30/11/07

Η μονοτυπική πολυτυπία [γραμματική Μπαμπινιώτη, β΄]

Τα Νέα, 25 Ιουνίου 2005

Βιβλία σημαιάκια, βιβλία ταυτότητες, λογοτεχνικά ή επιστημονικά, είδαμε πως είναι αυτά που γίνονται σημείο αναφοράς κυρίως χάρη στο μάρκετινγκ, άσχετα από την οποιαδήποτε αξία τους.

Βιβλία που υπακούουν σε κάποια μόδα ή και δημιουργούν τα ίδια μόδα, από την άλλη όμως ανταποκρίνονται συχνά σε γενικότερες ανάγκες: κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές –περισσότερο κι από το καθαυτό αντικείμενό τους, το αμιγώς λογοτεχνικό ενός λογοτεχνικού βιβλίου, ή το εξειδικευμένα επιστημονικό ενός επιστημονικού. Ακραίο παράδειγμα, μια γραμματική.

διαβάστε τη συνέχεια...

Λέω μια γραμματική, περισσότερο από ένα λεξικό, γιατί λεξικό έχουν σχεδόν όλα τα σπίτια, όλοι καταφεύγουν κατά καιρούς σ’ αυτό, έστω για να λύσουν σταυρόλεξο ή για να παίξουν σκραμπλ. Αλλά η γραμματική, καλώς ή κακώς, ανήκε πάντοτε αυστηρώς στα σχολικά βιβλία, καμία γραμματική δεν επέζησε σε μια υποτυπώδη βιβλιοθήκη, κανένας δεν ξανάνοιξε γραμματική έπειτα απ’ το σχολείο. Και αν αυτά ισχύουν ευλόγως γενικά, σ’ εμάς ειδικότερα έχουν περίπου συνταγματική ισχύ. Αναφέρομαι στην αντίθεση ή και αποστροφή προς τους κανόνες, όπως εκδηλώνεται από τον πιο απλό χρήστη της γλώσσας ώς τον ειδικό, τον επιστήμονα, τον λόγιο γενικά, ακόμα και τον εκπαιδευτικό, καθώς διεκδικούμε πια όλο τον πλούτο όλης της γλώσσας σ’ όλη της την πορεία, λεξιλογικά, αλλά και γραμματικοσυντακτικά! Κυριαρχεί έτσι η αντίθεση σε οποιαδήποτε ρύθμιση, σε κάθε ρυθμιστική γραμματική, και εξυμνείται το φετίχ της πολυτυπίας, λατρεύεται το τοτέμ μιας περιγραφικής γραμματικής.

Στη θεωρία λαμπρά, στην πράξη όμως; Γιά να το δούμε το τοτέμ· είναι τίποτα περισσότερο από ’να σκέτο ξύλο;

Μιλάω γενικά, αλλά οπωσδήποτε έχω παράδειγμα το Λεξικό και τη Γραμματική του Μπαμπινιώτη, όπως ξεκίνησα από την προηγούμενη επιφυλλίδα, κατεξοχήν βιβλία ταυτότητες, που, όπως όλα τα βιβλία αυτής της κατηγορίας, αγοράζονται κυρίως για λόγους αναγνώρισης, κάτι σαν συνδρομή ή συμβολή στον έρανο υπέρ…, υπέρ μιας ιδέας προφανώς, μιας ιδεολογίας. Αλλά, αντίθετα από πολλά από αυτά τα βιβλία, που διαβάζονται έστω ψυχαναγκαστικά, τα εν λόγω δεν διαβάζονται. Και πώς να διαβάσεις ένα ολόκληρο λεξικό, και τώρα μια γραμματική; Όμως αυτό, το πρακτικό σκέλος, είναι το αφενός· σημασία έχει το αφετέρου: πως τα αγοράζουν μα δεν τα διαβάζουν, ειδικά τώρα οι επαγγελματίες: ανοίγουν απλώς και κορφολογούν, ενώ κατά τα άλλα αρκούνται στον διαφημιστικό λόγο των δελτίων τύπου, των συνεντεύξεων, του μάρκετινγκ εν γένει.

Εδώ όμως οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ σοβαρότερες και μεγαλύτερες από τις μικρές ενδεχομένως παρανοήσεις που συνοδεύουν τα συγκεκριμένα έργα, όπως ξανάλεγα, ξεκινώντας από τη στοιχειώδη παρατήρηση ότι τα έργα αυτά είναι και επιγράφονται λεξικό και γραμματική «της Νέας Ελληνικής» και όχι της Ελληνικής γενικώς και αορίστως.

Τι θα ήταν όμως μια αυστηρώς περιγραφική γραμματική, μια γραμματική που θα αποτύπωνε την πολυτυπία της γλώσσας;

Ένα παράδειγμα, ο παρατατικός τού κάθομαι:

εκαθόμουν, καθόμουν, καθόμουνα, κάθομουν, κάθομαν…
εκαθόσουν, καθόσουν, καθόσουνα, κάθοσουν, κάθοσαν
… κτλ.·

ιδιαίτερα το γ΄ ενικό:
εκαθόταν, καθόταν, καθότανε, κάθοταν…, αλλά και* κάθονταν, καθόνταν, καθόντανε… κτλ.

και το γ΄ πληθυντικό:
εκάθονταν, κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν, καθόσαντε, καθόντουσταν…, αλλά και καθόταν, καθότανε, κάθοταν

Όχι, δεν θα πω, πάρτε την και διδάξτε την στο σχολείο, αν μπορείτε, τέτοια γραμματική –οι εκπαιδευτικοί, εννοώ, όταν μιλούν κι αυτοί για περιγραφική γραμματική. Απλώς δεν είδαμε ώς τώρα τέτοια γραμματική. Τέτοια όμως περίπου θα έπρεπε να είναι μια περιγραφική γραμματική της Νέας Ελληνικής. Αλλά τέτοια βεβαίως δεν τη θέλουν. Άλλο τους λείπει. Η γραμματική Όλης της Ελληνικής. Ωραία, προσθέτουμε και το εκαθήμην

εκαθήμην, εκαθόμουν, καθόμουν, καθόμουνα, κάθομουν, κάθομαν…
εκάθησο, εκαθόσουν, καθόσουν, καθόσουνα, κάθοσουν, κάθοσαν
… κτλ.
εκάθηντο, εκάθονταν, κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν, καθόσαντε, καθόντουσταν…, αλλά και καθόταν, καθότανε, κάθοταν

Μπα, ούτε αυτό τους κάνει. Τι θέλουν τότε; Τι είναι αυτό που διεκδικούν ουσιαστικά στην πράξη; Τι γράφουν δηλαδή, άρα τι θέλουν να γράφουν, άρα τι ζητούν να τους προμηθεύσει ή να τους δικαιολογήσει μια γραμματική; Την ελευθερία να χρησιμοποιούν κατά βούληση, μαζί με τον ένα και μόνο, «καθωσπρέπει» τύπο, το καθόμουν δηλαδή, και τον αρχαϊκό τύπο, το εκαθήμην δηλαδή, πλάι στα εξίσου γνωστά μας: συνεπήγετο, ηρνείτο κτλ., που τα διαβάζουμε κάθε μέρα στις εφημερίδες μας. Πάνε περίπατο τα περί πολυτυπίας. Και ίσα ίσα, απαγορεύονται ρητά –και από το σχολείο και από την κοινωνία– όλοι οι διαλεκτικοί, λαϊκότεροι τύποι, επί ποινή κοκκινίλας στο τετράδιο, χλεύης στην καθημερινή ζωή. Μόνο εκαθήμην και καθόμουν, άντε και, στα όρια του ανεκτού, καθόμουνα.

Αλλά τέτοια γραμματική, είπαμε, είτε με την όντως πολυτυπία είτε με τη δική τους, την ευκταία Αρχαιο-Νέα «πολυτυπία», δεν υπάρχει. Και ούτε και του Μπαμπινιώτη είναι τέτοια. Αντίθετα, θα επιχειρήσω να δείξω παρακάτω πως μάλλον είναι η πιο ρυθμιστική από τις έως τώρα υπάρχουσες γραμματικές.

Αυτό ήταν το θέμα μου από την αρχή, τι ρεύμα δημιουργείται με τα έργα αυτά, τι ρεύμα δημιουργούν ή ενισχύουν τα έργα αυτά, που, επειδή ακριβώς δεν τα μελετάει κανείς, μάλλον τη σύγχυση ενσπείρουν. Διαφορετικά, όπως είπα, και το Λεξικό και η Γραμματική, όταν κυκλοφορούσε σε μεμονωμένους τόμους, κρίθηκαν αρμοδίως. Ειδικότερα για τη Γραμματική, ελπίζω πως θα κριθεί διεξοδικότερα και πάντα αρμοδίως, τώρα που εμφανίστηκε ολοκληρωμένη (ή περίπου –αφού στην αμέσως επόμενη έκδοση θα περιλαμβάνεται και ένα σημαντικό κεφάλαιο, όπως δηλώνεται από τώρα στον πρόλογο!). Εγώ εδώ περιορίζομαι σ’ ένα ξεφύλλισμα, σαν απλός χρήστης και σε σχέση κυρίως με τον λόγο της αγοράς, ο οποίος έσπευσε να την αναδείξει ακριβώς σε βιβλίο ταυτότητα, πριν καλά καλά κυκλοφορήσει.

Τώρα με τη Γραμματική λοιπόν, πλάι στο Λεξικό, έχει σημασία να δούμε τι κυρίως δεν περιλαμβάνουν αυτές οι «ταυτότητες», πέρα από τα στοιχεία και τη φωτογραφία των συντακτών και των πιστών τους –μιλάω για πιστούς, αφού δεν πρόκειται, όπως θα δούμε, για αναγνώστες.

Ξεφυλλίζω και σημειώνω. Πρώτα παραβάλλω ενδεικτικά δύο από τους τόμους που κυκλοφόρησαν μεμονωμένα, το Όνομα και το Ρήμα: αλλαγές ελάχιστες, κυρίως σε ελάχιστα παραδείγματα, της τάξης τού 1% (τόσο που να μοιάζει αδικαιολόγητο ότι δεν κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τόμο και το τελευταίο, 5ο μέρος). Πάντως, μία από τις αλλαγές είναι η ορθογραφική συμμόρφωση με το Λεξικό: το ερημοκλήσι γίνεται ερημοκκλήσι, ο λίβελος - λίβελλος, αλλά η φτώχεια - φτώχια!

Έχω ξαναπεί ότι η νέα ορθογραφία του Λεξικού Μπαμπινιώτη, εγχείρημα που μεθοδολογικά ισοδυναμεί με σφάλμα απαράδεκτο ακόμα και για πρωτοετή της Γλωσσολογίας, αφού από τη μια δέχεται το μείζον, την αλλαγή της σημασίας μιας λέξης, και από την άλλη ανατρέπει το έλασσον, τη γραφή μιας λέξης, αυτό λοιπόν το εγχείρημα ευθύνεται για μιαν αύξουσα σύγχυση στα ορθογραφικά, εν προκειμένω, πράγματα. Θεωρήθηκε, κυρίως με τις «αναπαλαιώσεις» (λίβελλος κτλ.), ότι μπορούμε πια να ξαναγράφουμε όπως τον παλιό καλό καιρό, πριν μας αλλάξουν τάχα την ορθογραφία μας οι «παλαιοδημοτικιστές» και «μαλλιαροί» του Τριανταφυλλίδη, το ΠΑΣΟΚ ή ό,τι άλλο χαρακτηρίστηκε υπεύθυνο για τη διατάραξη της ορθογραφικής μακαριότητάς μας –που ωστόσο ποτέ δεν απειλήθηκε από κάποια δραστική αλλαγή, ούτε από εγκατάλειψη της ιστορικής ορθογραφίας, παρά από μια πάντοτε περιορισμένη εξορθολογίκευση της ορθογραφίας, έτσι όπως λ.χ. ο Βασίλης γραφόταν ήδη με -η κι όχι με -ει, κι ας βγαίνει απ’ το Βασίλειος.

Το Λεξικό ήταν ο ασκός του Αιόλου που άνοιξε. Μαζί με τον λίβελλο, αχ με τα δυο του λάμδα, νά σου πάλι στις εφημερίδες η καμμία και το ψέμμα με τα δυο τους -μ, κι ενώ ο Μπ. τα έχει μόνο με ένα. Παίρνουν ό,τι νομίζουν, όπως είπα, το παραπανήσιος έτσι, με -η, αλλά αφήνουν ή δεν είδαν καν το ρωδάκινο ή το αγώρι με -ω! Από την άλλη όμως, όπως βλέπω και στη Γραμματική: τρένο και πορτρέτο με -ε, φλιτζάνι, μαντίλι, γλιστράω με -ι, ξεριζώθηκαν με ένα -ρ: όχι, δεν ξαναγράφουμε όπως τον παλιό καλό καιρό. Μα την πλημύρα, το είδαν; Θα τη γράφουμε έτσι, με ένα -μ;

Είπα για κραυγαλέο μεθοδολογικό σφάλμα. Και θα μου πουν ότι έστω έργο οφειλόμενο η ριζική συμμόρφωση με κάποια επανετυμολόγηση, κι ας είναι το έλασσον, αρκεί να μπει μια τάξη. Καλά. Όμως με τι επιτέλους αρχές δεχόμαστε λ.χ. τη γραφή πολυθρόνα (από το ιταλικό poltrona, άρα πολιθρόνα), που οφείλεται σε παρετυμολογία, όχι όμως και την «πυλωτή», που επίσης οφείλεται σε παρετυμολογία, και τη γράφουμε πιλοτή (από το γαλλ. pilotis); Να φανταστώ πως δεχόμαστε την πολυθρόνα επειδή έχει ήδη μακρότατο βίο; Μα τότε το ροδάκινο, το αγόρι;

Άντε να τους μαζέψει τους ανέμους που ξαμόλησε ο κ. Μπαμπινιώτης.

Αλλά στο θέμα μας: Τι πιο ρυθμιστικό από ένα τέτοιο Λεξικό; Όπως και η Γραμματική: στο επόμενο όμως.


* Ειδικά στο γ΄ ενικό και πληθυντικό, είναι χαρακτηριστική η εναλλαγή καθόταν / κάθονταν και κάθονταν / καθόταν, όχι σε τίποτα χωριά με έντονα διαλεκτικά στοιχεία αλλά στον λόγο Αθήνας / Θεσσαλονίκης!

buzz it!