Μικρές παρανοήσεις, μεγάλες συνέπειες
Τα Νέα, 28 Μαΐου 2005
1. Αρχαίον άχθος
Τι σημαίνει «χρήστης»; Δανειστής; Και ο «λογάς»; Επίλεκτος; Και υπάρχει ρήμα «αποχρώμαι»; Ας δοκιμάσει ο αναγνώστης τις γνώσεις του, έτσι όπως με δοκίμασε η αγωνία της μικρής μου φίλης που ετοιμαζόταν για τις απολυτήριες εξετάσεις της πρώτης γυμνασίου.
διαβάστε τη συνέχεια...
Τρία αμήχανα «όχι, δε νομίζω» εισέπραξε η μελλοθάνατη της γλωσσοεκπαιδευτικής πολιτικής μας, για να μην πω από τώρα της ιδεοληψίας μας, και συμφώνησαν αμέσως μαζί μου τα δύο πρόσφατα και ογκωδέστατα λεξικά, του Μπαμπινιώτη και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη: χρήστης είναι αυτό που όλοι ξέρουμε, αυτός που κάτι χρησιμοποιεί, μια συσκευή, ένα μηχάνημα κτλ., και λογάς αυτό που επίσης όλοι ξέρουμε, αυτός που όλο λέει… λέει… λέει… Και ρήμα αποχρώμαι δεν υπάρχει. Μόνο ο αποχρών λόγος ή οι αποχρώσες ενδείξεις, απ’ όπου τίποτα δεν έδειχνε κάποια συγγένεια με τη σημασία εκμεταλλεύομαι, με την οποία το είχε δώσει η φιλόλογος στον πίνακα και το είχε και το βιβλίο. Να κάνει λάθος, λάθη, τρία στη σειρά, η φιλόλογος; Έστω. Αλλά και το βιβλίο;
Μα ποιο βιβλίο; «Των αρχαίων», με συνέφεραν οι ακόμα πιο κατάπληκτοι γονείς της μικρής, που είχαν ήδη σηκώσει τα χέρια ψηλά –άνθρωποι εγγράμματοι και οι δύο, επιστήμονες. (Ας το κρατήσουμε και αυτό, έστω σημείωση, τι σημαίνει δηλαδή για ένα παιδί το «δεν ξέρω» από τους γονείς του, όχι σε τίποτα μοντέρνα μαθηματικά, αλλά στη γλώσσα που μιλούν.) Και πάμε στα λεξικά. Σε ακόμα πιο μεγάλα λεξικά, που δεν νοείται, φυσικά, να τα έχει κάθε σπίτι, όπως το πολύτομο του Δημητράκου. Ώστε καλά τα έλεγε το βιβλίο: χρήστης ήταν κάποτε και ο δανειστής, «ο δανείζων χρήματα, ο τοκογλύφος» (αλλά και «ο δανειζόμενος, ο οφειλέτης»! γιατί δεν το περιέλαβαν κι αυτό, να τα ξεκάνουν δηλαδή μια και καλή τα παιδιά;). Και ναι: ο/η λογάς, γενική λογάδος, ήταν ο «εκλεκτός, επίλεκτος, διαλεχτός». Και πάλι ναι, υπήρχε το αποχρώμαι, και σήμαινε εκμεταλλεύομαι.
Αυτά έμαθα τώρα κι εγώ μαζί με τη μικρή μου φίλη, που αυτή όμως θα τα μάθει πιο καλά, με την άσκηση που της ορίζουν: να σχηματίσει φράσεις με τις λέξεις αυτές! Να στραμπουλήξει δηλαδή ένα παιδί το μυαλό και το αισθητήριό του, να μάθει προπαντός να γράφει ψέματα –αφού αυτό που θα γράψει δεν θα ανταποκρίνεται σε καμία πραγματικότητα· ίσα ίσα, θα την αντιστρατεύεται, θα τη διαψεύδει. Ή αλλιώς: πριν καλά καλά μάθει τι σημαίνει σήμερα επακριβώς χρήστης ή λογάς, μια, ας πούμε, λογιότερη και μια λαϊκότερη λέξη, θα μάθει τι σήμαιναν, μα δεν σημαίνουν και ούτε θα ξανασημάνουν πια.
Το κερασάκι είναι το αποχρώμαι. Θα μάθει το παιδί, όχι τώρα μιαν άγνωστη σημασία μιας γνωστής του λέξης, αλλά μιαν άγνωστη και άχρηστη προ πολλού λέξη, και με αυτή θα φτιάξει πρόταση δική του: θα την εντάξει δηλαδή, υποτίθεται, στη γλωσσική του πραγματικότητα, συνταιριάζοντας μιαν άκυρη πλέον λέξη με τις γνωστές του. Θα σχηματίσει δηλαδή –το ξαναγράφω για να το συλλάβω, το ασύλληπτο και εξωφρενικό–, θα σχηματίσει πρόταση στη γλώσσα του, στα νέα ελληνικά, με λέξεις των νέων ελληνικών, όπου θα ξεφυτρώνει και μία λέξη απ’ τα αρχαία, λέξη αν όχι νεκρή, πάντως αδρανής! Δηλαδή, με ρώτησε η μητέρα του παιδιού, κάτι σαν «εκμεταλλεύομαι της εμπιστοσύνης κάποιου;», και οπ, ιδού, στη βεβιασμένη, διατεταγμένη πια και όχι φυσική γλωσσική λειτουργία, η εγγράμματη, ξαναλέω, μητέρα του παιδιού, κατέφυγε αυθόρμητα και ευλογότατα σε σύνταξη «μετά γενικής».
Αν τώρα αυτού του είδους οι ανορθολογικές-αντιορθολογικές και αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις αποσυντονίζουν εμάς τους ενηλίκους, πόσο άγευστος από κάθε έννοια παιδοψυχολογίας πρέπει να ’ναι κανείς για να πιστεύει πως έτσι διευρύνει το παιδί τους γλωσσικούς ορίζοντές του, και επιπλέον μαθαίνει, λέει, καλύτερα τη γλώσσα του, τη γλώσσα τη σημερινή;
Χρησιμοποίησα τα επίθετα ανορθολογικός και αντιεπιστημονικός. Το ουσιαστικό, με τη γραμματική και την κυριολεκτική πια σημασία, είναι: έγκλημα –προκειμένου μάλιστα για παιδιά και στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Τουλάχιστον να μας βοηθούσε το ελάχιστο αυτό παράδειγμα, με τον χρήστη και τον λογά, και με τη σύνταξη με γενική, με τις ανατροπές δηλαδή και τα άλματα και στο λεξιλογικό/σημασιολογικό και στο γραμματικοσυντακτικό επίπεδο, να μας βοηθούσε, λέω, να αντιληφθούμε για ποιον λόγο μάθαιναν και μαθαίνουν εύκολα οι ξένοι αρχαία ελληνικά, ενώ ούτε μάθαμε ούτε μοιάζει, για την ώρα, να μαθαίνουμε εμείς; Και να αντιληφθούμε έτσι για ποιον, αν μη τι άλλο πρακτικότατο, λόγο προτείνεται από παλιά από ειδικούς επιστήμονες, και όχι αποκλειστικά «δημοτικιστές», να διδάσκονται τα αρχαία σαν ξένη γλώσσα;
2. Ο όντως αθέατος κόσμος ή Ο παρακόσμος
Δεν τα θυμήθηκα τυχαία όλα αυτά, με αφορμή μονάχα τις εξετάσεις της μικρής μου φίλης. Δεν πάνε ούτε δυο βδομάδες που έπεσα τυχαία στον «Αθέατο κόσμο» του Κ. Χαρδαβέλα, που, πιστός στα διάφορα «παρα-», τα παραφυσικά φαινόμενα, τα παραθρησκευτικά κ.ά. τα οποία μελετά, αφιέρωσε μια εκπομπή στα αρχαία, από παραεπιστημονική –λέω εγώ– σκοπιά. Η σύνθεση των ομιλητών ήταν απόλυτα, σκανδαλωδώς ομοιογενής, εξέφραζε μάλιστα όχι απλώς μία συγκεκριμένη άποψη, αλλά το απώτατο άκρο της άποψης αυτής, με πιο χαρακτηριστικές παρουσίες τον παλαιόθεν γνωστό Σαράντο Καργάκο και τον εκπρόσωπο του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη, των καθημερινών, πολύωρων αρχαιοτάδε εκπομπών στα γνωστά παρακάναλα, καθώς και με εκπροσώπους της «Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς».
Μαζί με όλα τα αναμενόμενα, ακούστηκαν και τα λιγότερο γνωστά, για τις «επιστημονικές» έρευνες και μετρήσεις σύμφωνα με τις οποίες η εκμάθηση των αρχαίων προλαμβάνει ή θεραπεύει ακόμα και ψυχικές παθήσεις («Και γιατί τότε τρελάθηκε ο Ηρακλής ή ο Αίαντας;» χαριτολόγησε φίλος που τα άκουγε). Στη μειωμένη διδασκαλία των αρχαίων απέδωσε λ.χ. τη δυσλεξία ο κ. Καργάκος, γιατί όταν παλαιότερα ο μαθητής υποχρεωνόταν να αποστηθίσει το «πεπαίδευκα, πεπαίδευκες, πεπαίδευκε, πεπαιδεύκαμεν…» κτλ. αποκτούσε μια «λαλητική τριβή» (αν συγκράτησα καλά τον όρο) και δεν πάθαινε δυσλεξία! Να σχολιάσει τι, κανείς; Ότι η δυσλεξία δεν έχει σχέση με «λαλιά» και προφορά; Και άραγε η όποια δυσλεξία προλαμβάνεται όταν αποστηθίζει κανείς το «πεπαίδευκα» έτσι όπως το προφέρουμε σήμερα εμείς ή όπως το πρόφεραν οι αρχαίοι; Δηλαδή: πεπέδεφκα, ή κάτι σαν πεπαϊντέουκα; (Α, μήπως γι’ αυτό τρελαίνονταν ακόμα και οι αρχαίοι;)
3. Βιβλία ταυτότητες
Και πρέπει δηλαδή να ασχολούμαστε κάθε φορά με ό,τι αυθαίρετο ή αντιεπιστημονικό ξεφουρνίζει ο καθένας οπουδήποτε, ακόμα κι αν είναι γνωστός και σε γνωστό κανάλι, σε γνωστή εκπομπή, ή αν εμφανίζεται άλλη μια φορά δημόσια η περίφημη «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», ένας όμιλος, όπως έχω ξαναγράψει, με κάπου 200 ιδρυτικά μέλη, επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, στρατιωτικούς κ.ά., μα με κανέναν γλωσσολόγο ανάμεσά τους, και όπου παγιδεύτηκαν, με την υπογραφή τους, και άνθρωποι σοβαροί;
Μάλλον όχι, θα ήταν η απάντηση, δεν αξίζει σώνει και καλά να ασχολούμαστε, κι ας λιπαίνονται έτσι παμπάλαιοι μύθοι και ακλόνητα στερεότυπα. Αλλά, όπως το ένα φέρνει το άλλο, έτσι οδηγήθηκα και αναφέρθηκα στην εκπομπή αυτή, τώρα με την έκδοση της Γραμματικής της Νέας Ελληνικής των Κλαίρη-Μπαμπινιώτη, που χαιρετίστηκε σαν γραμματική της πολυτυπίας, σαν έργο, στην πράξη, όπου άλλη μια φορά –όπως και με το Λεξικό Μπαμπινιώτη– διαβάζει ή προβάλλει ο καθένας ό,τι θέλει. Όμως, ώς την επόμενη επιφυλλίδα όπου θα ασχοληθούμε με το θέμα αυτό, ας κρατήσουμε ορισμένα, ελάχιστα μα βασικότατα δεδομένα: πως η γραμματική αυτή είναι της Νέας Ελληνικής και όχι εν γένει της Ελληνικής, και όχι, ούτε «του μαθητού» κλίνει μέσα, ούτε «της γλώσσης» και ξανά «της γλώσσης» ή του «Οδυσσέως Ελύτου», όπως έλεγε λόγου χάρη ο εκπρόσωπος του κόμματος Καρατζαφέρη.