40. "Θέλω αυτόν να έρθει" [θέση του υποκειμένου, α΄]
Τα Νέα, 9 Σεπτεμβρίου 2000
Με τα καμώματα της καθαρεύουσας (κεφ. 35-39) και των λάιφστάιλ καθαρευόντων τέλειωσαν κι οι καλοκαιρινές διακοπές. Με την επιστροφή στα θρανία, ας γυρίσουμε κι εμείς στα συντακτικά μας. Είχαμε μείνει σε ορισμένους αγγλισμούς και γαλλισμούς που αλλοιώνουν τη δομή της γλώσσας χωρίς να μας φέρνουν τίποτα ουσιαστικό, ενώ κάποτε μπορεί και να συσκοτίζουν το νόημα.
διαβάστε τη συνέχεια...
Δυο από τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσα στην τελευταία επιφυλλίδα δείχνουν το σημερινό θέμα: «όπως οιοσδήποτε θα έπραττε» (=όπως θα έπραττε οιοσδήποτε) και «το ΔΣ επιθυμούσε η Μενανδρέα να πραγματοποιηθεί...» (=επιθυμούσε να πραγματοποιηθεί η Μενανδρέα...). Πρόκειται για τη θέση του υποκειμένου, ειδικά στις δευτερεύουσες προτάσεις, όπου –αντίθετα από τον βασικό και απαράβατο κανόνα που ισχύει στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά κτλ.– εμείς συχνότατα προτάσσουμε το ρήμα. Στα αγγλικά, που θεωρούνται πλέον πρώτη πηγή «δανεισμού» μας, το υποκείμενο δηλώνεται πάντοτε, αυστηρώς, από τη θέση του και μόνο (υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο), καθώς δεν υπάρχουν πτώσεις για να εκφράσουν τη σχέση των διαφορετικών όρων (ονομαστική-αιτιατική, εν προκειμένω)· δηλώνεται επίσης από τις προσωπικές αντωνυμίες I, you, he, she κτλ. (subject pronouns, μάλιστα τις λένε, κατά λέξη: «αντωνυμίες του υποκειμένου»), καθώς οι καταλήξεις του ρήματος είναι ίδιες, εκτός από το τρίτο ενικό. Γι’ αυτό και δεν στέκει ποτέ το ρήμα χωρίς την αντωνυμία του· στοιχειώδεις λόγοι σαφήνειας επιβάλλουν να δηλωθεί πρώτα το υποκείμενο, αυτός δηλαδή που ενεργεί ή πάσχει. Αντίθετα, στα ελληνικά, όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο δηλώνονται από την πτώση του ονόματος και από την κατάληξη του ρήματος, προτάσσεται το όνομα ή χρησιμοποιείται η αντωνυμία για έμφαση, κυρίως, ή για διάκριση:
-ο Νίκος ήταν στο τηλέφωνο
-ώστε εσύ έσπασες το ποτήρι!
-αυτός με χτύπησε!»
Γράφω πια πράγματα πασίγνωστα· για να πω την αλήθεια, μεταφέρω εδώ το μάθημά μου σε κολέγιο για αμερικανούς φοιτητές που έρχονται σε πρώτη επαφή με τα ελληνικά. Και μεταφράζουν το δικό τους: I want him to come σε: «θέλω αυτόν να έρθει». Εμείς, όμως, θα πει ο αναγνώστης, δεν είμαστε αμερικανάκια. Είμαστε, όμως! Γι’ αυτό και χάφτουμε τη σύνταξη αυτή και τη μεταφέρουμε αβασάνιστα. Τι διαφορετικό τάχα από το αμερικανάκι λέει ο συντάκτης του παραδείγματος: «το ΔΣ επιθυμούσε η Μενανδρέα...»; Σ’ εμάς είναι περίπου αδιανόητο να κόβεται το βοηθητικό ρήμα από το κυρίως ρήμα. Ή να κόβεται το «που» από το ρήμα: «αυτό που η Μαρία ήθελε να πει», αντί για: αυτό που ήθελε να πει η Μαρία. Γι’ αυτό και, όποια φράση κι αν ανακαλέσουμε από τον προφορικό, τον καθημερινό μας λόγο, θα δούμε την αβίαστη σύνταξη:
-έμαθα αυτά που σου είπε ο Νίκος για μένα
-έτσι όπως το ’φερε η κουβέντα
-όπως έλεγε ο Αριστοτέλης κ.ο.κ.
Μήπως όμως στον γραπτό λόγο έχουμε ειδικότερες ανάγκες, άρα και διαφορετική σύνταξη; Ίσα ίσα. Στον γραπτό λόγο, που συχνά είναι μακροπερίοδος και περισσότερο σύνθετος, η ανάγκη για αβίαστη, ομαλή σύνταξη προβάλλει εντονότερα. Παράδειγμα:
-"έκανε τους δικαστές να αθωώσουν έναν ένοχο που ο Χ, στην προσπάθειά του να μεθοδεύσει την εκλογή τού Ψ και να εδραιώσει έτσι τη θέση του, τον είχε κατηγορήσει για απάτη":
Εδώ, με την παρεμβολή και της παρενθετικής πρότασης, μένει τελείως μετέωρο το «που», από το οποίο περιμένουμε να μας δείξει το ρήμα, την καρδιά δηλαδή της φράσης· κι έτσι, ώσπου να φτάσουμε στο συμπλήρωμα του ασώματου «που», διαβάζουμε κατά κανόνα βιαστικά και σχετικώς ανυπόμονα όσα μοιάζουν παραγεμίσματα, ενώ μπορεί ίσα ίσα να είναι τα πιο ουσιώδη. Ας διαβάσουμε με το υποκείμενο στη θέση του:
έκανε τους δικαστές να αθωώσουν έναν ένοχο που τον είχε κατηγορήσει ο Χ για απάτη, στην προσπάθειά του να μεθοδεύσει την εκλογή τού Ψ και να εδραιώσει έτσι τη θέση του…
Άλλα παραδείγματα:
«να επιτρέψει μια κατηγορία εναντίον του να έρθει στη σύγκλητο»: να επιτρέψει να έρθει στη σύγκλητο μια κατηγορία εναντίον του·
«σε πόσα μέρη πρέπει ολόκληρη η θεωρία του ρητορικού λόγου να διαιρεθεί»: σε πόσα μέρη πρέπει να διαιρεθεί ολόκληρη η θεωρία…
«“όχι” των Γάλλων στο Μάαστριχτ δεν θα ήταν ήττα της Ευρώπης, αλλά του τρόπου με τον οποίο οικοδομείται. Θα εξαναγκάσει ο τρόπος αυτός να αναθεωρηθεί εις βάθος»: …Θα εξαναγκάσει να αναθεωρηθεί εις βάθος ο τρόπος αυτός.
Κι αν οι παγίδες είναι ίσως μεγάλες στον δοκιμιακό-θεωρητικό και δημοσιογραφικό λόγο, είναι απορίας άξιο πώς μεταφέρεται έτσι κατά λέξη η σύνταξη αυτή σε απλούστερες περιπτώσεις, σε μετάφραση λογοτεχνικού κειμένου π.χ.:
«τέτοιες ήσαν οι συγκινησιακές ακρότητες που ο Χ διέγειρε με την απλή παρουσία του...»: που διέγειρε ο Χ με την απλή παρουσία του, ή: που διέγειρε με την απλή παρουσία του ο Χ·
«η υπηρέτρια σκούπιζε πάντα μ’ ένα φαράσι την άμμο που ο παπαγάλος σκόρπιζε»: …την άμμο που σκόρπιζε ο παπαγάλος·
«γιατί την ένοιαζε λοιπόν ό,τι κι αν αυτός έλεγε;»: γιατί την ένοιαζε λοιπόν ό,τι κι αν έλεγε αυτός;
«οι σκιές των δέντρων [...] σκοτείνιαζαν τη λιμνούλα όπου το φως καθρεφτίζονταν»: όπου καθρεφτίζονταν [καθρεφτιζόταν] το φως.
Η ξενική αυτή σύνταξη έχει διαδοθεί ευρέως στον γραπτό λόγο: πλημμυρίζει, φυσικά, τις μεταφράσεις, εξαπλώνεται στη δημοσιογραφία, αλλά πάτησε το ποδαράκι της και στην πρωτότυπη λογοτεχνία. Μερικά παραδείγματα:
«όσο η αφήγηση κρατούσε», «απ’ ό,τι η ματιά μου μπόρεσε να πιάσει», «θα δουν πώς ένα παιδί θα την κοίταζε», «προτού όμως ακόμη οι γυναίκες πάρουν την απόφασή τους», «δεν ήξερα ακόμη πόσο η γη μπορεί να είναι ευγενική», «η τουρίστρια παραμένει έτοιμη για όσα ο ευκαιριακός εραστής της τής υπόσχεται» (εδώ η Μούσα θα έκοψε τις φλέβες της, μ’ αυτό το «εραστής-της-της»).
Δείτε πόσο πιο φυσικά ηχούν στα… ελληνικά:
όσο κρατούσε η αφήγηση· απ’ ό,τι μπόρεσε να πιάσει η ματιά μου· θα δουν πώς θα την κοίταζε ένα παιδί· προτού όμως ακόμη πάρουν την απόφασή τους οι γυναίκες (ή προτού όμως ακόμη πάρουν οι γυναίκες την απόφασή τους)· δεν ήξερα ακόμη πόσο ευγενική μπορεί να είναι η γη· η τουρίστρια παραμένει έτοιμη για όσα τής υπόσχεται ο ευκαιριακός εραστής της.
Και μια πρόταση τελείως ξεχαρβαλωμένη: «η μαρκησία, αντίθετα, ήταν της γνώμης, οι δυο γονείς, μαζί κι ο αδερφός, να είναι παρόντες»: η μαρκησία, αντίθετα, ήταν της γνώμης [ότι έπρεπε] να είναι παρόντες οι δύο γονείς, μαζί κι ο αδερφός.
Τέλος, ορισμένα παραδείγματα όπου τεμαχίζεται η μία και αδιαίρετη έκφραση σαν να:*
«σαν το σύμπαν ολόκληρο να σειόταν»: σαν να σειόταν ολόκληρο το σύμπαν·
«ως οι Αδελφοί Μαρξ να φόρεσαν φουστάνια και να μετεμψυχώθηκαν»: λες και φόρεσαν φουστάνια…
«ήταν σαν οι ψυχές των ανθρώπων, μετά από το φριχτό χτύπημα που τις είχε συγκλονίσει, να είχαν όλες εξιλεωθεί»: εδώ, με βάση το σαν να του μεταφραστή, μπορεί να ισχύσει η «κλασική» σύνταξη: σαν να είχαν εξιλεωθεί οι ψυχές των ανθρώπων, μετά από το φριχτό χτύπημα…, ίσως όμως είναι καλύτερα με τη φράση λες και…, θαρρείς και…: θαρρείς κι οι ψυχές των ανθρώπων, μετά από το φριχτό χτύπημα που τις είχε συγκλονίσει, είχαν όλες εξιλεωθεί. Το «λες και» θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση και στο ακόλουθο παράδειγμα:
«ως η ανθρωπότητα να μην έκανε ούτε ένα βήμα από την εποχή των θεών του Ολύμπου»: λες και η ανθρωπότητα δεν έκανε ούτε ένα βήμα…
Και το πιο επικίνδυνο:
«νιώθω σαν ένα σκουλήκι, με τον καιρό, αργά και βασανιστικά, να τρώει την καρδιά μου»: όχι, ο ήρωας δεν νιώθει σαν [να είναι] σκουλήκι, δεν οικτίρει δηλαδή τον εαυτό του, ούτε αυτομαστιγώνεται λ.χ. για τα ελληνικά του, όπως διαβάζουμε προς στιγμήν, ώσπου να φτάσουμε στο τέλος της φράσης του και να καταλάβουμε πως ένιωθε σαν να του ’τρωγε την καρδιά ένα σκουλήκι.
Εξίσου τερατώδες με τον τεμαχισμό τού σαν να… είναι το ακόλουθο: «Δεν πάνε οι κριτικοί να χαρακτηρίζουν τα βιβλία της ασήμαντα; Τα μυθιστορήματά της αγοράζονται περισσότερο απ’ ό,τι οποιουδήποτε άλλου…» Χρειάστηκε να αντιγράψω και τη δεύτερη πρόταση, για να μπορέσει να καταλάβει ο αναγνώστης την πρώτη: ότι έχουμε δηλαδή το γνωστό εκφραστικό σχήμα: «δεν πά’ να λες εσύ…, δεν πά’ να λεν όλοι οι άλλοι…, αυτός θα κάνει το δικό του». Εδώ, όπως είναι ολοφάνερο, το ρήμα πάω δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, αποτελεί μέρος στερεότυπης έκφρασης και εμφανίζεται πάντοτε με τη μορφή «πά’» –με αποκοπή δηλαδή της κατάληξης του τρίτου ενικού, που φαίνεται πως επεκτάθηκε και στα άλλα πρόσωπα. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα· το δικό μας τώρα θέμα είναι ότι ο συντάκτης, ακολουθώντας εδώ την καθαρά ξενική σύνταξη και όχι την προσωπική του γλωσσική περιουσία, χρειάστηκε να κάνει άλλο ένα βήμα κατά κάτω: δεν γινόταν να γράψει «δεν πά’ οι κριτικοί να λένε», και «αποκατέστησε» σε «δεν πάνε οι κριτικοί να λένε...»
Έμεινα λίγο παραπάνω στο παράδειγμα αυτό, που όμως εικονογραφεί την αλλοίωση της δομής της γλώσσας, όπως έλεγα στην αρχή. Για την πρόταξη του υποκειμένου, που αντιστρατεύεται τον καθημερινό ιδίως λόγο, όχι μόνο στις δευτερεύουσες προτάσεις αλλά ακόμα και στις κύριες, θα συνεχίσω στο επόμενο.
* Για τη γενικευόμενη αντικατάσταση του σαν με το ως βλ. κεφ. 66, 67, 68· εδώ παρατηρούμε ότι το ίδιο το σαν να εξαφάνισε το λες και... ή το θαρρείς και..., που αυτά εισάγουν δευτερεύουσα η οποία μπορεί να ξεκινά και με το υποκείμενο: λες και δεν τον άγγιξαν καθόλου τα χρόνια / λες και τα χρόνια δεν τον άγγιξαν καθόλου, όχι όμως και «σαν τα χρόνια να μην τον άγγιξαν», όπως βλέπουμε στα αμέσως επόμενα παραδείγματα.