευτερεύουσες προτάσεις η πρόταξη του ρήματος αποτελεί σχεδόν κανόνα. Από το «γιά ρώτα πού πάει το λεωφορείο αυτό» ώς «τα προβλήματα που δημιουργεί η αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς» (ενεργητική σύνταξη), και από το «πώς φτιάχνεται αυτή η σαλάτα» ώς «τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας» (παθητική σύνταξη), προτάσσεται το ρήμα και ακολουθεί το υποκείμενο. Η αντεστραμμένη σειρά, που μερικές φορές αποδίδει έμφαση αλλά συχνότερα αναπαράγει την αγγλική, γαλλική κτλ. σύνταξη, οπωσδήποτε δεν είναι λάθος· όμως, στα παραδείγματα από τον καθημερινό λόγο, δείχνει τα όριά της· δεν θα λέγαμε: «γιά ρώτα πού το λεωφορείο αυτό πάει», ή «πώς αυτή η σαλάτα φτιάχνεται»!

Είναι όντως φυσικότερη η σειρά ρήμα-υποκείμενο στις δευτερεύουσες προτάσεις, καθώς πλαγιάζει ο λόγος, και εισάγεται με το που/πού, με το πως/πώς (που δημιουργεί..., πού πάει..., πώς φτιάχνεται...), κι αυτά θέλουν πλάι τους το ρήμα, ή πάλι έχουμε βοηθητικό και κυρίως ρήμα (περίμενε να έρθει ο πατέρας σου, και όχι: «περίμενε ο πατέρας σου να έρθει...»), όπου το ένα ρήμα θέλει το άλλο, οπότε, σ’ όλες τις περιπτώσεις, το υποκείμενο έρχεται δεύτερο. Δεν συμβαίνει το ίδιο στις κύριες προτάσεις. Εδώ έχουμε την «κλασική» σειρά: υποκείμενο-ρήμα κτλ. Λέμε λοιπόν ότι η Μαρία πότισε τα λουλούδια και ότι ο Χριστόδουλος θα μιλήσει στο Σύνταγμα. Όμως, λέμε επίσης και ότι πότισε η Μαρία, μην ασχολείσαι εσύ, και λέμε επίσης ότι θα μιλήσει ο Χριστόδουλος, κλείσε την τηλεόραση!

Το μισό μυστικό, που δεν θα μας απασχολήσει όμως τώρα, είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση έχουμε προτάσεις με υποκείμενο και ρήμα, χωρίς αντικείμενο ή εμπρόθετο κτλ. Εδώ, σημασία έχει να δούμε ότι, πολύ συχνά, ακόμα και στις κύριες προτάσεις έχουμε πρώτα το ρήμα και έπειτα το υποκείμενο:

-ήρθε χτες ο Νίκος και πήγαμε σινεμά
-τηλεφώνησε η μητέρα σου και σε ζητούσε
-παίζει ο Ολυμπιακός σήμερα και θα μείνω να δω τηλεόραση
-αρρώστησε η φίλη μου κι έτρεχα στο φαρμακείο
...

Και δηλαδή, μόνο έτσι τα λέμε; Όχι. Τα λέμε και έτσι, τα λέμε και αλλιώς. Πάντως, εκεί που ο Άγγλος θα πει το απλούστατο: Ann has died, και ο Γάλλος: Anne est morte, εμείς θα πούμε: πέθανε η Άννα. Τώρα, ανάμεσα στα φαινομενικώς όμοια

(α) τα ’μαθες; πέθανε η Άννα! και
(β) τα ’μαθες; η Άννα πέθανε!

μπορεί να εκφράζω τη διαφορά ανάμεσα σε

(α) θάνατο αιφνίδιο, που μόλις τώρα μαθαίνει γι’ αυτόν ο συνομιλητής μου, και σε
(β) θάνατο αναμενόμενο, για τον οποίο είναι προετοιμασμένος.*

Στο (α) έχουμε τη συνηθισμένη σύνταξη, άρα δεν συνυποδηλώνεται τίποτα, ενώ στο (β), με τη σχετικά ασυνήθιστη πρόταξη του υποκειμένου, απευθύνομαι στον συνομιλητή μου που γνωρίζει ότι η Άννα ήταν άρρωστη εδώ και καιρό, και περιμέναμε να πεθάνει: έτσι, η λογική σειρά που έχω μέσα στο κεφάλι μου ακολουθείται και κατά την ανακοίνωσή μου: «[λοιπόν,] η Άννα [που όπως ξέρεις ήταν βαριά άρρωστη] πέθανε [τελικά]». Αυτή η μικρή διάκριση δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στα αγγλικά ή τα γαλλικά: εκεί, θα έχουμε την αδιαφοροποίητη, στοιχειώδη και υποχρεωτική σύνταξη υποκείμενο-ρήμα: Ann has died κτλ., «η Άννα πέθανε», και τίποτ’ άλλο.

Μένει η έμφαση/διάκριση: με το η Άννα πέθανε θα διευκρινίσουμε, σε άλλη περίσταση, πως, όχι μωρέ, δεν πέθανε η Μαρία, η Άννα πέθανε! Την έμφαση τη χρειάζεται, φυσικά, και ο Άγγλος και ο Γάλλος. Και γι’ αυτό θα πουν: it’s Ann who died και c’est Anne qui est morte, δηλαδή «είναι η Άννα που πέθανε»!**

Για να φύγουμε από το μακάβριο παράδειγμα με την Άννα: σε ψάχνει ο Νίκος, λέμε κατά κανόνα· ο Νίκος σε ψάχνει λέμε, πάλι, αυτήν τη φορά τονίζοντας ελαφρά το Νίκος, όταν θέλουμε έμφαση. Αλλά αυτό το απλό και βασικό σχήμα το ξεχνούμε όταν μεταφράζουμε ή γενικότερα γράφουμε, και μαϊμουδίζουμε το «είναι ο Νίκος που σε ψάχνει»!

Συναφές με το θέμα μας, την πρόταξη του υποκειμένου, είναι η εντελώς περιττή χρήση υποκειμένου σε φράσεις που μιμούνται την ξένη σύνταξη και μεταφέρουν την αναγκαία για τον ξένο αντωνυμία-υποκείμενο. Διαβάστε, παραλείποντας το περιττό υποκείμενο, που τυπώνεται με πλάγια:

«πόσο χρονοβόρα είναι η διαδικασία υποβολής μιας μήνυσης μέχρι αυτή να φτάσει στο ακροατήριο», «αναφέρεται στις απόψεις του Χ, όπως αυτές διαμορφώνονται στο βιβλίο του», «του ανταπέδωσε την υπόκλιση και πέρασε από την πόρτα που αυτός της είχε ανοίξει», «του υποσχέθηκε το ελεύθερο να πάει όπου αυτός ήθελε», «είχε μετανιώσει για την αδράνειά του σ’ αυτή την τραγωδία, μολονότι αυτή ήταν δικαιολογημένη από τις περιστάσεις», «ακολούθησε τις κηλίδες του αίματος και ψάχνοντας μέσα στον κάδο των απορριμμάτων όπου αυτές κατέληγαν, βρήκε το μωρό».

Κάποτε μάλιστα πρόκειται για το ίδιο υποκείμενο: «Ο Τζιμ αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πέρα από μια υπόσχεση που ’δωσε μέσα του, να πετάξει κάποια μέρα ένα πιάτο σ’ αυτό τον πικρόχολο γέρο με τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να ζει. Στο μεταξύ, ο Τζιμ συνέχισε να μελετάει...», λες και εισάγεται άλλο πια πρόσωπο, διαφορετικό από αυτό για το οποίο μιλούσαμε τόση ώρα.

Όπως έχω ξαναπεί, μπορεί κάποτε και αυτά να επικρατήσουν, κι ό,τι μας ξενίζει σήμερα να είναι αύριο φυσικό. Αξίζει όμως να παρατηρήσουμε ότι, στην ιστορία των γλωσσών, οι αλλαγές –τα λάθη, δηλαδή, που με τον καιρό επικρατούν– γίνονται κατά κανόνα από μια τάση για απλοποίηση και για βραχυλογία· εμείς, στο συγκεκριμένο, βαδίζουμε ανάποδα: στη φράση είναι ο Νίκος στο τηλέφωνο, εκεί που αλλάζουμε απλώς τη σειρά και λέμε για έμφαση: ο Νίκος είναι στο τηλέφωνο, θα λέμε: «είναι ο Νίκος που είναι στο τηλέφωνο»!


* Με την προϋπόθεση ότι θα τονίσω όλους τους όρους το ίδιο· διαφορετικά, με αλλαγή τονισμού (=επιτόνιση), μπορεί να αλλάξει και η σχέση που κατέγραψα προηγουμένως: αν λόγου χάρη τονίσω το ρήμα και πω: «τα ’μαθες; πέθανε η Άννα» αποδίδω τον αναμενόμενο θάνατο, ό,τι δηλαδή εξέφραζα με το (β) «η Άννα πέθανε»!

** Αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σχήμα «είναι… που…» εκφράζει πάντοτε έμφαση· βλ. σχετικά παραπάνω, κεφ. 32.

buzz it!