30. Γλώσσα= λέξεις; και πόσες;
Τα Νέα, 22 Απριλίου 2000
Ο δανεισμός στη γλώσσα θα έπρεπε να γίνεται για τους λόγους ακριβώς για τους οποίους δανειζόμαστε οτιδήποτε: για να αναπληρώσουμε κάτι που δεν έχουμε ή για να βελτιώσουμε κάτι που έχουμε
το πλήρες κείμενο:
Με τα γενέθλια της σελίδας αυτής και άλλη μια επικαιρική παρέκβαση ξεμακρύναμε από τα συντακτικά μας, αυτά που μαρτυρούν επίδραση ξένων γλωσσών. Επιμένω στα συντακτικά μικροπροβλήματα, διότι η γλώσσα είναι κυρίως η δομή της, και πάνω εκεί έρχονται να συναρμοστούν λέξεις, κι άλλες λέξεις, ανάλογα με την παιδεία του χρήστη και πάντοτε ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με τις εκφραστικές ανάγκες. Γλώσσα, δηλαδή, χωρίς δομή δεν είναι γλώσσα, όσο κι αν λέξεις μόνες μπορούν, κάποτε, να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις ανάγκες επικοινωνίας. Γι’ αυτό και μια γλώσσα αλλάζει κυρίως μέσα από αλλαγές στη δομή της: γίνεται περισσότερο συνθετική ή περισσότερο αναλυτική κτλ. Και αν στο χώρο των λέξεων παρατηρείται πάντοτε μεγάλη ρευστότητα: εισαγωγή, δανεισμός, υιοθεσία ξένων λέξεων, αλλά και δημιουργία νέων λέξεων, στη σύνταξη τα πράγματα είναι πάντοτε περισσότερο παγιωμένα, η δομή είναι σχετικά περισσότερο δεδομένη, και εκεί οι ριζικές αλλαγές οφείλονται κατά κανόνα σε επιδράσεις από άλλες γλώσσες. Πιο απλά: ο καθένας μπορεί να επινοήσει μια λέξη, να πλάσει μια νέα λέξη, δεν επινοεί όμως κάποιο νέο συντακτικό σχήμα. Η δομή είναι, όπως είπα, δεδομένη, γι’ αυτό και λέμε ότι ένα παιδί είναι κάτοχος της γλώσσας του προτού πάει στο σχολείο, προτού μάθει να ονοματίζει αυτά τα οποία χρησιμοποιεί ήδη χωρίς να του έχει πει κανένας το όνομά τους: το υποκείμενο και το αντικείμενο και τον εμπρόθετο προσδιορισμό, και φυσικά χωρίς να του έχει πει ποτέ κανένας σε ποια σειρά να τα βάζει, ώστε να παράγει το σωστό νόημα.
Κοινότοπα είναι όλα αυτά, που όλοι τα ξέρουμε και τα δεχόμαστε· κι ωστόσο, την ίδια στιγμή μετρούμε τη γλώσσα με τις λέξεις, την κρίνουμε από τις λέξεις της, νομίζουμε ότι η γλώσσα είναι λέξεις. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο λόγος περί φθοράς της γλώσσας βασίζει κατά κανόνα τις εκτιμήσεις του και τα συμπεράσματά του στη διακίνηση των λέξεων, στις ξένες λέξεις που εισάγονται, στις λέξεις που αλλάζουν σημασία, στις λέξεις που εξαφανίζονται κάποια στιγμή, στις λέξεις που πλάθονται, και μαζί στα φωνολογικά και άλλα, γραμματικής τάξεως, πάθη των λέξεων: σε αλλαγές στα συμφωνικά συμπλέγματα, λόγου χάρη, ή στις καταλήξεις.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις, ο λόγος αυτός καταλήγει να είναι λαϊκιστικός, καθώς ανεκδοτολογεί και γαργαλάει το κοινό αίσθημα, μπουκώνοντάς το με τα γνωστά «μαργαριτάρια» ενώ του κλείνει το μάτι, πως εμείς όμως, δηλαδή εσύ που σου το λέω και φυσικά πρώτος εγώ που σου το λέω, το ξέρουμε το σωστό, ξέρουμε τι είναι και η ευδοκίμηση και η αρωγή (που δεν τις ήξεραν, θυμάστε, κάποια άμοιρα παιδιά την ώρα των εξετάσεων στην έκθεση, σ’ ένα αφόρητα βερμπαλιστικό θέμα). Σπάνια θα δούμε παρατηρήσεις σχετικά με το κυρίως σώμα της γλώσσας, τη δομή. Άγνοια; Μπορεί· αφού ο λόγος αυτός, ειδικά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και τη δεκαετία του ’80, έμοιαζε συχνά μετάφραση εκ της γαλλικής!
Στα σοβαρά όμως: είναι σοβαρό να δούμε ότι γλώσσα είναι η δομή και όχι οι λέξεις: η παραδοχή αυτή θα σήμαινε την απεμπλοκή μας ώς έναν μεγάλο βαθμό από το ζύγισμα των γλωσσών και την κατάταξή τους σε πλούσιες και φτωχές. Γιατί πράγματι, όταν μετρούμε πλούτη, μετρούμε λέξεις· τις λέξεις βάζουμε στη ζυγαριά, γιατί αυτές μπορεί να μετρηθούν, γιατί αυτές βλέπουμε, αυτές είναι το ντύμα της γλώσσας, η εξωτερική μορφή της, κι εμάς το μάτι μας στα λούσα: αυτά τραβούν την προσοχή.
Κι επειδή είναι δύσκολο να δούμε ο καθένας τη γλώσσα του –τις λέξεις του εννοώ– στον καθρέφτη, ας πάμε στη λογοτεχνία, που θεωρείται μάλιστα κορυφαία εκδήλωση της γλώσσας. Εδώ νιώθει κανείς τον πειρασμό να ρωτήσει αν έχουν καταμετρηθεί οι λέξεις του Καβάφη ή του Σεφέρη σε σχέση, αίφνης, με τις λέξεις του Καζαντζάκη, ώστε να αποφανθούμε τότε πως ο Καβάφης, τάχα, υστερεί ως προς τον Καζαντζάκη! Δεν πρέπει όμως να το δούμε αξιολογικά. Και για μεγαλύτερη ασφάλεια, ας φύγουμε από την ελληνική λογοτεχνία. Μας οδηγεί ο Μίλαν Κούντερα, μέσα από τις Προδομένες διαθήκες του (Αθήνα 1995, σ. 125):
«Ο λεξιλογικός πλούτος καθαυτόν δεν αντιπροσωπεύει καμιά αξία. Το εύρος του λεξιλογίου εξαρτάται από την αισθητική πρόθεση η οποία οργανώνει το έργο. Το λεξιλόγιο του Κάρλος Φουέντες είναι ιλιγγιωδώς πλούσιο. Αλλά το λεξιλόγιο του Χέμινγουέι είναι υπερβολικά λιτό. Η ομορφιά της πεζογραφίας του Φουέντες συνδέεται με το πλούσιο λεξιλόγιο, η ομορφιά του Χέμινγουέι με το λιτό. Το λεξιλόγιο του Κάφκα επίσης είναι σχετικά περιορισμένο. Αυτός ο περιορισμός ερμηνεύτηκε συχνά σαν ασκητισμός του Κάφκα. Σαν μη εστετισμός. Σαν αδιαφορία απέναντι στην ομορφιά. Ή σαν φόρος υποτελείας στη γερμανική γλώσσα της Πράγας, που αφυδατωνόταν καθώς είχε αποσπασθεί από τον λαϊκό περίγυρο. Κανένας δεν θέλησε να παραδεχτεί ότι η απογύμνωση του λεξιλογίου του Κάφκα εκφράζει την αισθητική του πρόθεση, είναι διακριτικό γνώρισμα της ομορφιάς της πεζογραφίας του».
Ας επιστρέψουμε στον κεντρικό συλλογισμό, ότι γλώσσα είναι κυρίως η δομή. Από αυτή την άποψη αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πιο σοβαρά ή όντως σοβαρά μπορεί να είναι τα πράγματα όταν επεμβαίνουμε στο κυρίως σώμα της γλώσσας. Γι’ αυτό θα επιμείνω από τη σελίδα αυτή σε θέματα –δεν ξέρω αν συνιστούν πάντοτε προβλήματα– ξενικής σύνταξης. Πρέπει όμως να τονίσω άλλη μια φορά ότι, μαζί με τις λέξεις που δανειζόμαστε από οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, καλά κάνουμε και δανειζόμαστε, ακόμα και ιδιωτισμούς, εκφράσεις και συντακτικούς τρόπους, αρκεί να μην παραβιάζονται οι βασικοί κανόνες που εξασφαλίζουν την ομαλή επικοινωνία.
Αλλά προπάντων: ο δανεισμός θα έπρεπε να γίνεται για τους λόγους ακριβώς για τους οποίους δανειζόμαστε οτιδήποτε στη ζωή μας: για να αναπληρώσουμε κάτι που δεν έχουμε, ή για να βελτιώσουμε και να εμπλουτίσουμε κάτι που έχουμε. Είπα «θα έπρεπε». Η γλώσσα όμως δεν είναι μηχάνημα, εργαλείο που το φτιάξαμε κάποια ωραία πρωία εμείς, και άρα το ελέγχουμε απολύτως· δεν γίνονται όλα προγραμματικά, βάσει σχεδίου και συνειδητά· τα καινούρια στοιχεία δεν τα επιλέγουμε πάντοτε εμείς: γι’ αυτό άλλωστε μιλούμε για επιδράσεις· και οι επιδράσεις δεν περνούν από κάποια υπηρεσία η οποία μετρά την αποτελεσματικότητα ή και την αισθητική τους. Πρέπει όμως, χωρίς την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να γίνουμε εμείς αυτό το ιδιότυπο τελωνείο, να παρακολουθούμε κατά το δυνατόν τα στοιχεία που δυσχεραίνουν καταρχήν την επικοινωνία.
Παραμάκρυνε η εισαγωγή αυτή· θα συνεχίσω στο επόμενο, με τα μικροσυντακτικά μας.