28/4/07

Η 17 Νοέμβρη και η ενοχοποιημένη κοινωνία [γ΄]

Τα Νέα, 7 Φεβρουαρίου 2004

Πολιτική ή μη πολιτική η 17Ν, πολιτικά ή μη πολιτικά τα εγκλήματά της, η δίκη πάντως της οργάνωσης υπήρξε εντέλει πολιτική.

Παρά τις εξαντλητικές συζητήσεις ανάμεσα σε κορυφαίους νομικούς, παρά την τελική απόφαση ότι τα εγκλήματα της 17Ν είναι ποινικά, η δίκη υπήρξε πολιτική. Από το όλο κλίμα στην αίθουσα του δικαστηρίου ώς τη στάση –και τα λόγια– του προέδρου, ή, εξίσου χαρακτηριστικά, από την κατάθεση ορισμένων από τους συγγενείς των διασημότερων θυμάτων της οργάνωσης, από την κ. Μπακογιάννη και τη χήρα Σόντερς, η δίκη υπήρξε εξόχως πολιτική. Και πώς αλλιώς, αφού και η δίκη είχε εξ ορισμού και αναπόφευκτα πολιτικούς στόχους και πολιτικά κίνητρα. Και πώς αλλιώς, αφού ακόμα και η προσπάθεια να θεωρηθεί μη πολιτική μια οργάνωση που αυτοπροσδιορίζεται σαν πολιτική, και μάλιστα αριστερή, απαιτεί πρωτίστως πολιτικό λόγο, συνιστά καθαυτήν πολιτική διαδικασία, πολιτική πράξη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ανάλογα πολιτικοί ήταν οι στόχοι και τα κίνητρα της «απέξω δίκης», όπως τη χαρακτήριζα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, της «δίκης» που σκηνοθετήθηκε στα περισσότερα τηλεπαράθυρα· όπου, πίσω από την εκστρατεία απαξίωσης των κατηγορουμένων, άλλοτε λάνθανε και άλλοτε κραύγαζε η δίκη γενικότερα της αριστεράς. Σ’ αυτό το επίπεδο, και προκειμένου να κλείσει εντέλει το ενοχλητικό θέμα της τρομοκρατίας και η ακόμα ενοχλητικότερη συζήτηση για την τρομοκρατία, περίσσεψε η ηθικολογία και η κατατρομοκράτηση της κοινωνίας. Ενοχοποιήθηκε συλλήβδην η κοινωνία, ότι αντιμετώπισε με συμπάθεια τη δράση της 17Ν. Ή ότι, ακόμα και αν διαφωνούσε, δεν κατέδωσε, άρα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο συνεργός.

Μπροστά σ’ αυτό το επιτιμητικό εισαγγελικό δάχτυλο, μαζί και επειδή αποδείχτηκαν λίγοι και μικροί οι επίδοξοι αναμορφωτές της κοινωνίας, ακούστηκε ένα ηχηρό «απεταξάμην». Και όχι μόνο· ολόκληρος δικαιικός πολιτισμός, τι λέω, σκέτα πολιτισμός, έγινε ξέφτια από τον κανιβαλισμό των τηλεπαραθύρων, που αποφάσισε να εκδηλωθεί ελεύθερα, αφού οι τρομοκράτες θεωρήθηκαν ρεμάλια του κοινού ποινικού δικαίου. Έτσι, κάθε επιφύλαξη για τις συνθήκες κράτησης, διεξαγωγής της δίκης κτλ. πνιγόταν από τους αλαλαγμούς κατά των «ρεμαλιών» αυτών, και αυτομάτως χαρακτηριζόταν «φιλοτρομοκρατική». Αλλά
να ’ταν μόνο τα τηλεπαράθυρα! Προβεβλημένος πνευματικός δημιουργός, στις εντός πλαισίου «Παρεμβάσεις» από την Ελευθεροτυπία, πρότεινε να παραδοθούν οι υπόδικοι στις ΗΠΑ, κατηγόρησε για οπορτουνισμό τους δευτεροκλασάτους, κατ’ αυτόν, συνήγορους υπεράσπισης και αγανακτούσε «γιατί δεν απελαύνεται –τουλάχιστον–» (sic) η αλλοεθνής σύντροφος του Σάββα Ξηρού, αφού δεν ήταν γλυκομίλητη με τους δημοσιογράφους «της χώρας που την ανέχεται». Ή, με την «ασυλία» του πενθούντος συγγενή, ο αδελφός του Μπακογιάννη έφτασε να δηλώσει μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου οπαδός του «μωυσικού νόμου» (sic), τονίζοντας πως «έσφαλε» η βουλή που κατάργησε τη θανατική ποινή!

Θέλω όμως να σταθώ στην ενοχοποίηση της κοινωνίας, γιατί πιστεύω ότι αυτή η ενοχοποίηση ευθύνεται ώς έναν μεγάλο βαθμό για το ξεστράτισμα ή το κουκούλωμα της συζήτησης για την τρομοκρατία, ή πάντως στο γιατί γρήγορα κλείσαμε τ’ αφτιά μας στη δίκη και στην όποια συζήτηση.

Αλλά τι ανέχτηκε επιτέλους η κοινωνία; Εδώ πια πρέπει να μιλήσουμε και με ονόματα. Και να πούμε τότε, αρχικά, Μάλλιος και Μπάμπαλης. Πρέπει δηλαδή να προσφύγουμε επειγόντως στην Ιστορία και με αυτήν μαζί να βαδίσουμε. Γιατί από την «παραδίκη» έλειψε πρωτίστως η ιστορική διάσταση: δικτατορία και αντιδικτατορική δράση, αντιιμπεριαλισμός και αντικαπιταλισμός, ένοπλη πάλη και όλα τα ανέκαθεν ακανθώδη θεωρήθηκαν ξαφνικά λυμένα και πεντακάθαρα, τώρα, αλλά και –αναδρομικά, δηλαδή ανιστορικά– τότε. Να ξαναπάμε λοιπόν στη δικτατορία, στα όσα ζήσαμε, και να πορευτούμε προς την έξοδο, και αμέσως μετά, στην πιο αβέβαιη πολιτικά εποχή, να βρεθούμε μάρτυρες της δολοφονίας του Μάλλιου και του Μπάμπαλη. Τότε, ξαναλέω, όχι τώρα. Άλλαζε φυσικά η εποχή, περνούσαν τα χρόνια, και δεν ήταν πια μόνο Μάλλιος και Μπάμπαλης. Ήταν και Μπακογιάννης, και κυρίως ο έξω από κάθε πολιτικό παιχνίδι
εικοσάχρονος Αξαρλιάν, έστω σαν «παράπλευρη απώλεια». Και ήταν δημοκρατία.

Αλλά για να φτάσουμε εκεί, και από εκεί στο σήμερα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την πρώτη ακριβώς φάση. Να βαδίσουμε από την αρχή προς το τέλος, και όχι ανάποδα, όπως κάνουμε τώρα, με την ασφάλεια που μας δίνει η απόσταση, χρονική και συναισθηματική. Και στο σημείο αυτό μπορεί η ίδια κοινωνία που εγκαλείται για λαϊκισμό να αποδείχτηκε πιο σοφή από μας τους ex officio σοφούς που την αναλύουμε. Και να κατάλαβε λόγου χάρη και να καταλαβαίνει αυτό που δεν χωράει στη δική μας, καλοτσιμενταρισμένη ανάλυση: ότι μπορεί να υπάρχουν και ρομαντικοί, και αφελείς, ή και «κολλημένοι», που κοιμήθηκαν για καιρό ή κοιμούνται ακόμα τον ύπνο του αντιδικτατορικού δικαίου· ότι μπορεί να υπάρχουν και ρομαντικοί, και αφελείς, ή και «κολλημένοι», που δεν ονειρεύονται μόνο αντιιμπεριαλιστικούς και αντικαπιταλιστικούς αγώνες, αλλά και πολεμούν ό,τι εμείς προασπίζουμε σαν αυτονόητο (!): την αστική δημοκρατία.

Αφήνω όμως τα εύκολα, τον Μάλλιο και τον Μπάμπαλη, με τις σαφώς πολιτικές παραμέτρους της δολοφονίας τους. Πάω σκόπιμα στο άλλο άκρο, για να φανταστούμε την ενδεχόμενη αντίδραση σε ενδεχόμενη δολοφονία κάποιου λιγότερο χρωματισμένου αρνητικά –και πάντως όχι πολιτικά– στόχου: Ας υποθέσουμε ότι το επόμενο θύμα της 17Ν θα ήταν κάποιος άγνωστης πολιτικής ταυτότητας, μπορεί και προοδευτικός και ακόμα αριστερότερα, λόγου χάρη καπετάνιος ή και πλοιοκτήτης που εξυπηρετεί μονοπωλιακά διάφορα απομακρυσμένα νησιά· και με την εκ του μονοπωλίου άνεσή του οργανώνει την επικοινωνία κατά το κέφι του. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω το όντως ανατριχιαστικό για την πολιτική αλλά και ηθική μας υπόσταση: ο ντόπιος που στοιβάζεται υπεράριθμος στα σαπιοκάραβα, ταξιδεύοντας για λόγους π.χ. υγείας, ή –ακόμα πιο απλά– που κατεβαίνει στις 3 το πρωί στο λιμάνι για να παραλάβει τον πελάτη για τα ενοικιαζόμενα ή το εμπόρευμα για το μαγαζί του, και περιμένει ώρες ατέλειωτες, χειμώνα καλοκαίρι, πώς θα αντιδρούσε συναισθηματικά αυτός ο ντόπιος –πολιτικοποιημένος ή όχι, αδιάφορο– στο άκουσμα της εγκληματικής πράξης, όσο κι αν, την ίδια στιγμή, την καταδικάζει για χίλιους λόγους, πολιτικούς-ιδεολογικούς ή και σκέτα ηθικούς;

Αναφέρομαι δηλαδή στη συστατική αντίφαση του ανθρώπου, αυτήν που του αφήνει ένα τόσο δα περιθώριο ενστικτώδους, θυμικής αντίδρασης μπροστά στη «λύτρωση» από τον τύραννο, τον εχθρό, τον βασανιστή, τον απλώς αντιπαθή του, ανεξάρτητα ή παράλληλα με τις θεμελιώδεις ηθικές ή πολιτικές του αρχές, που του γεννούν αποτροπιασμό για την εγκληματική πράξη.

Αν δεν δεχτούμε αυτή την αντίφαση, αν δεν δεχτούμε δηλαδή την ίδια την ανθρώπινη φύση με την πολυπλοκότητά της, αν κλείσουμε έξω από την ανάλυσή μας τον άνθρωπο, θα μας μείνει μέσα η ατελέσφορη τότε ηθικολογία. Και με την ηθικολογία, που είναι ο βασικός εχθρός της ηθικής, θα κλείσουμε έξω τη συζήτηση που μας αφορά εδώ, για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Μια συζήτηση που έχει νόημα μόνο όταν μπορεί και δείχνει αυτό το κλικ που μας χωρίζει και στην καθημερινή ζωή από την αυτοδικία, ένα κλικ που όμως συνοψίζει αιώνες πολιτισμό και ηθική. Και χρειάστηκαν αιώνες πολιτισμός για να απορρίψουμε λόγου χάρη τη θανατική ποινή. Αυτόν όμως τον πολιτισμό και αυτή την ηθική δεν τον εκφράζουν οπαδοί του μωσαϊκού νόμου ή πολιτικές ιδεολογίες κατά τεκμήριο πολεμοκάπηλες, άρα με επιλεκτική αναγνώριση της ιερότητας της ζωής.

Πρέπει λοιπόν και εδώ να προφυλαχτούμε από τον ιδεολογικό χυλό όπου μπορεί να βουλιάξουμε, μπροστά σε καταρχήν κοινούς στόχους. Γιατί πάντα, ως γνωστόν, η ιδεολογική αφετηρία καθορίζει τον τρόπο αντιμετώπισης, άρα και το αποτέλεσμα. Και μόνο μέσα από την οπτική που είπα παραπάνω –μόνο μέσα από μια συγκεκριμένη ιδεολογία και πολιτική– θα είναι πειστική η απάντησή μας στην τρομοκρατία. Και αποτελεσματική σε πολιτικό, δηλαδή προληπτικό και όχι κατασταλτικό, επίπεδο.

buzz it!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Είναι απο τις λίγες αναλύσεις,και μάλιστα απο την πλευρά ενος αριστερού,που τολμάει να πεί τα πράγματα με το όνομά τους.Η ελληνική αριστερά δεν είχε,δυστυχώς,το θάρρος μιας Ροσάντας Ροσάντα,η οποία δέχτηκε δημοσίως,οτι οι Μπριγκάτες Ρόσες ήταν μια αριστερή οργάνωση καιμάλιστα απευθείας προερχόμενη απο την Μαρξιστολενινιστική παράδοση.
Η μετάθεση της συζήτησης στην ψευδοηθική της "ιερότητας" της ζωής και στην υποκριτική επίκληση των αστικών ελευθεριών,είναι τουλάχιστον αστεία,όταν αυτή η ευαισθησία είναι επιλεκτική (χιλιάδες ανθρώπινες ζωές χάνονται κάθε μέρα κάτω απο την γενικευμένη αδιαφορία) και η καταπάτηση των επικαλούμενων ελευθεριών συντελείται κυρίως απο αυτούς που τις επικαλούνται.
Μια πολιτική συζήτηση,όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γιάννης Χάρης,η οποία θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους,θα περίμενε κανείς να γίνει απο την αριστερά.Για μια ακόμη φορά φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων.Δεν στάθηκε ικανή,φοβούμενη οτι θα ταυτιστεί με την τρομοκρατία,να υπερασπίσει και εντελώς στοιχειώδη δικαιώματα τα οποία καταπατήθηκαν,λες και το να υπερασπιστείς τα δικαιώματα ενος κατηγορούμενου σε ταυτίζει με το αδίκημα που αυτός διέπραξε!