36. Νοσταλγία και ακρισία
Τα Νέα, 15 Ιουλίου 2000
Η αναθεώρηση της ιστορίας κερδίζει έδαφος και στον γλωσσικό χώρο, ανακατώνοντας τον ιδεολογικό χυλό ενός δήθεν πλουραλισμού και μιας τάχα ανεξιθρησκίας
"Κάποια τρελή βραδιά χορού
αυτό συνέβη προ καιρού
την είδα κι ήτανε πνιγμένη στα γκερλαίν
κι άκουγα γύρω τα σαξόφωνα να κλαιν..."
το πλήρες κείμενο:
Στο προηγούμενο ασχολήθηκα με ένα γνωστό στερεότυπο που ακούστηκε συχνά αυτές τις μέρες, ότι η Εκκλησία έσωσε τη γλώσσα, και κατέληγα ότι η Εκκλησία, ταυτισμένη πάντα με την εξουσία, ουσιαστικά καθήλωσε τη γλώσσα και έκανε τα πάντα για να εμποδίσει τη φυσική εξέλιξή της. Έμοιαζε απόλυτη η θέση μου αυτή, και με τη σημερινή επιφυλλίδα θέλω να προκαταλάβω τον αντίλογο, αν και φοβούμαι ότι δεν θα είμαι λιγότερο κατηγορηματικός.
Ένας πιθανός αντίλογος θα έλεγε ότι, ωστόσο, από μιαν άποψη, η Εκκλησία βοήθησε να διατηρηθεί η γλώσσα, έστω και μόνο επειδή τα εκκλησιαστικά βιβλία είναι γραμμένα στα ελληνικά. Εδώ ο σκεπτικισμός απέναντι σ’ αυτό το ελαστικό «από μιαν άποψη» μπορεί να φτάσει να γίνει πρόκληση: όλα τα ελληνικά δεν είναι πάντοτε ελληνικά. Εξηγώ αυτό που ακούγεται σαν παραδοξολογία, σαν λογοπαίγνιο: τα διάφορα στάδια της γλώσσας, οι διάφορες μορφές της ίδιας γλώσσας, όταν αποσπώνται από το ιστορικό τους πλαίσιο και αντιπαραβάλλονται οι μεν προς τις δε με όρους αντιπαλότητας, σύμφωνα με το σχήμα κυρίαρχος-υποτελής, ανώτερος-κατώτερος κτλ., ορίζουν τελικά σχέση θύτη και θύματος. Και δεν μπορεί ποτέ να ταυτίζεται ανιστόρητα ο θύτης με το θύμα.
Αρχή γι’ αυτή την εκβιασμένη αντιπαλότητα αποτελεί, ως γνωστόν, η προσπάθεια των αττικιστών να νεκραναστήσουν την αττική γλώσσα και να την επιβάλουν στην εποχή τους, αποβάλλοντας ή εκτοπίζοντας την ελληνιστική κοινή. Θεωρώ πως είναι εξαιρετικά κρίσιμο να τον θυμόμαστε πάντοτε αυτό τον αγώνα επιβολής της αττικής στην ελληνιστική κοινή και, αργότερα, στη μεσαιωνική ελληνική, έπειτα της αρχαΐζουσας ή της όποιας καθαρεύουσας στη δημοτική. Και, ειδικότερα για την καθαρεύουσα, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να θυμόμαστε ότι δεν αποτελεί καν στάδιο της ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί γλωσσικό υβρίδιο, που δεν μπόρεσε ποτέ να αυτοκαθοριστεί και άρα να υπάρξει αυτοτελώς, να υπάρξει σαν γλώσσα, αλλά προπάντων να μιληθεί –και έτσι και μόνο έτσι να αξιωθεί το χαρακτηρισμό της γλώσσας.
Τελευταία υπάρχει η τάση να ξαναγραφτεί η ιστορία και στον γλωσσικό χώρο. Η αναθεώρηση της ιστορίας –έτσι όπως μετράνε λ.χ. τα θύματα του Ολοκαυτώματος, αν ήταν λιγότερα και πόσα, ή αν υπήρξε καν Ολοκαύτωμα– κερδίζει κι εδώ έδαφος, ανακατώνοντας τον ιδεολογικό χυλό ενός δήθεν πλουραλισμού και μιας τάχα ανεξιθρησκίας, νηφαλιότητας, ουδετερότητας. Πρωτοστατούν άνθρωποι που έχουν κάθε λόγο να συσκοτίσουν την ιστορία και να ισοπεδώσουν βασικές έννοιες και στοιχειώδεις διακρίσεις. Παλιοί καθαρευουσιάνοι που μεταμφιέστηκαν ή όντως μεταστράφηκαν σε δημοτικιστές μιλούν τώρα για συγκερασμό καθαρεύουσας και δημοτικής, που είχε σαν αποτέλεσμα τη «νεοελληνική». Η αλήθεια όμως είναι ότι η καθαρεύουσα υπήρξε θύμα ακριβώς του τεχνητού χαρακτήρα της· καθώς δεν μιλήθηκε ποτέ, και με την πίεση της ζωντανής γλώσσας, υποχρεώθηκε σε σταδιακή αναδίπλωση ή μετατόπιση, από μιαν ακραία αρχαΐζουσα μορφή στην «απλή» καθαρεύουσα, ώσπου έφτασε να συναντήσει την καθομιλουμένη, η οποία ακολουθούσε τη δική της πορεία μέσα στους αιώνες, με όλα τα εμπόδια που της δημιουργούσε η λόγια γλώσσα αλλά και με όλες τις επιρροές που δεχόταν –και– από αυτήν.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι στην αναθεωρητική τάση εμπλέκονται, παγιδεύονται ή με άφατη χαρά συμμετέχουν άνθρωποι που έζησαν οι ίδιοι τον γλωσσικό βιασμό από την καθαρεύουσα. Ουσιαστικά, εκτός από ελάχιστες νεότερες γενιές, όλοι μας, όλοι οι κάπως μεγαλύτεροι, φάγαμε το κνούτο της καθαρεύουσας από τα πρώτα μας χρόνια στο σχολείο, μαστιγωθήκαμε αλύπητα από τα ία και τα ωά, και μαζί στερηθήκαμε τη διδασκαλία της γλώσσας την οποία μιλούσαμε και μιλούμε, για να πληρώνουμε έκτοτε συνεχώς αυτήν τη στέρηση με λάθη, που κάνουν τους προφήτες να μιλούν για αφανισμό της ελληνικής γλώσσας. Έπειτα από όλα αυτά, μου είναι σχεδόν ακατανόητη η νοσταλγία που εκφράζεται συχνά για την καθαρεύουσα. Αδυνατώ να συλλάβω αυτήν τη «μεγαθυμία», που παραχαράσσει την ιστορία. Και με τρομάζει η τόσο εύκολη λήθη, με τρομάζει η νοσταλγία η ίδια.
Σκέφτομαι πώς μεταλλάσσεται ο συναισθηματισμός σε νόθευση κριτηρίων, κάποτε και σε ακρισία. Σκέφτομαι πόσο εύκολα η νοσταλγία για τα νιάτα που πέρασαν μας κάνει να ακούμε με αγαλλίαση και να ανακυκλώνουμε τραγούδια, λόγου χάρη, που οι ίδιοι τα χλευάζαμε στην εποχή τους. Αναγορεύουμε σε έργο υψηλής τέχνης το «Κάποια τρελή βραδιά χορού», συγχέοντας διαφορετικά είδη («αυτά είναι κλασική μουσική!» θύμωσε σχεδόν μια εξαιρετική φλαουτίστρια που έπαιζε τέτοια παλιά τραγούδια σε γιορτή πολιτικού περιοδικού, επειδή ο κόσμος συμπεριφερόταν ακριβώς σαν σε γιορτή κι όχι σαν σε συναυλία), έργο τέχνης το «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο», ακόμα και η «Κυρα-Γιώργαινα», έργα τέχνης όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου» –και καλύτερα να ξεχάσω τι γράφτηκε στο θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη· βγάζουμε και στο Ηρώδειο τη Μαρινέλα και το λέμε «ιστορία του ελληνικού τραγουδιού», και είναι ιστορία βεβαίως, όλα, όλοι, τότε όμως και ο Βοσκόπουλος, κι ο Πανταζής κι η Άντζελα Δημητρίου. Έτσι, τα όντως καλά, τα μέτρια, τα κακά, τα άθλια και τα απαράδεκτα, όλα μαζί γίνονται ένα, με μοναδικό κριτήριο την παλαιότητα.
Ξεστράτισα, μα ήθελα να την τονίσω αυτήν τη νοσταλγία, που εξωραΐζει συστηματικά καθετί το περασμένο και, από νοσταλγία για την «παλιά καλή εποχή» (πάντοτε τη δική μας εποχή), γίνεται νοσταλγία για τα συστατικά της εποχής εκείνης αδιακρίτως.
Το χειμώνα που μας πέρασε παρουσιάστηκε σε αθηναϊκό θέατρο ένας μονόλογος του Ροΐδη. Κι άκουσα βασικό συντελεστή της παράστασης να μιλά στην τηλεόραση για την απολαυστική γλώσσα του Ροΐδη, αρχίζοντας με την απαραίτητη πια αναγνωριστική φράση: «σήμερα που η γλώσσα βρίσκεται σε αφασία», ή κάπως έτσι. Από την ηλικία του συντελεστή έβλεπες πως ήταν κι αυτός από τα «κακοποιημένα παιδιά» της καθαρεύουσας. Κι ωστόσο τη γλώσσα νοσταλγούσε, όχι την ιδιοφυΐα του Ροΐδη. Του Ροΐδη που, αν άκουγε τον θαυμαστή του, θα τον έστελνε αμέσως να διαβάσει την έξοχη μελέτη του Τα είδωλα, του 1893, με την ανελέητη κριτική στην καθαρεύουσα και σ’ όλους τους γλωσσικούς μύθους (για την «ανωτερότητα» της αρχαίας ελληνικής, για τις «πλούσιες» και τις «φτωχές» γλώσσες κτλ.) –αλλά προπάντων θα τον έβαζε για τιμωρία να αντιγράψει δέκα φορές τη μία ολόκληρη σελίδα όπου εξηγεί και ουσιαστικά απολογείται γιατί αυτός ο δημοτικιστής γράφει εξ ανάγκης στην καθαρεύουσα, που τόσο την πολεμά.
Αλλά δεν ξεμπερδεύουμε εύκολα με την καθαρεύουσα. Θα συνεχίσουμε στο επόμενο.