5/11/07

Καλτ Μπερλουσκόνι ή καλτ κοινωνία;

Τα Νέα, 13 Μαΐου 2006

Τι είναι το καλτ; Ποιος είναι καλτ; Καλτ, είπαν, ο αμφισβητίας ποιητής Μιχ. Κατσαρός. Ο Ευ. Γιαννόπουλος; ναι λέει ένας, για τον «πολιτικό-σταρ της τηλεόρασης»· όχι λέει άλλος, επειδή «εξουσία και κουλτούρα μεγέθη ασυμβίβαστα». Και η Ρίτα Σακελλαρίου; «άλλο trash, άλλο cult»

το πλήρες κείμενο:

Θα περιμένει λίγο ακόμα ο σχολιασμός της έρευνας για τη δυσλεξία των παιδιών, που προκαλείται τάχα από το μονοτονικό, μια και διέκοψα τη σειρά με τα νεότερα του μακαριοτάτου –μάλλον τα ίδια του μακαριοτάτου με τα νεότερα της πολιτείας απέναντί του: ποια δυσλεξία δηλαδή, εδώ έχουμε δυσλειτουργία του πολιτεύματος, με το ρόλο που αφήνεται να παίξει ο εν λόγω.

Με δυσλειτουργία πια της κοινωνίας θα ήθελα να συνεχίσω σήμερα, όσο είναι νωπή η «νίκη» του τυπικά ηττημένου Μπερλουσκόνι –μάλλον, με αφορμή τη «νίκη» του ηττημένου Μπερλουσκόνι.

Γράφω «νίκη» του Μπερλουσκόνι, μέσα σε εισαγωγικά, που όμως τα βγάζει η πραγματικότητα, όχι επειδή η διαφορά του με τον Πρόντι ήταν μόνο 25.000 ψήφοι, αλλά επειδή έφτασε στα πρόθυρα της πραγματικής νίκης μια διόλου άγνωστη συνταγή, μια συνταγή δοκιμασμένη ίσα ίσα επί σειρά ετών (ο Μπερλουσκόνι υπήρξε από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς στην ιστορία της Ιταλίας), μια συνταγή απ’ όπου δεν έλειψε κανένα συστατικό με αρνητικό πρόσημο, από τη διαφθορά ώς τον ευτελισμό των στοιχειωδέστερων «καλών τρόπων». Εδώ όμως, στο τελευταίο αυτό σημείο, βρίσκεται και το βασικό κλειδί για την ερμηνεία αυτής της νίκης, όσο κι αν μοιάζει απλουστευτικό το σχήμα μου: απλουστευτικό έως πολιτικά αμοραλιστικό, γράφω μόνος τον αντίλογο, έναν πιθανό αντίλογο-σχόλιο και σε φαινομενικώς προβοκατόρικα ερωτήματα με τα οποία επίσης θα μπορούσα να αρχίσω τη σημερινή επιφυλλίδα, του τύπου: γιατί δεν βγήκε άραγε ο Μπερλουσκόνι; ή, γιατί να μην έβγαινε δηλαδή ο Μπερλουσκόνι; εντέλει, πώς και δεν βγήκε ο Μπερλουσκόνι;

Είπα πως η πραγματικότητα αφαίρεσε τα εισαγωγικά από τη «νίκη» του Μπερλουσκόνι, και μοιάζει μεμψίμοιρη και τύποις εσφαλμένη αυτή η προσέγγιση, μια και η… πραγματική πραγματικότητα, είναι πως, δόξα τω Θεώ, πρωθυπουργός δεν είναι πια ο Μπερλουσκόνι, και είναι, αλίμονο, εξαιρετικό αυτό, είναι εξαιρετικό αυτό που χαρακτηρίζει τη δημοκρατία, η επικράτηση ενός υποψηφίου ακόμα και με μία μόνο ψήφο, είναι βασικό συστατικό ακριβώς της δημοκρατίας, όσο και αν εύλογα μας ξενίζει ή και μας σκανδαλίζει, ή μοιάζει με φτωχά, αφυδατωμένα μαθηματικά. Έπειτα από αυτή την εξήγηση, θα μου επιτραπεί, ελπίζω, να μιλάω όχι απλώς για νίκη, αλλά για θρίαμβο του Μπερλουσκόνι.

Και είπα ότι βασικό κλειδί, ή πάντως ένα από τα βασικά κλειδιά για την ερμηνεία της νίκης του είναι ό,τι χαρακτηρίζεται πιο προκλητικό και κραυγαλέο στη δημόσια εικόνα ενός πολιτικού που ήδη έχει καταγραφεί σαν καλτ.

Ο θρίαμβος του cult; ή του trash; ή είναι ένα πια αυτό, και υποκαθιστά την πολιτική, την πολιτική σκέψη και ανάλυση;


Και τι είναι καλτ;

«Τι είναι καλτ; Ούτε τα λεξικά ούτε τα βιβλία ούτε οι στοχαστές και οι φιλόσοφοι το λένε. Να εξηγούμαστε. Είναι σαν να ζητάς από μουσικολόγο να σου εξηγήσει τι είναι η “μπλε” νότα της τζαζ. Το ζεις ή δεν το ζεις. Αυτό είναι!» Έτσι ξεκινούσε το άρθρο του εδώ, σ’ ένα αφιέρωμα στο καλτ, ο Δ. Δανίκας (Νέα 8.11.1997), και επιχειρούσε στη συνέχεια το άρα ακατόρθωτο, να δώσει πρόχειρα παραδείγματα: Είναι καλτ «ο Θανάσης Βέγγος: φαλακρός δρομέας νεοελληνικών αποστάσεων», ή «ο Λάκης Λαζόπουλος: διότι είναι και σταρ και Μήτσος». Δεν είναι καλτ «ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος: εξουσία και κουλτούρα μεγέθη ασυμβίβαστα», δεν είναι «ο Διονύσης Σαββόπουλος: ούτε ο ίδιος θα ’θελε», δεν είναι «η Ρίτα Σακελλαρίου: άλλο trash, άλλο cult».

Δύσκολα δηλαδή τα πράγματα· μοιάζει in και out, «επάνω» και «κάτω», αλλά δεν είναι: το καλτ «το ζεις ή δεν το ζεις» –όμως ο καθένας τότε με τον τρόπο του. Και πάντως, δέκα περίπου χρόνια μετά, το trash μοιάζει να συμπίπτει με το cult.

Και τρας είναι το σκουπίδι. Τι στο καλό είναι το καλτ;

«Το καλτ είναι ένα φαινόμενο, μια μόδα, σε ειδικούς κύκλους υποψιασμένων που το αποδέχονται συνειδητά ως πυξίδα στις επιλογές τους. Λειτουργεί είτε αντιεξουσιαστικά με έναν χαρακτήρα συνειδητής αντιπαλότητας προς το κατεστημένο, είτε συντηρητικά όταν κρύβει έναν χαρακτήρα υπεροχής και δεν προσπαθεί να διαβρώσει την κυρίαρχη κουλτούρα, αλλά να ανοσοποιηθεί. Σήμερα έχει συνήθως απολίτικο χαρακτήρα, εμφανίζεται σαν έκφραση διανοητικού σνομπισμού που οριοθετεί μια ομάδα ως προς άλλες και ταυτόχρονα την εξυψώνει» έγραφε στο ίδιο αφιέρωμα ο Δημοσθένης Κούρτοβικ.

Το καλτ, σημείωνε ο Χάρης Καμπουρίδης, είναι η αναζήτηση «παλιών συμβόλων» με νέα πλέον μορφή μέσα στα νέα προϊόντα, την εποχή της τυποποίησης: «όσα απ’ αυτά πετυχαίνουν να συγκεντρώσουν τη χρησιμότητα και την ιερότητα μαζί, γίνονται σύμβολα πέραν του συγκεκριμένου χρόνου και πέραν του target group (δηλ. της ειδικής ομάδας που ενδιαφέρει σε πρώτη προσέγγιση) [...], ξεπερνούν τη συγκυριακή συνάφεια, αναδεικνύονται σε μικρές θεότητες. Αυτό συμβαίνει σε πάρα πολλά σημεία της ζωής μας, χωρίς να το προσέχουμε πάντα: π.χ. με το φοιτητικό στέκι που γίνεται μύθος (μόνο για τους θαμώνες του εννοείται), με το κινηματογραφικό έργο που συμπυκνώνει τα γούστα και τα κλισέ μιας εποχής (“Καζαμπλάνκα”), [...] με τον πολιτικό-σταρ της τηλεόρασης που παίζει έξυπνα μεταξύ αυθόρμητης εξομολόγησης και έντεχνου χειρισμού του τηλεθεατή που αναζητά καφενόβια ρητορεία (“Γιαννόπουλος”)».

Το καλτ, γράφει επιγραμματικά η Άννα Καφέτση, «το αντιλαμβάνομαι σαν το κουλτουριάρικο (με τη θετική του έννοια), με μία παραχώρηση προς το “λάιτ” και με στοιχεία αποδεκτά από την αγορά. Εντάσσεται μάλλον σε έναν μεταμοντέρνο και αποδομητικό τρόπο σκέψης, που προσπαθεί να αμφισβητήσει και να απομυθοποιήσει τους μύθους των ιστορικών πρωτοποριών της μοντέρνας εποχής και όπου ευνοείται όχι το “χάι” αλλά το “λόου”, το “χαμηλό” που δεν είναι μαζικό».

Την ανάλυση την οφείλουμε στη Μικέλα Χαρτουλάρη:

«Ο τίτλος “καλτ” έχει μία ιδεολογική χροιά προβληματισμού και διαφοροποίησης από την κατεστημένη δυτική κουλτούρα, όχι όμως μόνο από τη μαζική αλλά και από εκείνη των αυθεντιών ή των σύγχρονων μύθων, χωρίς ωστόσο να εκφράζει απαραίτητα μια αιρετική άποψη.

»Τα καλτ αναγνώσματα ή οι καλτ συγγραφείς μπορεί να ανήκουν στον χώρο της λεγόμενης παραλογοτεχνίας, όσο και σε εκείνον της υψηλής και απαιτητικής τέχνης του λόγου, αλλά δεν έχουν το στοιχείο της γραφικότητας και ορίζονται από μία γνησιότητα. Μπορεί να αναγνωρίζονται από “αντεργκράουντ” ομάδες, αλλά δεν περιορίζονται στην κουλτούρα του περιθωρίου ή των μειονοτήτων. Και σε καμιά περίπτωση δεν συμπίπτουν με τα μπεστ σέλερς ή τους μπεστ-σελερίστες, αφού η ευρεία αποδοχή αποτελεί μια αρνητική προϋπόθεση του καλτ. [...]

»Ενώ λοιπόν το καλτ στα καθημερινά γούστα και τις συνήθειες συχνά έχει μια λάιτ διάσταση όχι εμπορική, αλλά αποδεκτή από την αγορά [...] και ενώ μπορεί να εκφράζει μια συντηρητική στάση ζωής με την έννοια της περιχαράκωσης πίσω από μια ελιτίστικη αισθητική [...], στη λογοτεχνία, στο δοκίμιο, στα κόμικς ή στα περιοδικά μικρών κύκλων το καλτ έχει διαφορετική χροιά. Έχει άμεσο αμφισβητητικό ή και αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι τα αναγνώσματα που θεωρούνται καλτ σήμερα στην Ελλάδα (ορισμένα και στο εξωτερικό) “γεννήθηκαν” στις εξεγερμένες δεκαετίες του ’50 και ’60 ή στη δεκαετία του ’90, που αντιτίθεται στην κουλτούρα τού “πολιτικώς ορθού”. Όσον αφορά μάλιστα τους Έλληνες συγγραφείς, ο τίτλος “απαιτεί” μια στάση ζωής που αμφισβητεί τις αξίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας (π.χ. Κατσαρός, Σαχτούρης)».

Από αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφιέρωμα της εφημερίδας αντέγραψα σκόπιμα το μισό σχεδόν άρθρο της Μικέλας Χαρτουλάρη, για να διαπιστώσω ότι από μια εμπεριστατωμένη προσέγγιση βγαίνουμε, έπειτα από δέκα μόλις χρόνια, αν όχι με την ίδια σύγχυση, πάντως με την ίδια αμηχανία με την οποία ξεκινήσαμε σήμερα εδώ να αναρωτιόμαστε τι εστί καλτ. Σήμερα, η ρευστή αυτή έννοια τείνει να ταυτιστεί με ό,τι μπορεί ίσως να εμπεριείχε, σαν ένα από τα πολλά συστατικά της, το trash. Και ιδιαίτερα για έναν νεοπαγή όρο σημασία έχει προπαντός η χρήση του.

Μένουν έτσι πίσω, διόλου παράδοξο, ακόμα και μόλις χτεσινά λεξικά. Καλτ, λέει το ωραίο «Παπυράκι», είναι αυτό «που απευθύνεται σε ειδικό κοινό, που ενδιαφέρει τους “μυημένους” σε κάποιο είδος: καλτ ταινία»· καλτ, συμπληρώνει το λεξικό Μπαμπινιώτη, είναι «αυτός [...] που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία ενδιαφέρουν ένα μικρό συνήθως σύνολο ανθρώπων: καλτ ταινία / βιβλίο / θεατρική παράσταση // ένα θέαμα για καλτ κοινό».

Υπογράμμισα εγώ το «μικρό συνήθως σύνολο ανθρώπων», βάζω προσωρινά στην μπάντα το «συνήθως», και σκέφτομαι: Τότε ο Μπερλουσκόνι δεν είναι καλτ; Ή μήπως γίναμε όλοι «καλτ κοινό», μια κοινωνία καλτ;

Θα συνεχίσω.

buzz it!