15/4/07

Αυτός ο Μίκης είναι δικός τους ή δικός μας;

Τα Νέα, 14 Απριλίου 2007

Επιτάφιος και Κατάσταση πολιορκίας, «Καραμανλής ή τανκς», Άξιον εστί, υπουργός του Μητσοτάκη, Μαουτχάουζεν, συνέντευξη στο ακροδεξιό περιοδικό Δαυλός, Μπαλάντες και Κάντο Χενεράλ, κάτι αντιεβραϊκές δηλώσεις, Πνευματικό εμβατήριο και Τραγούδι του νεκρού αδελφού, και «να πλένουμε το στόμα μας» προτού μιλήσουμε γενικά για τον «αρχηγό της Εκκλησίας», ειδικά για τον Χριστόδουλο.

Πήγε 3 η ώρα το πρωί χωρίς να έχω γράψει λέξη, στέκομαι μπροστά στον υπολογιστή ώρες πια πολλές, με συγκεντρωμένα από μέρες τα αποκόμματα και την οργή για τα τελευταία πεπραγμένα του Μίκη Θεοδωράκη, τις ανιστόρητες δηλώσεις του με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού, μα προπαντός την απρόσμενη και πλήρη, άνευ όρων υποστήριξή του στο πρόσωπο του Μακαριοτάτου!

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν ξέρω από πού να την πιάσω την ύβρη, άσε που έχουν ήδη τόσα γραφτεί, κι από την άλλη πάλι, λέω, Μίκης είναι αυτός, μαθημένους μας έχει, δε βαριέσαι, το έργο του θα μείνει, ποιος θα τα θυμάται όλα αυτά… Μα πάλι τα γυρίζω από άλλη πια πλευρά, και λέω πως, εντούτοις, πρέπει να πολεμήσουμε τούτο το «Μίκης είναι αυτός», να μην αποδεχτούμε, να μη θεωρήσουμε δεδομένο το ακαταλόγιστο, κι ας το διεκδικεί ο ίδιος, ή κι ας του έχει προ πολλού παραχωρηθεί, και μάλιστα ολοπρόθυμα. Λέω να μην το αποδεχτούμε, όχι τόσο επειδή κάποιοι μπορεί να τα παίρνουν όλα του στα σοβαρά, και κάποιοι, από την άλλη, να τα εκμεταλλεύονται και να παίζουν το δικό τους ανίερο παιχνίδι, ο Μακαριότατος καληώρα, αλλά να μην το αποδεχτούμε από σεβασμό και μόνο για τον ίδιο. Κι αν όχι για την Ιστορία του, αφού ο ίδιος πρώτα δεν τη σέβεται, για το έργο του, που αυτό μας αφορά, αυτό είναι πια και δικό μας, δική μας Ιστορία –και περιουσία τεράστια.

Αλλά εκεί που εξανίσταμαι, εκεί που οργίζομαι και λέω, ε όχι πια κι αυτό, εκεί μου έρχεται στο νου το «Ήμασταν όλοι μαζί και τραγουδούσαμε ακούραστα τις μέρες μας», η αρχή από ένα τραγούδι-ποταμό σε ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη («Χάρης 1944» επιγράφεται το ποίημα), από τις λαμπρότερες μουσικές σελίδες του Θεοδωράκη, από τις πιο ακριβές μου εν πάση περιπτώσει.

Και πώς να παντρέψεις τότε την αγάπη με την αποστροφή, απελπισμένη άμυνα στο κάτω κάτω όταν νιώθεις να σου μαγαρίζουν –θα τολμήσω να το πω– τη δική σου Ιστορία.

Νά, μια μουσική ερωτική εξομολόγηση ήθελα πάντα να γράψω για τον Μίκη, όσο περνούν ιδίως τα χρόνια, και ξαναβρίσκω όλο και πιο δυνατά τη μουσική του, και ξαναγίνομαι, ξανάγινα από καιρό, μανιώδης θεοδωρακικός, και τσακώνομαι με καλούς μου φίλους, μανιώδεις χατζιδακικούς. Και θα ’θελα πολλά να γράψω, κάποτε σίγουρα θα τα γράψω, από σκοπιά όχι πια συναισθηματική ή με τη φόρτιση των πρώτων νεανικών και επαναστατικών μας χρόνων, αλλά με νηφάλια, πιστεύω, παρατήρηση του έργου των δύο μεγάλων δημιουργών. Γιατί, κακά τα ψέματα, το δίπολο ισχύει, παρότι το ντέρμπι παίχτηκε και παίζεται ακόμα στην πιο απλοϊκή και ανυπόστατη εντέλει εκδοχή του: ο «επικός» Θεοδωράκης και ο «λυρικός» Χατζιδάκις, ενώ δεν έχει γραφτεί δωρικότερο, στιβαρότερο ζεϊμπέκικο από το Είμαι αϊτός χωρίς φτερά του Χατζιδάκι, από τη μια, κι από την άλλη ξεχειλίζει ο λυρισμός του Θεοδωράκη, από τα πρώτα κιόλας τραγούδια του, τη Μαργαρίτα Μαγιοπούλα ή το (ήδη «βυζαντινό») Χρυσοπράσινο φύλλο. Ήθελα λέω να γράψω για όλα αυτά, και πως η πλάστιγγα για μένα εντέλει γέρνει κατά τη μεριά του Θεοδωράκη, μα νά που βρέθηκε να γράφω γι’ αυτόν με αφορμή τα τελευταία καμώματά του.

Πρέπει όμως κάτι να κάνω με το κείμενο αυτό, που πιο άχαρο και δύσκολο δεν μπορούσα να το φανταστώ, προχωρώ και δεν ξέρω από πού να το πιάσω, δεν ξέρει κανείς από πού να τον πιάσει τον ίδιο τον Μίκη, έτσι πληθωρικός που είναι στη ζωή και στο έργο του, με τα στραβά κι ανάποδα και απρεπή από τη μια, με τα θαυμάσια –που αυτά θα μείνουν ευτυχώς– από την άλλη. Εντέλει είναι όλα μαζί, εντέλει σκέφτομαι, Μίκη θα σ’ αγαπάμε, ακόμα κι όταν δε σ’ αντέχουμε καμιά φορά.

Και καλά το «Καραμανλής ή τανκς»: εδώ λ.χ. σκέφτομαι τι δρόμους μου άνοιξε ο Κούντερα, όταν γράφει στις Προδομένες διαθήκες (το ’χω ξαναχρησιμοποιήσει αυτό το παράθεμα) για τον άνθρωπο που βαδίζει μέσα στην ομίχλη, χωρίς να καλοβλέπει, ενώ, όταν κοιτάζει πίσω και κρίνει τους άλλους, «δεν βλέπει καμιά ομίχλη στον δρόμο τους». Έτσι, μπορεί κανείς, σε μια ιδιαίτερα ασαφή και πολύ πιο ομιχλώδη από άλλες εποχή, να φτάσει να πει «Καραμανλής ή τανκς» –χωρίς όμως και να χρειαστεί να φτάσει να γίνει έπειτα, πολύ αργότερα, υπουργός του Μητσοτάκη. Άλλο στηρίζω, άλλο στρατεύομαι, και γίνομαι εντέλει στρατιωτάκι.

Και τ’ αφτιά πλέον κλειστά; Ακόμα κι όταν άκουγε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της Νέας Δημοκρατίας όχι γενικώς και αορίστως τη μουσική του, αλλά π.χ. τη Ρωμιοσύνη ή, ακόμα χειρότερα, Τα τραγούδια του αγώνα; «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα», και μας χτυπούσαν εμάς την Ιστορία μας όλη. Εμάς μας χτυπούσε κατάστηθα η ύβρις. Αυτόν δεν τον άγγιζε;

Καλά και να θρησκεύεται, αλίμονο, κάτι τέτοιο είναι πάντοτε απολύτως σεβαστό –και αδιαπραγμάτευτο για τον καθένα. Αλλά έχει τάχα –πάντοτε και οπωσδήποτε– σχέση η θρησκεία με την Εκκλησία; Και προπαντός ο Μακαριότατος, που μας απασχολεί εδώ, με τη –χριστιανική– θρησκεία; Έχει σχέση ακριβώς με τη θρησκεία κάποιος που είναι όχι απλώς κοινός ψεύτης (που «διάβαζε» λ.χ. στη δικτατορία), πολιτικάντης αντί ιεράρχης (που διεκδικεί ρόλο από την εξωτερική πολιτική ώς το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων), και υβριστής (των «γραικύλων» και «ευρωλιγούρηδων» αντιπάλων του συλλήβδην), ή και κοινός εκβιαστής (έτσι που απειλεί κάθε τόσο με τις ταυτότητες), κάποιος που μόνο σε κάμερες και μικρόφωνα πιστεύει, στα χρυσά, τις δόξες και τον παρά (ανέγερση ξενοδοχείων κτλ.); Αλλά αν όλα αυτά θα μπορούσαν να ’ναι ανθρώπινες απλώς αδυναμίες, έχει σχέση με τη θρησκεία της αγάπης κάποιος μνησίκακος μισαλλόδοξος, με τη θρησκεία του οικουμενισμού ο ρατσιστής και εθνικιστής;

Ο μελετηρός κι ο αμελέτητος

Πάντως, κι αυτό είναι το άκρως θλιβερό, ο Χριστόδουλος τα εφτά χρόνια της δικτατορίας «διάβαζε», κατά δήλωσή του, και γι’ αυτό έστω δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν στη χώρα, δεν είχε ακούσει για βασανιστήρια κτλ. Ενώ ο Μίκης τα πάνω από εφτά χρόνια αρχιεπισκοπίας του Χριστόδουλου δεν διάβαζε τίποτα απ’ όσα γράφονταν για τον Μακαριότατο, και γι’ αυτό δεν έχει πάρει είδηση τα ψιλοχουντικά, πάντως ακροδεξιά έργα και ημέρες του, ούτε τα εθνικιστικά και ρατσιστικά του κτλ. κτλ. Σελίδες επί σελίδων έχουν γραφτεί, άπειρα ντοκουμέντα έχουν συγκεντρωθεί, γέμισαν και βιβλίο ολόκληρο, θα έπρεπε να ετοιμάζεται τώρα δεύτερος τόμος, κι ο Μίκης είπε να μην κραυγάζουμε εναντίον του Μακαριοτάτου, αλλά να προσκομίζουμε επιχειρήματα!

Και αν δεν διάβασε, ούτε για τον Μακαριότατο ούτε για το ρόλο της Εκκλησίας, από παλιά, άντε από το Εικοσιένα, μια και αυτό ήταν η αφορμή για τη συζήτηση των ημερών, δεν διάβασε, και προπαντός δεν έζησε –αυτός που όντως αγωνίστηκε και βασανίστηκε –, δεν έζησε λοιπόν το ρόλο της Εκκλησίας στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στον Εμφύλιο, στο καθεστώς της 21ης Απριλίου;

Λίγο αργά τότε για διάβασμα, βρε Μίκη, ψιλικατζή εντέλει και εσύ των πιο ακριβών ονείρων μας...

buzz it!

8 σχόλια:

Γιάννης Χάρης είπε...

η επιφυλλίδα αυτή αποτελεί ανάπτυξη ενός μικρού σχολίου που είχα γράψει εδώ. Υπήρξαν ένα-δυο πρώτα σχόλια, στο μεταξύ κυκλοφόρησε το σαββατιάτικο φύλλο των Νέων με την επιφυλλίδα, στην οποία και αναφέρονται πια τα επόμενα σχόλια.

Ανώνυμος είπε...

Σε κάποια σημεία διαφωνώ μαζί σας, αλλά σας καταλαβαίνω...Είχα την αίσθηση διαβάζοντας πως, παρά το γ΄ενικό στο μεγαλύτερο μέρος του, το κείμενο απευθύνεται στον ίδιο τον Μίκη. Ενδιαφέρουσα θα ήταν μια απάντηση -για να δούμε, θα σηκώσει το γάντι;

Ρϊξτε μια ματιά και εδώ: http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=Splatt_Forums&file=viewtopic&topic=10416&gotolast=1

imaginaire radical είπε...

Ξέρετε, μπορεί απλά ο Μίκης να ανήκει στον εαυτό του, όπως ακριβώς το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του -έστω κι αν αυτό σημαίνει την οριστική του αποξένωση από τις αξίες μιάς ανθρωπιστικής Αριστεράς την οποία -ίσως- υπηρέτησε. Νομίζω, επίσης, ότι πρέπει να αποφεύγουμε να συγχέουμε την ομίχλη με το προπέτασμα καπνού. Η φράση του Κούντερα είναι σπουδαία και δείχνει την ακαθοριστία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Στην περίπτωση δε του Μαγιακόφσκι-εκεί αναφέρεται αν δεν κάνω λάθος-, στην εποχή του Μαγιακόφσκι ταιριάζει γάντι. Στην περίπτωση του Μίκη όμως;

Γιάννης Χάρης είπε...

ευχαριστώ καθυστερημένα, gazakas, και για το ενδιαφέρον σάιτ που μου μάθατε

imaginaire radical, με το ωραία οργισμένο μπλογκ σου :-),σίγουρα ο Μίκης ανήκει στον... εαυτό του, και σίγουρα το έργο του τού ανήκει, όπως κόπτονται άλλοι σχολιογράφοι. Καθένας όμως που κάτι παράγει, μικρό ή μεγάλο, οτιδήποτε, κάπου απευθύνεται, κάπου το απευθύνει αυτό το κάτι. Και ο Μίκης, περισσότερο από πολλούς άλλους δημιουργούς, ρητά εκφρασμένο στόχο του είχε πάντοτε να γίνει το έργο του "κτήμα του λαού". Από αυτήν άλλωστε την άποψη λέμε (λέω δηλαδή, σαν να μην το 'χαν καταλάβει τάχα τι εννοούσα οι άλλοι σχολιογράφοι) ότι το έργο κάποιου δημιουργού "ανήκει" και στον αποδέκτη.

Τώρα, για τη φράση του Κούντερα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ισχύει για όλους μας, κι ας υπάρχει έτσι ο κίνδυνος να διεκδικεί ο καθένας μας συχωροχάρτι για κάθε του... αφροσύνη. Ισχύει πάντως, θα έλεγα, αναπόφευκτα, για όποιον θέλει να βρίσκεται, οπωσδήποτε για όποιον βρίσκεται, από θέση έστω, στην πρωτοπορία, κι αυτή είναι η περίπτωση του Μίκη.

imaginaire radical είπε...

Συμφωνώ ως ένα σημείο μαζί σας ότι το έργο ενός καλλιτέχνη ανήκει και στον αποδέκτη - ή μήπως όχι: η περίπτωση Κάφκα-Μπρόντ μου αφήνει ερωτηματικά. Τα πράγματα μπλέκονται κάπως όταν ο καλλιτέχνης κάνει στρατευμένη τέχνη, όπως ο Θεοδωράκης. Τότε δεν ξέρω αν μιλάμε για τέχνη ή για πολιτική. Ο Θεοδωράκης θέλει αγωνιωδώς να εκφράσει το λαό. Και ως ένα σημείο -κατά δήλωσιν του λαού- το κάνει. Όποιος μιλάει εξ ονόματος του λαού, έχει πει ο Καστοριάδης, απατά ή απατάται. Πού είναι όμως αυτά τα όρια; Μάλλον επιστρέφουμε στον Κούντερα. Μπορεί να άλλαξε ο Θεοδωράκης, μπορεί να άλλαξε ο λαός, μπορεί να μην άλλαξε και κανένας και να πρόκειται για μιά παρέξήγηση (ο Θ. ποτέ δε μας εξέφρασε ή μας εκφράζει ακόμη).

ΥΓ Το blog μας είναι τόσο οργισμένο λόγω κυρίως του (όπου να' ναι) συγκατηγορουμένου μου Ν.Μ. Όχι πως δε συμμερίζομαι την οργή του. Πάντως μου αρέσει πολύ αυτή η ανταλλαγή επισκέψεων που την επόμενη φορά λέω να μην έρθω με άδεια χέρια, να φέρω κανένα φοντανάκι:]

Ανώνυμος είπε...

Μιας και έχει γίνει η απαραίτητη αναφορά στον Kundera, νομίζω πως η ανάλυσή του για τις περίφημες "λυρικές ψυχές" και τη σχέση τους με την καλλιτεχνική πρωτοπορία -όπως την αναλύει πχ στο Η ζωή είναι αλλού- μπορεί να βοηθήσει στα περί "ομίχλης": μπορούμε να πούμε ότι οι καλλιτέχνες που είναι λυρικές ψυχές αφήνονται σε μια αισθητικοποίηση της πολιτικής η οποία τους καθιστά εγγενώς τυφλούς σε πολλά σημαντικά πράγματα. Φέρνω απλώς το παράδειγμα των ιταλών φουτουριστών που πήγαν με τον φασισμό για αισθητικούς λόγους. Όταν ο Kundera λέει ότι αυτό που θέλουμε είναι "ένας μοντερνισμός δίχως τη ρητορεία και το πομπώδες του ρομαντισμού", έχει στο νου του αυτές τις καταστάσεις. Νομίζω ότι κι ο Θεοδωράκης, όντας μια λυρική ψυχή, ποτέ δεν προσέγγισε την πολιτική με την απαραίτητη νηφαλιότητα -η ακόμα και την απαραίτητη σοβαρότητα ή υπευθυνότητα. Μάλλον πάντοτε παρασυρόταν απ' το "συναίσθημα", ρπάγμα που ενώ ενδείκνυται στο καλλιτεχνικό πεδίο, μπορεί να γίνει πολύ επικύνδυνο στην πολιτική.

Και κάτι τελευταίο: νομίζω ότι θα διαφωνίσω με την άποψη πως ο Θεοδωράκης ανήκει στην πρωτοπορία, διότι η πρωτοπορία πάντοτε είχε ως βασικής της αντίληψη την ιδέα ότι όι "μάζες" δεν την καταλαβαίνουν, επειδή αποκαλύπτει μια άπιαστη απ' τους πολλούς αλήθεια. Εγώ, δημοκρατικός ων, διαφωνώ με αυτές τις ιδέες -είναι μέρος της ρομαντικής (και πλατωνικής) ρητορεία για την οποία μιλά ο Kundera. Παρ' όλα αυτά θεωρώ ότι είναι καλύτερη απ' τον λαϊκισμό, γιατί τουλάχιστον διατηρεί υψηλά τα αισθητικά κριτήρια: ποτέ δε σκέφτεται να μειώσει τις αισθητικές της απαιτήσεις, προκειμένου να γίνει "κατανοητή", πράγμα που είναι απολύτως σωστό. Εξάλλου ο λαϊκισμός και η "λαολατρεία" είναι χαρακτηριστικές εμμονές των λυρικών ψυχών, ήδη από την εποχή του γερμανικού Ρομαντισμού, και δεν είναι παρά η πίσω όψη του ελιτίστικου νομίσματος που περιέγραψα πιο πριν.

Αν το μπλογκ μας είναι ευχάριστα οργισμένο -και είμαι εγώ ο κύριος υπέυθυνος γι' αυτό-, παίρνω ευκαιρία για να αναφέρω τον Μαγιακόφσκι: "Πως τολμάτε να λέγεστε ποιητής/
και σαν γκριζωπό να τιτιβίζετε σπουργίτι/
Σήμερα/πρέπει/
με σιδερογροθιά/
να μπήγεσαι στου κόσμου το κρανίο!

(Προφανώς πνευματικά, όχι "πραγματικά")
=)
Νίκος, εκ του imaginaire radical

Τουρκοφάγος είπε...

Αυτός ο Μίκης είναι των Ελλήνων.

Εσείς ποίων είσθε, δεν γνωρίζω. Αποφασίστε μόνος σας.

(Και, οπωσδήποτε, αυτός ο Μίκης δεν είναι των αγενών και χυδαίων υβριστών επιπέδου Τρούμπας («ψεύτης», «εκβιαστής», «ρατσιστής», «μνησίκακος» κ.ά. αηδή).)

Ανώνυμος είπε...

Δυόμισι χρόνια (και μια τουλάχιστον περίεργη απάντηση του Μίκη στους "Πυρήνες") αφ' ότου το γράψατε, έστερξα να διαβάσω το συγκεκριμένο κείμενό σας.

Σας ξέρω, παρακολουθώ τις επιφυλλίδες σας, έχω βιβλία σας -άλλοτε συμφωνώ, άλλοτε διαφωνώ, όπως είναι και το φυσιολογικό-, σε γενικές γραμμές είστε από τους αγαπητούς μου σύγχρονους πνευματικούς ανθρώπους.

Όμως, το να πείτε μία προς μία λέξη, με τη σωστή σειρά και στον προσήκοντα χρόνο, αυτά που ήταν μέσα μου... αυτό είχα από τα νιάτα μου να το ζήσω. [Όχι για να νιώσω ανεβασμένη που κάποιος σκέφτεται -και καλά- σαν εμένα, και δη διανοούμενος, αλλά επειδή είναι τα ερωτήματα που πλήθος μάς ταλανίζουν, μαζί με τ' άλλα όλα (και της καθημερινότητας και της πανανθρώπινης δύναμης/αδυναμίας), που μπορείτε και τα συνταιριάζετε όμορφα και απλά, να... αυτό.]

Επιτρέψτε μου να πω ευχαριστώ,

Αυγή Μ.Π.