42. Τα άγλωσσα, τα αφασικά νιάτα
Τα Νέα, 7 Οκτωβρίου 2000
Αλέξανδρος Γεωργιάδης, Απόστολος Λιμπιτσιούνης, Απόστολος Φλώρος, Μιχάλης Σαματιανός, «καταμπροστά στον ήλιο... οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες»
Άλλο ένα διάλειμμα από τη γραμματική και το συντακτικό, χωρίς πάντως να φύγουμε μακριά από τα Μικρά Γλωσσικά. Η σελίδα αυτή, που παραδίδεται μία βδομάδα πριν από τη δημοσίευσή της, γράφεται τις μέρες που δεν έχουν περισυλλεγεί ακόμη όλα τα πτώματα απ’ το ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα». Έτσι, θα σταθεί κι αυτή μεσίστια μπροστά στους δεκάδες νεκρούς· μα πιο πολύ θα σκύψει μπροστά στους Παριανούς και τους δεκαεννιάχρονους φαντάρους που γλίτωσαν τόσες ζωές.
διαβάστε τη συνέχεια...
Όλοι διαβάσαμε κι ακούσαμε, σ’ όλα τα μέσα, τους διασωθέντες, που μιλούσαν με σπασμένη φωνή ή και με λυγμούς για την αυτοθυσία των σωτήρων τους, και ιδιαίτερα των φαντάρων. Και διαβάσαμε και τις μαρτυρίες των φαντάρων. Με κίνδυνο να φανεί ότι τραβάω «απ’ τα μαλλιά» μια τραγική είδηση για να γυρίζω γύρω γύρω από τα γλωσσικά μου, αναδημοσιεύω από τον ημερήσιο τύπο όσα αποσπάσματα χωράει η στενόχωρη σελίδα μου από τα λόγια των παιδιών αυτών, και καλώ να τα ξαναδιαβάσουμε μαζί, με τη μικρή, έστω, χρονική απόσταση και ανεξάρτητα πια από το «αστυνομικό» ενδιαφέρον τους:
«Ανέβηκα στο κατάστρωμα. Επικρατούσε πανικός. Όλοι φώναζαν “πείτε μας τι γίνεται” και το πλήρωμα απαντούσε “ησυχάστε, δεν είναι τίποτα”. Κατέβηκα και πάλι στην καμπίνα για να πάρω τα πράγματά μου. Εκείνη τη στιγμή δεν φανταζόμουν τι θα ακολουθούσε. Εξάλλου, μας καθησύχαζαν. Το καράβι όμως άρχισε πολύ γρήγορα να παίρνει κλίση. Ο κόσμος άρχισε να τα χάνει. Καταλάβαμε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Βρέθηκα κοντά στους συναδέλφους μου. Σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να βοηθήσουμε τον κόσμο. Αυτόματα, αρχίσαμε να δίνουμε σωσίβια στους συνεπιβάτες μας. Επειδή το καράβι είχε γείρει πολύ και πλέον άνθρωποι κινδύνευαν να πέσουν στη θάλασσα χωρίς σωσίβια, πριν πέσουν σωστικές λέμβοι, ανεβήκαμε και οι τέσσερις στο κατάστρωμα και κάναμε μια αλυσίδα, πιασμένοι ο ένας με τον άλλο, για να κρατάμε πάνω στο πλοίο τους ανθρώπους...»
«Πριν πέσουμε στο νερό, είδα έναν πατέρα να κρατά το κοριτσάκι του. Όμως, ήταν φανερό πως ήταν τόσο φοβισμένος, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τα κατάφερνε να σωθεί μαζί με το παιδί. Τον παρακαλούσα να μου δώσει τη μικρή. Εκείνος αρνιόταν. Ήταν ο πατέρας της και ένιωθε πως έπρεπε πάση θυσία να την προστατεύσει. Την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, αλλά ήταν φανερό πως δεν θα τα κατάφερνε. Τελικά, του την άρπαξα από τα χέρια, κι εκείνος έμεινε εκεί να φωνάζει. Δεν ήξερε τι γινόταν. Ήταν λογικό να μη θέλει ν’ αφήσει το παιδί του...»
«Κολυμπούσα μαζί με το κοριτσάκι. Κολυμπούσα γι’ αυτό. Δεν φαινόταν να είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν έκλαιγε. Μόνο παραπονιόταν κάθε λίγο πως κρύωνε και νύσταζε. Προσπαθούσα να την ξεγελάσω, δείχνοντάς της το λαμπάκι του σωσιβίου. Ψευτοέπαιζε, ώσπου έφταναν τα κύματα. Τότε τη σήκωνα ψηλά για να μην πιει νερό και κοιτούσα πίσω μου για να υπολογίζω πότε θα μας χτυπούσε το επόμενο κύμα. Έτσι, ήμουν έτοιμος να πάρω ανάσα και να κρατώ το μωρό όσο πιο ψηλά μπορούσα...»
«Αυτό μας κρατούσε στο νερό απάνω. Αφού λέγαμε, κι εμείς να πνιγούμε, το μωρό να μην πάθει τίποτα, είναι κρίμα να πάθει το μωρό τίποτα. Κι όταν βούλιαζα εγώ και φώναζα τον Γεωργιάδη: “Αλέξανδρε, δεν μπορώ, βουλιάζω”, ερχόταν, με τραβούσε πάνω, κι έπαιρνε το μωρό να με ξεκουράσει. Μετά, το ίδιο έκανα εγώ...»
«Δεν σώσαμε εμείς το μωρό. Αυτό έσωσε εμάς. Αυτό μας έδινε κουράγιο όταν κουραζόμασταν. Ακούγαμε το κλάμα του και μας έδινε δύναμη…»
Σκέφτομαι τον ηρωισμό των φαντάρων, αλλά σκέφτομαι και τον ηρωισμό των δημοσιογράφων, που θα ανασύνταξαν εκ βάθρων τον λόγο των φαντάρων: αφού «οι νέοι σήμερα 50 λέξεις χρησιμοποιούν όλες κι όλες», όπως μας διαβεβαιώνουν σκανδαλισμένοι άλλοι δημοσιογράφοι (ή μήπως οι ίδιοι, αλλά σε άλλων προθέσεων ρεπορτάζ;), κι όπως μας το υπογράφουν με ιερή ανατριχίλα δάσκαλοι και μελετητές και επιστήμονες. Άρα οι φαντάροι πρέπει να είπαν, ή θα όφειλαν να πουν, προκειμένου να μη διαψεύσουν τόσα και τόσα ρεπορτάζ, έρευνες και μελέτες, κάτι σαν: «Και να δεις, δικέ μου, ακούμε ξαφνικά το μπαμ, και φλιπάρουμε. Ρε μαλάκα, λέω του κολλητού μου, τι έγινε ρε; Πού θες να ξέρω, μωρέ μαλάκα, μου λέει, είναι όμως για να την κάνουμε. Πωω ρε φάση, μαλάκα μου, να δεις να τα ’χουν πάρει όλοι στο κρανίο, οι γαλονάτοι και οι έτσι να μην καταλαβαίνουν χριστό, “ίσα ρε, μη φοβάστε” μας λέγαν, αλλά μασάει η κατσίκα ταραμά, δικέ μου; Πήγαμε να την κάνουμε στο έτσι, αλλά μαλάκα μου...»
Τώρα πώς, από κει που πήγαν «να την κάνουν», τα «βρομόπαιδα που δεν σηκώνονται ποτέ στο λεωφορείο» και «δεν έχουν ίχνος σεβασμό», αυτή η «αφασική» νέα γενιά και τα λοιπά, πώς, λέω, από κει που πήγαν «να την κάνουν», βρέθηκαν να σώζουν ζωές πριν από τη δική τους, αυτό θα μας το πει η αρμόδια επιστήμη, θα μας το πούμε εμείς οι ίδιοι, οι πρώτοι τιμητές και απαξιωτές των άλλων, και ιδιαίτερα –σύμφωνα με μαθηματικό και προαιώνιο κανόνα– των νέων. Και θα μας πει και πού τη βρήκαν ξαφνικά τη γλώσσα, οι «άγλωσσοι» αυτοί, και τα ’παν έτσι, αν τα είπαν.
Έπειτα όμως σκέφτομαι ότι και στην τηλεόραση τα είπαν έτσι όπως τα έγραψαν και οι εφημερίδες! (βλ. και κεφ. 45) Μπα, περίεργο! Κοιτάζω και τη φωτογραφία τους, και σκέφτομαι πως έτσι θα ’ναι. Έτσι θα τα ’παν τα παιδιά αυτά, αλίμονο, θα πρόκειται, όπως πάντα, για εξαιρέσεις, γιατί είναι φως φανάρι ότι προέρχονται από Σχολή Μωραΐτη και πάνω, κοιμούνται με Πλάτωνα και Αριστοτέλη στο προσκέφαλό τους, αυτοί οι διανοούμενοι με τα γυαλάκια, που θα τα έβγαλαν εδώ για τη φωτογράφιση.
Ξανακοιτάζω τη φωτογραφία: δεν μοιάζει να φορούσαν γυαλιά αυτά τα παιδιά με το φωτεινό πρόσωπο, ένας εδώ με το χαμόγελο, άλλοι σαν να κοιτάζουν στο κενό· σίγουρα όμως, για άλλη μια φορά, μας φόρεσαν εμάς τα γυαλιά –αλλά εμείς, σιγά μη δούμε κάτι άλλο απ’ αυτό που θέλουμε εμείς να δούμε!