Η κοινωνία ριάλιτι στον καθρέφτη των ριάλιτι [β΄]
Τα Νέα, 5 Αυγούστου 2006
Μια επιδειξιομανής κοινωνία, ή μ’ ένα κινητό στ’ αφτί στην παραλία, στο θέατρο, ή μέσα, ναι, στην εκκλησία, δύσκολα θα μπορούσε να εντοπίσει το ξεπούλημα του ιδιωτικού αποκλειστικά στα ριάλιτι
το πλήρες κείμενο:
Με τα ριάλιτι ασχολήθηκα στην περασμένη επιφυλλίδα, στην πιο εξελιγμένη και ηπιότερη εκδοχή τους, τα τάλεντ σόου, που εφέτος ειδικά έδωσαν πλούσια αποτελέσματα, για όποιον δεχτεί να χρησιμοποιήσει στοιχειώδη αριθμητική.
Έτσι, λόγου χάρη, μπορούμε να μετρήσουμε και να πούμε πως, όχι, ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν κατέβασε φέτος στη μικρή Επίδαυρο όσες φωνές δεν έβγαλαν και ούτε θα βγάλουν ποτέ (!) όλα τα τάλεντ σόου μαζί –όπως διάβασα σε σχόλιο μεγάλης εφημερίδας. Θέλω να πω ότι μπορεί να μη μας αρέσουν τα τάλεντ σόου, να τα βδελυσσόμαστε. Μπορεί κυρίως να μας γοητεύει η δουλειά του Κραουνάκη, και η συνθετική και η «παιδαγωγική», απέναντι μάλιστα στα παλαιάς κοπής ή και νεότερα νούμερα (θα το πω απερίφραστα), που με ελάχιστες εξαιρέσεις παριστάνουν τους «καθηγητές» στα εν λόγω τάλεντ σόου. Όμως, αν μετρούμε φωνές, που δεν είναι υποχρεωτικό να υπηρετήσουν σώνει και καλά το είδος της μουσικής που εμείς επιθυμούμε, οφείλουμε να μείνουμε στην απλή αριθμητική, και τότε να δούμε ότι στα φετινά και μόνο τάλεντ σόου είχαμε κάτι παραπάνω από περίσσεια φωνών.
Έμεινα όμως, όπως έγραφα, στα πιο «ανώδυνα» ριάλιτι, που εμφανίζονται με άλλοθι ή όντως απαιτήσεις ποιότητας. Που είναι το ότι κάποιοι νέοι αναζητούν το δρόμο τους ή απλώς την προβολή και την καριέρα τους στη μουσική.
Έχουμε δηλαδή νέα παιδιά, ατάλαντα και ταλαντούχα, ψώνια και μη, που δοκιμάζουν να μπουν στην αγορά της τέχνης. Της τέχνης με μικρό ή κεφαλαίο ταυ, όπως κι αν την εννοούν ή τη θέλουν, από την πίστα του σκυλάδικου ώς τα μάρμαρα του Ηρωδείου. Σήμερα, τα παιχνίδια αυτά συνιστούν μια δυνατότητα, είναι ίσως μια πόρτα. Γιατί είναι έγκλημα καθοσιώσεως να δοκιμάσουνε να τη διαβούν;
Επειδή εμείς ιδρώσαμε, λένε οι παλαιότεροι, φιλήσαμε ποδιές κατουρημένες, προσθέτουν οι ειλικρινέστεροι (κι ας το προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό!). Μα κι αν ακόμα είναι άκοπη κι ανέξοδη αυτή η πολύμηνη έκθεση κι ο εγκλεισμός, ποια μικρόψυχη λογική επιβάλλει –ξαφνικά και μόνο εδώ– ότι, αν φτύσαμε αίμα εμείς, πρέπει να φτύσουν σώνει και καλά και τα παιδιά μας; (Πίσω τότε και στο εξαήμερο σχολείο, ή στη 48ωρη δουλειά την εβδομάδα;)
Όμως δεν είναι αυτή η ουσία των ενστάσεων απέναντι στα ριάλιτι, και μάλιστα τα δίχως το λούστρο της μουσικής.
Πάμε λίγα χρόνια πίσω, στα καθαυτό ριάλιτι, τα πρώτα Big Brother, όταν μερικοί ακαμάτηδες ή ψώνια, όπως τους είπαν, δέχτηκαν να κλειστούν σ’ ένα σπίτι χωρίς ασχολία άλλη από το να εκθέσουν δημόσια την προσωπική τους ζωή, την προσωπικότητά τους. «Ανήθικο», ήταν το λιγότερο που ακούστηκε, για αυτό που εύκολα χαρακτηρίστηκε «ξεπούλημα» της ιδιωτικής ζωής, από μια κοινωνία, οποία ειρωνεία, κατεξοχήν επιδειξιομανή, που έχει προ πολλού ξοφλήσει τους λογαριασμούς της με το ιδιωτικό, και τρόμαξε μονάχα όταν είδε μπροστά της τη συμπύκνωση, τη θεωρητικοποίηση αυτής της απαξίωσης του ιδιωτικού –χωρίς όμως και πάλι να αντιληφθεί ότι απλώς τον εαυτό της κοιτούσε σε καθρέφτη. Ή μήπως, έστω υποσυνείδητα, το είχε αντιληφθεί, και έτσι εξηγείται (στοιχειώδεις ψυχολογικοί μηχανισμοί!) και το μένος της απέναντι στο είδος; Ή μήπως, σκέφτομαι και λέω, καν δεν τρόμαξε; Παρά ήταν η πάγια αντίδραση στο άλλο, στο νεότερο, απ’ τη μια, στο ασόβαρο και παιγνιώδες απ’ την άλλη;
Ώστε παιχνίδι το Big Brother; Παιχνίδι ο εφιάλτης του Όργουελ, το μάτι του Μεγάλου Αδερφού που τα πάνθ’ ορά; Ναι, επιτρέψτε μου, παιχνίδι, κι η μόνη πάντως σοβαρή ένσταση που άκουσα γι’ αυτό ήταν του Παντελή Μπουκάλα, για τον αμοραλισμό που σήμερα ένα παιχνίδι το ονομάζει Big Brother, κι αύριο ίσως κάποιο άλλο «Τελική λύση» ή «Ολοκαύτωμα». Αυτή η λεπτή παρατήρηση με έβαλε, ομολογώ, σε σκέψεις –γιατί τα άλλα, την εκχώρηση δηλαδή του ιδιωτικού, τα άκουγα, επιτρέψτε μου, βερεσέ. Δεν το ξεπέρασα το σημείο αυτό, απλώς τα κουκούλωσα σκεφτόμενος π.χ. τον ανάλογο αμοραλισμό εκείνων (και ημών που το δεχτήκαμε εντέλει) που μια ωραία πρωία έδωσαν στην Αστυνομία το όνομα του ΕΛΑΣ!
Αφήνοντας για άλλη φορά ένα τεράστιο κεφάλαιο που θα μπορούσε να ονομαστεί «Η ψευδής συνείδηση των ριάλιτι» και έχει να κάνει με συμπεριφορές που αναπτύσσονται γύρω από ψευδεπίγραφες αξίες όπως «να είσαι ο εαυτός σου», «αξίες» που καταργούν ούτε λίγο ούτε πολύ την έννοια της κοινωνικής συνύπαρξης, με άλλα λόγια τη συγκρότησή μας σε κοινωνία, θα μείνω στον χαρακτήρα του παιχνιδιού. Που εμπεριέχει, όπως κάθε παιχνίδι, το καλό και το άδικο, χειρότερα ίσως εδώ: τον εθισμό στο άδικο, σκληρές αναμετρήσεις και συγκρούσεις, αλλού, σε άλλα παιχνίδια εννοώ, ακόμα και θανατηφόρες.
Καμία έκθεση λοιπόν του προσωπικού. Ρόλους υποδύονται εξ ορισμού, αυτή είναι η «ουσία της ουσίας» του παιχνιδιού, ενός παιχνιδιού μοιραία «στημένου», όχι μόνο από την παραγωγή, αλλά από τους ίδιους τους παίκτες, που δέχονται ακριβώς να εκτεθούν στο άγρυπνο μάτι μιας κάμερας, άρα άγρυπνοι οι ίδιοι να φροντίζουν την εικόνα τους, το παίξιμό τους.
Δε θα μας ένοιαζε όμως το παιχνίδι αυτό, αν δεν υπήρχαν δύο ουσιαστικές παράμετροι. Η μία είναι, όπως έλεγα και για τα τάλεντ σόου, η αναζήτηση απλούστατα μιας ευκαιρίας από νέα παιδιά, με μέσα ή και με ταπεινώσεις, μην κοροϊδευόμαστε, όχι πάντοτε χειρότερες από άλλες κι άλλες, σ’ άλλες δουλειές (βλέπε κι εδώ παραπάνω, για τις «κατουρημένες ποδιές»). Από κοντά όμως, θα πείτε, και τα ψώνια! Μα είναι τάχα περισσότερα απ’ ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, π.χ. στο χώρο των μίντια, εκεί δηλαδή απ’ όπου εκπορεύεται ο ηθικός στιγματισμός των ριάλιτι;
Η άλλη παράμετρος, με δόση τώρα τραγική, είναι η λειτουργία των παιχνιδιών αυτών στη σημερινή κοινωνία, με το κομμάτι μοναξιάς που θεραπεύουν. Πολύ περισσότερο κι από τα σίριαλ, εδώ οι ήρωες είναι άνθρωποι «κανονικοί» και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί· ακόμα και η αφόρητα πληκτική καθημερινότητά τους ανταποκρίνεται στην κάποτε αφόρητα κενή –πρακτικά ή κυρίως συναισθηματικά– στιγμή, ώρα, ημέρα, κάποτε ζωή ολόκληρη πολλών από μας. Ανοίγεις την τηλεόραση, και ούτε ταινία ούτε σίριαλ, παρά μια φέτα έστω αδρανούς ζωής· ούτε Βίρνα, ούτε Γιάγκος, ούτε κανείς απόλυτα προσδιορισμένος από κάποιον Φώσκολο ή Ακρίτα, παρά ο Πρόδρομος, ο Τσάκας και η Δώρα, από το σπίτι του Big Brother κατευθείαν στο δικό σου.
Υποκατάστατο, βεβαίως, ψευδαίσθηση κοινωνικής ζωής. Τάχα η μόνη; Ή είναι λίγη και αυτή, όταν πραγματική, έστω περιστασιακά, μπορεί και να μην έχεις;
Όμοιος ομοίω…
Τα υπόλοιπα, επιγραμματικά, αφού η συζήτηση όχι απλώς δεν κλείνει, και προπαντός δεν κλείνει τις πολλές της τρύπες, αλλά ίσα ίσα τώρα θα μπορούσε να αρχίζει:
Βρίσκω από φαιδρό έως υποκριτικό να καταδικάζονται, ακόμα χειρότερα: να χλευάζονται καθημερινά, παιδιά μιας κοινωνίας ακριβώς ριάλιτι, έτσι λ.χ. όπως εκφράζεται καθημερινά μέσα από τα απολύτως ριαλιτζίδικης έμπνευσης δελτία ειδήσεων και τοκ σόου, με τα γνωστά πρόσωπα και τη συμπεριφορά που πρόσφατα χαρακτήρισα καλτ.
Όσο για την κρισιμότατη ένσταση απέναντι στην προϊούσα απαξίωση της ιδιωτικότητας, όπου το ιδιωτικό προελαύνει και εισβάλλει στο χώρο του δημοσίου, και μολονότι έδειξα πως δεν ισχύει ακριβώς αυτό στα απ’ τη σύλληψή τους στημένα ριάλιτι, πάλι βρίσκω από φαιδρό έως υποκριτικό αι γενεαί πάσαι π.χ. του κινητού τηλεφώνου να απομονώνουν και να εξετάζουν εργαστηριακά μια νεότερη γενιά, και ούτε καν: ένα τμήμα της γενιάς των νέων.
Αλλά και πάλι, κι αν όλα όσα είπα ώς εδώ μοιάζουν αυθαίρετα και υποκειμενικά, φοβάμαι ότι είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη (ή εν πάση περιπτώσει νοσηρή σαν στάση) για την υγεία του κοινωνικού ιστού η μικροψυχία, η μικρολογία, έστω απλώς ο αρνητισμός και, στη χειρότερη περίπτωση, η υποκρισία, απ’ το αν δέκα, είκοσι ή χίλια είκοσι παιδιά κάνουν εντέλει την πλάκα τους, ή προβάλλουν την ψωνάρα τους, υποχείρια έστω κάποιων σατανικών και ό,τι άλλο θέλετε εγκεφάλων.
Μια επιδειξιομανής κοινωνία, ή μ’ ένα κινητό στ’ αφτί στην παραλία, στο θέατρο, ή μέσα, ναι, στην εκκλησία, δύσκολα θα μπορούσε να εντοπίσει το ξεπούλημα του ιδιωτικού αποκλειστικά στα ριάλιτι
το πλήρες κείμενο:
Με τα ριάλιτι ασχολήθηκα στην περασμένη επιφυλλίδα, στην πιο εξελιγμένη και ηπιότερη εκδοχή τους, τα τάλεντ σόου, που εφέτος ειδικά έδωσαν πλούσια αποτελέσματα, για όποιον δεχτεί να χρησιμοποιήσει στοιχειώδη αριθμητική.
Έτσι, λόγου χάρη, μπορούμε να μετρήσουμε και να πούμε πως, όχι, ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν κατέβασε φέτος στη μικρή Επίδαυρο όσες φωνές δεν έβγαλαν και ούτε θα βγάλουν ποτέ (!) όλα τα τάλεντ σόου μαζί –όπως διάβασα σε σχόλιο μεγάλης εφημερίδας. Θέλω να πω ότι μπορεί να μη μας αρέσουν τα τάλεντ σόου, να τα βδελυσσόμαστε. Μπορεί κυρίως να μας γοητεύει η δουλειά του Κραουνάκη, και η συνθετική και η «παιδαγωγική», απέναντι μάλιστα στα παλαιάς κοπής ή και νεότερα νούμερα (θα το πω απερίφραστα), που με ελάχιστες εξαιρέσεις παριστάνουν τους «καθηγητές» στα εν λόγω τάλεντ σόου. Όμως, αν μετρούμε φωνές, που δεν είναι υποχρεωτικό να υπηρετήσουν σώνει και καλά το είδος της μουσικής που εμείς επιθυμούμε, οφείλουμε να μείνουμε στην απλή αριθμητική, και τότε να δούμε ότι στα φετινά και μόνο τάλεντ σόου είχαμε κάτι παραπάνω από περίσσεια φωνών.
Έμεινα όμως, όπως έγραφα, στα πιο «ανώδυνα» ριάλιτι, που εμφανίζονται με άλλοθι ή όντως απαιτήσεις ποιότητας. Που είναι το ότι κάποιοι νέοι αναζητούν το δρόμο τους ή απλώς την προβολή και την καριέρα τους στη μουσική.
Έχουμε δηλαδή νέα παιδιά, ατάλαντα και ταλαντούχα, ψώνια και μη, που δοκιμάζουν να μπουν στην αγορά της τέχνης. Της τέχνης με μικρό ή κεφαλαίο ταυ, όπως κι αν την εννοούν ή τη θέλουν, από την πίστα του σκυλάδικου ώς τα μάρμαρα του Ηρωδείου. Σήμερα, τα παιχνίδια αυτά συνιστούν μια δυνατότητα, είναι ίσως μια πόρτα. Γιατί είναι έγκλημα καθοσιώσεως να δοκιμάσουνε να τη διαβούν;
Επειδή εμείς ιδρώσαμε, λένε οι παλαιότεροι, φιλήσαμε ποδιές κατουρημένες, προσθέτουν οι ειλικρινέστεροι (κι ας το προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό!). Μα κι αν ακόμα είναι άκοπη κι ανέξοδη αυτή η πολύμηνη έκθεση κι ο εγκλεισμός, ποια μικρόψυχη λογική επιβάλλει –ξαφνικά και μόνο εδώ– ότι, αν φτύσαμε αίμα εμείς, πρέπει να φτύσουν σώνει και καλά και τα παιδιά μας; (Πίσω τότε και στο εξαήμερο σχολείο, ή στη 48ωρη δουλειά την εβδομάδα;)
Όμως δεν είναι αυτή η ουσία των ενστάσεων απέναντι στα ριάλιτι, και μάλιστα τα δίχως το λούστρο της μουσικής.
Πάμε λίγα χρόνια πίσω, στα καθαυτό ριάλιτι, τα πρώτα Big Brother, όταν μερικοί ακαμάτηδες ή ψώνια, όπως τους είπαν, δέχτηκαν να κλειστούν σ’ ένα σπίτι χωρίς ασχολία άλλη από το να εκθέσουν δημόσια την προσωπική τους ζωή, την προσωπικότητά τους. «Ανήθικο», ήταν το λιγότερο που ακούστηκε, για αυτό που εύκολα χαρακτηρίστηκε «ξεπούλημα» της ιδιωτικής ζωής, από μια κοινωνία, οποία ειρωνεία, κατεξοχήν επιδειξιομανή, που έχει προ πολλού ξοφλήσει τους λογαριασμούς της με το ιδιωτικό, και τρόμαξε μονάχα όταν είδε μπροστά της τη συμπύκνωση, τη θεωρητικοποίηση αυτής της απαξίωσης του ιδιωτικού –χωρίς όμως και πάλι να αντιληφθεί ότι απλώς τον εαυτό της κοιτούσε σε καθρέφτη. Ή μήπως, έστω υποσυνείδητα, το είχε αντιληφθεί, και έτσι εξηγείται (στοιχειώδεις ψυχολογικοί μηχανισμοί!) και το μένος της απέναντι στο είδος; Ή μήπως, σκέφτομαι και λέω, καν δεν τρόμαξε; Παρά ήταν η πάγια αντίδραση στο άλλο, στο νεότερο, απ’ τη μια, στο ασόβαρο και παιγνιώδες απ’ την άλλη;
Ώστε παιχνίδι το Big Brother; Παιχνίδι ο εφιάλτης του Όργουελ, το μάτι του Μεγάλου Αδερφού που τα πάνθ’ ορά; Ναι, επιτρέψτε μου, παιχνίδι, κι η μόνη πάντως σοβαρή ένσταση που άκουσα γι’ αυτό ήταν του Παντελή Μπουκάλα, για τον αμοραλισμό που σήμερα ένα παιχνίδι το ονομάζει Big Brother, κι αύριο ίσως κάποιο άλλο «Τελική λύση» ή «Ολοκαύτωμα». Αυτή η λεπτή παρατήρηση με έβαλε, ομολογώ, σε σκέψεις –γιατί τα άλλα, την εκχώρηση δηλαδή του ιδιωτικού, τα άκουγα, επιτρέψτε μου, βερεσέ. Δεν το ξεπέρασα το σημείο αυτό, απλώς τα κουκούλωσα σκεφτόμενος π.χ. τον ανάλογο αμοραλισμό εκείνων (και ημών που το δεχτήκαμε εντέλει) που μια ωραία πρωία έδωσαν στην Αστυνομία το όνομα του ΕΛΑΣ!
Αφήνοντας για άλλη φορά ένα τεράστιο κεφάλαιο που θα μπορούσε να ονομαστεί «Η ψευδής συνείδηση των ριάλιτι» και έχει να κάνει με συμπεριφορές που αναπτύσσονται γύρω από ψευδεπίγραφες αξίες όπως «να είσαι ο εαυτός σου», «αξίες» που καταργούν ούτε λίγο ούτε πολύ την έννοια της κοινωνικής συνύπαρξης, με άλλα λόγια τη συγκρότησή μας σε κοινωνία, θα μείνω στον χαρακτήρα του παιχνιδιού. Που εμπεριέχει, όπως κάθε παιχνίδι, το καλό και το άδικο, χειρότερα ίσως εδώ: τον εθισμό στο άδικο, σκληρές αναμετρήσεις και συγκρούσεις, αλλού, σε άλλα παιχνίδια εννοώ, ακόμα και θανατηφόρες.
Καμία έκθεση λοιπόν του προσωπικού. Ρόλους υποδύονται εξ ορισμού, αυτή είναι η «ουσία της ουσίας» του παιχνιδιού, ενός παιχνιδιού μοιραία «στημένου», όχι μόνο από την παραγωγή, αλλά από τους ίδιους τους παίκτες, που δέχονται ακριβώς να εκτεθούν στο άγρυπνο μάτι μιας κάμερας, άρα άγρυπνοι οι ίδιοι να φροντίζουν την εικόνα τους, το παίξιμό τους.
Δε θα μας ένοιαζε όμως το παιχνίδι αυτό, αν δεν υπήρχαν δύο ουσιαστικές παράμετροι. Η μία είναι, όπως έλεγα και για τα τάλεντ σόου, η αναζήτηση απλούστατα μιας ευκαιρίας από νέα παιδιά, με μέσα ή και με ταπεινώσεις, μην κοροϊδευόμαστε, όχι πάντοτε χειρότερες από άλλες κι άλλες, σ’ άλλες δουλειές (βλέπε κι εδώ παραπάνω, για τις «κατουρημένες ποδιές»). Από κοντά όμως, θα πείτε, και τα ψώνια! Μα είναι τάχα περισσότερα απ’ ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, π.χ. στο χώρο των μίντια, εκεί δηλαδή απ’ όπου εκπορεύεται ο ηθικός στιγματισμός των ριάλιτι;
Η άλλη παράμετρος, με δόση τώρα τραγική, είναι η λειτουργία των παιχνιδιών αυτών στη σημερινή κοινωνία, με το κομμάτι μοναξιάς που θεραπεύουν. Πολύ περισσότερο κι από τα σίριαλ, εδώ οι ήρωες είναι άνθρωποι «κανονικοί» και όχι επαγγελματίες ηθοποιοί· ακόμα και η αφόρητα πληκτική καθημερινότητά τους ανταποκρίνεται στην κάποτε αφόρητα κενή –πρακτικά ή κυρίως συναισθηματικά– στιγμή, ώρα, ημέρα, κάποτε ζωή ολόκληρη πολλών από μας. Ανοίγεις την τηλεόραση, και ούτε ταινία ούτε σίριαλ, παρά μια φέτα έστω αδρανούς ζωής· ούτε Βίρνα, ούτε Γιάγκος, ούτε κανείς απόλυτα προσδιορισμένος από κάποιον Φώσκολο ή Ακρίτα, παρά ο Πρόδρομος, ο Τσάκας και η Δώρα, από το σπίτι του Big Brother κατευθείαν στο δικό σου.
Υποκατάστατο, βεβαίως, ψευδαίσθηση κοινωνικής ζωής. Τάχα η μόνη; Ή είναι λίγη και αυτή, όταν πραγματική, έστω περιστασιακά, μπορεί και να μην έχεις;
Όμοιος ομοίω…
Τα υπόλοιπα, επιγραμματικά, αφού η συζήτηση όχι απλώς δεν κλείνει, και προπαντός δεν κλείνει τις πολλές της τρύπες, αλλά ίσα ίσα τώρα θα μπορούσε να αρχίζει:
Βρίσκω από φαιδρό έως υποκριτικό να καταδικάζονται, ακόμα χειρότερα: να χλευάζονται καθημερινά, παιδιά μιας κοινωνίας ακριβώς ριάλιτι, έτσι λ.χ. όπως εκφράζεται καθημερινά μέσα από τα απολύτως ριαλιτζίδικης έμπνευσης δελτία ειδήσεων και τοκ σόου, με τα γνωστά πρόσωπα και τη συμπεριφορά που πρόσφατα χαρακτήρισα καλτ.
Όσο για την κρισιμότατη ένσταση απέναντι στην προϊούσα απαξίωση της ιδιωτικότητας, όπου το ιδιωτικό προελαύνει και εισβάλλει στο χώρο του δημοσίου, και μολονότι έδειξα πως δεν ισχύει ακριβώς αυτό στα απ’ τη σύλληψή τους στημένα ριάλιτι, πάλι βρίσκω από φαιδρό έως υποκριτικό αι γενεαί πάσαι π.χ. του κινητού τηλεφώνου να απομονώνουν και να εξετάζουν εργαστηριακά μια νεότερη γενιά, και ούτε καν: ένα τμήμα της γενιάς των νέων.
Αλλά και πάλι, κι αν όλα όσα είπα ώς εδώ μοιάζουν αυθαίρετα και υποκειμενικά, φοβάμαι ότι είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη (ή εν πάση περιπτώσει νοσηρή σαν στάση) για την υγεία του κοινωνικού ιστού η μικροψυχία, η μικρολογία, έστω απλώς ο αρνητισμός και, στη χειρότερη περίπτωση, η υποκρισία, απ’ το αν δέκα, είκοσι ή χίλια είκοσι παιδιά κάνουν εντέλει την πλάκα τους, ή προβάλλουν την ψωνάρα τους, υποχείρια έστω κάποιων σατανικών και ό,τι άλλο θέλετε εγκεφάλων.