29. Ο Σεφέρης, η Ιστορία και ο κ. Μπαμπινιώτης
Τα Νέα, 8 Απριλίου 2000
"Η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας [...] δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα “νεοελληνικά”, αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα»: αυτά έγραφε ο Σεφέρης «ήδη το 1937», όπως μας θυμίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης σε αφιέρωμα του Βήματος στον Γιώργο Σεφέρη (27.2.2000). Και την άποψη του ποιητή για τη χρήση του όρου «ελληνικά» αντί για «νεοελληνικά» την «έχει υποστηρίξει και ο γράφων [ο κ. Μπαμπινιώτης] σε δύο κείμενά του...»
Εγώ θα συνεχίσω τον λόγο του ποιητή εκεί ακριβώς όπου τον έκοψε ο κ. Μπαμπινιώτης. Μετά τη «σημερινή ελληνική γλώσσα» σημειώνει ο Σεφέρης: «Αν τα πανεπιστήμια, οι ακαδημίες, η διοίκηση και οι εφημερίδες βρίσκουν περισσότερο σκόπιμο να χρησιμοποιούν ορισμένα σχηματικά ιδιώματα, αυτό δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας ως λογοτεχνίας» (Δοκιμές, 1944, γ΄ έκδ. Αθήνα 1974, τόμ. α΄, σ. 66).
διαβάστε τη συνέχεια...
Ο ποιητής μοιάζει νηφάλιος, αν και ελαφρά ειρωνικός, απέναντι στους φορείς της εξουσίας και στην πιο ακραία τότε καθαρεύουσά τους. Σήμερα όμως δεν επιτρέπεται καμία νηφαλιότητα, αν αυτό που ήταν «σημερινή γλώσσα», ήδη την εποχή εκείνη, το αντιπαραβάλουμε με τα «σχηματικά ιδιώματα», αυτά που την υπέσκαπταν ή την πολεμούσαν απροκάλυπτα, τότε αλλά και για πολύν καιρό ακόμα. Και μπορεί να μην είναι δουλειά της λογοτεχνίας, είναι όμως δουλειά της Ιστορίας. Πάντως, εγώ θα το πω εξαρχής: το άρθρο του κ. Μπαμπινιώτη το θεωρώ αν μη τι άλλο σκανδαλώδες. Διότι ο Σεφέρης μπορεί και λέει αυτά που λέει επειδή έχει λύσει στη δική του συνείδηση το γλωσσικό, επειδή «ήδη το 1937» ο Σεφέρης ως προς το γλωσσικό βρίσκεται –μαζί με άλλους πολλούς, οπωσδήποτε– μπροστά από την εποχή του, ενώ ο κ. Μπαμπινιώτης, ολόκληρες δεκαετίες αργότερα –όσο κι αν συμφωνούσε θεωρητικά με τον Σεφέρη–, είχε επιλέξει, για λόγους δικούς του, να στέκεται πίσω πολύ. Ας δούμε όμως τι λέει η Ιστορία.
«Ήδη το 1937» αυτά τα λόγια ο Σεφέρης τα έγραφε στη γλώσσα τη «σημερινή», τη γλώσσα που ονομάζεται, για ιστορικούς και τεχνικούς έστω λόγους, «δημοτική». Δεν ήταν απολύτως αποδεκτό αυτό τότε, και δεν ήταν ούτε κι αργότερα. Με αγώνες σκληρότατους κατακτήθηκε αυτό που μοιάζει σήμερα αυτονόητο, αυτό που εμείς το βρήκαμε εντέλει έτοιμο. Τότε, και πιο πριν, και αρκετά πιο ύστερα, δεν ήταν. Τότε ήταν πόλεμος. Πολέμησε σκληρά η γλώσσα, δηλαδή πολέμησαν σκληρά οι άνθρωποι, διώχτηκαν, και πλήρωσαν, πολλοί πολλά. Και τα στρατόπεδα, τότε ακόμα, ήταν σαφώς διακριτά. Αυτά λοιπόν ο Σεφέρης, «ήδη το 1937». Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1967, ο σημερινός συνοδοιπόρος του τη δική του γραμματική την προλόγιζε στην καθαρεύουσα (Γ. Μπαμπινιώτη - Π. Κοντού, Συγχρονική γραμματική της κοινής νέας ελληνικής, Αθήναι 1967, σ. 5-8): σύμφωνοι, στην ενιαία ελληνική γλώσσα, αλλά στην απολύτως συγκεκριμένη μορφή που ονομαζόταν και ονομάζεται καθαρεύουσα.
Δεν είναι δηλαδή «αλήθεια» αυτό που λέει ο Σεφέρης, ότι «η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική...» Η γλώσσα η δική του είναι η δημοτική, έστω και μόνο για το λόγο ότι η γλώσσα άλλων είναι η καθαρεύουσα. Δεν είναι αλήθεια και το «όλοι μας»: κάποιοι αποκλείονται, αυτοαποκλείονται, επειδή οι ίδιοι το θέλησαν, επειδή έχουν διαφορετικές απόψεις στο θέμα, επειδή άλλα πρεσβεύουν και υπηρετούν. Και αυτά που πάντοτε πρεσβεύει και υπηρετεί ο καθένας μας δεν νοείται να εξετάζονται σε κενό αέρος, παρά μέσα ακριβώς στις ιστορικές συνθήκες που τα γέννησαν και τα στηρίζουν.
Ο Σεφέρης πεθαίνει το 1971· δυο χρόνια πριν είχε κάνει την περίφημη δήλωσή του εναντίον της χούντας, τη δήλωση που τον ξεπέρασε ιδεολογικά και τον ίδιο και στάθηκε, από μιαν άποψη, σήμα της αντίστασης στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Το 1972, ενδεικτικά και πάλι, ο κ. Μπαμπινιώτης δημοσιεύει στο Δελτίον της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων «Πλάτων» άρθρο του στην καθαρεύουσα («Κοινή νέα ελληνική, “αντιγλώσσα” και διγλωσσία»). Διαβάστε τις πρώτες γραμμές από το άρθρο του κ. Μπαμπινιώτη:
«Τον τελευταίον καιρόν το θέμα της γλώσσης έχει έλθει εκ νέου εις το προσκήνιον των δημοσίων συζητήσεων. Άρθρα, επιστολαί, συζητήσεις, συνεντεύξεις, δημοσιογραφικαί έρευναι κ.λπ. εμφανίζονται συχνά από των στηλών του ημερησίου και περιοδικού τύπου ως και εις εκπομπάς του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως...»
Αλίμονο αν η κοινή πίστη στον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας μπορεί να σμίξει αυτούς τους δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους, τότε που η μορφή δεν ήταν απλώς ένδυμα περιπάτου αλλά η ουσία της γλώσσας, της ιδεολογίας και της ηθικής της γλώσσας. Δεν υπαινίσσομαι απολύτως τίποτα για την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα του κ. Μπαμπινιώτη, την οποία αγνοώ και δεν με ενδιαφέρει. Άλλωστε ούτε το ότι ο Σεφέρης έγραφε στη δημοτική σήμαινε κατανάγκην κάτι για τη δική του πολιτική ταυτότητα. Σήμαινε όμως πάντα κάτι το να γράφει κανείς στη δημοτική, όπως και σήμαινε πάντα κάτι το να γράφει κανείς στη γλώσσα της εξουσίας –πάντα, και ιδιαίτερα στα πιο μαύρα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό ο κ. Μπαμπινιώτης, όταν το περιλαμβάνει το 1979 στο βιβλίο του Νεοελληνική Κοινή, το «μεταγλωττίζει» (δηλώνοντάς το πάντως). Κι όμως, δεν πρόκειται για κείμενο γραμμένο σε αρχαΐζουσα: απλή, στρωτή καθαρεύουσα είναι, και με τον αέρα της εποχής που μεταφέρουν πάντα τα παλαιότερα κείμενα. Φαίνεται όμως ότι αυτόν ακριβώς τον αέρα της εποχής θέλησε να απαλείψει ο κ. Μπαμπινιώτης, αυτός που τόσον αγώνα δίνει για την επαφή των μαθητών με τα «παλιότερα ελληνικά».
Αλλά ο κ. Μπαμπινιώτης έχει πλέον απομακρυνθεί και από τη γλωσσική μορφή την οποία υπηρέτησε παλαιότερα και από τις θέσεις που υποστήριζε παλαιότερα. Αναφέρομαι στις θέσεις του για την «αποπτώχευση» της γλώσσας, οι οποίες, όπως σημείωσα άλλοτε εδώ, αποτέλεσαν το ιδεολογικό θεμέλιο του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου και έθρεψαν στρατιές διανοουμένων, δημοσιογράφων και λοιπών ανησυχούντων. Η «αποπτώχευση» αυτή, στην κοινή πια αίσθηση, «τεκμηριωνόταν» από τα διάφορα λάθη που αλιεύει κανείς πάντα, όπου σταματήσει το βλέμμα ή το αφτί του, τα οποία όμως αποδίδονταν στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο γυμνάσιο, κατάργηση που συνόδευσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976. Τα τελευταία χρόνια ο κ. Μπαμπινιώτης, αντίθετα από τους έως πρόσφατα συνοδοιπόρους του που επιμένουν ότι πέθανε η γλώσσα, δηλώνει ότι η ποιότητα της γλώσσας έχει βελτιωθεί ή ότι η γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 πέτυχε και οι προοπτικές για τη γλώσσα είναι ευοίωνες.
Αλλάζουν οι ιδέες, πόσο μάλλον οι άνθρωποι. Και η αλλαγή του κ. Μπαμπινιώτη οφείλεται, ισχυρίζομαι εγώ, στη δυναμική της γλώσσας, όσο κι αν ο κ. Μπαμπινιώτης ενδέχεται να βλέπει αλλαγή της γλώσσας, θεωρώντας ίσως ότι η επαναφορά των αρχαίων στο γυμνάσιο, για την οποία τόσο αγωνίστηκε, έδωσε τους καρπούς της. Προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το ότι οι θέσεις για την ευοίωνη πορεία της γλώσσας ακούγονται τώρα και από τον κ. Μπαμπινιώτη, ειδικό επιστήμονα, γλωσσολόγο, με κύρος και εξουσία στην πνευματική ζωή του τόπου, και δεν θα έπρεπε εδώ να νομιστεί ότι ζητά κανείς τον αιώνιο κολασμό ή την αυτοκριτική του.
Όμως: όπως οι μεγάλες ιδέες, έτσι και οι μικρές ιδέες του καθενός μας έχουν κι αυτές την ιστορία τους, και πρέπει πάντοτε τα λόγια και οι ιδέες και οι πράξεις μας να διαβάζονται στο ιστορικό τους πλαίσιο, με όλα τα συμφραζόμενά τους. Στο προκείμενο: ο Σεφέρης και ο κ. Μπαμπινιώτης υπήρξαν θέσει και δυνάμει αντίθετοι, πολέμιοι, εχθροί –δεν αναφέρομαι στα «φυσικά», όπως λέγεται, πρόσωπα αλλά στην ιστορική υπόσταση των προσώπων και των ιδεών τους. Ή δηλώνεται αυτό, ή αλλιώς πλαστογραφείται η Ιστορία. Και καμιά ιστορική ακροβασία δεν θα τους φέρει να βαδίζουν πλάι πλάι, στο δρόμο έστω τον γλωσσικό. Μας αρέσει δε μας αρέσει, «ό,τι πέρασε πέρασε σωστά», όπως είναι ο λόγος του ποιητή.*
* Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής·
και το πέρασμα και το σταμάτημα
και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
......................................
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
......................................
(Γιώργος Σεφέρης, από τα «Τρία κρυφά ποιήματα»)