74. Cu 2night, ή Έμπλεων και Μυία; ["μιλάμε αγγλικά"; β΄]
Τα Νέα, 5 Ιανουαρίου 2002
Το κείμενο με το οποίο έκλεινα την περσινή χρονιά είχε τίτλο ερωτηματικό: «Μιλάμε άραγε αγγλικά;» και έβαζε ακριβώς ένα ερωτηματικό στην παλιά αλλά αυξανόμενη ανησυχία ότι η ελληνική γλώσσα υποχωρεί μπροστά στην παγκυριαρχία της αγγλικής, ότι μέσα από τις ονομασίες καταστημάτων, λ.χ., ή μέσα από τη μουσική, ιδιαίτερα των νέων, μιλάμε πλέον αγγλικά.
διαβάστε τη συνέχεια...
Επανέρχομαι, όπως είχα υποσχεθεί, πρώτα στις ονομασίες καταστημάτων. Εδώ ο ανησυχών λόγος απευθύνεται στην άμεση εμπειρία του καθενός. Και εδώ, ίδια όπως με τη διαδικασία εντοπισμού (αν όχι την παθιασμένη αναζήτηση) του λάθους, το μάτι μας έλκεται εύλογα από το διαφορετικό, το ξενικό εν προκειμένω, και εκεί πλέον παραμένει καθηλωμένο. Μετράμε έτσι τις οσοδήποτε πολλές ξενικές επιγραφές, παραμερίζουμε τις κοινωνικές και ιδεολογικές συνυποδηλώσεις, και έτσι ισοπεδώνονται στην κρίση μας πρακτικές λ.χ. ανάγκες και εκζήτηση, όλα βαφτίζονται εύκολα «ξενομανία», και εύκολα πια προτείνεται κι η θεραπεία: απαγόρευση και χωροφύλακας.
Το σύνθετο φαινόμενο των ξενικών ονομασιών το έχει θίξει μεταξύ άλλων ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος σε άρθρο του στο Βήμα (28.1.2001). Μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«οι κρεοπώλες [...] χρησιμοποιούν ελληνικά και όχι γαλλικά, για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του πελάτη. Άλλοι χρησιμοποιούν ιταλικά, για να υπαινιχθούν την αυθεντικότητα του ιταλικού σχεδίου ή των ιταλικών γεύσεων. Και αν οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα αμερικανικά σύμβολα είναι γιατί πουλούν τη φαντασίωση της Αμερικής. Αν η φαντασίωση αυτή είναι πανίσχυρη (και υπάρχει πίσω της μια πραγματικότητα που την παράγει), καμία γλωσσική ρύθμιση δεν μπορεί να την αναχαιτίσει».
Δεν θα ’χε κανείς να προσθέσει τίποτε άλλο εδώ. Αυτό θα έπρεπε να είναι το πρίσμα μέσα απ’ το οποίο και μόνο μπορεί να συζητηθεί το θέμα που μας απασχολεί. Θα υποκύψω ωστόσο στον πειρασμό να απαντήσω στους αριθμούς με αριθμούς, αν μπορεί έτσι να φανεί πόσο άτοπη και μάταιη είναι η τεχνική και εμπειρική αντιμετώπιση στην οποία μας καθηλώνει η καταμέτρηση λ.χ. των ξενικών ονομασιών. Ας μετρήσουμε λοιπόν κι από εδώ, προσπαθώντας παράλληλα να δούμε ποια είναι σήμερα η όντως κυρίαρχη τάση.
Παλαιότερα δεν θυμάμαι ποιος είχε επισημάνει ότι ο πρόωρα χαμένος σχεδιαστής μόδας Μπίλυ Μπο πουλούσε στην Ελλάδα ξενικό ακριβώς όνομα ενώ στο εξωτερικό πουλούσε το «Βασίλειος». Ήταν καίρια η επισήμανση αυτή, που φώτιζε την απλουστευτική κατηγορία περί ξενομανίας. Σήμερα θα αποτελούσε κοινό τόπο. Σήμερα, άλλος γνωστός σχεδιαστής πουλάει και στην Ελλάδα το δικό του «Βασίλειος». Και σήμερα, ως γνωστόν, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί μεμονωμένη πράξη, που την υπαγορεύει αποκλειστικά το μάρκετιγκ: αναφέρομαι π.χ. σε συνονόματούς μου, που κοιμήθηκαν κάποια νύχτα Γιάννηδες και ξύπνησαν το πρωί Ιωάννης.
Πάμε όμως στις ονομασίες. Ανοίγω, ε όχι και τον Χρυσό οδηγό, ανοίγω το Αθηνόραμα: ο τομέας διασκέδαση πρέπει να αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ας μετρήσω να δω, πεθαίνει πολύ η γλώσσα ή λίγο;
Αθροίζω, ονομασίες κινηματογράφων, θεάτρων, κλαμπ και μπαρ, μουσικών κέντρων και εστιατορίων κάθε είδους: 1.350, κι απ’ αυτές ελληνικές οι 885, ποσοστό 65,55%. Θα είχε ενδιαφέρον, πάντα για τους λάτρες των αριθμών και των ποσοστώσεων, να δει κανείς ξεχωριστά κάθε υποκατηγορία, και κυρίως να δει ανάμεσα στις ελληνικές ονομασίες την πανηγυρική παλινόρθωση τελικών -ν και τριτοκλίτων, και γενικότερα λογιότροπες, καμαρωτές κατασκευές, να δει πως όχι απλώς μιλάμε, φυσικά, ελληνικά, αλλά μπορεί και να παραμιλάμε.
Εδώ, δυστυχώς, μόνο κατά μεγάλες, γενικές κατηγορίες μπορώ να δώσω αριθμούς:
–Κινηματογράφος: στις 89 ονομασίες (όχι αίθουσες, που πολλές μπορεί να είναι κάτω από μία ονομασία, π.χ. στα Multiplex) είναι ελληνικές οι 54, ποσοστό 60,7% –θα μπορούσε να ’ναι και καλύτερα.
–Ενώ στα 90 θέατρα, θρίαμβος, ελληνική ονομασία έχουν τα 81.
–Στα 165 clubs & bars, όπως τα γράφει το περιοδικό, τα ελληνικά είναι μόνο 44 (αλλά τι; πώς να λεγόταν δηλαδή το Half Note με την εξαιρετική του τζαζ; Τα τέλια του Μητσάρα;).
–Στα 159 μουσικά κέντρα (κατηγορία «Πίστες και προγράμματα») έχουν ελληνική ονομασία τα 131: ανάσταση.
–Και στα 847 εστιατόρια, τα 575: κι ας όψεται εδώ η ιταλική κουζίνα, με τα 40 ιταλικά της και το 1 μόνο με ελληνική ονομασία (κι αυτό Μακαρόνι: ώστε ματαίως το έπος του 40;). Ενώ, ζήτωσαν οι ψαροταβέρνες; 58, και όλες ελληνικές και μόνο. Και μεζεδοπωλεία με μουσική; 46, όλα Ελλάδα. Και ταβέρνες με μουσική; Μόνο ένα Village στο Νέο Ψυχικό μολύνει τις άλλες 37. Και στις 359 ταβέρνες και μεζεδοπωλεία γενικώς, 3 μόνο οι ξενικές ντροπές. Ανακουφιστήκαμε;
Αλίμονο όμως αν ζει ή πεθαίνει μια γλώσσα με τα ποσοστά. Κι αλίμονο αν οι αντιστάσεις της μετριούνται με παλιακά, αρχαιότροπα μασκαρέματα, με τελικά -ν και με τριτόκλιτα. Ιδού:
Από τις λόγιες και λογιόμορφες ονομασίες –στη συντριπτική τους πλειονότητα καινούριες αφίξεις!– επιλέγω αυστηρά, με πόνο ψυχής:
Στα «clubs & bars», Άστρον και Χοροστάσιον και Έμπλεων.
Στους «ρεμπέτες», ήμαρτον Κύριε, Διπλόχορδον.
Στις «κομπανίες», Απόλαυσις και Ασματοπωλείον.
Και η «μικρή μουσική σκηνή» Ακρώρειον!
Και στα εστιατόρια πια: Αιολίς, Ωκεανίς, Έναστρον, Καλλίχωρον (και Καλλίγευστον έχω δει, όχι σε Ψυρρή και τα τοιαύτα, απλώς τυροπιτάδικο στο Μπραχάμι), και Φάος, Έντευξις, Φιλότης. Και από τελικά -ν…, από τα «νομίμως» λόγϊα Ζείδωρον, Σκολιόν, Ύπατον, ώς το Απόμερον και το Αιγυπτιακόν Συστηματικόν Κεμπαμπτζίδικον! Και η τιμωρία της γραμματικής: Επί τω… λαϊκώτερον («επί το…», βεβαίως, και «λαϊκότερον», με όμικρον).
Προσθέτω και μερικά καλλιτεχνικά σχήματα: Άλεκτον, Αίρεσις, Μυία, Ωκυρόη.
Και να μη χρειαστεί να διαλέξω, Θεέ μου. Γιατί και το Cu 2night (που διαβάζεται Ση γιου τουνάιτ, και σημαίνει «Θα σε δω / θα τα πούμε το βράδυ», «Τα λέμε») και το Έμπλεων προϊόντα μάρκετιγκ είναι, φυσικά· μόνο που το Cu 2night το δείχνει ίσως ευθέως, δεν καμώνεται κάτι άλλο.
[Βλ. συνέχεια.]
2 σχόλια:
Αγαπητέ κ. Χάρη!
Κατ' αρχήν συγχαρητήρια για τα ενδιαφέροντα άρθρα σας. Σας διαβάζω εδώ και χρόνια. Το παρόν άρθρο το είχα διαβάσει, όταν είχε πρωτοδημοσιευτεί στα ΝΕΑ το 2002. Ήθελα να σας στείλω από τότε ένα διευκρινιστικό γράμμα. Τελικά πέρασε ο καιρός...
Σήμερα συνάντησα ξανά τυχαία το άρθρο σας. Θα ήθελα λοιπόν να σας διορθώσω, όσον αφορά την ονομασία ενός μεζεδοπωλείου με μουσική στου Ψυρρή.
Πρόκειται για αυτό που αναφέρατε ως "Σκολιόν". Προφανώς ο κατάλογος του Αθηνοράματος είχε μόνο κεφαλαία. Ο τονισμός βρίσκεται στο πρώτο "ο". Δηλαδή το μεζεδοπωλείο ονομάζεται "Σκόλιον". Το σκόλιον ήταν είδος τραγουδιού στην αρχαία Ελλάδα. Με αυτήν την ονομασία αναφέρεται τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία.
Δηλαδή δεν πρόκειται για μία λέξη στην οποία προσθέσαμε καταχρηστικά το τελικό "ν". Δεν καμώνεται το "Σκόλιον" κάτι άλλο. Έτσι είναι.
Υ.Γ. Αυτήν την ονομασία είχα δώσει στο μαγαζί μου από τα τέλη του '70, όταν αυτό ήταν μπουάτ στην Πλάκα. Πέρα από τις μόδες υπάρχει και η ατομική βούληση ή οποία ίσως το 2002 τύχαινε να συμπίπτει με το συρμό. Το '70 όμως δεν συνέπιπτε, αλλά μάλλον ούτε και σήμερα.
Με εκτίμηση,
Ντίνος Κωνσταντινίδης
ευχαριστώ για τα καλά λόγια, και πιο πολύ για τη διόρθωση -κρίμα που δεν την είχα νωρίτερα, να το 'χα προλάβει στο βιβλίο
[η αλήθεια είναι, κι ας μην την είχα γράψει στο άρθρο, πως η ονοματοθεσία μαγαζιών, οι επιγραφές κτλ. δεν υπακούουν ακριβώς στους ίδιους νόμους με τις αμιγώς γλωσσικές χρήσεις -απλώς κάπου παράγινε το κακό, κάθισα κι έγραψα ό,τι έγραψα, σας πήρε κι εσάς η μπάλα...]
Δημοσίευση σχολίου